Κινηματογράφος

Από τον Φαραντί στον Κάφκα: ερωτήματα πάνω στην ηθική και τις ανθρώπινες σχέσεις

από kaboomzine

Στην ταινία του «Ο Εμποράκος», η οποία απέσπασε το βραβείο Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας έχοντας ήδη βραβευθεί στο Φεστιβάλ των Καννών, ο Φαραντί επιχειρεί να θέσει μια σειρά από ερωτήματα πάνω στην ηθική και τον ρόλο των φύλων, όπως αυτός διαμορφώνεται μέσα από την κοινωνία, στο σύγχρονο Ιράν. Αντλεί επιρροές από τον Χίτσκοκ σε επίπεδο μυστηρίου και πλοκής αλλά και από τον ομοεθνή του Κιαροστάμι σε επίπεδο ρεαλιστικής απεικόνισης των ανθρώπινων σχέσεων. Ωστόσο, πρόκειται για μία ταινία η οποία ξεφεύγει από τα σύνορα του τόπου όπου διαδραματίζεται. Η ιστορία των πρωταγωνιστών δοσμένη με αριστουργηματικό τρόπο μέσα  από την αφήγηση του δημιουργού καθίσταται από προσωπική,  καθολική και συνάμα πανανθρώπινη.

Ο Εμάντ και η Ράνα αναγκάζονται να μετακομίσουν σε ένα νέο σπίτι. Ο Εμάντ είναι καθηγητής στο γυμνάσιο και τα απογεύματα μαζί με τη Ράνα συμμετέχουν στο ανέβασμα μιας θεατρικής παράστασης του έργου του Αρθουρ Μίλερ , «Ο θάνατος του εμποράκου». Στο νέο σπίτι του οποίου την προηγούμενη ένοικο δεν γνωρίζουν, έμενε μια γυναίκα την οποία συνήθιζαν να επισκέπτονται πολλοί άνδρες. Ένα βράδυ καθώς η Ράνα γύρισε νωρίτερα στο σπίτι βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν από τους επισκέπτες της προηγούμενης ενοίκου. Ο Εμάντ την βρίσκει σε άσχημη κατάσταση στο νοσοκομείο και ψάχνει να βρει τον ένοχο με σκοπό να τον τιμωρήσει.

Μπροστά σε ένα τραγικό γεγονός το οποίο δεν περιγράφεται ποτέ ρητά αλλά μόνιμα υπονοείται, ο Εμάντ στέκεται αμήχανος και μετέωρος. Στο πρόσωπο του συμπυκνώνονται όλες οι αντιφάσεις ενός σύγχρονου άντρα. Εδώ εντοπίζεται από την πλευρά του Φαραντί το παράδοξο. Πώς ένας άνθρωπος μορφωμένος και καλλιεργημένος που ενσαρκώνει ένα ρόλο καλλιεργώντας την ενσυναίσθηση στο κοινό δεν μπορεί να λειτουργήσει και εκείνος με βάση την ενσυναίσθηση; Καθώς η πλοκή εξελίσσεται η κρίση στη σχέση του ζευγαριού εντείνεται. Απέναντι σε αυτό το γεγονός ο Φαραντί στήνει ένα δίπολο, με τη μία πλευρά να επιλέγει την υπεράσπιση τις τιμής επηρεασμένη από τις προσταγές της κοινωνίας και την άλλη να υιοθετεί τη λογική της άρνησης του γεγονότος, προσπαθώντας να προφυλάξει την ήδη παραβιασμένη ιδιωτικότητα της σχέσης τους και τελικά την ίδια τη σχέση.

Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς μπορεί το άτομο να διαφυλάξει ακέραιο το εσωτερικό κριτήριο περί ηθικής και απόδοσης της δικαιοσύνης. Πώς να μη χάσει τις πολιτισμικές του προσλαμβάνουσες, τα φίλτρα μέσα από τα οποία ορίζει τις πράξεις του, το προσωπικό του αξιακό σύστημα που διαμορφώνεται από τη μόρφωση και την κουλτούρα του.

Αυτά τα ερωτήματα περί ηθικής μας φέρνουν στο μυαλό ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας, τη Δίκη του Κάφκα. Ο ήρωας Γιόζεφ Κ συμβολίζει με τον πλέον απόλυτο τρόπο έναν τραγικό ήρωα, εκ προοιμίου ένοχο, όπου το κριτήριο της προσωπικής ηθικής-τεκμήριο αθωότητας απουσιάζει. Μετέωρος μπροστά στο παιχνίδι της ενοχής που τόσο καλά πλέκεται γύρω του, κατηγορείται για κάτι το οποίο αγνοεί και αδυνατώντας να υπερασπιστεί τον εαυτό του σταδιακά αποδέχεται την κατηγορία. Μέσω της περιγραφής ενός ασφυκτικού, γραφειοκρατικού και συχνά παράλογου περιβάλλοντος μέσα στο οποίο δρουν οι ήρωες αναδεικνύονται η αγωνία, οι ενοχές και η αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου. Εδώ η έννοια της προσωπικής ηθικής είναι ανύπαρκτη. Η ίδια η ελευθερία ταυτίζεται με την ενοχή και η όποια βούληση του ατόμου για υπεράσπιση του εαυτού του καθίσταται περιττή. Χαρακτηριστικό είναι το αφήγημα «Μπροστά στο νόμο» στο ένατο κεφάλαιο της Δίκης , στη συνάντηση του Γιόζεφ Κ. με τον εφημέριο, ο οποίος του αφηγείται μια παραβολή σχετικά με το νόμο και τη θέση του ατόμου απέναντι σε αυτόν. Ένας αγρότης περιμένει έξω από την πόρτα του νόμου, ο φύλακας όμως δε του επιτρέπει να περάσει , τονίζοντας του ωστόσο ότι η πόρτα προορίζεται για αυτόν. Δέχεται όλα του τα δώρα και αστειεύεται μαζί του. Ωστόσο, παρά την αναμονή η πόρτα κλείνει και ο αγρότης μένει απέξω. Ο άνθρωπος λοιπόν, έρχεται αντιμέτωπος με το νόμο αρνούμενος όμως να παραδώσει την προσωπική του ελευθερία. Το στοίχημα της διατήρησης της προσωπικής ταυτότητας του ατόμου, της συνείδησης της ελευθερίας μέσα σε ένα σύστημα απρόσωπης εξουσίας διαγράφεται έντονα εδώ. Σε αυτό το στοίχημα η στάση του Κάφκα ήταν αμυντική. Ανυποχώρητος στη λογική του νόμου αλλά πάντοτε αμυνόμενος. Μια ντετερμινιστική και απαισιόδοξη θεώρηση της πραγματικότητας που παραγνωρίζει τη δύναμη του ατόμου για αλλαγή.

Κοινή συνισταμένη και των δύο έργων είναι η φύση της επιλογής των αποφάσεων του ατόμου. Έστω και μη συνειδητά, ακόμη και χωρίς να έρθει κανείς αντιμέτωπος με ένα σύστημα εξουσίας, όπως στην περίπτωση του καφκικού ήρωα, κινητήρια δύναμη για τις αποφάσεις μας είναι οι παραδόσεις της θεοκρατίας και της πατριαρχίας, καθώς επίσης το κοινωνικό πλαίσιο που καθορίζει τις έμφυλες και διαπροσωπικές σχέσεις.

Ο Φαραντί επιχειρεί με αυτή του την ταινία, όχι να δώσει απαντήσεις, αλλά να ανοίξει ερωτήματα στο κοινό, τα οποία ούτε το ίδιο θα μπορέσει να απαντήσει. Τουλάχιστον όχι άμεσα. Προσπαθώντας κανείς να ταυτιστεί με το ένα ή το άλλο μέλος  του ζευγαριού, αλλά ακόμα και με τον θύτη, θα μπορέσει εν μέρει να δικαιολογήσει τη στάση τους. Όμως, ποια θα πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι σε γεγονότα που πλήττουν σοβαρά την ιδιωτικότητα μας και αποτελούν κατάφωρη αδικία στο πρόσωπο μας; Αν η δικαιοσύνη έχει κενά, αφήνοντας ατιμώρητες πράξεις τέτοιου είδους, αυτό δίνει το δικαίωμα στο θύμα να παραβιάσει με τον ίδιο τρόπο την ιδιωτικότητα του θύτη; Και αν ναι, που θα μπορούσε να οδηγήσει μια τέτοια πρακτική; Η απάντηση για εμάς βρίσκεται σε μια φράση του Μάνου Χατζιδάκη, λίγο παραφρασμένη, «Όταν χρησιμοποιείς τις πρακτικές του τέρατος, αρχίζεις να του μοιάζεις». Αλλά και στη φράση του ίδιου του Εμάντ στην εν λόγω ταινία, ο οποίος στην προσπάθεια του να εξηγήσει στο μαθητές του το πώς ο άνθρωπος έγινε αγελάδα στην ταινία του Σααντί, απάντησε «Σταδιακά». Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο ο άνθρωπος μπορεί να αλλοτριωθεί , εξετάζοντας τον εαυτό του αποκλειστικά ως μέλος της κοινωνίας. Στην προσπάθεια του να γίνει αποδεκτός από αυτή, αφήνει στην άκρη την όποια παιδεία και κουλτούρα έχει και δε διστάζει να θέσει υπό διακύβευση ακόμη και  τις σχέσεις του με τα αγαπημένα του πρόσωπα. Παράλληλα, μια παθητική στάση σε τέτοιες καταστάσεις, και μια τάση αποδοχής της ενοχής μας, όπως αυτή που υιοθετεί ο ήρωας του Κάφκα, δεν είναι προωθητική. Ο άνθρωπος πρέπει να επικοινωνεί τέτοιου είδους γεγονότα, είτε είναι ο ίδιος εμπλεκόμενος σε αυτά είτε όχι, χωρίς ταμπού και προκαταλήψεις. Να υπερασπίζεται με σθένος το δίκιο του, και να το λέει ανοιχτά όταν τον αδικούν, χωρίς ντροπή και φόβο. Πρόκειται για μια πράξη επαναστατική, ικανή να αλλάξει συνειδήσεις.

Κλείνοντας, μεγαλύτερη σημασία για εμάς έχει το να μπορέσει κανείς να αντιληφθεί τη θέση του μέσα στην κοινωνία, όπως αυτή πραγματικά είναι, ενάντια στα στερεότυπα και τις παραδόσεις, και παράλληλα το να συνειδητοποιήσει τη δύναμη του για αλλαγή τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και κατ’ επέκταση σε συλλογικό. Σε μια αποστροφή του λόγου του ο Εμάντ βλέποντας το αστικό τοπίο μια πόλης που τον πνίγει, λέει «αυτή την πόλη, ίσως πρέπει να την ισοπεδώσουμε και να την ξαναχτίσουμε από την αρχή». Για τις γράφουσες όλη η δύναμη εντοπίζεται σε αυτή την φράση συμπληρώνοντας ότι ποτέ δεν είναι αργά για μια μεγάλη αλλαγή. Οι ρωγμές στους τοίχους προμηνύουν την κατάρρευση. «Σαν το σκυλί» , προειδοποιεί ο καφκικός ήρωας, «Μήπως υπήρχαν επιχειρήματα που θα μπορούσαν να αλλάξουν αυτή την απόφαση;»

Αφροδίτη Βάσιου-Μαρία Βάσιου

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine