Στον Ζωρζ
Υπάρχουν καθολικές ηθικές αλήθειες; Το έργο ανθρωπολόγων όπως ο Πιερ Κλαστρ, που τόνισαν τις εξαιρετικά διαφορετικές ηθικές αξίες και συνήθειες που εμφανίζονταν σε μη δυτικές κοινωνίες, μας έχει κάνει σκεπτικούς απέναντι σε αυτή την υπόθεση. Σχετικοποιήσαμε τις αντιλήψεις μας, καθώς, όχι μόνο είδαμε πόσο διαφορετικά αξιακά συστήματα μπορούν να υπάρξουν (τι σόι καθολικές θα ήταν κάποιες ηθικές αλήθειες που δεν αφορούν όλους τους ανθρώπους;), αλλά ενδεχομένως και επειδή, ασυνείδητα ή μη, κάναμε ακόμη ένα νοητικό βήμα: δεν θα ήταν λιγάκι ύποπτη σύμπτωση οι αξίες που εμφανίστηκαν στον δικό μας πολιτισμό και στη δική μας εποχή να ήταν οι σωστές και οι παγκόσμιες; Σήμερα, μπορούμε μεν για διάφορους λόγους να προτιμούμε τις αξίες αυτές από κάποιες άλλες, δεν είναι όμως πια τόσο εύκολο και να τις θεωρούμε καθολικές.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Παλαιότεροι στοχαστές, που έζησαν και έγραψαν πριν από τους κλυδωνισμούς που προκάλεσε η συγκριτική κοινωνική και πολιτισμική ανθρωπολογία, θεωρούσαν ότι όσα σκέφτονταν είχαν τρόπον τινά παγκόσμια νομιμοποίηση. Ο Καντ, παραδείγματος χάρη, όταν μιλάει για τον Λόγο, θεωρεί πως μιλάει για την καθολική ανθρώπινη λογική, για τον μοναδικό ορθολογισμό που υπάρχει στα κεφάλια όλων των ανθρώπων, για τον Λόγο με λάμδα κεφαλαίο και όχι, όπως θα έγραφε πολύ αργότερα ο Καστοριάδης, για μια συγκεκριμένη ποικιλία λόγου που καλλιεργήθηκε σε ένα συγκεκριμένο (οσοδήποτε σημαντικό από άλλες απόψεις) μέρος του πλανήτη.
Ξαναπιάνοντας το νήμα σχετικά με τις ηθικές αλήθειες, πρέπει να σημειώσουμε ότι πάνω σε αυτόν ακριβώς τον Λόγο (Vernunft) επιχείρησε ο Καντ να θεμελιώσει και το πραγματικά αξιοθαύμαστο οικοδόμημα της ηθικής του φιλοσοφίας. Έχουμε εδώ να κάνουμε με τον Καθαρό Λόγο στην Πρακτική του εκδοχή, δηλαδή στο πεδίο της ηθικής, που σχετίζεται με το τι πρέπει να πράττει κανείς. Ο Καντ, λοιπόν, πιστεύει ότι υπάρχει ήδη (schon) μέσα στον υγιή ανθρώπινο νου μια κατηγορική προσταγή, μια απόλυτη ηθική εντολή που μπορεί να αποτελέσει την ηθική πυξίδα μας. Πετσοκόβοντας λιγάκι το επιχείρημα, αλλά κατά βάση σωστά, θα λέγαμε ότι για τον γερμανό φιλόσοφο ένας άνθρωπος μπορεί, αν προσπαθήσει να σκεφτεί με βάση τη λογική του και όχι με βάση τα επιμέρους συμφέροντα και πάθη του, να καταλήξει στο ηθικά ορθό, το οποίο μάλιστα είναι το ίδιο για όλα τα χρησιμοποιούντα τον Καθαρό Πρακτικό τους Λόγο ανθρώπινα όντα.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η βάση της θεωρίας του Καντ είναι ο Λόγος. Έτσι, περιλαμβάνει στην ηθική του φιλοσοφία τα μόνα γνωστά έλλογα πλάσματα, τους ανθρώπους. Κατά συνέπεια, θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα ζώα, ως μη έλλογα όντα, δεν χρήζουν ηθικής προστασίας. Και πράγματι, ο Καντ το λέει. Σε ένα δοκίμιό του που δημοσιεύτηκε το 1786 με τίτλο «Πιθανή αρχή της ιστορίας των ανθρώπων», αναφέρει ότι μπορούμε να πούμε στο πρόβατο: Το μαλλί που φορείς, σου το έδωσε η Φύση όχι για σένα, αλλά για μένα. Το ίδιο, φυσικά, θα μπορούσε να ισχύσει για το κρέας του προβάτου και για τα άλλα προϊόντα που παράγει. Δεν θα μπορούσε να ισχύει όμως για έναν άνθρωπο. Γιατί; Μα γιατί ο άνθρωπος είναι έλλογο ον, άρα προστατεύεται από την καντιανή ηθική.
Ας κάνουμε εδώ μια στάση. Έστω ότι δεχόμαστε για μια στιγμή ότι υπάρχουν καθολικές αλήθειες. Έστω ακόμη ότι, για χάρη της συζήτησης, δεν υπογραμμίζουμε το λογικό σφάλμα του Καντ, αφού το σκεπτικό του κανονικά θα έπρεπε να τον οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι μόνο τα έλλογα όντα έχουν ηθικές ευθύνες, όχι όμως και στο ότι αυτές οι ευθύνες στρέφονται αποκλειστικά προς τα άλλα έλλογα όντα. Ακόμη και με την παράβλεψη αυτών των δύο ενστάσεων, θα μπορούσαμε πολύ δικαιολογημένα να θέσουμε το ερώτημα: γιατί η καθολική ηθική θα πρέπει να βασίζεται στον Λόγο και όχι σε κάτι άλλο;
Αυτό το ερώτημα πράγματι ετίθετο. Οι μεγάλοι αντίπαλοι του Καντ, οι ωφελιμιστές, έθεταν ως βάση της ηθικής τους την ωφέλεια, η οποία, αρχικά τουλάχιστον, είχε μεγάλη σχέση με την απόκτηση ηδονής και την αποφυγή του πόνου. Ηδονή και πόνος, να δύο πράγματα που έχουν όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα. Ο Μπένθαμ, πρωτεργάτης του ωφελιμισμού, έγραψε πολύ όμορφα: Το ζήτημα δεν είναι αν μπορούν να σκεφτούν λογικά (reason), ούτε αν μπορούν να μιλήσουν, αλλά αν μπορούν να υποφέρουν. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ανάλογα με την αξία που τοποθετείται στη βάση μιας ηθικής αλήθειας, αλλάζουν και τα πλάσματα ή τα πρόσωπα τα οποία αυτή η αλήθεια περιλαμβάνει ή αφορά. Ακόμη και σήμερα, οι όχι πάρα πολλοί φιλόσοφοι που ασχολούνται με τα δικαιώματα των ζώων, έχουν συχνά ωφελιμιστικές καταβολές.
Πολύ πιο κοντά σε μας, ο Μίλαν Κούντερα, ο μεγάλος μυθιστοριογράφος, έχει συχνά εκφραστεί με ιδιαίτερα ευαίσθητο τρόπο για τα ζώα. Έχει ίσως ενδιαφέρον να δούμε το γιατί, υπό το πρίσμα που συζητάμε εδώ. Στα βιβλία του Κούντερα, η ηδονή, ο έρωτας, αλλά και το καλό φαγητό και κρασί δείχνουν να παίζουν έναν ρόλο σημαντικότερο από την απλή κάλυψη βιοτικών και ενορμητικών αναγκών. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι συχνά αυτή η μέσω των αισθήσεων χαρά της ζωής είναι η πρόταση του συγγραφέα για το νόημα της ζωής. Άλλωστε, ο ίδιος σε μια συνέντευξη είχε αυτοπροσδιοριστεί ως ηδονιστής σε έναν υπερπολιτικοποιημένο κόσμο. Στην Αθανασία δε, γράφει: Σκέφτομαι, άρα υπάρχω, είναι μια διανοητική τοποθέτηση που υποτιμά τον πονόδοντο. Αισθάνομαι άρα υπάρχω, είναι μια αλήθεια με πολύ γενικότερο βεληνεκές που αφορά και κάθε ζωντανό πλάσμα.
Με αυτές τις αισθητικές και όχι ορθολογιστικές προκείμενες στη βάση της κοσμοαντίληψής του, μάλλον δεν είναι τυχαίο που ο γαλλοτσέχος συγγραφέας έγραψε στο γνωστότερο βιβλίο του: Η αληθινή ηθική δοκιμασία της ανθρωπότητας, η θεμελιώδης δοκιμασία της (η οποία βρίσκεται βαθειά θαμμένη από την θέα), αποτελείται από τη στάση της απέναντι σε εκείνους που είναι στο έλεός της: τα ζώα. Μάλιστα, μια από τις πιο όμορφες σκηνές της Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι αφορά ακριβώς τον νευρικό κλονισμό του Νίτσε, που αγκαλιάζει κλαίγοντας ένα άλογο που μαστιγώθηκε από τον αμαξά που το είχε στο Τορίνο. Και ο Κούντερα παρατηρεί ότι ο Νίτσε, τη στιγμή που τρελαίνεται, που εγκαταλείπει δηλαδή την κοινή ανθρώπινη λογική, λυπάται το άλογο (θα μπορούσαμε, σύμφωνα με τα παραπάνω να ετυμολογήσουμε: λυπάται το α-λογο), το οποίο στα μάτια του ενσαρκώνει όλη την καταπίεση που υφίστανται τα ζώα από τους ανθρώπους.
Κλείνοντας σιγά σιγά αυτές τις σημειώσεις, θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε στο σημείο εκκίνησης, ώστε να πούμε ότι η καθολικότητα των ηθικών αξιών δεν υπονομεύεται μόνο από τον εμπειρικά παρατηρούμενο ιστορικό και κοινωνικό σχετικισμό, αλλά και από αυτό που ο Βέμπερ αποκαλούσε πολυθεϊσμό των αξιών. Το ότι, δηλαδή, δεν μπορούμε ορθολογικά, επιστημονικά ή με οποιονδήποτε τρόπο απόλυτα να επιλύσουμε το πρόβλημα ποια αξία θα πρέπει να τεθεί στη βάση της ηθικής ή γενικότερα της στάσης ζωής μας. Σήμερα, με αφορμή τα ζώα, μιλήσαμε για το αξιακό δίλημμα ορθολογισμός ή ενσυναίσθηση, αυτό όμως, αν τουλάχιστον ακούσουμε τον Βέμπερ, ισχύει και για όλες τις βασικές αξιολογικές στάσεις που μπορούν να προσανατολίσουν την ανθρώπινη ζωή.
Όμως, το γεγονός (αν είναι πράγματι γεγονός) ότι δεν μπορούμε να λύσουμε αυτό το πρόβλημα λογικά, δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι πρέπει να μένουμε άπραγοι, αλλά ότι πρέπει να διαλέξουμε, έχοντας επίγνωση ότι διαλέγουμε τρόπον τινά αυθαίρετα, και άρα όχι καθολικά. Με άλλα λόγια, καλούμαστε να μιλήσουμε από κάποια σκοπιά, η οποία είναι κατ' ανάγκη μερική, αφού απόλυτη σκοπιά δεν υπάρχει. Αυτό, με τη σειρά του, αναφέρεται σε μια ορισμένη έννοια αυθαιρεσίας: σημαίνει απλώς ότι δεν μπορούμε να δώσουμε μια οριστική και καθολική, μια «σωστή» επίλυση του προβλήματος, όχι ότι διαλέγουμε στην τύχη.
Γι' αυτό και μάλλον είναι ταιριαστό να κλείσω με τη δική μου επιλογή. Ο Μπένγιαμιν στις Θέσεις για τη φιλοσοφία της Ιστορίας γράφει πολύ όμορφα και κριτικά ότι κάθε τεκμήριο πολιτισμού είναι ταυτόχρονα και τεκμήριο βαρβαρότητας. Ότι, δηλαδή, κάθε σημαντικό πολιτιστικό επίτευγμα έχει θεμελιωθεί σε έναν βαθμό στη βία και την καταπίεση: για να δώσουμε ένα κλασικό παράδειγμα, ο Παρθενώνας βασίστηκε πάνω στην εργασία των σκλάβων.
Σκεφτόμουν: γιατί αυτό να αναφέρεται μόνο στους ανθρώπους; Γιατί να μην περιλαμβάνουμε στις ηθικές μας υποχρεώσεις και τα ζώα; Ίσως τίποτα δεν επιβεβαιώνει πιο πολύ και πιο ποιητικά τον μπενγιαμινικό ισχυρισμό, από το επονείδιστο γεγονός ότι τα πλήκτρα των πιάνων φτιάχνονταν από βγαλμένα δόντια ελεφάντων.
Σημειώσεις
- Η φωτογραφία στην αρχή του κειμένου είναι του Δημήτρη Γιώτη.
- Επειδή το περιορισμένο μέγεθος του κειμένου δεν επιτρέπει να παρουσιαστεί αναλυτικά η πραγμάτευση αλλά και η κριτική στην ηθική φιλοσοφία του Καντ, ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται μπορεί να βρει αναλυτικότερα τη γνώμη μου εδώ.