Από το 2008 και μετά, η βίαιη είσοδος της έννοιας της «κρίσης» και του συναφούς οικονομοτεχνικού λεξιλογίου της στην ελληνική πραγματικότητα κατάφερε να αλλάξει άρδην το νοητικό μας σύμπαν, αποτελώντας, εκτός των άλλων, κι ένα ερέθισμα για πολλούς, ιστορικούς και μη, να ξαναδιαβάσουν το παρελθόν, λόγω των ερευνητικών ή υπαρξιακών ερωτημάτων που μπορεί να τους γεννήθηκαν. Εξάλλου, η «κρίση» ως έννοια θα μπορούσε να ιδωθεί επίσης ως ένα χρήσιμο ερμηνευτικό εργαλείο για την εξερεύνηση της πορείας της ιστορίας. Ένας από τους μεγαλύτερους πειρασμούς για όσους ασχολούνται με αυτή είναι η αναζήτηση παραλληλισμών του παρελθόντος με το σήμερα. Οι ιστορικές αναλογίες αναζητούνται «γιατί αυτές μπορούν να αποκαλύψουν σχέσεις και νοήματα για την κατανόηση ενός παρόντος που κλονίζει βεβαιότητες και τραυματίζει συνειδήσεις» (Δέσποινα Παπαδημητρίου, Τα χρόνια της κρίσης στον μεσοπόλεμο: η ελληνική δημόσια συζήτηση, εκδ. Ασίνη, Αθήνα 2012, σ. 21). Ωστόσο, τέτοιες απόπειρες γεννούν αυτομάτως μεθοδολογικά προβλήματα, ενώ τίθενται παραπλεύρως φιλοσοφικά ερωτήματα για το νόημα της ιστορίας, αν αυτή επαναλαμβάνεται ή διδάσκει. Είναι, κατά τον Γερμανό φιλόσοφο Καρλ Λέβιτ, ακριβώς αυτή η έλλειψη νοήματος από τα ίδια τα γεγονότα που δίνει το κίνητρο στην έρευνα, αφού η ιστορία αυτή καθεαυτή δεν έχει καμία έκβαση και οι ιστορικές διαδικασίες «δεν περιέχουν την παραμικρή ένδειξη ενός περιεκτικού και τελικού νοήματος». (Το νόημα της Ιστορίας, εκδ. Γνώση, Αθήνα 2008, σ. 291). Ο ντετερμινισμός, σύμφωνα με τον οποίο η πορεία της ιστορίας είναι νομοτελειακή και βαδίζει προς έναν ορισμένο σκοπό ή προς την αέναη επανάληψη, έχει λοιπόν απορριφθεί. Σύμφωνα με τον βρετανό ιστορικό Edward H. Carr (Τι είναι ιστορία;, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2015, σ. 168), «τίποτα στην ιστορία δεν είναι “αναπόφευκτο” με την κυριολεκτική έννοια του όρου», επομένως, η χρήση της έννοιας αυτής συνιστά λεξιλογικό ατόπημα.
Όσον αφορά το παράδειγμα που θέλουμε να θίξουμε σήμερα, η ντετερμινιστική λογική, η οποία ερμηνεύει τον Μεσοπόλεμο ως την περίοδο που οδηγεί αναπόφευκτα από τον Πρώτο στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, χωλαίνει σε επιστημονικό επίπεδο, αφού η απόρριψη του συγκυριακού στοιχείου και της ενδεχομενικότητας συσκοτίζει εν μέρει την οπτική μας. Δεν μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί ότι η ιστορική εξέλιξη των χρόνων μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου πολέμου ήταν προδιαγεγραμμένη ούτε και γραμμική, αφού τα γεγονότα εξελίχθηκαν όχι βάσει κάποιου σχεδίου, αλλά λόγω των συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών, της εμπρόθετης δράσης των ιστορικών υποκειμένων, αλλά και των αιτιακών σχέσεων που συνδιαμόρφωναν όλα τα παραπάνω. Όμως υπάρχει κι ένας ακόμη κίνδυνος που παραμονεύει στην ασφάλεια και την άνεση της εκ των υστέρων γνώσης: το σχήμα του πρωθύστερου, δηλαδή η ανάγνωση της ιστορίας από την ανάποδη και η ερμηνεία μιας ολόκληρης περιόδου βάσει ενός μεταγενέστερου γεγονότος, που δήθεν ήρθε ως «αναπόδραστο» αποτέλεσμά της. Στα καθ’ ημάς, ένα τρανταχτό παράδειγμα είναι η θεώρηση που θέλει τη δικτατορία του Μεταξά να ήρθε μοιραία λόγω της πολιτικής κρίσης που ταλάνιζε τη Β’ Ελληνική Δημοκρατία, χωρίς να εξετάζεται η αλληλεπίδραση πολλών παραγόντων, το πλέγμα των οποίων δημιούργησε την πιθανότητα μιας τέτοιας εξέλιξης. Έτσι, υποπίπτουμε στο λογικό σφάλμα τα γεγονότα των ετών 1922-1936 να εξετάζονται μέσα από το πρίσμα της 4ης Αυγούστου και όχι με βάση τη χρονική τους ακολουθία. Και αν για τους ιστορικούς που έχουν εκπαιδευθεί πάνω στην επιστημονική μεθοδολογία, αυτές οι παγίδες είναι γνωστές, τι συμβαίνει όταν περνάμε σε αυτό που ονομάζουμε «δημόσια ιστορία»; Η τελευταία θα μπορούσε να οριστεί ως το σώμα των αντιλήψεων περί ιστορίας και των ιστορικών πληροφοριών που διακινούνται στο ευρύ κοινό, μέσω των ΜΜΕ και του Διαδικτύου. «Προϊόντα» δημόσιας ιστορίας αποτελούν, κατά τον Γερμανοέλληνα ιστορικό Χάγκεν Φλάισερ, από δημοσιογραφικές έρευνες μέχρι κινηματογραφικές ταινίες, από σχολικά εγχειρίδια και λογοτεχνικά βιβλία, μέχρι μνημεία και επετειακές εκδηλώσεις. Όλα αυτά μας αποκαλύπτουν τη διαλογική σχέση του παρόντος με το παρελθόν (βλ. Οι Πόλεμοι της Μνήμης: Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στη Δημόσια Ιστορία, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2009, σσ. 21-25). Σε αυτή την περίπτωση, οι λόγοι περί ιστορίας εκφέρονται από μη εξειδικευμένους πομπούς και απευθύνονται σε ανάλογους δέκτες, οπότε μιλάμε για ένα τελείως διαφορετικό είδος πληροφοριών, όπου τα εργαλεία των ιστορικών δείχνουν να παραμερίζονται.
Επανερχόμενοι στο σήμερα, βλέπουμε ότι μετά το 2008 και ειδικότερα τα τελευταία χρόνια έχει επανέλθει στο δημόσιο λόγο το «φάντασμα» του Μεσοπολέμου. Η αρθρογραφία στον Τύπο και στο Διαδίκτυο είναι ενδεικτική του γεγονότος, ενώ στη «μάχη» έχουν μπει και οι ιστορικοί. Το επιχείρημα όσων ταυτίζουν συγκεκριμένα την δεκαετία του 1930 με τη σημερινή κατάσταση είναι εν ολίγοις το εξής: η οικονομική κρίση και η συνεπακόλουθη πολιτική κατάρρευση των δημοκρατικών καθεστώτων στην Ευρώπη έφεραν την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού. Στη σημερινή Ευρώπη, η οικονομική κρίση, συνοδεύεται από τον πολιτικό κατακερματισμό και την άνοδο των ακροδεξιών, εθνικιστικών και ξενοφοβικών δυνάμεων, άρα έχουμε μια αναβίωση της κρίσης των μεσοπολεμικών ετών. Αυτό που κυρίως τρομάζει είναι το γεγονός ότι, αφού (με έναν απλουστευτικό τρόπο) ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θεωρείται η αναπόφευκτη κατάληξη της μεσοπολεμικής κρίσης, έτσι και η σημερινή κρίση καθιστά πιθανή την έκρηξη ενός νέου μεγάλου πολέμου, δεδομένου και του αποσταθεροποιημένου διεθνούς γεωπολιτικού περιβάλλοντος (βλέπε την εκρηκτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή και την ένταση στις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με τη Ρωσία και τη Βόρεια Κορέα). Ακόμη, η εκλογή του Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ πυροδότησε παρόμοιες αναδρομές, καθώς πολλοί έσπευσαν να τον συγκρίνουν με τον Χίτλερ λόγω της αλλοπρόσαλλης και επιθετικής ρητορικής, της φαινομενικής «αντισυστημικότητας», αλλά και της ρατσιστικής προδιάθεσής του. Η ανησυχία για όλα τα παραπάνω οδηγεί λοιπόν τους ανθρώπους στο παρελθόν, προκειμένου να αντλήσουν διδάγματα, παραδείγματα προς μίμηση και αποφυγή, ίσως και απαντήσεις για τις υπαρξιακές αναζητήσεις του είδους «πού οδεύει ο κόσμος μας;».
Για να έρθουμε όμως και πάλι στο ελληνικό παράδειγμα της κρίσης, η οικονομική και κοινωνική κατάρρευση, ο κατακερματισμός του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος, η όξυνση της πολιτικής διαμάχης με τις αναφορές σε διχασμούς, και η έκρηξη του νεοναζιστικού φαινομένου έφεραν με τη σειρά τους στην επιφάνεια τις μνήμες της μεσοπολεμικής αναταραχής, όπως επίσης και τις συζητήσεις για τις παθογένειες του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πρόκειται για το «σύνδρομο της Βαϊμάρης» όπως εύστοχα έχει ονομαστεί, το οποίο αποτελεί «την εν δυνάμει απειλή κάθε δημοκρατίας, εφόσον στον πυρήνα των δημοκρατιών ελλοχεύει πάντα η εγγενής αντίφαση: η δημοκρατία δεν μπορεί (υποτίθεται) να χρησιμοποιήσει εναντίων των θανάσιμων αντιπάλων της τα δικά τους όπλα – της απαγορεύεται εξ ορισμού, που σημαίνει ότι όταν το πράξει αμέσως αυτοαναιρείται, αυτοκαταργείται, αυτοκτονεί». (Φωνές από τη Βαϊμάρη, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, Ιούνιος 2011, σ. 9) Αν όμως μελετήσει κάποιος τα χρόνια της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας (1922-1936) θα διαπιστώσει ότι πέρα από κάποια γενικά σχήματα που μπορεί να ομοιάζουν, η περίοδος εκείνη είναι ριζικά διαφορετική από τη σημερινή. Τότε, η Ελλάδα έβγαινε βαθιά τραυματισμένη, τόσο από τον Εθνικό Διχασμό του 1915 όσο και από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες των δύο αυτών ιστορικών τομών θα γίνονταν ιδιαίτερα αισθητές στις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν και θα αποσταθεροποιούσαν συνολικά το δημοκρατικό καθεστώς. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η αβασίλευτη δημοκρατία που εγκαθιδρύθηκε το 1924 δεν ήταν καθόλου βαθιά ριζωμένη στην πολιτική κουλτούρα της χώρας, αντιθέτως είχε αρκετούς εχθρούς που συσπειρώνονταν γύρω από το θεσμό της βασιλείας. Αν συνυπολογίσουμε την παρεμβατικότητα των Ενόπλων Δυνάμεων και τη σταδιακή αυτονόμησή τους από το πολιτικό σύστημα, όπως δείχνουν και τα πραξικοπήματα των ετών 1933 και 1935, την οικονομική κρίση και την επακόλουθη πτώχευση του 1932, την ανάδυση για πρώτη φορά της Αριστεράς στο πολιτικό προσκήνιο και το νέο ιδεολόγημα του «κομμουνιστικού κινδύνου» που κλόνισε την ασφάλεια της αστικής τάξης, η πτώση του κοινοβουλευτισμού δεν θα φαινόταν ανεξήγητη. Πόσω μάλλον τη στιγμή που σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, τα απολυταρχικά καθεστώτα εξαπλώνονταν σαν μια μεταδοτική ασθένεια. Ο ιταλικός φασισμός και ο γερμανικός ναζισμός ήταν οι πιο ακραίες εκδοχές τους, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του ‘30 οι χώρες με δημοκρατικά καθεστώτα μετριούνταν σχεδόν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Στην «εποχή των δικτατόρων», το αυταρχικό πρότυπο εξουσίας, το οποίο προβαλλόταν ως εναλλακτική λύση στην πολιτική κρίση που μάστιζε τη Γηραιά Ήπειρο δεν ήταν λοιπόν δυνατό να μην επηρεάσει και την ελληνική πολιτική σκηνή. Δεν είχε άλλωστε τις αρνητικές συνδηλώσεις που έχει σήμερα για εμάς, που γνωρίζουμε τις φρικαλεότητες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Εν κατακλείδι, χωρίς με τα παραπάνω να θέλω να εξωραΐσω τη σημερινή κατάσταση ή να υποστηρίξω ότι δεν υπάρχουν κίνδυνοι για τη δημοκρατία, πιστεύω ότι δεν αρκεί να προσπαθούμε να βρούμε ιστορικές αναλογίες και να κάνουμε αναγωγές στο παρελθόν για να εξηγήσουμε το παρόν, καθώς πολλές φορές αυτό γίνεται εκ του πονηρού, απλά και μόνο για να επιβεβαιωθούν και να εμπεδωθούν ήδη έτοιμα σχήματα ανάγνωσης του παρόντος. Πέρα από το να ερευνούμε ομοιότητες και διαφορές, είναι ακόμη πιο σημαντικό να μελετήσουμε την ίδια την παραγωγή ενός τέτοιου λόγου για την ιστορικοποίηση του παρόντος, αναδεικνύοντας και αποδομώντας τις εργαλειακές (κατα)χρήσεις της ιστορίας. Και εφόσον το ζήτημα της ιστορικής μνήμης καθίσταται σήμερα αδιαμφισβήτητα πολιτικό, είναι κρίσιμης σημασίας η παρέμβαση των ιστορικών στο δημόσιο χώρο και η άρθρωση ενός έγκυρου, ψύχραιμου και αντι-μισαλλόδοξου λόγου.