«Άδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο. "Μόνον τα απαραίτητα", είπα. Κι ήταν αρκετά γι' αυτή τη ζωή - και για πολλές άλλες ακόμη. Βάλθηκα να τα καταγράφω ένα ένα». Γράφουμε για τα αγαπημένα μας βιβλία, για να βρούμε τι θα βάλουμε στον σάκο μας (και) αυτό το καλοκαίρι.
Κυριακή. Το ρολόι δείχνει 7.45 μ.μ. υποδεικνύοντας το βαρύ, ακαθόριστο μεταίχμιο ανάμεσα σε απόγευμα και βράδυ που προσπαθεί κάπως να καταλαγιάσει μία κούπα τσάι μαζί με μία μαντλέν στο από κάτω πιατάκι. «Μου είχε ξαφνικά κάνει τις περιπέτειες της ζωής αδιάφορες, ακίνδυνες τις καταστροφές της, ανύπαρκτη τη συντομία της, με τον ίδιο τρόπο που επενεργεί ο έρωτας, πλημμυρίζοντας με μια πολύτιμη ουσία : ή μάλλον η ουσία αυτή δεν ήταν μέσα μου, ήμουν εγώ. Είχα πάψει να νιώθω τον εαυτό μου μέτριο, τυχαίο, θνητό». Εκείνο που ο Freud θα ονόμαζε συνειρμό και πολύ μεταγενέστερα οι νευροψυχολόγοι συναισθηματικό χαρακτήρα της όσφρησης, ήταν αυτό ακριβώς που περιέγραφε ο Μαρσέλ Προυστ στο «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» όταν η γεύση λεμόνι ενός μπισκότου σε σχήμα αχιβάδας αποτέλεσε το κινητήριο ερέθισμα για να γυρίσει πίσω στο Κομπραί και τα παιδικά του χρόνια.
Το ρολόι δείχνει πλέον 9.00 και η κουζίνα έχει αρχίσει να μυρίζει σάλτσα ντομάτας που σιγοβράζει υποδηλώνοντας τη βαρεμάρα που στοιχειώνει τη μοναξιά του να τρως μόνη. Κάτι που σίγουρα θα διασκέδαζε ο Γάλλος σεφ Ογκίστ Εσκοφιέ με το διάσημο μοσχαρίσιο του ζωμό ή αλλιώς estouffade ή αλλιώς κάτι εντελώς διαφορετικό από τον κλασσικό pot-au-feu ζωμό της εποχής. Εκείνο που κάνει τον Οδηγό Μαγειρικής του Εσκοφιέ να ξεχωρίζει από τον κάθε Τσελεμεντέ είναι ότι το φαγητό του που είχε ως βασικό διαλύτη το ζωμό estouffade δεν ανταποκρινόταν στις τέσσερις κύριες γεύσεις που είχε περιγράψει ο Αριστοτέλης στο Περί Ψυχής. Δεν ήταν ούτε γλυκό ούτε ξινό ούτε αλμυρό ούτε πικρό. Ήταν απλά «ουμάμι», δηλαδή εύγεστο. Ο χημικός Κικούναε Ικέντα στην απόπειρα του να ανακαλύψει γιατί ο ζωμός του Εσκοφιέ ήταν τόσο ουμάμι ενώ το ντασί ( ο αντίστοιχος ζωμός της Ιαπωνίας) όχι, έκανε μερικές μελέτες. Ανακάλυψε λοιπόν πως υπήρχε ένα κρυμμένο μόριο, το οποίο ονόμασε ΜSG, ήτοι γλουταμινικό νάτριο και ήταν αλμυρό αλλά όχι σαν το αλάτι. Αν και μοιάζει με την άχρηστη πληροφορία της ημέρας, χωρίς το MSG δε θα τρώγαμε καλό φτηνό κινέζικο και χωρίς τον Εσκοφιέ δε θα μπαίναμε στη διαδικασία να μελετήσουμε τη σύνδεση της γεύσης με την απόλαυση.
Ξεφλουδίζω ένα μήλο για επιδόρπιο και θυμάμαι το έργο του Σεζάν όπως το είχε περιγράψει ο Ρίλκε : «Ο Σεζάν ζωγράφισε τα φρούτα τόσο αληθινά, ώστε έπαψαν να είναι εδώδιμα, τόσο πολύ αντικειμενικοποιήθηκαν και τόσο πραγματικά έγιναν , τόσο άφθαρτα στη διαλλακτική υπόστασή τους». Όμως πολύ πριν τα μήλα ο Σεζάν είχε το συνήθειο να αφήνει κενά στον καμβά του, αμφισβητώντας την ουσία της φόρμας και δομώντας με τον συγκερασμό των αντικειμένων και του κενού, μια nonfinito αίσθηση, πάνω στην οποία πάτησε πολλά χρόνια αργότερα η Ψυχολογία της Μορφής ή αλλιώς Gestalt. Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις οπτικές οφθαλμαπάτες των μορφών που έμοιαζαν με το όρος του Σεζάν και βασισμένη στον αναγωγισμό, την Ολιστική προσέγγιση και τον Kant, υποστήριξε πως η αντίληψη δεν είναι αποτέλεσμα ερεθίσματος, αλλά οικοδομείται από το νου.
Μία τέτοια προσέγγιση φαίνεται να ταιριάζει αρκετά με την ανάγκη της Virginia Wolf που αποτυπώνεται στη φράση « Πρέπει να έχουμε κάτι ακέραιο στο νου μας, τα θραύσματα είναι ανυπόφορα». Η Γουλφ έβρισκε καταφύγιο μόνο στην ενδοσκόπηση μέσω της γραφής της κάθε φορά που περνούσε από νευρικούς κλονισμούς και μεγάλες περιόδους κατάθλιψης. « Με ενδιαφέρει η ίδια μου η ψυχολογία. Σκοπεύω να καταγράφω πλήρως τα σκαμπανεβάσματά μου για προσωπική μου ενημέρωση. Κατ’ αυτό τον τρόπο, καθώς γίνονται αντικείμενο μελέτης, ο πόνος και η ντροπή αμέσως λιγοστεύουν». Η ενδελεχής καταγραφή της Γουλφ και η εμμονή της με όλα τα παρακλάδια της λέξης «νεύρα» έφερε στο προσκήνιο κρυμμένες αρκετές έως τότε πτυχές της ψυχικής ασθένειας. Μιμούμενη τον James Joyce άρχισε να γράφει την Κυρία Ντάλογουει, η οποία δεν έχει κανένα ηρωικό ή τραγικό στοιχείο, αλλά αποτελεί απλώς μία από «εκείνες τις απείρως άσημες ζωές που πρέπει να καταγραφούν».
Απόπειρα που συνεχίστηκε και αργότερα στον Φάρο, που δίνει την πιο πλήρη ψυχαναλυτικά ιδωμένη ανατομία της στην πρωταγωνίστριά της τη Λίλι. Ανάμεσα σε όλες αυτές τις μεταβολές και διχοτομήσεις του εαυτού, η Γουλφ ενσάρκωσε εκείνο που έλεγε ο Έλιοτ , πως « ο ποιητής δεν οφείλει να εκφράσει την προσωπικότητα αλλά ένα συγκεκριμένο φορέα, ο οποίος είναι απλώς ένας φορέας και όχι μια προσωπικότητα». Ρήση που απαλλάσσει τον κάθε ποιητή αλλά και άνθρωπο από το να δικαιολογεί διαρκώς μία ολότητα.
Και αυτό διότι ο άνθρωπος μπορεί να στέκεται πάντοτε στο βαρύ μεταίχμιο, ανάμεσα σε απόγευμα και βράδυ ανάμεσα σε αφέντες και σκλάβους όπως έγραφε και ο Γουίτμαν που με τα Φύλλα Χλόης και τις εμπειρίες του στον πόλεμο άνοιξε το δίαυλο για τη φρενολογία και την κατανόηση του ξένου μέλους.
Είμαι ο ποιητής του σώματος
Και είμαι ο ποιητής της ψυχής
Είμαι με τους σκλάβους της γης αλλά και με τους αφέντες
Και θα σταθώ ανάμεσα στους αφέντες και τους σκλάβους,
Εισχωρώντας και στους δύο, ώστε και οι δυο να με καταλάβουν εξίσου.
Y.Γ.: Ο λόγος για το "Ο Προυστ ήταν νευροεπιστήμονας" τoυ Jonah Lehrer ((Εκδόσεις ΑΒΓΟ, 2008).