Το 1963, ο Τ. Αντόρνο γράφει στα Προβλήματα της ηθικής φιλοσοφίας: “Μπορούμε μάλλον να πούμε ότι τα ηθικά ερωτήματα ανακύπτουν πάντα όταν τα ηθικά πρότυπα συμπεριφοράς έχουν πάψει να είναι αυταπόδεικτα στην ζωή μιας κοινότητας”. Εκκινώντας από αυτή την θέση και “συνομιλώντας” με μερικούς από τους σημαντικότερους σύγχρονους διανοητές (Αντόρνο, Λεβινάς, Φουκώ, Νίτσε) η Μπάτλερ στο δοκίμιο της Λογοδοτώντας για τον εαυτό [1] προχωράει σε μια δυναμική διερεύνηση στην τομή ταυτότητας και ευθύνης, προσωπικού και πολιτικού, προτείνοντας μια επανεξέταση της ευθύνης σε σχέση με τα όρια της κατανόησης του εαυτού που μας κάνουν ανθρώπινους.
Το παρόν κείμενο σκοπεύει να παρουσιάσει ένα εισαγωγικό μέρος του βιβλίου αυτού, εκείνο που αφορά την σχέση του υποκειμένου με την κοινωνία του στο επίπεδο της ηθικής. Μια συνολικότερη παρουσίαση του βιβλίου θα ήταν αδύνατη, λόγω της μεγάλης γκάμας θεμάτων που εξετάζει και του συνεπτυγμένου όγκου πληροφοριών που προσφέρει, πληροφορίες οι οποίες δεν μπορούν ούτε να μεταφερθούν ούτε να διαβαστούν περιληπτικά. Στο τέλος, θα δοκιμάσω να συνδέσω τα σημεία αυτά που θα σκιαγραφήσω παρακάτω, υπό το πρίσμα μιας πολιτικής αιχμής της ηθικής αμφισβήτησης (και όχι του ηθικού μηδενισμού).
Το “εγώ” και οι κοινωνικές συνθήκες της ανάδυσής του
Για την Μπάτλερ το συλλογικό ήθος επιβάλλει ένα είδος βίας με την μορφή του προληπτικού αποκλεισμού: η βία αυτή συνίσταται στην αδιαφορία του συλλογικού ήθους, των προτύπων και των αρχών του, απέναντι στον τρόπο που το κάθε ενικό υποκείμενο αντιλαμβάνεται τη έννοια της ηθικής και υποκειμενοποιείται μοναδικά εντός αυτών των αρχών. Η καταγωγή και η ανάγκη επιβολής της βίας αυτής ουσιαστικά συναντάται στην σχέση έντασης μεταξύ της οικουμενικότητας του συλλογικού ήθους και του τρόπου που το κάθε υποκείμενο προσπαθεί να ιδιοποιηθεί αυτές τις αρχές με τον τρόπο του ώστε να τις καταστήσει βιώσιμες για τον ξεχωριστό εαυτό του. Πρόκειται για την ένταση μεταξύ του (οικουμενικού) ήθους και της (προσωπικής) ηθικότητας. Αν μια τέτοια ιδιοποίηση, μια προσαρμογή των ηθικών αρχών από τον καθένα/μια από εμάς πάνω στο ποιος/α είναι ο καθένας/μια από μας δεν είναι δυνατή, τότε αυτές οι αρχές είναι ανυπόφορες. Μπορούμε να τις αντιληφθούμε μόνο σαν κάτι θανάσιμο, σαν μια οδύνη που επιβάλλεται από ένα αδιάφορο “έξω” σε βάρος της ελευθερίας και της μερικότητάς μας, της ιδιαιτερότητας μας.
Φυσικά, το υποκείμενο δεν συνεπάγεται έτσι ότι μπορεί να νοηθεί διαχωρισμένο από αυτές τις ηθικές νόρμες που ενδεχομένως να μην το εκφράζουν και να το καταπιέζουν. Το “εγώ” δεν μπορεί να υπάρξει διαχωρισμένο από τις κοινωνικές και ιστορικές του συνθήκες, δεν μπορεί να υιοθετηθεί ως καθαρή αμεσότητα, αυθαίρετη ή συμπτωματική. Αυτό συμβαίνει επειδή το “εγώ” δεν έχει μια δική του ιστορία που να μην είναι και ταυτόχρονα η ιστορία μιας σχέσης του με ένα σύνολο από νόρμες και κανονικότητες. Το “εγώ” είναι πάντοτε -σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό- απαλλοτριωμένο από τις κοινωνικές συνθήκες της ανάδυσης του.
Κάπως έτσι λοιπόν γεννιέται ένα μεγάλο ερώτημα που θέτει η Μπάτλερ και διατρέχει το δοκίμιο της αυτό: “Πρέπει ωστόσο να αναρωτηθούμε αν το “εγώ” που καλείται να ιδιοποιηθεί ηθικές νόρμες με έναν βιώσιμο τρόπο ρυθμίζεται και το ίδιο από νόρμες που εδραιώνουν την βιωσιμότητα του υποκειμένου. Άλλο πράγμα είναι να λέμε ότι ένα υποκείμενο πρέπει να είναι σε θέση να ιδιοποιείται νόρμες και άλλο να λέμε ότι υπάρχουν νόρμες που προετοιμάζουν μια θέση για το υποκείμενο εντός του οντολογικού πεδίου. [..] Αναλογίστηκε ποτέ ο Αντόρνο ότι οι νόρμες επίσης αποφασίζουν εκ των προτέρων ποιος θα γίνει υποκείμενο και ποιος όχι”;
Η ερώτηση πιο απλά είναι η εξής: Πώς μπορούμε να σκεφτούμε και να μιλήσουμε για τις νόρμες αυτές που προϋπάρχουν και καθορίζουν ότι είμαστε υποκείμενα, που εν τέλει καθορίζουν ότι είμαστε άνθρωποι, και έτσι ύστερα, μέσω αυτών, ξεκινάμε να σκεφτόμαστε για αυτές και για την ηθική τους; Πώς ένα υποκείμενο που εν τέλει παράγεται -λίγο έως πολύ- από αυτήν την κυρίαρχη ηθική καλείται εντούτοις να ανακαλύψει και να εγκαθιδρύσει την δική του σχέση με αυτήν;
Μια απόκριση στο σκοτάδι
Για τον Νίτσε η ατομική ηθική αναδύεται ως απόκριση στον τρόμο της τιμωρίας, ξεκινάει την στιγμή που κάποιος μας ζητάει να λογοδοτήσουμε για κάποια πράξη μας στο πλαίσιο μιας ερώτησης/ανάκρισης ενώ γνωρίζουμε το ενδεχόμενο επιπτώσεων που μπορεί να φέρει η απάντησή μας. Έτσι, είτε ομολογούμε αναγνωρίζοντας τον εαυτό μας ως αιτία της πράξης και της οδύνης που προκάλεσε, είτε υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας ενάντια στον καταλογισμό, εντοπίζοντας ως αιτία της πράξης κάποιον/α άλλον/η. Σύμφωνα με την σκέψη του Νίτσε, ο μόνος δρόμος μέσω του οποίου μπαίνουμε στην διαδικασία να αναστοχαστούμε για την ηθική μας, είναι ο φόβος, ο οποίος προέρχεται από κάποιον που μας ανακρίνει και μπορεί να μας τιμωρήσει.
Για την Μπάτλερ όμως δεν εκκινούν όλες οι μορφές της ηθικής απεύθυνσης από αυτό το σύστημα και για αυτόν τον λόγο. Το νιτσεϊκό σύστημα, σύμφωνα με τα γραπτά της, δεν λαμβάνει υπόψη του ότι η ζωή συνεπάγεται και κάποιες προσωπικές οδύνες και βλάβες, που δεν μπορούν να εξηγηθούν πλήρως με την απόδοσή τους σε ένα οποιοδήποτε άλλο υπαίτιο υποκείμενο (αυτό που μας ανακρίνει και μας τιμωρεί). Και κάπως έτσι ξεκινάει να μελετάει το έργο του Φουκώ.
Ο Φουκώ, απομακρυσμένος από αυτούς τους στοχασμούς του Νίτσε, εστιάζει στην ιδιάζουσα δημιουργικότητα με την οποία συνυφαίνεται η προσωπική ηθικότητα του καθενός/μιας. Για τον Φουκώ οι κώδικες ηθικότητας, οι τρόποι δηλαδή που προσπαθούμε να ιδιοποιηθούμε την συλλογική ηθική και να την χωρέσουμε στο πλαίσιο μας, δεν διέρχονται από τον φόβο της τιμωρίας, αλλά είναι μάλλον κώδικες διαγωγής. Ο τρόπος που συγκροτούμαστε ως υποκείμενα που αναστοχάζονται την ηθική δεν στηρίζεται πάντα στην βία της τιμωρίας και της απαγόρευσης, αλλά και στην προσωπική επινοητικότητα του καθενός εντός των συλλογικών ηθικών αρχών και κανονικοτήτων. Το υποκείμενο, κατά τον Φουκώ, διαμορφώνει τον εαυτό του σε σχέση με ένα σύνολο από κώδικες, οδηγίες και νόρμες, κάτι που επιτελεί με α) την αυτοσυγκράτηση όπου προσμετράται σαν ένα είδος ποιήσεως (δημιουργίας του εαυτού) και β) με την κριτική διαδικασία.
Στον Φουκώ η ηθική αυτοδημιουργία δεν είναι μια δημιουργία του εαυτού εκ του μηδενός, αλλά μια εργασίας μέσα στο πλαίσιο ενός συνόλου από νόρμες που προηγούνται του υποκειμένου και το υπερβαίνουν. “Οι νόρμες αυτές είναι επενδυμένες με εξουσία και απείθεια, θέτοντας έτσι τα όρια αυτού που μπορεί να θεωρηθεί μια διανοητή συγκρότηση του υποκειμένου μέσα σε μια δεδομένη ιστορική διάταξη των πραγμάτων”, γράφει η Μπάτλερ διαβάζοντας τον Φουκώ. Οι νόρμες αυτές βάζουν τα όρια στο τι είναι και τι δεν είναι ανθρώπινο, ποια ύπαρξη έχει και ποια δεν έχει την δυνατότητα να σκεφτεί για την ηθική. Και συνεχίζει: “Δε μπορεί να υπάρξει δημιουργία του εαυτού έξω από έναν ορισμένο τρόπο υποκειμενικοποίησης και επομένως δεν μπορεί να υπάρξει αυτοδημιουργία έξω από τις νόρμες που ενορχηστρώνουν τις δυνατές μορφές που μπορεί να πάρει ένα υποκείμενο. Η άσκηση της κριτικής λοιπόν εκθέτει τα όρια της ιστορικής διάταξης των πραγμάτων, τον επιστημολογικό και οντολογικό ορίζοντα μέσα στον οποίο αναδύονται τα υποκείμενα. Το να δημιουργήσει κανείς τον εαυτό του με τέτοιο τρόπο ώστε να εκθέτει αυτά τα όρια σημαίνει ακριβώς να εμπλακεί σε μια αισθητική του εαυτού που βρίσκεται σε κριτική σκέψη με τις υφιστάμενες νόρμες. [..] Η κριτική θα διασφάλιζε την άρση της καθυπόταξης του υποκειμένου κατά την πορεία αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε, με μια λέξη, πολιτική της αλήθειας”. Η ηθικότητα δεν είναι σύμπτωμα των κοινωνικών συνθηκών αλλά ούτε και τόπος υπέρβασης τους· τοποθετείται στα όρια των δύο, στα όρια του του διανοητού.
Για τον Φουκώ, η αυτό-κατασκευή του εαυτού μας είναι μια πρόκληση, ένα ανοιχτό ερώτημα. Η νόρμα δεν παράγει το υποκείμενο ως αναγκαίο της αποτέλεσμα αλλά ούτε το υποκείμενο είναι απόλυτα ελεύθερο να αγνοήσει την νόρμα που εγκαινιάζει την αναστοχαστικότητά του. Αν σκεφτούμε εξ' άλλου την ελευθερία ως την αντίθετη ροπή της εξουσίας σε μια σχέση που η μια χρειάζεται την άλλη για να υπάρξει, πώς θα μπορούσαμε να μιλάμε για ένα απόλυτα ελεύθερο και πλήρως διαυγασμένο, κρυστάλλινο υποκείμενο; Αν υπάρχουν κάποιες στιγμές ελευθερίας σε αυτόν τον αγώνα, αυτές επιτελούνται μέσα στα όρια ενός πεδίου καταναγκασμών, οι οποίοι όσο περιορίζουν άλλο τόσο παρέχουν δυνατότητες, τάσεις φυγής και αμφισβήτησης. Κάθε σχέση μας με τις νόρμες, με αυτά τα καθεστώτα αληθείας, είναι την ίδια στιγμή και μια σχέση με τον εαυτό μας. Το να αμφισβητούμε ένα καθεστώς αλήθειας σημαίνει ότι αμφισβητούμε τον εαυτό μας, την αλήθεια του και τον τρόπο να μιλήσουμε για αυτόν. Μαζί με το καθεστώς αλήθειας που αμφισβητούμε, αμφισβητούμε το καθεστώς μέσω του οποίου προσδιορίζεται η ύπαρξη μας και η οντολογική μας υπόσταση. Η αυτο-αμφισβήτηση αυτή γίνεται για τον Φουκώ η ηθική συνέπεια της κριτικής διαδικασίας, μια διαδικασία που βάζει τον εαυτό μας σε κίνδυνο, στον κίνδυνο της μη-αναγνωρισιμότητάς του ως υποκείμενο.
Ο εαυτός και ο/η άλλος/η
Κλείνοντας την υπόθεση της παρουσίασης αυτού του κομματιού του βιβλίου της Μπάτλερ, οφείλουμε να σταθούμε στον τρόπο που όλα τα παραπάνω μπορούν να γίνουν αντιληπτά στις δυαδικές μας σχέσεις, στις σχέσεις -πάσης φύσεως- του εαυτού μας με κάποιον/α άλλο/η.
Η συνάντηση μας με τον άλλον/η ξεκινάει την στιγμή της αλλήλο-αναγνώρισης· την στιγμή που ο εαυτός μας τόσο αναγνωρίζει τον/ην άλλο/η ως υποκείμενο όσο και αναγνωρίζεται ως τέτοιο, μέσα σε ένα κλίμα υπόρρητης αμοιβαιότητας. Η δυαδική αυτή συναλλαγή και αναγνώριση την ώρα που συμβαίνει, τοποθετείται εντός ενός συνόλου από νόρμες, νόρμες αναγνώρισης που υπερβαίνουν τις οπτικές εκείνων που εμπλέκονται στην συνάντηση. Την στιγμή της αναγνώρισης κάποιες νόρμες βρίσκονται ήδη σε ισχύ προκειμένου αυτή να πραγματοποιηθεί και να αλληλο-αναγνωριστούμε ως υποκείμενα. Οι νόρμες με τις οποίες αναγνωρίζουμε κάποιον/α άλλο/η δεν είναι αποκλειστικά δικές μας. Λειτουργούν στον βαθμό που είναι κοινωνικές, βρίσκονται σε κάθε δυαδική συνάντηση που ρυθμίζουν εντός κοινωνίας, έχουν ολιστική ισχύ. Σε μια συνάντηση και αναγνώριση του εαυτού μας με τον/ην άλλο/η “η ύπαρξη του εαυτού είναι εξαρτημένη όχι απλώς από την ύπαρξη του άλλου στην ενικότητα της, αλλά επίσης από την κοινωνική διάσταση της κανονιστικότητας που ρυθμίζει την σκηνή αυτή”. Εν κατακλείδι, αυτό που προκύπτει από μια σκηνή αναγνώρισης είναι ένα εθιμικό σύστημα και μια κοινωνική διαδικάσια εξαρτώμενη όλων των κανονιστικών ρυθμιστικών προτύπων ώστε αυτή να πραγματοποιηθεί “κανονικά” και “αποδεκτά”, ώστε να είμαστε “κοινωνικοί”.
Παρ' αυτά, κάθε συνάντηση και κάθε δυαδική μας σχέση είναι ενδιαφέρουσα και απρόβλεπτη καθώς από αυτές τις συναντήσεις μετασχηματιζόμαστε διαρκώς, μετατρεπόμαστε σε κάτι άλλο από αυτό που ήμασταν και έτσι δε μπορούμε να επιστρέψουμε στην προγενέστερη ύπαρξή μας. Κάθε συνάντηση με τον/ην άλλο/η επιφέρει αναπόφευκτα ένα μετασχηματισμό του εαυτού από τον οποίο δεν υπάρχει επιστροφή. Σύμφωνα με τον Χέγκελ δε, ο μόνος τρόπος να γνωρίσουμε τον εαυτό μας είναι μέσω μιας τέτοια διαμεσολάβησης που συμβαίνει έξω από τον εαυτό, που εξαρθρώνει την καθορισμένη από αυτό πρωτόπροσωπική ηθική.
Τώρα λοιπόν μένει να αναρωτηθούμε το εξής: Ποια είναι η πολιτική σημασία του να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας και τις δυνατότητές του μέσα στην κοινωνία και μέσα στις σχέσεις μας; Ποιες ευθύνες γεννιουνταί μέσα από την απεύθυνση και την έκθεση του εαυτού μας και πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε πολιτικά τα σημεία διάρρηξης του ορίζοντα της κανονικότητας, τα σημεία που υπόκειται σε κριτική διάνοιξη;
Το “εγώ” και το “εμείς”
Ως υποκείμενα εντός κοινωνίας, είμαστε όντα κατ' ανάγκη εκτεθειμένα το ένα στο άλλο λόγω της μοναδικότητας μας και της τρωτότητάς μας. Το πολιτικό της υπόθεσης είναι να μάθουμε να διαχειριζόμαστε με τον βέλτιστο τρόπο αυτήν την έκθεσή μας μέσα σε ένα πλαίσιο που μας επιβάλλει τις δυνατές τροπικότητες του εαυτού μας, τις δυνατές μορφές που μπορούμε να έχουμε για να ανήκουμε στην κοινωνία. Το πολιτικό της υπόθεσης είναι να αναγνωρίσουμε τις νόρμες αυτές για τις οποίες μιλάμε, να τις σκεφτούμε κριτικά και να ανοίξουμε δρόμους αμφισβήτησης που μας “χωράνε” περισσότερο.
Να αναγνωρίσουμε την μοναδικότητα του/ης καθενός/μιας από μας στα σημεία που διαφέρουμε και μετά να συλλογικοποιήσουμε τις κοινές μας επιθυμίες χτίζοντας χώρους πιο ασφαλείς και πιο γόνιμους. Όσο και αν η κοινωνική θεωρία επιμένει στην απρόσωπη λειτουργία της νόρμας, ερχόμαστε σε επαφή με τις νόρμες κυρίως μέσω ζωντανών συναλλαγών μας με άλλους/ες και μπορούμε σε ένα πολιτικό μικρό-επίπεδο όσο δυνατόν να τις αναδιαμορφώσουμε. Να συναρθρώσουμε τους πολλούς μερικούς λόγους μας και τις προσωπικές μας ηθικές αξίες, όχι στη βάση μιας θεωρητικής πατέντας που θα μας δοθεί ή μας έχει δοθεί, αλλά στη βάση μιας αναγκαιότητας επιβίωσης που θέτει μπροστά μας η πραγματικότητα που πολλές φορές δεν μας υπολογίζει. Να χτίσουμε τις δικές μας δομές, τις δικές μας συμμαχίες, τους δικούς μας τόπους.
[1] Εκδόσεις ΕΚKΡΕΜΕΣ - Μετάφραση: Μιχάλης Λαλιώτης - Επιμέλεια, επίμετρο: Αθηνά Αθανασίου