Πανδημία

Πανδημίες και αισθήματα

Ένα φύλλο, άδεντρο,

για τον Μπέρτολτ Μπρεχτ:

Τι καιροί είν' αυτοί,

που μια συζήτηση

είναι σχεδόν έγκλημα,

γιατί περιλαμβάνει τόσα

ήδη ειπωμένα;

Celan, Schneepart

Ένας χρόνος πέρασε από το έκτο τεύχος μας, που είχε ως αντικείμενο αυτό που συνθηματικά βαφτίσαμε ανθρωπολογία του νεοφιλελευθερισμού: τις μοριακές επιπτώσεις της διάχυσης της οικονομικής λογικής σε όλες τις σφαίρες κοινωνικής και προσωπικής δραστηριότητας στο επίπεδο της συγκρότησης του ανθρωπότυπου των κοινωνιών μας, και ταυτόχρονα την ανάδειξη κατευθύνσεων και πρακτικών που μπορούν να λειτουργήσουν ως αντίβαρο σε αυτή τη διάχυση. Κλείνοντας το τεύχος και μέσα από τη σειρά εκδηλώσεων –η οποία δεν ολοκληρώθηκε λόγω της καραντίνας– που συνόδευσαν την κυκλοφορία του, είχαμε μια αίσθηση ανολοκλήρωτου: η θεματική ήταν πυκνή, υπήρχαν ακόμα περιθώρια ανάπτυξης για μια σφαιρική πραγμάτευση. Ήδη κάποια από τα κείμενα εκείνου του τεύχους αφορούσαν ποικίλες όψεις του συναισθήματος: τις σχέσεις ψυχανάλυσης και θετικής ψυχολογίας, τον έρωτα, τη νοσταλγία… Το παρόν τεύχος επεκτείνει αυτήν την κατεύθυνση, εστιάζοντας στο σημείο τομής μεταξύ αφενός της ανθρωπολογίας, της πολιτικής και του νεοφιλελευθερισμού και αφετέρου του συναισθήματος με την ευρεία έννοια. Με τον τρόπο αυτό ο κύκλος της κριτικής προσέγγισης του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου, δικτυωμένου καπιταλιστικού πολιτισμού[1] τρέπεται προς το εσωτερικό του υποκειμένου που του αντιστοιχεί.

Η χρονιά που μεσολάβησε δεν απογοήτευσε καθώς περνούσε από πάνω μας. Σεβόμενη μια μακρά παράδοση που αναμένεται να αγγίξει νέα απόγεια κατά την καινούρια δεκαετία, χαρακτηρίστηκε από ποικίλα ρημάγματα, ανακατατάξεις και αναταραχές: ξετύλιγμα της νομοθετικής φαρέτρας που η κυβέρνηση Μητσοτάκη προετοίμαζε ακονίζοντας τα νύχια της, νέα διολίσθηση προς τη διακυβέρνηση αποκλειστικά μέσω εκτελεστικής εξουσίας και ΠΝΠ, χαμός από τη Λιβύη μέχρι το Χονγκ Κονγκ στο υπόβαθρο ασταμάτητων οικονομικών πολέμων, μεγαπυρκαγιές και άλλες φυσικές καταστροφές, εγκαίνια του νέου δικτύου 5G, τρελίτσες του διωκόμενου Trump –και των υπόλοιπων νεοτραμπούκων ηγετών– σε όλα τα μέτωπα καθώς το κίνημα για φυλετική δικαιοσύνη περίμενε να ξαναφουντώσει στις ΗΠΑ, νέα όξυνση της προσφυγικής κρίσης και της διαχείρισής της, διαρκείς γεωπολιτικές εντάσεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και σε άλλες περιοχές του κόσμου και εσχάτως πρωτοφανείς απαγορεύσεις επιβαλλόμενες με βία και αυταρχισμό – τα πάντα σε ασταμάτητη αναμετάδοση από ποικίλες οθόνες. Και όλα αυτά να αποδεικνύονται ψιλά γράμματα μπροστά στην πανδημία του κορωνοϊού, το πρώτο πλήρως παγκόσμιο συμβάν του αλλόκοτου υπερπραγματικού αιώνα που έχει ανατείλει εδώ και είκοσι χρόνια.

Το σενάριο εξάπλωσης ενός φονικού ιού, ως υποκατηγορία του γενικού σεναρίου της αποκάλυψης, είναι βέβαια τόσο διαδεδομένο που έχει καταλήξει πασέ: μέσα στο ασταμάτητο ξεφούρνισμα σειρών, ταινιών και video games που αφηγούνται τον απόηχο επιδημιών και άλλων παρόμοιων, απαιτείται σοβαρή εφευρετικότητα για να καταφέρει κάτι να ξεχωρίσει από τον σωρό. Έτσι η –έστω και σε πρωτόγνωρη τάξη μεγέθους– παρούσα πραγμάτωση του εν λόγω σεναρίου όχι μόνο δεν προξενεί κατάπληξη, αλλά ακολουθεί καταϊδρωμένη όλα τα memes και τα αστεία που καλωσόρισαν στην ψευδοδημόσια σφαίρα των social media το 2020 ως έτος της αποκάλυψης. Το συλλογικό ασυνείδητο έπεσε μέσα, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα και πολλά πράγματα σε επίπεδο πράξης, καθημερινότητας και κοσμοαντίληψης· άλλο να φαντάζεσαι μια συναρπαστική επέλαση διαστημικών ζόμπι κι άλλο να πλακώνεσαι στις σφαλιάρες για μια ντουζίνα κωλόχαρτα μπροστά σε εμβρόντητους ταμίες πολυκαταστημάτων.

Η πανδημία λειτούργησε καταλυτικά, φέρνοντας στην επιφάνεια τον πυρήνα των ανεπτυγμένων κοινωνιών, τόσο θεσμικά όσο και στο επίπεδο της καθημερινότητας, αναδεικνύοντας το μέγεθος των αδιεξόδων και παροξύνοντας τα χαρακτηριστικά του ανθρωπότυπου που τους αντιστοιχεί – αυτής της εύθραυστης οντότητας που απομένει αποσβολωμένη από την αναπάντεχη εισβολή του πραγματικού, που άλλωστε απορρέει σε μεγάλο βαθμό από τις εξαιρετικά πραγματικές συνθήκες της αγροτικής και κτηνοτροφικής βιομηχανίας, και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Η επικαιρότητα και το ρίξιμο στους ασταμάτητους ρυθμούς του κόσμου συχνά ξεγελούν, ιδίως όταν αντηχούν από τα δικτυακά ηχεία: ό,τι αντικρίζουμε είναι το αποτέλεσμα διαδικασιών με μεγάλο ιστορικό βάθος, που έχουν αναλυθεί ποικιλοτρόπως εδώ και δεκαετίες. Οι εξελίξεις επιταχύνονται εκθετικά, ενώ η αντίληψη του χρόνου επιβραδύνεται μέχρι την απόλυτη στάση του τέλους της ιστορίας. Ήδη οι κοινωνίες μοιάζουν να έχουν προσαρμοστεί στην κανονικότητα της πανδημίας και των περιορισμών που τη συνοδεύουν· όλοι ανέμεναν με τη μεγαλύτερη φυσικότητα πότε θα επιβαλόταν η δεύτερη καραντίνα, και νάτη που ήρθε.

Η στάση που εκτυλίχθηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης ήταν διαφορετικής φύσης: ναι, πολλοί και κυρίως πολλές πιέστηκαν αφόρητα από τη συνθήκη εγκλεισμού ή από τις εργασιακές κ.ά. συνθήκες, πολλοί άνθρωποι σε πολλά μέρη του κόσμου πλήρωσαν ακόμα και με τις ζωές τους την πρωτοφανή στρατηγική διαχείρισής της, μα δεν ήταν λίγοι και λίγες αυτές/οί που υποδέχτηκαν την επιβολή της με ανακούφιση και την άρση της με το ύφος κάποιου που ξαναμπαίνει στη δουλειά μετά από διάλειμμα για τσιγάρο. Όλα εξελίσσονται ακόμα και κανείς δεν γνωρίζει ποιες προβλέψεις θα επαληθευτούν. Ωστόσο, όποια βόλταρε εκείνες τις μέρες στις άδειες πόλεις, όποιος διέσχισε πεζοδρόμους μέσα στην εκκωφαντική ησυχία, σε ατμόσφαιρα που θύμιζε μέρα μεγάλης πορείας, όταν οι κανόνες αλλάζουν για λίγο, όποιος υπήρξε μάρτυρας αναπάντεχων συνάξεων από ανθρώπους και άλλα ζώα –που έκαναν πράγματα διαφορετικά από τα συνήθη, ή συνήθη που φάνταζαν τελείως διαφορετικά–, όποια έχει έξαφνα συνειδητοποιήσει ότι η τόση επιτάχυνση, η τόση διασκέδαση, η τόση αποτελεσματικότητα, η τόση κοινωνικότητα, η τόση κατανάλωση είναι ίσως λιγότερο αναπόφευκτες απ' όσο έμοιαζαν και ήδη πάλι μοιάζουν, απ' όταν η «κανονικότητα» επανήλθε για λίγο· όλοι και όλες διατηρούν κάπου βαθιά μια αδρή αίσθηση αναμόχλευσης των ιδεών και των συναισθημάτων που θεωρούνται αυτονόητα.

Η αβεβαιότητα είναι το κεντρικότερο χαρακτηριστικό των ζωών μας, και η εισβολή του ιού ανακίνησε αυτόν τον άξονα ταυτόχρονα προς δύο αντιθετικές κινήσεις: από τη μία εντείνοντάς την –με τη μορφή της εργασιακής ανασφάλειας και του άγχους της επιβίωσης, της δυσαρέσκειας που δημιουργεί η μονίμως επικρεμάμενη απειλή χαμηλής έντασης, της άγνοιας για την αναμενόμενη διάρκεια της σημερινής κατάστασης, της τεχνομεσσιανικής αντιμετώπισής της μέσω νέου τύπου εμβολίων γενετικής μηχανικής που ανακινούν ερωτήματα ως προς την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά τους και που θα επιβληθούν απ' ό,τι φαίνεται μέσω «παραινέσεων» χωρίς πραγματική εναλλακτική για πολλούς/ές,[2] της μεγάλης ασάφειας των αφηρημένων αριθμών που κυκλοφορούν τόσους μήνες–[3] από την άλλη απωθώντας την, αφού επανεμφανίζονται βεβαιότητες που βρίσκονταν για καιρό σε χειμερία νάρκη: ο θεσμός της οικονομίας δεν είναι –και πρέπει να μην είναι– ο κεντρικός πυλώνας αυτοκατανόησης μιας κοινωνίας, οι πολίτες, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, έχουν ανύπαρκτο έλεγχο ακόμα κι επάνω στις λεπτομέρειες των ιδιωτικών ζωών τους, αυτό που θεωρούμε δεδομένο μεταμορφώνεται απότομα και ό,τι είναι σημαντικό λάμπει σαν σήμα κινδύνου και αναδύεται μέσα σε λίγες στιγμές.

Στις ασυνήθιστες συγκυρίες όλοι ανεβάζουν τις πιο φροντισμένες τους παραστάσεις. Οι βέροι συνωμοσιολόγοι σκιαμαχούν με τους εχθρούς που φύονται στο πρόσφορο έδαφος, οι υπεριζοσπάστες απελπίζονται για τη Νέα Κυριαρχία που ανατέλλει, οι σοσιαλδημοκράτες απαιτούν την αργοπορημένη Επάνοδο του Κράτους, οι φιλόσοφοι θρηνούν για την εξαΰλωση του Παλιού Κόσμου, οι ποιητές γράφουν ποιήματα για τα αδιέξοδα της Νέας Ζωής, οι οικολόγοι αναγνωρίζουν την πρώτη από τις Νέες Καταστροφές, οι fact checkers λογοκρίνουν κάθε κριτική αντίδραση και οι κυρίαρχοι τρίβουν όπως πάντα τα χέρια τους. Η επιδημία ως απότομη γειτνίαση με το άμεσο, απρόβλεπτο τέλος –ακόμη κι αν οι πιθανότητες για τους/τις περισσότερες/ους είναι μάλλον χαμηλές– ξυπνάει τον προφήτη της αποκάλυψης που όλοι κρύβουμε μέσα μας· κάτι που υποβοηθάται από τη δικτυακή συνήθεια της υποχρεωτικής εκφοράς γνώμης επί παντός επιστητού, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για κάτι που εκ των πραγμάτων αφορά κάθε κάτοικο του όμορφου πλανήτη μας.

Με τα παραπάνω δεν θέλουμε να φανεί πως αγνοούμε ούτε τα πραγματικά βάσανα που προξένησε ο κορωνοϊός και η διαχείρισή του σε μεγάλα μέρη του –κυρίως φτωχού τμήματος του– παγκόσμιου πληθυσμού, ούτε τους σχεδιασμούς των διαφόρων εθνικών και υπερεθνικών παικτών, οι οποίοι βρίσκουν στην πανδημία –την οποία οι ίδιοι κηρύσσουν και διαχειρίζονται– το πιο πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη μιας προϋπάρχουσας ατζέντας που περιλαμβάνει τη συστημική λογοκρισία[4] και τη δαιμονοποίηση οποιοασδήποτε υποψίας κριτικής στο τσουβάλι του «λαϊκισμού», της «συνωμοσιολογίας» και του «σκοταδισμού», τώρα και σε περιτύλιγμα ατομικής ευθύνης· τη γενίκευση της ψηφιοποίησης της ζωής και των διαδικασιών αποσωματοποίησης, αφού ό,τι μετατρέπεται σε πληροφορία κυκλοφορεί ανεμπόδιστα·[5] το βέλτιστο καναλιζάρισμα της εργασιακής επισφάλειας, της ανεργίας[6] και της «προσωρινής απασχόλησης», ενισχυμένα στην ελληνική περίπτωση με την επιπλέον εισαγωγή νομικού πλαισίου ασφυκτικού ελέγχου των διαδηλώσεων και οποιασδήποτε άλλης οργανωμένης αντίδρασης· την έξαρση των πρακτικών ελέγχου και της ανάγκης των υπηκόων για ασφάλεια·[7] την εμπέδωση της εξάρτησης από τους ειδικούς, του αδιανόητου χαρακτήρα της αυτοθέσμισης και της έλλειψης οποιασδήποτε εναλλακτικής αφήγησης – μιας και το εναλλακτικό αποικίζεται βαθμηδόν από το κανονικό. Τα σύγχρονα κράτη κάνουν και στην περίπτωση της διαχείρισης της πανδημίας ό,τι ξέρουν να κάνουν καλά: απαγορεύουν καθολικά και αδιακρίτως, ελέγχουν τους υπηκόους τους πότε με το καρότο και πότε με το μαστίγιο, προσπαθούν να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του κεφαλαίου και να ρυθμίσουν τις συγκρούσεις μεταξύ ετερόκλητων εκπροσώπων του και τα αιτήματά τους απέναντί του,[8] ανταγωνίζονται με τα άλλα κράτη, πλασάρουν την ιδεολογία της επιχειρηματοποίησης και της διευρυμένης λογικής της αγοράς… Στην ελληνική περίπτωση, η διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη που δήθεν κόπτεται για τους ευάλωτους, αφήνοντας παράλληλα τον γενικό πληθυσμό να συνωστίζεται σε ΜΜΜ («δεν μπορούμε να γεννήσουμε λεωφορεία»), αρνούμενη να αποσυμφορήσει φυλακές και κέντρα κράτησης, όπως και να προσλάβει με αξιοπρεπείς όρους ιατρικό προσωπικό, να υποστηρίξει την πρωτοβάθμια περίθαλψη, να δημιουργήσει νέες ΜΕΘ και να επιτάξει ιδιωτικές κλινικές έγκαιρα, χρηματοδοτώντας παράλληλα τα φίλα προσκείμενα ΜΜΕ (δηλαδή σχεδόν όλα), χρησιμοποιώντας την καταστολή, τον έλεγχο και την ασταμάτητη ρητορική περί ατομικής ευθύνης ως μοναδικά όπλα απέναντι στον «αόρατο εχθρό», μάς δείχνει ότι οι επιπτώσεις της διαχείρισης της πανδημίας ανοίγουν ένα νέο κεφάλαιο δυνατοτήτων που δεν θα μείνει ανεκμετάλλευτο.[9] Με δυο λόγια, οι συνθήκες είναι πρόσφορες για παλιά, καλή δημιουργική καταστροφή.

Από την άλλη, η αδυναμία ενώπιον φαινομένων τέτοιου μεγέθους και η ανικανότητα εξήγησής τους είναι και το ένα από τα βασικά συστατικά για την έξαρση τόσο της συνωμοσιολογίας[10] όσο και του δογματισμού, στάσεις που αναπαράγουν την υπεριστορικά παρούσα αντίληψη της βούλησης, της ελευθερίας και της υποκειμενικότητας που βλέπει παντού προθέσεις αντί για δυνάμεις. Έτσι, αναγκάζεται να εξηγήσει τον ιό ως αποτέλεσμα της εμπρόθετης πράξης ενός –κακόβουλου– υποκειμένου, ακριβώς όπως οι ευνοϊκές και αγαθές συγκυρίες υπήρξαν για καιρό αποτελέσματα της εμπρόθετης πράξης μιας –καλόβουλης– θεότητας. Η διαρκής επανάληψη αυτής της εμμονικής αναζήτησης σχεδιασμών παράγει ψυχική ένταση και φθορά. Η απλή απάντηση σε αυτές τις σκέψεις είναι πως ο ιός έχει τη δική του πρόθεση, δηλαδή τη δική του δύναμη. Και φέρνει βίαια στο τραπέζι, χάρη στον γυμνό, οριακά βιολογικό του χαρακτήρα, την προβληματική της ολοένα αυξανόμενης απώλειας του ελέγχου, δηλαδή των αυτοαναπαραγόμενων μεγασυστημάτων των οποίων η δράση αυτονομείται ολοένα και περισσότερο. Εδώ και τόσο καιρό μιλάμε για ιικό [viral] περιεχόμενο: τώρα ένα διαφορετικό ιικό περιεχόμενο εισήλθε απρόσκλητο στο κάδρο.

Όπως πολλοί, ο ιταλός συγγραφέας Paolo Giordano έσπευσε να εκδώσει ένα βιβλίο για την πανδημία ήδη από τον περασμένο Απρίλη:[11] «Η επιδημία μάς υπενθυμίζει ότι ανήκουμε σε μια συλλογικότητα. Μας ωθεί να συμπεριφερόμαστε με τρόπο αδιανόητο υπό κανονικές συνθήκες, να αναγνωρίζουμε δηλαδή ότι είμαστε άρρηκτα συνδεδεμένοι με τους άλλους ανθρώπους και να παίρνουμε υπόψη την ύπαρξη και την ευημερία τους στις ατομικές μας επιλογές. Στο περιβάλλον της επιδημίας ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας ως κομμάτι ενός ενιαίου οργανισμού. Ξαναγινόμαστε μια κοινότητα». Η πανδημία λειτουργεί πράγματι ως υπόμνηση θανάτου για τα υποκείμενα των κοινωνιών μας, τα οποία έχουν λησμονήσει αυτήν την προοπτική ως αντικείμενο αναστοχασμού.[12] Ο θάνατος είναι ριζική αδυναμία· η πανδημία λειτουργεί και ως υπόμνηση μιας σειράς από άλλες πολιτικές, κοινωνικές και προσωπικές αδυναμίες, φέρνοντας όντως στο προσκήνιο την αλληλεξάρτηση μεταξύ ανθρώπων. Η αφηρημένη και καθολική κατανόηση αυτής της αλληλεξάρτησης, όμως, είναι προβληματική: δεν πρόκειται για αλληλεξάρτηση όλων από όλους. Αν και οι ζωές μας εκτυλίσσονται μέσα σε μαζικές κοινωνίες εθνών κρατών με ό,τι αυτό συνεπάγεται, οι κοινωνικοί σχηματισμοί εντός των οποίων κατανοούνται τέτοιες σχέσεις αλληλεξάρτησης δεν είναι ενιαίοι (η κοινωνία, ή η ανθρωπότητα· όροι που κατέχουν την ίδια θέση, και συνεπώς επιτελούν την ίδια λειτουργία, στα αντίστοιχα πλαίσια), αλλά διαμεσολαβούνται από ανταγωνιστικές σχέσεις. Η αλληλεξάρτηση υφίσταται μεν σε αυτό το γενικό, αφηρημένο επίπεδο (γι' αυτό και είναι προφανώς θεμιτές οι πολιτικές διεκδικήσεις απέναντι στο κράτος για δημόσια υγεία, καλύτερες και δωρεάν δημόσιες συγκοινωνίες, κ.ο.κ.) μα παράλληλα λειτουργεί εντός προσδιορισμένων, δυναμικών κοινοτήτων που εκφράζουν συγκεκριμένες παραμέτρους και συγκροτούνται με βάση ποικίλους άξονες: συμφέροντα, ενδιαφέροντα, πολιτική ατζέντα, γειτνίαση, πολιτισμικές αναφορές, σχέσεις συγγένειας, ενασχολήσεις και ενοχλήσεις, εντέλει το συλλογικό φαντασιακό που δίνει στις πράξεις το νόημά τους και στην κοινότητα την ταυτότητά της… Έτσι, οι επικλήσεις στην κοινότητα έχουν νόημα μονάχα στη βάση των παραπάνω διευκρινίσεων: όποιος λέει κοινότητα χωρίς να τις λαμβάνει υπ' όψιν είτε αφελής είναι, είτε θέλει να εξαπατήσει. Η ατομική ευθύνη που νιώθουμε ως πολιτικά υποκείμενα απέναντι στα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας συναντιέται μεν ως σημαίνον και σε κάποιες πρακτικές με την ατομική ευθύνη που ευαγγελίζεται το κράτος· κατά τ' άλλα όμως, ανάμεσά τους χάσκει μια άβυσσος.

Όλα αυτά δεν είναι και τόσο καινούρια: είναι στοιχεία αυτού που είμαστε, τμήματα της ουσίας του πολιτισμού μας. Η ψηφιοποίηση της ζωής δεν εμφανίστηκε με την τηλεεργασία· η γενική αίσθηση πνιγηρότητας δεν προϋποθέτει ένα οκτάωρο με μάσκα· ο πολιτισμός του ναρκισσισμού δεν είχε ιδιαίτερη ανάγκη ένα δίμηνο ξοδεμένο σε δικτυακές αψιμαχίες και αναγνωστικές κραιπάλες· η εντατικοποίηση του ελέγχου δεν περίμενε τη συγχρονική ηλεκτρονική παρακολούθηση[13] για να ανθίσει· η βία που ασκεί στην ψυχή η ύπαρξη στη μητρόπολη απλώς υπογραμμίστηκε με τον παροδικό εγκλεισμό στους τέσσερις τοίχους· η οικουμενική ψευδαίσθηση ελέγχου επί της ζωής και η ακατάβλητη πίστη στην πρόοδο δεν κλονίζονται εύκολα, ακόμη και από το όποιο μεγασυμβάν. Μα η ένταση ξεκαθαρίζει τα πράγματα. Η εξαίρεση μας κάνει να αισθανόμαστε στο πετσί μας αυτά που στις λέξεις διακυβεύονται μέσα σε κυκεώνες επιχειρημάτων. Με μερική αφορμή τον κορωνοϊό αποφασίσαμε να εξετάσουμε την έννοια του συναισθήματος και τη σχέση του με τη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, η οποία με τη σειρά της αποτελεί τη νεόδμητη σοφίτα ενός οικοδομήματος που πηγαίνει κάποιους αιώνες πίσω.


[1] Που άνοιξε στο τέταρτο τεύχος μας με τις αναλύσεις του σύγχρονου τουρισμού, επεκτάθηκε κατόπιν στο πέμπτο στις ψηφιακές τεχνολογίες και αποκρυσταλλώθηκε στο πιο πρόσφατο με τη γενική ανθρωπολογία του νεοφιλελευθερισμού.

[2] Ας μην προβληματιζόμαστε όμως: τα δικαιώματά μας είναι ανθεκτικά, το σύνταγμα είναι προσαρμοστικό, και έγκριτοι συνταγματολόγοι σταθμίζουν ακόμα και υπέρ της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού: https://www.youtube.com/watch?v=-T3-FcQ_SpE.

[3] Δύο απλές αρχές που είναι καλό να επαναλαμβάνει κανείς σαν μάντρα: κανένα κοινωνικό ή ατομικό πρόβλημα δεν επιδέχεται αμιγώς τεχνικές λύσεις· η ποσοτικοποίηση της πραγματικότητας μάς απομακρύνει από την πραγματικότητα. Ο Guénon συνοψίζει εύστοχα το 1945: «Η τάση αυτή για απλοποίηση είναι μια αναγκαιότητα που πηγάζει από, και ταυτόχρονα εντατικοποιεί τη θέληση για υπαγωγή των πάντων στην ποσότητα, αφού, ως γνωστόν, δεν υπάρχει τίποτα απλούστερο από την ποσότητα», «René Guénon – Η ψευδαίσθηση της στατιστικής», ResPublica, 8/2020, https://tinyurl.com/yyqug23q. Ο Ζακ Ελλύλ το συμπυκνώνει έξοχα: «Το τεχνικό σύστημα (η κοινωνία μας) δεν εμφανίζει την τάση να τροποποιηθεί όταν κάνει λάθη, γιατί οι επανορθωτικές του πράξεις βασίζονται στην ίδια λογική με την εν γένει λειτουργία του».

[4] Πρόσφατο παράδειγμα: τα σχολεία στην Αγγλία απαγορεύεται να χρησιμοποιούν υλικό από ομάδες με «ακραία πολιτική στάση». Τι περιλαμβάνει αυτό; «Μια δημοσίως εξεφρασμένη επιθυμία κατάργησης ή ανατροπής της δημοκρατίας, του καπιταλισμού, ή την κατάργηση των ελεύθερων και δίκαιων εκλογών» (υπογραμμίζουμε), «Schools in England told not to use material from anti-capitalist groups», Guardian, 27/9/20, https://tinyurl.com/y2u52g5c.

[5] Σημειώναμε σε άλλη περίσταση: «Αν το κεφάλαιο είναι ο βρυκόλακας που απομυζά τη ζωντανή εργασία, η ψηφιοποίηση είναι το φάντασμα που ρουφάει το μεδούλι του ζωντανού βιώματος. Αμφότερα επιδιώκουν την απεριόριστη κυκλοφορία» («Το μέλλον ανήκει στο παρελθόν: για την εξάπλωση της νοσταλγίας», Kaboom 6, σ. 118).

[6] 39 εκατομμύρια άνεργοι στις ΗΠΑ από τη μια μέρα στην άλλη: νέες δυνατότητες.

[7] Από την άποψη αυτή, το γεγονός ότι μέτρα όπως η βραδινή απαγόρευση κυκλοφορίας που επιβλήθηκε στις 24/10/2020, και διατηρήθηκε σε ισχύ στη δεύτερη καραντίνα ενάντια σε κάθε λογική, συνάντησε ελάχιστη αντίσταση δεν μας εκπλήσσει· μας ανατριχιάζει.

[8] Π.χ. η εταιρεία διαχείρισης των περιφερειακών ελληνικών αεροδρομίων Fraport Greece διεκδίκησε περί τα 200 εκατομμύρια ευρώ ως αποζημίωση λόγω της κήρυξης του lockdown, καταλήγοντας σε συμβιβασμό («Σε συμβιβασμό κατέληξαν το Δημόσιο και η Fraport Greece», Καθημερινή, 24/9/2020, https://tinyurl.com/yxerk2fq). Αντίστοιχα, η καραντίνα σήμανε τον «τέταρτο κύκλο προβλημάτων» σε διάστημα μικρότερο της εικοσαετίας για τη σχέση του κράτους με τις κοινοπραξίες των οδικών αξόνων («Αποζημιώσεις διεκδικούν οι κοινοπραξίες οδικών αξόνων», Καθημερινή, 21/4/2020, https://tinyurl.com/y5mpybog). Η ανάληψη των ευθυνών για τον εμβολιασμό από τα κράτη αποτελεί βέβαια άλλο ένα τρανταχτό παράδειγμα.

[9] Φυσικά, λέγοντάς τα αυτά δεν παραγνωρίζουμε τις δυσκολίες που φέρνει ούτως ή άλλως μαζί της μια πανδημία ή τον ρόλο που διαδραμάτισαν και διαδραματίζουν άλλοι, αστάθμητοι παράγοντες, όπως το κλίμα, ο βαθμός ανάπτυξης μιας χώρας, η στάση των αφεντικών αλλά και του απλού κόσμου.

[10] Ναι, η συνωμοσιολογία γίνεται όπλο στα χέρια των φιλελεύθερων λογοκριτών· γίνεται όμως όπλο επειδή οι πραγματικοί στόχοι αφθονούν.

[11] Paolo Giordano, Περί μετάδοσης: επιστήμη, άνθρωπος και κοινωνία στην εποχή της πανδημίας, μτφρ. Σ. Τριανταφύλλου, επιμ. Ι. Ανδρέου, Αθήνα: Πατάκης, 2020.

[12] Πρέπει να προσθέσουμε ότι η πανδημία υπογραμμίζει μία τάξη πραγμάτων που εγκαθιδρύεται όλο και βαθύτερα: απαγορεύεται πλέον να πεθάνει κανείς χωρίς την άδεια του κράτους.

[13] Ωστόσο αυτό το είδος μη προοπτικής παρακολούθησης εγκαινιάζει μια νέα εποχή, αφού προικίζει τις ελεγκτικές λειτουργίες με τη γενίκευση δύο σημαντικών ιδιοτήτων: εθελούσια συμμετοχή και ικανότητα (ποσοτικής) ψυχοπολιτικής πρόβλεψης. (Βλ. ενδεικτικά David Lyon, «Surveillance, Snowden, and Big Data: Capacities, consequences, critique», Big data & society 1.2 [2014], σ. 1-13.) Η παγκοσμίως διθυραμβική αντιμετώπιση που υποδέχτηκε την ηλεκτρονική διαχείριση του πρώτου κύματος του κορωνοϊού από χώρες όπως η Σιγκαπούρη είναι χαρακτηριστική. Πιο κοινότοπα, οι παρανοϊκές αντιδράσεις της αυστραλιανής π.χ. κυβέρνησης καταδεικνύουν το πεδίο που διανοίγεται μέσω μιας κήρυξης πανδημίας για την έκφραση της κατασταλτικής όψης των σύγχρονων κρατών. Η εκεί εκτελεστική εξουσία δικαιούται πλέον να θέσει προληπτικά υπό κράτηση απροσδιόριστης διάρκειας «άτομα υψηλού ρίσκου», τα οποία υποπτεύεται πως δεν θα τηρήσουν τις εντολές της.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Στέφανος Ρέγκας