Ανάλυση

Η παραγωγή και το εμπόριο όπιου στην Ελλάδα, Μέρος Α΄: 1913-1925

Είναι 16 Δεκέμβρη του 1928. Ο Ζαν Κοκτώ, ένας από τους πιο πολυσχιδείς καλλιτέχνες του μεσοπολέμου, όντας θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, μυθιστοριογράφος, ζωγράφος και σκηνοθέτης του σινεμά, κλείνεται στη κλινική αποτοξίνωσης του Σαιν-Κλου, όπου και θα παραμείνει για τους επόμενους περίπου πέντε μήνες με στόχο να ξεκόψει από το όπιο. Είναι η δεύτερη τέτοια προσπάθειά του, μιας και προηγείται άλλος ένας αντίστοιχος εγκλεισμός του στα τέσσερα χρόνια που είναι συστηματικός χρήστης. Τούτη τη φορά θα κερδίσει τη μάχη, αλλά από μια άποψη σίγουρα τη χάνει κιόλας· ο κατοπινός ισχυρισμός του ότι η ιατρική θα έπρεπε να βρει τον τρόπο να κάνει ακίνδυνο το ναρκωτικό αντί να ασχολείται με τις συνέπειές του, είναι ο ισχυρισμός ενός ανθρώπου που θα ήθελε να δοθεί ολοκληρωτικά στο «γάλα του Παραδείσου», ενός ανθρώπου που έχει εξερευνήσει και χαρτογραφήσει όλα τα ευεργετήματα της ουσίας που τόσα χρόνια καπνίζει.

Εκεί μέσα, στο Σαιν-Κλου, ο Κοκτώ θα κάτσει και θα κρατήσει ευλαβικά σημειώσεις για το πώς έζησε την απεξάρτησή του και θα ζωγραφίσει όλους τους συνειρμούς που βαραίνουν το κεφάλι του. Λίγο καιρό μετά θα δημοσιεύσει το –τρόπον τινά– ημερολόγιο αυτής της εμπειρίας με τίτλο Το όπιο, το οποίο και καταλήγει [1]: «Η εργασία που με καταναλώνει απαιτούσε όπιο· και συγχρόνως απαιτούσε να εγκαταλείψω το όπιο· για ακόμη μια φορά ήμουν θύμα του. Κι αναρωτιόμουνα: θα ξανακαπνίσω ή όχι; Μάταιο να κάνεις τον αδιάφορο χρυσέ μου ποιητή. Θα ξανακαπνίσω αν το απαιτήσει η δουλεία μου. Και αν το απαιτήσει το όπιο».

Φτάνει όμως εδώ με τις περιπέτειες του Γάλλου· ας ασχοληθούμε με τις περιπέτειες της ουσίας του, αυτής που τόσο λάτρεψε και μίσησε παράλληλα. Υπάρχει άραγε περίπτωση κάποια γραμμάρια οπίου από αυτά που κάηκαν στην πίπα του Κοκτώ να ξεκίνησαν το ταξίδι τους από τον ελλαδικό χώρο, να καλλιεργήθηκαν δηλαδή εκεί; Υπάρχει περίπτωση η Ελλάδα να ήταν παραγωγός οπίου και μάλιστα τόσο δυνατός παίχτης στο εμπόριο του εκείνη την περίοδο που να το εξήγαγε κιόλας και εμείς να μη ξέρουμε –ιστορικά– σχεδόν τίποτα; Απ’ ό,τι φαίνεται ναι. Τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται η εγκληματολόγος Ιωάννα Τσίγγανου στο βιβλίο της Law Making on Drugs and Politics in Greece [2], τις παρατηρήσεις μου από το οποίο και θα μεταφέρω. Μια μικρή επισήμανση πριν ξεκινήσω την καταγραφή: αν και η μελέτη αυτή εκδόθηκε από το ΕΚΚΕ, κανείς/μια δεν μπήκε στο κόπο να τη μεταφράσει από τα αγγλικά που δημοσιεύτηκε αρχικά, στα ελληνικά. Πρόκειται για σύμπτωση ή μήπως το θέμα καίει;

α. 1913-1920: Η κληρονομιά της Μακεδονίας

Μέχρι και το τέλος των Βαλκανικών πολέμων, η Ελλάδα εισάγει μικρές ποσότητες οπίου για καθαρά φαρμακευτική χρήση από την Οθωμανική αυτοκρατορία, την Αυστροουγγαρία, την Γερμανία και την Ιταλία.  Από το 1913 και έπειτα, μετά και την προσάρτηση της Μακεδονίας, η Ελλάδα παίρνει ένα μεγάλο μερίδιο από την καλλιέργεια παπαρούνας που άνθιζε σε αυτές τις εκτάσεις· η παραγωγή του όπιου στη περιοχή είχε ξεκινήσει πενήντα χρόνια πίσω, με απόφαση της οθωμανικής διοίκησης, αρχικά από τη Θεσσαλονίκη, ενώ σταδιακά επεκτάθηκε και σε πόλεις όπως οι Σέρρες και η Δράμα, σημειώνοντας δε μεγάλη επιτυχία εντός και εκτός των συνόρων: «[..] Το Μακεδονικό όπιο... είναι πολύ καθαρό και περιέχει 11% μορφίνη, την ίδια ώρα που αυτό της Σμύρνης περιέχει το πολύ 9%...»[3] αναφέρουν χαρακτηριστικά οι πήγες τότε. Το 1913 ειδικά, το έτος για το οποίο μιλάμε, λόγω της γονιμότητας του εδάφους και των νέων τεχνικών που εφαρμόζουν οι παραγωγοί του, η πυκνότητα του σε μορφίνη αγγίζει σε περιπτώσεις ακόμα και το 17%. Η Ελλάδα είναι πλέον μια από τις βασικές χώρες όσον αφορά την καλλιέργεια και τη διακίνησή οπίου.

Κάπου εδώ πριν συνεχίσω χρειάζεται να ανοίξει μια μικρή παρένθεση ώστε να ειπωθούν μερικά πράγματα για την προσάρτηση της Μακεδονίας στην Ελλάδα και με ποιες μεθόδους το ελληνικό κράτος κατάφερε να υπερδιπλασιάσει τις εκτάσεις του στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο. Έτσι, το ιστορικό και διπλωματικό background της περιόδου με την οποία θα καταπιαστώ στη συνέχεια θα γίνει περισσότερο σαφές και ίσως εν πολλοίς εξηγηθεί και η απόφαση να μη μεταφραστεί το βιβλίο για το οποίο μιλάμε στα ελληνικά.

Η ελληνική ιστοριογραφία φαίνεται να έχει δυσανεξία όσον αφορά τo πως έγινε εν τέλει πραγματικότητα η κατάκτηση της Μακεδονίας· αν μια λέξη συνοψίζει το τι έχει ειπωθεί από την πλευρά της για εκείνη την περίοδο αυτή είναι η σιωπή. Ελάχιστες και ελάχιστοι ιστορικοί επιχείρησαν να καταγράψουν τα σκοτεινά χρονικά της ελληνικής αυτής επιχείρησης και ακόμα λιγότερες/οι να σπιλώσουν την εικόνα του «εθνοπατέρα» Ε. Βενιζέλου που τη διηύθυνε. Ευτυχώς που υπήρξαν και αυτοί/ες οι ελάχιστοι/ες που το τόλμησαν. Το ελληνικό κράτος από την άλλη πόνταρε στο σίγουρο άλογο: τους πολίτες του, και την επιθυμία τους να διαβάσουν το παρελθόν των παππούδων τους ωραιοποιημένο και μέσα από το πρίσμα της εθνικής ενότητας και ομοιογένειας που τόσο απέχει από την πραγματικότητα. Ένας από αυτούς τους τολμηρούς ιστορικούς που ανέφερα παραπάνω είναι ο Σπ. Καράβας, που το 2014 εκδίδει την έρευνά του Μυστικά και παραμύθια από την ιστορία της Μακεδονίας [4]. Το βιβλίο αυτό, αν δεν περιέγραφε αληθινά γεγονότα, θα μπορούσε να είναι εύκολα ένα best-seller γεμάτο βία και ίντριγκα: πράκτορες του ελληνικού κράτους και της ορθόδοξης εκκλησίας που προσπαθούν να διασπάσουν την έντονη βουλγάρικη παρουσία στην περιοχή ακόμα και το 1900, μακεδονομάχοι αγωνιστές που καταφτάνουν για να σφάξουν στο όνομα της Ελλάδας πολύ πριν τους βαλκανικούς πολέμους, κατά την επονομαζόμενη εποχή του ανομολόγητου μακεδονικού αγώνα, κατάληψη της Θεσσαλονίκης μετά από ραδιουργίες του Βενιζέλου που πρόδωσε τον Βούλγαρο σύμμαχο του Τοντόρωφ κατά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο και στη συνέχεια πογκρόμ και βιασμοί από τον ελληνικό στρατό εναντίον της εβραϊκής κοινότητας που κυριαρχούσε στη πόλη, όπως μας πληροφορεί η Ρ. Μόλχο[5], προσάρτηση του μεγαλύτερου κομματιού της Μακεδονίας με τη φωτιά και το τσεκούρι, κομμάτι δε που περιείχε πόλεις και χωριά παραδοσιακά βουλγάρικα, ελληνοποίηση του χώρου με διώξεις και βίαιες ανταλλαγές πληθυσμών, όλα αυτά συνθέτουν το μωσαϊκό του τρόμου που εξαπέλυσε η Ελλάδα για να.. «απελευθερώσει», κατά τ’ άλλα, τη Μακεδονία. Αυτή είναι η πραγματικότητα για το τι συνέβη τότε, το πώς γίνανε οι επαρχίες αυτές ελληνικές και γιατί απασχόλησαν τόσο το ελληνικό κράτος. E, είναι μετά από όλα αυτά να μεταφράζουμε για το ελληνικό κοινό πως συν τοις άλλοις στη Μακεδονία υπήρχε και παραγωγή ναρκωτικών; Φωτιά να πέσει να μας κάψει. Τέλος παρένθεσης.

Μπορεί λοιπόν ο Καράβας να μην ήξερε για το όπιο της περιοχής και το πλούτο που απέφερε όταν έγραφε το βιβλίο του, γι’ αυτό και να μην του αφιέρωσε λίγο από τον χρόνο του, σίγουρα όμως ήξερε ο Ε. Βενιζέλος όταν κατακτούσε τη Μακεδονία. Και όχι απλά ήξερε, αλλά γνώριζε και πώς να σφυρίζει αδιάφορα όταν η διεθνής κοινότητα του ζητούσε να διακόψει το εμπόριο του και να λάβει μέτρα λίγους μήνες μετά.

Στις 23 Ιανουαρίου 1912 υπογράφεται η Διεθνής Σύμβαση Οπίου μετά από ένα συνέδριο στη Χάγη όπου συμμετείχαν κάποιες από τις πιο δυνατές χώρες της εποχής, μεταξύ των οποίων η Αμερική, η Ρωσία, η Αγγλία, η Γερμανία, η Γαλλία κ.ο.κ.. Πρόκειται για τη σημαντικότερη προσπάθεια μέχρι τότε να περιοριστεί το όπιο και να δημιουργηθούν κανόνες δικαίου γύρω από αυτό. Η σύμβαση αυτή, που ισχύει μέχρι και σήμερα, προέβλεπε την συνεργασία αυτών των χωρών όσον αφορά τον περιορισμό της παραγωγής, της πώλησης και της χρήσης ναρκωτικών ουσιών στα επίπεδα των επιστημονικών και φαρμακευτικών αναγκών, καθώς και τον έλεγχο της καλλιέργειας του οπίου, της διανομής και της χρήσης του. Για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις εδώ, όταν διάφοροι τέτοιοι κύριοι, απεσταλμένοι κρατών, μαζεύονται γύρω από το τραπέζι να πάρουν τέτοιες αποφάσεις δεν τους νοιάζει το «καλό της ανθρωπότητας». Γιατί εξάλλου το κακό της να είναι η χρήση ουσιών; Οι προθέσεις τους είναι το κέρδος, ο έλεγχος, η πειθαρχία και η διαχείριση των μαζών. Μόνο τυχαίο δεν είναι πως 60 χρόνια περίπου μετά τη Χάγη, ο Michael Tabor, μέλος των Μαύρων Πανθήρων, στις μνημονεύσεις του για τη σχέση αυτού και των συντρόφων του με την ηρωίνη γράφει [6]: «Δεν πρέπει να μας δημιουργεί έκπληξη, όταν στα σπίτια των επαναστατών, και άλλων προοδευτικών ανθρώπων που αγαπούν την ελευθερία, εισβάλλει η αστυνομία με το πρόσχημα πως ψάχνει για ναρκωτικά και άλλα στοιχεία. Ένας αριθμός επαναστατών έχει ήδη φυλακιστεί με φτιαχτές κατηγορίες για ναρκωτικά».

Το πρόβλημα των συμμετεχόντων στη Χάγη λοιπόν ήταν το εξής: δυνάμεις με παράδοση στη παραγωγή οπίου και κεντρικοί τροφοδότες της Ευρώπης και όχι μόνο, όπως π.χ. η Τουρκία, κοίταξαν προφανώς το οικονομικό τους συμφέρον και αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στις διαδικασίες αυτές που θα επικύρωναν μια συμφωνία που σφράγιζε τους εμπορικούς δρόμους για ένα από τα πιο ακριβά αγροτικά προϊόντα τους. Οι δυνάμεις που υπέγραψαν το 1912, από την άλλη, επιζητούσαν τη παγκόσμια εφαρμογή των αποφάσεών τους. Ποιο κράτος θα ήθελε να είναι ριγμένο στο διεθνές παζάρι των ναρκωτικών και να μην έχει πρόσβαση σε αυτό, τη στιγμή που αλλά κράτη θα έχουν; Εδώ είναι που αρχίζει το διπλωματικό παιχνίδι και η προσπάθεια των κρατών του συνεδρίου να αποκτήσουν οι αποφάσεις τους παγκόσμια ισχύ.

Η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες που δεν κλήθηκαν στο συνέδριο όταν αυτό πραγματοποιήθηκε· η κληρονομιά της καλλιέργειας οπίου της Μακεδονίας ήρθε με ένα χρόνο καθυστέρηση. Τότε είναι που αρχίζουν και οι διεθνείς πιέσεις να βουίζουν στα αυτιά του Βενιζέλου να συμβαδίσει με τη Διεθνή Σύμβαση, μόνο που αρχικά κανένα από τα αυτιά του αυτά δεν φαίνεται να ίδρωσε: στην αρχή το ελληνικό κράτος δεν είχε καμία πρόθεση να συμμορφωθεί με το περιεχόμενό της. Στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής όμως υπάρχουν συγκεκριμένες τεχνικές ώστε ένα κράτος ή ένας συνασπισμός κρατών να επηρεάσει ένα άλλο. Ξεκινούν από την πειθώ και τη προσφορά ανταμοιβής και φτάνουν μέχρι τη χρήση πολεμικών μέσων. Καρότο και μαστίγιο δηλαδή. Ακόμα υπάρχουν και συγκεκριμένοι κανόνες που εφαρμόζονται αυτές, οι «κανόνες του παιχνιδιού», και περιλαμβάνουν υπονοούμενα, ενδείξεις και πονηρά κλεισίματα του ματιού. Όταν λοιπόν ο Sir F. Elliot, γνωστός Άγγλος διπλωμάτης στην Ελλάδα, μεταφέρει στην εγχώρια κυβέρνηση πως αν δεν συμμορφωθεί στις αποφάσεις της Χάγης θα αποκτήσει κακή φήμη μεταξύ των χωρών που υπέγραψαν την συνθήκη, τα πράγματα αλλάζουν [7]: «Άκουσα προηγουμένως από ένα Γερμανό ομόλογό μου πως ένας υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών...του άφησε να εννοηθεί πως η Ελλάδα δεν θα ασχοληθεί με την Σύμβαση Οπίου, ενδιαφερόμενη για τις νέες τις επαρχίες.[..] Τους είπα πως αν όχι, θα αποκτήσει το χειρότερο όνομα μεταξύ των δυνάμεων που ενδιαφέρονται για την επιτυχία των ανθρωπιστικών αυτών μέτρων», γράφει σε επιστολή του προς έναν Άγγλο πολιτικό εκείνης της περιόδου. Η ελληνική κυβέρνηση λοιπόν, που την ενδιέφερε περισσότερο από ποτέ η σχέση της με τις δυνάμεις της εποχής, μιας και υπήρχαν ακόμα ανοιχτά εδαφικά debates με τους γείτονές της, πραγματοποιεί στροφή και δέχεται τη νομοθεσία ενάντια στην χρήση οπίου· βέβαια, φροντίζει να μην πραγματοποιήσει στροφή 180 μοιρών: δεν δέχεται το κομμάτι εκείνο που μιλάει για τον περιορισμό της παραγωγής του, αυτό που αποφέρει το μεγαλύτερο κέρδος. Και η πίτα ολάκερη και ο σκύλος χορτάτος.

Κάπως έτσι είναι που κυλάνε τα πράγματα, κρυμμένα κάτω από το χαλάκι και με αργούς ρυθμούς, μέχρι που φτάνουμε στη συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919 και αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν. Η συνθήκη των Βερσαλλιών είναι η συνθήκη ειρήνης που βάζει τέρμα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και χρεώνει στη Γερμανία την έναρξη του πολέμου, υποχρεώνοντάς τη σε καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων προς τις χώρες που συμμετείχαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε αυτόν. Η Ελλάδα, ως μια από τις δυνάμεις που υπογράφουν την συνθήκη για να καρπωθούν την εν λόγω αποζημίωση, αναγκάζεται ταυτόχρονα να εφαρμόσει τα μέτρα για το όπιο που συμφωνήθηκαν στη Χάγη μερικά χρόνια πίσω, μιας και το άρθρο 295 της εν λόγω συνθήκης γράφει[8]:

«Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέλη που δεν έχουν υπογράψει ή που έχουν υπογράψει αλλά δεν έχουν επικυρώσει την Σύμβαση Οπίου που υπογράφηκε στη Χάγη στις 23 Ιανουαρίου το 1912, συμφωνούν να εφαρμόσουν όσα αναφέρει η Σύμβαση και για αυτό το σκοπό να θεσπίσουν την απαραίτητη νομοθεσία χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός δώδεκα μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσης Συνθήκης.»

Μαζί με τη συνθήκη ειρήνης λοιπόν αναβαθμίζεται η νομοθεσία γύρω από το όπιο· μαζί της και οι αρμοδιότητες της Κοινωνίας των Εθνών, ενός διεθνούς συντονιστικού οργάνου, στο οποίο εκχωρείται η μέριμνα για τη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων των κρατών που απορρέουν από τη Διεθνή Σύμβαση Οπίου. Ακόμα, το 1920, οι δυνάμεις που προστατεύουν το ελληνικό κράτος και εγγυώνται την ανεξαρτησία του μέχρι τότε μεταφέρουν τη δύναμη τους αυτή στο εν λόγω όργανο. Η Ελλάδα, ως αποτέλεσμα αυτών, στριμώχνεται πλέον στα σχοινιά να εφαρμόσει τους διεθνείς κανονισμούς: για να μην τα πολυλογούμε, στα τέλη του ίδιου έτους κατατίθεται εσπευσμένα στο ελληνικό κοινοβούλιο και ψηφίζεται η απαιτούμενη νομοθετική ρύθμιση για τον έλεγχο του οπίου.

β. 1920-1925: Το ελληνικό κράτος αναλαμβάνει δράση

Το κείμενο του 1912 της Χάγης νομοθετικά πάσχει σε ένα σημείο: δεν εμβαθύνει σε αυτά που ζητάει, δεν συγκεκριμενοποιεί τις απαιτήσεις του, αλλά αντίθετα επιδιώκει μια αφηρημένη εφαρμογή μέτρων. Αυτό ακριβώς είναι το point όπου πατάει το ελληνικό κράτος, με τα μέτρα που ψηφίζονται στη βουλή αφενός να τοποθετούν το όπιο κάτω από τον έλεγχό του, καλύπτοντας έτσι τα διεθνή αιτήματα, και αφετέρου να μεταθέτουν τη ρύθμιση των επιμέρους ζητημάτων γύρω από αυτό σε μελλοντικά νομοσχέδια. Το κράτος, απρόθυμο να απαγορεύσει μια τόσο επικερδή καλλιέργεια, συμβάλλει έτσι στη συνέχειά της βάζοντάς τη ταυτόχρονα κάτω από τη στέγη του –κρατώντας πρακτικά για όλες τις συναλλαγές οπίου, για τις ποσότητες του, τις περιοχές και τους αγρότες που βρίσκονται από πίσω του– και ικανοποιώντας τις οικουμενικές απαιτήσεις μέσω μιας σειράς μίνιμουμ μέτρων.

Μετά από τις προτάσεις της Αγγλίας (η κύρια χώρα επιρροής της Ελλάδας τότε) και της Κοινωνίας των Εθνών, οι οποίες σχεδίασαν ένα σύνθετο σύστημα για την εισαγωγή και την εξαγωγή οπίου μέσω ειδικών πιστοποιητικών από τα ενδιαφερόμενα κράτη της συνδιαλλαγής, η Ελλάδα περιορίζει τα λιμάνια εξαγωγής οπίου σε εκείνα της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας και της Αλεξανδρούπολης. Αυτό είναι και το πρώτο μέτρο. Στα λιμάνια αυτά, θεωρητικά πάντα, τα πλοία που θα μετέφεραν όπιο πριν μπαρκάρουν έπρεπε να έχουν λάβει τις απαραίτητες άδειες και παράλληλα να έχουν καταγραφεί τα ονόματα του αποστολέα και του παραλήπτη του εμπορεύματος. Σε ένα δεύτερο μέτρο τώρα, η εγχώρια διακίνηση οπίου εναποτίθεται στα χέρια των φαρμακοποιών ακολουθώντας το αντίστοιχο μοντέλο της Αγγλίας και της Αμερικής. Θα μπορούσαμε να πούμε εδώ πως δημιουργείται ένα μονοπώλιο γύρω από τη νόμιμη πώληση οπίου, γιατί όχι ένα καρτέλ. Μάλιστα, το ελληνικό κράτος είναι ιδιαίτερα επιλεκτικό, μιας και εμπιστεύεται μόνο τους φαρμακοποιούς που είναι επίσημα αναγνωρισμένοι, τους οποίους μάλιστα τους υποχρεώνει να κρατούν αρχείο για τις συναλλαγές που πραγματοποιούν. Το κλειδί για τη χρήση οπίου είναι από εδώ και πέρα η συνταγή του γιατρού.

Καταγραφές, αρχεία επί αρχείων, ειδικές άδειες και σφραγίδες: αν τα παραπάνω μέτρα εφαρμόζονταν στο έπακρο θα πρεπε να έχει γεμίσει ο κόσμος χαρτούρα από την τόση ζέση της Ελλάδας να ελέγξει τη διακίνηση του οπίου. Η κατάσταση όμως στην πραγματικότητα φυσικά δεν έχει καμιά σχέση με αυτές τις προβλέψεις· όλη αυτή η γραφειοκρατία έμεινε στα λόγια.

Από το 1920 έως και το 1924, η Κοινωνία των Εθνών ζητά επίμονα από την Ελλάδα στατιστικά για το εμπόριο ναρκωτικών, τη μέση παραγωγή οπίου και τις ανάγκες της χώρας σε αυτό για φαρμακευτικούς σκοπούς. Αν και τη περίοδο 1920-1921 αυτό φάνταζε αδιανόητο για το ελληνικό κράτος, καθώς οι διαδικασίες για τη συλλογή των εν λόγω πληροφοριών μόλις ξεκινούσαν, το Υπουργείο Γεωργίας στην ετήσια αναφορά του επισημαίνει[9]:

« [..] Η εγχώρια καλλιέργεια παπαρούνας πραγματοποιείται μονάχα στη Μακεδονία, στη περιοχή των Σερρών συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στις γεωργικές έρευνές μας. Οι περιοχές που καλλιεργείται φτάνουν τα 1.000-1.200 στρέμματα, με τη παραγωγή οπίου να αντιστοιχεί σε 2,5-3 οκάδες το στρέμμα. Η συνολική ποσότητα που παράχθηκε κυμαίνεται μεταξύ 2.500-4.000 οκάδων οπίου, το οποίο πωλείται στην τιμή των 50-100 δραχμών η οκά.»

Μέχρι και τον Δεκέμβρη του 1921 πάντως, το Υπουργείο Οικονομίας αδυνατεί να συμπληρώσει τα διεθνή ερωτηματολόγια για τα ναρκωτικά στην Ελλάδα που του ζητήθηκαν. Επιπλέον, οι πηγές της εποχής συγκρούονται με την παραπάνω επίσημη αναφορά [10]. Για την ακρίβεια κάνουν λόγο για ετήσια παραγωγή οπίου που αγγίζει της 100.000 οκάδες και που, πέρα από τις Σέρρες, καλλιεργείται ακόμα στη Θεσσαλονίκη, στη Δράμα, στο Κιλκίς κ.ο.κ. δίνοντας εμπόρευμα πλούσιο σε μορφίνη. Η κατάσταση δεν δείχνει να καλυτερεύει τα επόμενα χρόνια, αντίθετα μάλλον χειροτερεύει. Το 1924 η αντίστοιχη αναφορά για τις στατιστικές μετρήσεις γύρω από την παραγωγή οπίου δεν συντάσσεται καν ενώ το 1925 κρίνεται ελλιπής σε πληροφορία. Συν τοις άλλοις, το 1923 η Θεσσαλονίκη ανάγεται σε Ελεύθερη Εμπορική Ζώνη για το βασίλειο της Σερβίας, τη Κροατία και τη Σλοβενία, και οι μεταφορές οπίου μέσω του λιμανιού της παύουν να καταγράφονται αφήνοντας έτσι χώρο για παράνομες συναλλαγές. Τα γρανάζια της ελληνικής επιτήρησης μάλλον χρειάζονταν λίγο λάδωμα για να δουλέψουν καλά. Ή, κατά πάσα πιθανότητα λίγο λάδωμα έφτανε για να μη δουλεύουν· αποδεδειγμένα πλέον, μέσω των λιμανιών σε ολόκληρη την Ελλάδα μεταφέρονταν εκείνη τη περίοδο ετησίως ολόκληροι τόνοι οπίου, με τις αποκλίσεις στις επίσημες καταγραφές του ελληνικού κράτους να είναι τεράστιες και να μαρτυρούν πως οι περισσότερες εισαγωγές και εξαγωγές που πραγματοποιήθηκαν ήταν παράνομες. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τους Βρετανούς, μόνο το 1923 σημειώθηκαν 14 περιπτώσεις παράνομης μεταφοράς οπίου από τον Πειραιά με τελικό προορισμό τη Τζαμαίκα (!) και ενδιάμεση στάση το Ηνωμένο Βασίλειο [11]. Διεθνείς μπίζνες, όχι αστεία.

Η Ιωάννα Τσιγγανού προχωράει δίνοντας τρεις ερμηνείες για την αδυναμία του ελληνικού κράτους να αντεπεξέλθει στα διεθνή standard ελέγχου και κάνει νύξη και σε μια τέταρτη. Πρώτον, υποστηρίζει πως η παγκόσμια συνεργασία εναντίον των παράνομων συναλλαγών οπίου βρισκόταν ακόμα σε εμβρυακό στάδιο και η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη οργανωτικά και τεχνολογικά για να εφαρμόσει αυτά που της ζητήθηκαν. Δεύτερον, ο έλεγχος των ναρκωτικών δεν ήταν από τις προτεραιότητες της ελληνικής κυβέρνησης, ειδικά την εποχή αυτή, που κυρίως είχε να ασχοληθεί με τις νέες τις επαρχίες και με το διπλωματικό παιχνίδι που τις αφορούσε. Τρίτον, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, το ίδιο το ελληνικό γραφειοκρατικό σύστημα ήταν χαοτικό και δεν μπορούσε να λειτουργήσει αποδοτικά. Τέταρτο και τελευταίο, η εγκληματολόγος κάνει διάσπαρτες αφηρημένες αναφορές στο κείμενο μιλώντας για οικονομικά συμφέροντα. Καλά ως εδώ· το ελληνικό κράτος ήταν πράγματι υπό κατασκευή και δεν έτρεχε τις υποθέσεις του πάντα στην εντέλεια. Αλλά η Ιωάννα Τσίγγανου «ξεχνάει» να μιλήσει για το πιο σημαντικό, για κάτι που υπερκαλύπτει ως ένα βαθμό τα παραπάνω επιχειρήματα της. «Ξεχνάει» να μιλήσει για το ίδιο το κράτος. Ακαδημαϊκή είναι η εργασία της εξ άλλου, και πολλές φορές σε τέτοιες εργασίες το κράτος πλανάται πάνω από τη συζήτηση σα φάντασμα, χωρίς ο απώτερος σχεδιασμός του να εμφανίζεται πουθενά.

Παρατήρησα μια παραξενιά μου διαβάζοντας το βιβλίο, μια παραξενιά όμως που ίσως βοηθήσει εκείνη/ον που στο μέλλον αποφασίσει να το μεταφέρει στα ελληνικά. Καθώς διάβαζα στο αγγλικό κείμενο «γραφειοκρατική ανεπάρκεια» και «κρατική αδιαφορία», μετέφραζα στο μυαλό μου «κρατικό συμφέρον». Το ελληνικό κράτος, όσο έτρεχε η υπόθεση της μικρασιατικής εκστρατείας και, ταυτόχρονα, η Κοινωνία των Εθνών, που τότε εργαζόταν πάνω στην υλοποίηση της Σύμβασης της Χάγης, ήταν το μοναδικό όργανο που είχε τη δύναμη να εγγυηθεί για την ασφάλειά του στο όνομα των δυνάμεων-προστατριών, κατάφερε και πέρασε εν μια νυκτί ένα ολόκληρο νομοσχέδιο για τον έλεγχο του οπίου. Όταν όμως τα όνειρα για μια μεγάλη Ελλάδα φουντάραν στο κενό και οι πρόσφυγες άρχισαν να συρρέουν στον ελλαδικό χώρο αναζητώντας επαγγελματικές ευκαιρίες, μόνο πρόθυμο δεν δείχνει να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του. Αντίθετα δε, χτίζει μονοπώλια, συντηρεί δουλειές με χρήματα που προσφέρουν θέσεις και επιτρέπει στα λιμάνια του να μπαινοβγαίνουν πλοία τιγκαρισμένα στο όπιο. Να το πούμε εδώ λοιπόν και πιο απλά: όσο η Ελλάδα κινείται επιθετικά προς τα βάθη της Τουρκίας και τη συμφέρει διπλωματικά να καταπολεμήσει το όπιο, προκειμένου να τα έχει καλά με τους εγγυητές της, δείχνει να επαγρυπνεί διοικητικά και να είναι καθωσπρέπει στις υποχρεώσεις της. Ο γραφειοκρατικός μηχανισμός πηγαίνει σφαίρα. Όταν όμως χάνει το πόλεμο στην ανατολή και επιπλέον γεμίζει με καινούργιους πολίτες που επιζητούν να διασφαλίσουν την οικονομική τους επιβίωση, τότε φροντίζει να ξεζουμίσει όλα τα οφέλη που μπορεί να έχει από την κρατικοποίηση της διακίνησης των ναρκωτικών ουσιών και να παραστήσει την ανήμπορη στον έλεγχο του οπίου.

Το παιχνίδι αυτό του ελληνικού κράτους δε θα μπορούσε να κρατήσει για πάντα. Το επόμενο επεισόδιο του σίριαλ που αφορά τον έλεγχο του οπίου παίζεται για την Ελλάδα το 1925 στη Γενεύη, όπου και υπογράφεται μια νέα σύμβαση η οποία αναβαθμίζει τα μέτρα για τον περιορισμό των ναρκωτικών και τα ορίζει παγκοσμίως ως αντικείμενο κρατικού μονοπωλίου. Αλλά φτάνει ως εδώ, αυτά στο δεύτερο μέρος του κειμένου. Θα πρέπει τώρα να συνοψίσουμε. Αν κάτι μένει από το βιβλίο της Τσιγγανού μέχρι τώρα είναι το ζουμάρισμά της σε τρία σημεία: Αρχικά στο προφανές, στην ιστορία του οπίου στην Ελλάδα. Μετά στην οικονομική σημασία της φρεσκοκατακτημένης Μακεδονίας. Τέλος, στο πώς η Ελλάδα κρατικοποιεί την παρασκευή και την κίνησή του οπίου, προσπαθώντας να μη χάσει το πλούτο που αυτό αποφέρει. Και λέει και ένα τέταρτο σημείο το βιβλίο, αν και δεν το λέει ρητά· δεν χρειάζεται εξάλλου, πολλές φορές, όταν διαβάζεις την ιστορία, αυτή γυρνάει και σου μιλάει μόνη της, λέγοντάς σου και άλλα και άλλα, πράγματα πίσω από τις γραμμές. Το τέταρτο είναι πως σε τέτοιες υποθέσεις αν θες να είσαι τίμιος/α με τη πραγματικότητα πρέπει να κοιτάς πάντα προς το κράτος και τα οφέλη του. Εκεί θα βρεις και τα περισσότερα.

 




[1]. Κοκτώ, Ζ. (χ.χ.).
Το Όπιο. Αθήνα: Αιγόκερως.
[2].
Τσίγγανου, Ι. (2003). Law Making on Drugs and Politics in Greece. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.
[3].
Φαρμακευτικά Αρχεία, Αύγουστος-Οκτώβριος 1922, Αθήνα, σελ. 58,  όπ. αναφ. στο Law Making on Drugs and Politics in Greece (2003).
[4]. Καράβας, Σ. (2014). Μυστικά και παραμύθια από την ιστορία της Μακεδονίας. Αθήνα: Βιβλιόραμα.

[5]. Μόλχο, Ρ. (2001). Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης 1856-1919. Αθήνα: Θεμέλιο.
[6]. Τάμπορ, Μ. (2013).
Καπιταλισμός Γενοκτονία Ναρκωτικά. Αθήνα: Μνήμη.
[7].
British Foreign Office: 286/563, σελ. 206, όπ. αναφ. στο Law Making on Drugs and Politics in Greece (2003).
[
8]. Άρθρο 295 της Συνθήκης Ειρήνης με τη Γερμανία, όπ. αναφ. στο Law Making on Drugs and Politics in Greece (2003).
[9]. Greek Foreign Ministry: 1922/D/115/1, όπ. αναφ. στο Law Making on Drugs and Politics in Greece (2003).
[10]. Εμμανουήλ, Ε. (1933). Φαρμακοποιεία, σελ. 87, όπ. αναφ. στο Law Making on Drugs and Politics in Greece (2003).
[11]. Η βρετανική πρεσβεία προειδοποιεί το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, όπ. αναφ. στο Law Making on Drugs and Politics in Greece (2003).

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Lewnidas V.