Γιώργος Μιχαηλίδης, Μαρία Μπουναρτζή
«Όλα είναι αληθινά και μια αναμονή αληθινού.»
Paul Celan, Die Niemandsrose.
Στο παρόν κείμενο θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε συνοπτικά τον πρώτο τόμο του έργου Πέραν της Αρχής της Πραγματικότητας: Πέντε Διαλέξεις του H. Marcuse, ο οποίος κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επέκεινα. Σ’ αυτόν, o αναγνώστης θα βρει τις φιλοσοφικοψυχoαναλυτικές διαλέξεις και παραδόσεις που έδωσε ο στοχαστής σε διαφορετικές περιστάσεις και περιόδους της ζωής του· λόγου χάρη, το «Τέλος της Ουτοπίας» ήταν μια διάλεξη που δόθηκε τον Ιούλιο του 1967 στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Βερολίνου.
Χάρη σ’ αυτόν τον τόμο μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις θέσεις του Η. Μarcuse περί φιλοσοφίας και ψυχανάλυσης, τις οποίες είχε ήδη διατυπώσει στο Έρως και Πολιτισμός. Τώρα, όμως, του δίνεται η ευκαιρία να ξεφύγει από την αυστηρή ακαδημαϊκή γραφή και να εξηγήσει τις πυκνές και ενδιαφέρουσες ιδέες του στο ευρύ κοινό. Στο Έρως και Πολιτισμός υποστηρίζει ότι η απελευθέρωση της αρχέτυπης φαντασίας του ασυνειδήτου μέσα από την ιστορική εργασία επιτρέπει στον άνθρωπο να γνωρίσει τη σάρκα της φύσης του, εφόσον αυτή δεν εξυπηρετεί το καταπιεστικό καπιταλιστικό σύστημα∙ δηλαδή, του επιτρέπει να γνωρίσει ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ της ατομικής και της κοινωνικής ικανοποίησης, μεταξύ της ηδονής και της παραγωγικότητας, «όταν η απόδοση η ίδια βρίσκεται υπό την αρχή της ηδονής».[1]
Παρότι ο τεχνολογικός λογισμός δημιουργεί τις υλικές βάσεις για την ελευθερία του ανθρώπου,[2] συνεχίζει να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κατασταλτικού πολιτισμού, τα οποία συντελούν στη διατήρηση του είναι του μέσα από τους «ανθρώπους γρανάζια» και τις υλικές-τεχνικές υποδομές του, δηλαδή τα καταπιεσμένα υποκείμενα και το ρίζωμά τους.[3] Η έξοδος απ’ αυτό το καθεστώς νοήματος θα επέλθει μέσα από τη συμφιλίωση της ιστορικής εργασίας με την αρχέτυπη φαντασία του ασυνειδήτου, με απώτερο σκοπό τη θεμελίωση μιας αυτόνομης κοινωνίας, δηλαδή μιας κοινωνίας που επιτρέπει την απελευθέρωση της ποιητικής και μυθικής ύπαρξής μας και το πέρασμα από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας.
Κατά τον Marcuse, αυτό θα συμβεί όταν η εργασία θα αποτελεί τη μετουσίωση των ερωτικών δυνάμεων και θα υπάρχει για να καλύπτει τις βασικές υλικές ανάγκες του πληθυσμού ώστε οι άνθρωποι να έχουν περισσότερο χρόνο για το παιχνίδι του Ωραίου. Όπως αναφέραμε σε προηγούμενο κείμενό μας, το παιχνίδι του Ωραίου σχετίζεται με «τα δίκτυα λιβιδινικών σχέσεων που αποτελούν πλέγματα δυνάμεων, επιρροής, ικανοποίησης επιθυμιών και πρωτίστως καθορισμού της προσωπικής ταυτότητάς μας».[4]
Η λιβιδώς συμφιλιώνεται με την ιστορική εργασία και, σύμφωνα με τον H. Marcuse, «o άνθρωπος αρχίζει να εργάζεται, επειδή προσπορίζεται ηδονή στην εργασία [...] και όχι πρώτα μετά την εργασία· παιχνίδι των ικανοτήτων του και εκπλήρωση των ζωτικών αναγκών, [η εργασία] δεν είναι μέσο για την ζωή αλλά η ίδια η ζωή».[5] Όμως μια τέτοια εργασία νοείται μόνο στα πλαίσια μιας μη-κατασταλτικής κοινωνίας,[6] δηλαδή σε μια κοινωνία που δεν καταπιέζει τον άνθρωπο. Μια τέτοια εργασία μπορεί να νοείται σε μια αυτόνομη κοινωνία, στην οποία η λιβιδώς δύναται να πάρει τον δρόμο για τη αυτο-μετουσίωση ως κοινωνικό φαινόμενο και «μπορεί η ίδια να οδηγήσει στη δόμηση κουλτούρας, εάν ο οργανισμός υπάρχει [...] ως υποκείμενο αυτοπραγμάτωσης – μ’ άλλα λόγια, εάν το κοινωνικά χρήσιμο έργο είναι ταυτόχρονα η διαυγής ικανοποίηση μιας ατομικής ανάγκης».[7]
Εν
κατακλείδι, οι διαλέξεις του H. Marcuse που βρίσκονται στον συγκεκριμένο τόμο αποτελούν
μια καλή αρχή προς τη συνειδητοποίηση των δυνατοτήτων μας για την καθιέρωση
μιας πραγματικά ανθρώπινης κοινωνίας, εφόσον απελευθερωθούν και πτυχωθούν οι
αισθητικές και κριτικές μας δυνάμεις∙ δηλαδή, εάν συσχετίσουμε τις λιβιδινικές
δυνάμεις με τον εαυτό τους, ώστε να καθιερωθούν αυτές οι ενυπάρχουσες στον
άνθρωπο δυνάμεις ως μια κοινωνική πραγματικότητα. Διαφορετικά,
η ζωή, αν συνεχίσει να κινείται στα
πλαίσια αυτής της καταπιεστικής «προόδου», θα ’ναι παράλογη και άνευ νοήματος.
Ενώ θέλουμε ν’ ανακουφίσουμε την ζωή μας από τον μόχθο μας, δεν κάνουμε τίποτα
περισσότερο από να τον διογκώνουμε. Ο
άνθρωπος πρέπει να σταματήσει να στριγγλίζει από τον πόνο και την αγανάκτηση∙
κι αυτό θα γίνει όταν αντιστραφεί η καταπίεση σε ελευθερία, όταν ο άνθρωπος
κατανοήσει ότι δεν είναι μηχανή ή γρανάζι, αλλά ο Έρωτας προσωποιημένος. Δεν
ζητούμε λησμονιά και παρηγοριά, αλλά να ζήσουμε. Και αυτό δεν απαιτεί καμία
θυσία για κανένα πολιτικό σύστημα. Ας τελειώνουμε με τις θυσίες κι αρχίσουμε να
ζούμε∙ μ’ άλλα λόγια, να αγαπάμε απροϋπόθετα μέσα από την εργασία μας. Κι αυτό
θα γίνει όταν συνειδητοποιήσουμε ότι εμείς είμαστε ένα ποίημα πάνω στο πλάτωμα
της φύσης.
[1] Βλ. Ηerbert Marcuse, Πέραν της αρχής της πραγματικότητας τ. 1, επιμ.,μτφρ.,app.criticus: K. Ράντης, Τρίκαλα: Επέκεινα, 2017, σ. 21-22.
[2] Φυσικά, αυτή η θέση του Marcuse απαιτεί μια στιγμή αναστοχασμού, η οποία δεν μπορεί να αναπτυχθεί πλήρως σε αυτό το σύντομο σημείωμα. Έχουν υπάρξει όμως σοβαρές ενστάσεις σχετικά με το κατά πόσον η καπιταλιστική τεχνολογία μπορεί να υπηρετήσει την ελευθερία με μια απλή αλλαγή της «κατεύθυνσής» της. Ενδεικτικά, βλ. την άποψη ότι οι καπιταλιστικές αξίες ενσαρκώνονται μέσα στην ίδια την υλικότητα και τον σχεδιασμό της καπιταλιστικής τεχνικής και δεν προστίθενται «εκ των υστέρων» σε αυτή, όπως αναπτύσσεται στο πέμπτο τεύχος του Kaboom (Δεκέμβριος 2018). Βλ. επίσης τη σχετική συνέντευξη του Ρενώ Γκαρσιά, διαθέσιμη εδώ.
[3] «Για τα εκφωνήματα όπως και για τις επιθυμίες το ζήτημα δεν είναι ποτέ να περιορίσει κανείς το ασυνείδητο, να το ερμηνεύσει ή να το κάνει να σημαίνει όπως το δέντρο. Το ζήτημα είναι να παραγάγει κανείς το ασυνείδητο, και μαζί του καινούργια εκφωνήματα, άλλες επιθυμίες: το ρίζωμα είναι ακριβώς αυτή η παραγωγή του ασυνειδήτου.», Πρβλ. Gilles Deleuze, Felix Guattari, Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια 2. Χίλια Πλατώματα, μτφρ: Β. Πατσογιάννης, Αθήνα: Πλέθρον, 2017, σ.33.
[4] Βλ. Γιώργος Μιχαηλίδης, «Η κοινωνία ως έργο τέχνης», διαθέσιμο εδώ.
[5] Πρβλ. Herbert Marcuse, «Τrieblehre und Freiheit»,στο Psychoanalyse und Politik, Frankfurt am Main: Europäische Verlagsanst, 1967, σ. 27. Η έμφαση δική μας.
[6] Και πάλι, καλούμαστε να σημειώσουμε απλώς μια ένσταση, που θα μπορούσε από μόνη της να αποτελέσει το θέμα ενός ή περισσότερων κειμένων: διαβάζοντας κανείς τις συγκεκριμένες θέσεις του Marcuse περί μη καταπιεστικής κοινωνίας, θα πρέπει να έχει κατά νου τις αναλύσεις του Michel Foucault, ο οποίος υποστηρίζει ότι στις σύγχρονες κοινωνίες, παρουσιάζεται κι ένας έντονος θετικός-παραγωγικός τροπισμός της εξουσίας, μια εξουσία που δεν καταστέλλει κάθετα ούτε κυρίως απαγορεύει, αλλά προσκαλεί θετικά το υποκείμενο σε δράση. Συνεπώς, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μην ταυτίσει κανείς την εξουσία αποκλειστικά με την καταπίεση και την καταστολή, αγνοώντας έτσι λιγότερο φανερές, αλλά εξίσου επικίνδυνες και χρήζουσες κριτικής, πλευρές της. Βλ. ενδεικτικά Γιώργος Περτσάς, «Τεχνοπολιτική σε ψηφιακά περιβάλλοντα», Kaboom 5, Δεκέμβριος 2018, σ. 42: «[...] εδώ όλοι καλούμαστε να πάρουμε πρωτοβουλίες, να δραστηριοποιηθούμε, να επιχειρήσουμε, να ανταγωνιστούμε μεταξύ μας στην αγορά και στην κοινωνία των πολιτών. Η δράση μας αυτή, η ελευθερία μας να πράξουμε και να σκεφτούμε δεν πρέπει να ακυρωθεί, αλλά αντίθετα πρέπει να ενθαρρυνθεί, να ρυθμιστεί, να λάβει το σωστό περιεχόμενο, ωθούμενη, μέσα από σωστούς διαύλους, σε σωστές κατευθύνσεις». Ακόμη, για τον Φουκώ και τον νεοφιλελευθερισμό, βλ. εδώ.
[7] Πρβλ. Herbert Marcuse, Eros and Civilization: A Philosophical Inquiry into Freud, Boston: Beacon Press, 1955, σ. 211-222.