Στο ερώτημα αυτό είχε επιχειρήσει να απαντήσει ο ιστορικός Σπύρος Λιναρδάτος στο ομώνυμο βιβλίο του (Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1965) που εκδόθηκε δύο χρόνια πριν από την κήρυξη μιας άλλης δικτατορίας, αυτής των συνταγματαρχών την 21η Απριλίου 1967, προσπαθώντας να διαλευκάνει την πορεία των γεγονότων που οδήγησαν τον Ιωάννη Μεταξά στην εξουσία το 1936 και στην κατάλυση της δημοκρατίας του Μεσοπολέμου. Για την απάντηση αυτού του ερωτήματος θεωρώ αναγκαία μια διττή προσέγγιση. Αρχικά, θα πρέπει κανείς να εξετάσει τα μακροπρόθεσμα αίτια της κατάρρευσης της ελληνικής μεσοπολεμικής δημοκρατίας (πολιτική αστάθεια, οικονομική κρίση, απαξίωση του κοινοβουλευτισμού, στρατοκρατία, άνθηση αυταρχικών ιδεολογιών, ευρωπαϊκό παράδειγμα). Μόνο πάνω σε αυτόν τον καμβά της μακράς διάρκειας μπορεί να σκιαγραφηθεί η διολίσθηση προς τη δικτατορία μετά το 1935. Για τα βραχυπρόθεσμα αίτια της κατάρρευσης αυτής είναι εξίσου απαραίτητη μια ενδελεχής εξέταση των πολιτικών εξελίξεων του 1936, και των γεγονότων που έδωσαν τις άμεσες αφορμές για την επιβολή της δικτατορίας (εκλογικό αδιέξοδο, πολιτική κρίση, «κομμουνιστικός κίνδυνος», αδράνεια κομμάτων, προσωπική στρατηγική του Μεταξά, αυταρχικά αντανακλαστικά του Γεωργίου Β΄).
Όσον αφορά το πρώτο, μακροσκοπικό επίπεδο, στα χρόνια του Μεσοπολέμου, οι συχνές παραβιάσεις του Συντάγματος είχαν ανοίξει το δρόμο για ακόμα σοβαρότερες εκτροπές. Τα πραξικοπήματα των Ενόπλων Δυνάμεων είχαν καταστεί κοινός τόπος και η ιδέα της δικτατορίας δεν ήταν κάτι καινοφανές, αλλά μάλλον κάτι κοινότοπο και συνηθισμένο. Ο ιστορικός Χρήστος Χατζηιωσήφ (Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τόμος Β2΄, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 1998, σσ. 116-120) χαρακτηρίζει τη δικτατορία Μεταξά ως την κατάληξη εγχώριων αυταρχικών τάσεων της αστικής ιδεολογίας «που δρούσαν σ’ ένα πλέγμα εγχώριων και ξένων υλικών συμφερόντων», ενώ θεωρεί ότι η ταραχώδης συγκυρία στην Ευρώπη του 1936 επέβαλλε στους Άγγλους την πάση θυσία εξασφάλιση μιας Ελλάδας φιλικής προς αυτούς, ως στρατηγικού ερείσματος στην Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι, από τη στιγμή που αυτό εξασφαλιζόταν, το ποιόν του καθεστώτος της χώρας δεν τους απασχολούσε. Ένα δείγμα της τάσης του πολιτικού προσωπικού προς τον αυταρχισμό ήταν η πρόθεση του Ελευθερίου Βενιζέλου να ισχυροποιήσει την εκτελεστική εξουσία για να αντιμετωπισθούν οι εσωτερικοί, αλλά και οι εξωτερικοί κίνδυνοι, ενώ ένα γενικότερο φαινόμενο της περιόδου ήταν ο «σεβασμός à la carte», τόσο των πολιτών, όσο και των στρατιωτικών στους θεσμούς. Αμφότερες οι παρατάξεις του Διχασμού προσπαθούσαν να προσεταιριστούν τις Ένοπλες Δυνάμεις για να προωθήσουν τις δικτατορικές τους βλέψεις, όμως η αυτονόμηση των αξιωματικών από τους πολιτικούς πάτρωνές τους ήταν μια εξέλιξη που δύσκολα θα μπορούσαν οι τελευταίοι να ελέγξουν.
Σχετικά με τον ίδιο τον Μεταξά ως ιστορικό υποκείμενο, η κατανόηση της δράσης του το 1936 δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά μόνο μέσα από τη διαχρονική εξέταση της προσωπικότητάς του και της πορείας του στον πολιτικό στίβο. Θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας την προσωπική, αλλά και την επαγγελματική του ζωή, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, καθώς στις καταγραφές του ημερολογίου του εκείνη την εποχή διαφαίνεται η ψυχοσύνθεσή του και οι ιδέες του. Όπως διαπιστώνεται, η ιδεολογική του συγκρότηση, τείνουσα προς τον αντικοινοβουλευτισμό είχε ήδη αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται μέχρι τα 30 του χρόνια, αρκετά πριν από τον Εθνικό Διχασμό. Στην αρχή της πολιτικής του καριέρας, ο Μεταξάς επεδίωκε αρχικά να εδραιωθεί ως ηγέτης της μόνης αξιόπιστης αντιβενιζελικής δύναμης. Δεν τα κατάφερε, αλλά τουλάχιστον έγινε αποδεκτός ως ηγέτης ενός συνταγματικού πολιτικού κόμματος, προσπαθώντας να εμφανισθεί ως το σύμβολο του συμβιβασμού ανάμεσα στα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Η αποτυχία του στις εκλογές του 1928 και η προσωρινή απόσυρσή του από την πολιτική τον έστρεψαν εκ νέου σε αντικοινοβουλευτικές θέσεις, τις οποίες επιβεβαίωσε στα μάτια του, με τον πιο πανηγυρικό τρόπο μάλιστα, η πολιτική αναταραχή των επομένων ετών.
Περνώντας στην πιο βραχυπρόθεσμη ανάλυση, τα γεγονότα του 1935, με την κατάπνιξη του βενιζελικού κινήματος του Μαρτίου και τις εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν, το πραξικόπημα του Κονδύλη που ανέτρεψε τη νόμιμη κυβέρνηση Τσαλδάρη τον Οκτώβριο και ακολούθως το νόθο δημοψήφισμα που διοργάνωσε ο πρώτος, το οποίο οδήγησε στην παλινόρθωση του βασιλιά Γεωργίου Β΄ το Νοέμβριο, είχαν ενθαρρύνει την περαιτέρω αυταρχική εκτροπή των πολιτικών εξελίξεων, καθώς μετά την οριστική εγκαθίδρυση του μονόπλευρου αντιβενιζελικού κράτους, είχε αποκλειστεί κάθε ενδεχόμενο ίσης μεταχείρισης των βενιζελικών στην πολιτική σκηνή. Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο βασίστηκε τόσο η απολυταρχική προδιάθεση (ή αν δεχτούμε αυτό το ενδεχόμενο, η μεταστροφή προς τις αυταρχικές λύσεις) του Γεωργίου Β΄ όσο και η παλαιόθεν διαμορφωμένη πεποίθηση του Μεταξά για την χρεωκοπία της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης και την ανάγκη αντικατάστασής της από μια ισχυρή δικτατορία. Η διεθνής συγκυρία του 1936 ήταν μη αποτρεπτική, αν όχι ευνοϊκή, για μια τέτοια εκτροπή, αφενός λόγω της εξάπλωσης του φασιστικού προτύπου και του αυταρχισμού στην Ευρώπη, αφετέρου, λόγω του φόβου της επικείμενης πολεμικής σύγκρουσης, η οποία απαιτούσε μια ισχυρή και απρόσκοπτη διακυβέρνηση, την οποία το κοινοβούλιο δεν θα μπορούσε, υποτίθεται, να παρέχει. Κατά πάσα πιθανότητα, στο πρώτο μισό του 1936 οι σκέψεις των δύο υπευθύνων για την επιβολή δικτατορίας δεν ήταν ούτε ταυτόσημες ούτε ταυτόχρονες. Όμως εκεί που συνέκλιναν οι στόχοι των δύο ανδρών ήταν αφενός στον αποκλεισμό των βενιζελικών από το στράτευμα και αφετέρου στη σύνταξη της Ελλάδας στο βρετανικό στρατόπεδο, δύο παράγοντες ύψιστης σημασίας για την ομαλή πορεία της χώρας.
Μετά από τις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου, ο κοινοβουλευτισμός, ήδη απαξιωμένος και υπό αμφισβήτηση, είχε επιπλέον αποδειχθεί αναποτελεσματικός αφού δεν κατάφερνε να εκπληρώσει την κύρια αποστολή του, που ήταν ο σχηματισμός κυβέρνησης. Αυτή η αδυναμία του κοινοβουλίου να υπηρετήσει τους σκοπούς του είχε διαφανεί ήδη από τη σύσταση της εξωκοινοβουλευτικής κυβέρνησης Δεμερτζή, της οποίας η αρχηγία ανατέθηκε αργότερα στον Μεταξά. Αρκετοί ήταν οι πολιτικοί που διαφωνούσαν με τη συγκρότησή της, θεωρώντας την «παρέκκλιση» από τους συνταγματικούς τύπους, όμως την έβλεπαν ως αναγκαίο κακό, προκειμένου να αποφευχθεί η ακυβερνησία. Ειδικά μετά από τα γεγονότα της εργατικής αναταραχής του Μαΐου στη Θεσσαλονίκη, οι φόβοι περί δικτατορίας και κομμουνιστικής εξέγερσης είναι αλληλένδετοι και αλληλοτροφοδοτούμενοι. Κατόπιν τούτων, ο Μεταξάς χρησιμοποίησε τεχνηέντως τη θεωρία του «κομμουνιστικού κίνδυνου», για να καταφέρει να αποσπάσει τη συγκατάθεση του Γεωργίου για τη δικτατορική εκτροπή. Ο τελευταίος, βλέποντας το αδιέξοδο των συνεννοήσεων με τους υπόλοιπους πολιτικούς, οι ικανότεροι των οποίων είχαν φύγει από τη ζωή, μάλλον σύρθηκε προς την ήδη ειλημμένη απόφαση του Μεταξά, ο οποίος έβλεπε τη δικτατορία ως το ιδανικό πολίτευμα και όχι απλά ως ένα προσωρινό μέσο ομαλοποίησης της πολιτικής κατάστασης.
Ωστόσο, οι αντίθετες βλέψεις των δύο ανδρών ήταν ένα από τα βασικότερα εμπόδια για την επιτυχία του δικτατορικού «πειράματος», καθώς ως πραγματικός ιθύνων νους, ο μονάρχης, στενά συνδεδεμένος με την αγγλική εξωτερική πολιτική, προωθούσε τη δική του ατζέντα, τελείως διαφορετική από αυτή του Μεταξά, ο οποίος θα ήθελε να δει έναν τύπο ολοκληρωτικού καθεστώτος να επιβάλλεται στην Ελλάδα, ει δυνατόν με αυτόν επικεφαλής. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στις 4 Αυγούστου 1936 η αυταρχική προδιάθεση του Γεωργίου Β΄ και η απογοήτευσή του από τον κοινοβουλευτικό βίο συνέκλινε με τις συστηματικές μεθοδεύσεις του Μεταξά, ο οποίος είχε προετοιμάσει κατάλληλα το έδαφος για την εκτροπή. Το μόνο που απέμενε ήταν η συγκατάθεση του μονάρχη, την οποία ο μέλλων δικτάτορας απέσπασε εύκολα, καθώς είχε καταστεί ο πλέον έμπιστος πολιτικός στο Παλάτι. Η ασθμαίνουσα δημοκρατία της μεσοπολεμικής Ελλάδας είχε πλέον ξεψυχήσει.
Η παντελής απουσία σοβαρής αντίστασης εκ μέρους του δημοκρατικού κόσμου αλλά και του λαϊκού παράγοντα καταδεικνύει το πόσο ευάλωτη ήταν τελικά η δημοκρατία τα χρόνια εκείνα. Επικαιροποιώντας τον προβληματισμό αυτό, είναι ακριβώς αυτό το σημείο το οποίο αποδεικνύει ότι οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς, ακόμα και στις μέρες μας, δεν είναι δεδομένο, αλλά βρίσκεται υπό συνθήκες διαρκούς επαναδιαπραγμάτευσης και ζύμωσης με το ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον του. Η απονομιμοποίηση του δημοκρατικού κεκτημένου, τόσο στον πολιτικό, όσο και στο δημόσιο λόγο, όσες στρεβλώσεις κι αν αυτό έχει εκλάβει, αποτελεί πάντοτε ένα ολισθηρό έδαφος πάνω στο οποίο καλούμαστε όχι μόνο να ισορροπούμε, αλλά και να παλεύουμε.