Οι ψηφιακές εφαρμογές ποσοτικοποίησης του εαυτού και η αναδόμηση της εμπειρίας
του Στέλιου Κουφογιαννάκη
O όρος «ποσοτικοποιημένος εαυτός» κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του το 2007, όταν οι Gary Wolf και Kevin Kelly –αρθρογράφοι του περιοδικού Wired για θέματα τεχνολογίας– δημιουργούν το blog Quantified Self[1] φιλοδοξώντας να διαδώσουν τις –εκκεντρικές μέχρι τότε– ιδέες τους περί ποσοτικοποίησης. Γρήγορα, γύρω από το blog αναπτύσσεται μια ένθερμη κοινότητα υποστηρικτών, η οποία καταφέρνει να δικτυωθεί παγκοσμίως, να επικοινωνεί αδιαλείπτως και να διοργανώνει ετήσια events τύπου TEDx σε διάφορες μεγάλες πόλεις του κόσμου με θέμα τον ποσοτικοποιημένο εαυτό και τις πρακτικές του.
Σε τι συνίσταται όμως η συγκεκριμένη ιδέα, οι υποστηρικτές της οποίας ισχυρίζονται πως αποτελούν μέλη ενός παγκόσμιου κινήματος; Ίσως η φράση στην οποία μπορεί να εντοπιστεί η πεμπτουσία της είναι το σύνθημα «αυτογνωσία μέσω των αριθμών». Ειδικότερα, αυτό που επιδιώκουν οι quantified selfers είναι η, διαμέσου της διασύνδεσης του σώματος με φορητές ψηφιακές συσκευές [wearables], παρακολούθηση και καταγραφή κρίσιμων βιολογικών παραμέτρων του ανθρώπινου οργανισμού. Η πρακτική αυτή φαίνεται να καθιστά δυνατή την ανάδυση μιας νέας γνώσης, η σωστή αξιοποίηση της οποίας δύναται να συμβάλει στη στοχευμένη μεταβολή των ατομικών συμπεριφορών με τελικό στόχο να καταφέρει κανείς να πραγματώσει την καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. Με άλλα λόγια, η ψηφιοποίηση προβάλλεται ως η βασιλική οδός μέσω της οποίας οι χρήστες μπορούν να επιτύχουν τη διαρκή παρακολούθηση ανεξερεύνητων μέχρι πρότινος παραμέτρων, ώστε να εκπληρώσουν τις αξίες της προσωπικής αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας.
Σήμερα, οι εφαρμογές του ποσοτικοποιημένου εαυτού αποτελούν μία από τις σημαντικές τεχνολογικές τάσεις της αγοράς, με εταιρείες start-ups αλλά και πολυεθνικούς κολοσσούς να έχουν εισάγει ένα ιδιαίτερα ευρύ πλήθος αντίστοιχων ψηφιακών συσκευών και εφαρμογών.[2] Πρόκειται για εργαλεία που καταγράφουν διαρκώς και προσφέρουν εικονοποιημένες αναλύσεις επί πλήθους βιολογικών –και όχι μόνο– δεδομένων με στόχο τη βελτιστοποίηση, επί παραδείγματι, της φυσικής δραστηριότητας, της πρόσληψης φαγητού, της διάρκειας και της ποιότητας του ύπνου, αλλά και της διάθεσης ή των συναισθημάτων, καθώς και των κοινωνικών σχέσεων και επαφών.
Όντας ένα όχι αποκλειστικά τεχνολογικό, αλλά εξίσου κοινωνικό και πολιτισμικό φαινόμενο, οι πρακτικές του ποσοτικοποιημένου εαυτού ενέχουν ποικίλες πτυχές οι οποίες αξίζει να διερευνηθούν. Από τα κρίσιμα ζητήματα ασφάλειας και ιδιωτικότητας των δεδομένων τα οποία τίθενται, τη συσχέτιση με τις αναδυόμενες μορφές οικονομίας του data-driven καπιταλισμού, τη συνάφεια με τις νεοφιλελεύθερες μορφές διακυβέρνησης και υποκειμενοποίησης, την εν τέλει μετατροπή της αυτο-παρακολούθησης σε αυτο-επιτήρηση και αυτο-τιμωρία, καθώς και το κατά πόσο οι πρακτικές αυτές είναι κατά βάθος αποτελεσματικές σύμφωνα με τους όρους που οι ίδιες θέτουν. Στο κείμενο αυτό, ωστόσο, θα περιοριστούμε να παρουσιάσουμε και να σχολιάσουμε την έμφαση στη διαδικασία της μέτρησης και την πίστη στην αντικειμενικότητα των δεδομένων, ώστε ακολούθως να διαυγάσουμε τη σχέση του εαυτού με τα δεδομένα, τις συνέπειες για το βίωμα της εμπειρίας καθώς και για την αναπαράσταση του εαυτού.
Πριν, όμως, προχωρήσουμε στην παρουσίαση της επιχειρηματολογίας μας, θα προβούμε σε δύο προκαταρκτικά σχόλια. Κατά πρώτον, διευκρινίζουμε πως οι πρακτικές που θα περιγραφούν δεν συνιστούν συγκροτημένες σε απόλυτο βαθμό πραγματικότητες αλλά τάσεις εν εξελίξει. Δεύτερον, στόχος μας δεν είναι να στραφούμε εναντίον κάθε μορφής μέτρησης ή ποσοτικοποίησης· αντιθέτα, είναι ο συγκεκριμένος χαρακτήρας των εξεταζόμενων τεχνολογιών εκείνος που θα μας επιτρέψει να αναδείξουμε την κίνηση προς έναν τρόπο συσχέτισης με τον κόσμο απόλυτα εργαλειακό και εν τέλει αδιάφορο.
Μέτρηση και αντικειμενικότητα των δεδομένων
Το κλειδί στους λόγους περί ποσοτικοποίησης βρίσκεται στη διαδικασία της μέτρησης, η οποία θεμελιώνεται πάνω στην απόλυτη πίστη στην αντικειμενικότητα των αριθμών· των ποσοτικοποιημένων, δηλαδή, δεδομένων τα οποία προκύπτουν από τις διασυνδεδεμένες με τα σώματα συσκευές. Αυτά παρουσιάζονται ως η μοναδική στέρεη, ακριβής και αντικειμενική γνώση που ξεκλειδώνει τα μυστικά του σώματος και παρέχει πρόσβαση στον πραγματικό εαυτό. Τα ποσοτικά δεδομένα, δηλαδή, καταφέρνουν να μας απαλλάξουν από την υποκειμενική αντίληψη, η οποία διαμεσολαβείται από το σώμα, τις αισθήσεις και τα συναισθήματα και που γι’ αυτόν τον λόγο δύναται να σφάλλει και να μας εξαπατά.[3] Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο McClusky σε ένα άρθρο του υπέρ της ποσοτικοποίησης: «You are your data».[4] Ουσιαστικά, η παραπάνω προσέγγιση πραγματοποιεί μια μετατόπιση από τη θεώρηση του εαυτού ως οργανικής ολότητας προς μια μηχανιστική αντίληψη, κατά την οποία ο εαυτός μοιάζει να συναποτελείται από ένα σύνολο λίγο-πολύ ανεξάρτητων μεταξύ τους ποσοτικών δεδομένων, που κατέχουν θέση επιστημολογικής προτεραιότητας σε σχέση με την αυτοαντίληψη του υποκειμένου.
Φυσικά, η τάση για ποσοτικοποίηση δεν συνιστά κάτι το ριζικά καινοφανές, αφού αποτελεί μια προϋπάρχουσα όψη της νεωτερικότητας.[5] Ωστόσο, μέσω της ψηφιοποίησης φαίνεται να συναντά το ακρότατο όριό της. Το νέο, δηλαδή, επέρχεται με τη συνεπικουρούμενη από την ανάδυση των νέων τεχνολογιών ολική ψηφιοποίηση του κόσμου, που επιτρέπει τη διατήρηση των αποτυπωμάτων κάθε ανθρώπινης πράξης, καθιστώντας έτσι ευκταία μια κατάσταση διαρκούς και απόλυτης ορατότητας και διαφάνειας του ίδιου του υποκειμένου.
Ως εκ τούτου, κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής μπορεί να καταγραφεί και να μετρηθεί «αντικειμενικά», ώστε ακολούθως να τεθεί στη βάσανο της προσωπικής κρίσης και αξιολόγησης.[6] Έτσι, ο Gary Wolf, θεωρώντας πως λύνει τον γρίφο της ανασφάλειας και της αναποτελεσματικότητας κατά τη λήψη και εκτέλεση των προσωπικών αποφάσεων, προτείνει ένα μοντέλο ζωής απόλυτα καθοδηγούμενο από τα δεδομένα που εμείς οι ίδιοι παράγουμε.[7] Σε αυτήν τη θεώρηση, τα ποσοτικά δεδομένα –τοποθετούμενα στον αντίποδα της υποκειμενικής αντίληψης, του ενστίκτου ή της διαίσθησης, μεγεθών που θεωρούνται πλήρως αναξιόπιστα– προβάλλονται ως το μοναδικό στοιχείο το οποίο μπορεί να εμπιστευθεί κανείς προκειμένου να πάρει με την πρέπουσα σιγουριά τις κατάλληλες αποφάσεις και να εκπληρώσει έναν επιτυχημένο και παραγωγικό βίο. Εδώ, ο λόγος των επιχειρήσεων μετατίθεται πλήρως προς το πεδίο της ανθρώπινης δράσης και συμπεριφοράς.
Συγκρισιμότητα και ισοδυναμία
Στην πράξη, η ουσία της μέτρησης έγκειται στο ότι καθιστά δυνατή τη συγκρισιμότητα, ανάγοντας διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα σε ένα κοινό μέτρο και καθιστώντας ομοιογενές το ανομοιογενές. Όταν, δηλαδή, ο εαυτός, οι εμπειρίες και τα βιώματά του ποσοτικοποιηθούν, μπορούν να αυτονομηθούν, να υποστασιοποιηθούν, να καταστούν αναγώγιμα, ισοδύναμα και συγκρίσιμα. Έτσι, οι διάφορες πτυχές της ανθρώπινης υποκειμενικότητας και δραστηριότητας μετατρέπονται σε στιγμιότυπα, γεγονός που επιτρέπει την αξιολόγησή τους σε σχέση με τις δραστηριότητες και τις επιδόσεις των άλλων χρηστών αλλά και του ίδιου του υποκειμένου σε διαφορετικές χωροχρονικές περιόδους.[8]
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα γεύμα με κάποιο αγαπημένο πρόσωπο εκπίπτει σε ένα άθροισμα θερμίδων, ενώ αντίστοιχα ένας καλοκαιρινός περίπατος στην ακρογιαλιά μετατρέπεται σε αριθμό βημάτων, καταλήγοντας να μη διακρίνεται από οποιοδήποτε περπάτημα στην κεντρική λεωφόρο της πόλης σε ώρα αιχμής. Με άλλα λόγια, η κάθε εμπειρία αποκόπτεται πλήρως από το πλαίσιο εντός του οποίου έχει βιωθεί και αποκαθαίρεται από τις ιδιαίτερες ποιότητες ή τα νοήματά της. Χάνει, δηλαδή, όλα όσα την καθιστούσαν ανεπανάληπτη και μοναδική, στον βαθμό που οι μη αναγώγιμες ποιοτικές διαφορές εξαφανίζονται ώστε να αναδειχθούν οι μονοδιάστατες αποκλίσεις μεταξύ των αριθμών. Για να χρησιμοποιήσουμε μια έννοια του Walter Benjamin, εξαλείφεται η αύρα· η μοναδικότητα, δηλαδή, της ύπαρξης του πράγματος στο εδώ και το τώρα.
Αναδόμηση της εμπειρίας και του εαυτού
Τελικά, τα ποσοτικοποιημένα δεδομένα λειτουργούν ως αφαιρέσεις και αναπαραστάσεις της βιωμένης εμπειρίας και γι’ αυτόν τον λόγο την αναδομούν και την επανακαθορίζουν.[9] Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να μετρηθεί μια εμπειρία όπως η διάθεση ή η σωματική άσκηση, χρειάζεται να τεθούν ορισμένα όρια, να ορισθούν κάποιοι δείκτες και να αποφασιστούν οι τελικές παράμετροι προς μέτρηση. Οι παράμετροι οι οποίες επιλέγονται αποτελούν αφαιρέσεις της βιωμένης ολότητας, που είναι η εμπειρία, και ταυτόχρονα λειτουργούν αντιπροσωπευτικά ως προς αυτό το οποίο έχει βιωθεί. Με άλλα λόγια, καθώς το πλήρες βίωμα ανάγεται σε συγκεκριμένους αριθμούς, αναπαράγεται και αναπαρίσταται μέσω αυτών και ως εκ τούτου αναδιαμορφώνεται. Η ίδια η καταγραφή και η μέτρηση, δηλαδή, απολυτοποιείται και παρουσιάζει το αντικείμενό της σαν πράγμα καθ’ εαυτό το όποιο ακολούθως συλλαμβάνεται από το υποκείμενο ως ισοδύναμο του ολικού.[10] Έτσι, για παράδειγμα, η φυσική κατάσταση καταλήγει να ισοδυναμεί με τον εβδομαδιαίο μέσο όρο βημάτων του χρήστη. Ως εκ τούτου, η μη αναγώγιμη ολότητα μιας εμπειρίας φαίνεται να ισοδυναμεί με την τεχνικά διαμεσολαβημένη αναπαράστασή της, κάτι που μεταβάλλει την πρόσληψή της από τα υποκείμενα.
Επιπλέον, οι επιλεγμένες παράμετροι λειτουργούν κανονιστικά, αφού είναι αυτές που ορίζουν εν είδει νόρμας σε τι συνίσταται, για παράδειγμα, μια επαρκής φυσική κατάσταση, ένας σωστός ρυθμός κατάποσης του φαγητού ή, όπως θα δούμε στη συνέχεια, μια καλή σεξουαλική επίδοση. Καθώς ο χρήστης ορίζεται και αξιολογείται με βάση συγκεκριμένες μετρήσεις, η ίδια η διαδικασία της ποσοτικοποίησης κατασκευάζει ταυτότητες και λειτουργεί συγκροτητικά επί της αντίληψης του υποκειμένου για τον εαυτό του. Παράλληλα, καθώς η τεχνική διαμεσολάβηση που συλλέγει, καταμετρά και ερμηνεύει τα δεδομένα μένει πάντα στο παρασκήνιο, η όλη διαδικασία φυσικοποιείται.
Ωστόσο, οι αριθμοί, παρά τη δημοφιλή θεώρησή τους ως ουδέτερων και αντικειμενικών δεδομένων ή ως καθαρών εκφράσεων της πραγματικότητας, δεν παύουν ποτέ να αποτελούν φορείς αξιών, παραδοχών και νοημάτων.[11] Όπως είδαμε, η διαδικασία της ποσοτικοποίησης απαιτεί την επιλογή συγκεκριμένων παραμέτρων προς μέτρηση και αντιπροσώπευση της πολύπλοκης ανθρώπινης συμπεριφοράς. Στον βαθμό, λοιπόν, που αυτό απαιτεί την επιλογή κάποιου στοιχείου και τον αποκλεισμό κάποιου άλλου, αποτελεί κρίση η οποία πάντοτε εμφορείται από κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες, ενώ ορίζει και ορίζεται από σχέσεις εξουσίας. Κατά συνέπεια, απέχει πολύ από το να συνιστά μια αξιακά ουδέτερη επιλογή και πάντα θα ενέχει και μια πολιτική διάσταση.
Επίλογος
Ίσως η πιο δυστοπική πρακτική ποσοτικοποίησης που εντοπίσαμε να αφορά τις εφαρμογές οι οποίες προκρίνουν την παρακολούθηση και ποσοτικοποίηση της σεξουαλικής εμπειρίας και δραστηριότητας.[12] Αυτό που επιχειρείται και σε αυτήν την περίπτωση είναι η αναγωγή της σεξουαλικής πράξης σε αριθμούς, με στόχο τη μέτρηση τόσο της απόλαυσης όσο και της επίδοσης. Με την τοποθέτηση του κινητού τηλεφώνου δίπλα στο κρεβάτι, μπορούν να καταγραφούν δεδομένα όπως η διάρκεια και η συχνότητα της συνουσίας, o αριθμός των ωθήσεων ή ακόμη και η ένταση των ήχων που βγάζουν οι συμμετέχοντες στην πράξη. Παράλληλα, η εφαρμογή παρουσιάζει με οπτικοποιημένο τρόπο τα καταγεγραμμένα αποτελέσματα και ωθεί τους χρήστες να συγκρίνουν τις επιδόσεις τους με αυτές των άλλων χρηστών, ώστε να μάθουν πόσο καλό σεξ έκαναν ή πόσο καλοί εραστές είναι εν γένει. Το σεξ, συνεπώς, γίνεται αντιληπτό ως κάτι το οποίο μπορεί να αναπαρασταθεί μέσω των αριθμών, ενώ τα δεδομένα συγκροτούν την ταυτότητα του χρήστη ως σεξουαλικού υποκειμένου.
Τέλος, και σε πλήρη αντιδιαστολή με όλα τα παραπάνω, επιλέγουμε να διηγηθούμε την ιστορία μιας πρώην quantified-selfer, της Nicki.[13] Χρησιμοποιώντας για καιρό εργαλεία ποσοτικοποίησης, η Nicki πήρε τελικά την απόφαση να εγκαταλείψει τις συγκεκριμένες πρακτικές, δηλώνοντας κουρασμένη από τον φετιχισμό των αριθμών, το κυνήγι της επίδοσης και τη διαρκή επιτήρηση στην οποία η ίδια υπέβαλλε τον εαυτό της. Νιώθοντας πως έχει μετατραπεί σε «σκλάβο των αριθμών», διαλέγει να αφεθεί στην επιτέλεση ενός εκστατικού χορού. Η αντίθεση εδώ είναι τεράστια, καθώς η δεύτερη πρακτική προϋποθέτει την απορρόφηση του εαυτού στη στιγμή με τρόπο που η εμπειρία να βιώνεται στο έπακρο και τα δεδομένα να καθίστανται εφήμερα, μη αναγώγιμα και εν τέλει –αδιάφορο– είτε αποτυπώσιμα στην υποκειμενική μνήμη είτε λησμονημένα. Πρόκειται για μια παιγνιώδη στάση απέναντι στον εαυτό, ο οποίος ξαναβρίσκει ένα τμήμα της ελευθερίας του το οποίο είχε οικειοθελώς απολέσει.[14]
[1] Βλ. https://quantifiedself.com
[2] Ήδη το 2015 είχαν καταγραφεί τουλάχιστον 500 ψηφιακές εφαρμογές και εργαλεία ποσοτικοποίησης και αυτό-παρακολούθησης. Βλ. Deborah Lupton, «The diverse domains of quantified selves: self-tracking modes and dataveillance», Economy and Society 45(1), 2016, σ. 101-122.
[3] Debora Lupton, The Quantified Self, Polity Press, Malden 2016, σσ. 99-100.
[4] Mark McClusky, «The Nike experiment: How the shoe giant unleashed the power of personal Metrics», Wired, 2009.
[5] Οι Adorno και Horkhaimer εγγράφουν αυτήν την τάση ως συγκροτητική της νεωτερικής περιόδου: «Ό,τι δεν θέλει να συμμορφωθεί με το κριτήριο της υπολογισιμότητας και της χρησιμότητας είναι για τον διαφωτισμό ύποπτο». Theodor Adorno, Max Horkheimer, Διαλεκτική του Διαφωτισμού, μφτρ. Λ. Αναγνώστου, Νήσος, Αθήνα, 1996, σ. 33.
[6] Gary Wolf, «Know Thyself: Tracking every facet of life, from sleep to mood to pain, 24/7/365», Wired, 2009.
[7] Gary Wolf, «The Data-Driven Life», The New York Times Magazine, 2010.
[8] Η πρακτική της σύγκρισης των αποτελεσμάτων μεταξύ των χρηστών είναι ιδιαίτερα διαδομένη και ενθαρρύνεται τόσο από τις εφαρμογές όσο και από τους χρήστες στα events τα οποία αυτοί διοργανώνουν.
[9] James Sherman, «Data in the age of digital reproduction: Reading the Quantified Self through Walter Benjamin», στον τόμο Dawn Nafus (επιμ.), Quantified: biosensing technologies in everyday life, MIT Press, Cambridge, 2016, σ. 29.
[10] Στο ίδιο, σ. 32.
[11] Debora Lupton, The Quantified Self, ό.π., σ. 101.
[12] Βλ. Debora Lupton, «Quantified sex: a critical analysis of sexual and reproductive self-tracking using apps», Culture, Health & Sexuality, 17:4, 2015, σ. 440-453.
[13] Όπως αναφέρεται στο Jamie Sherman, «Data in the age of digital reproduction», ό.π., σ. 38.
[14] Εδώ μπορούμε να εντοπίσουμε άλλο ένα ίχνος επαφής με τη σκέψη του Benjamin ο οποίος, στο δοκίμιο του για τον σουρρεαλισμό, συζητά για την πολιτική σημασία της μέθης. Βλ. Walter Benjamin, Για το έργο τέχνης. Τρία δοκίμια, μτφρ. Α. Οικονόμου, Πλέθρον, Αθήνα, 2015, σ. 59-79.