Τις προάλλες που ήμουν με δύο φίλους μου για καφέ, συναντήσαμε έναν γνωστό μας. Μετά από την επιβεβλημένη εποικοδομητική κουβεντούλα μεταξύ κοινωνικών όντων που έχουν να βρεθούν καιρό ( -Επ, τι λέει; –Ωπ, πού ‘σαι ρε, καλά; –Καλά, εσύ; Πώς πάει; –Μια χαρά, και συ όλα εντάξει; –Ναι ρε, άντε θα τα πούμε! –Ναι ρε, εννοείται! Τα λέμε!), ο τύπος μετά από μερικές αμήχανες στιγμές συνεννόησης με τον φίλο του, συνειδητοποιεί ότι το μόνο ελεύθερο τραπέζι στο μαγαζί είναι αυτό δίπλα μας, όπου και τελικά κάθεται με την παρέα του. Εδώ αρχίζει το άβολο…
Είναι στιγμές ρε παιδί μου που νιώθεις σαν τον Τόνι Σερβίλο στην ‘Τέλεια ομορφιά’. Μιλήστε μου για ο,τιδήποτε ρε, το ‘χω! Ο συνομιλητής μου μπορεί να ‘ναι από 70άρης νταβατζής μέχρι ποιητής και να μην υπάρξει στιγμή αμηχανίας. Έχω την διαύγεια, την αυτοπεποίθηση και την ηρεμία να βρίσκω την επόμενη φράση για να τσουλάει η κουβέντα μέχρι να παγώσει η κόλαση. Η κουβέντα δεν θα σβήσει ποτέ. Τις υπόλοιπες στιγμές όμως, απλώς νιώθω άβολα.. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ένιωθα ότι έπρεπεκάποια στιγμή να γυρίσω στο διπλανό τραπέζι και να πιάσω χαζοσυζήτηση. Έτσι και έγινε, οπότε μετά από μερικά λεπτά, κατά την διάρκεια των οποίων είχαμε ήδη μάθει όσα νέα μπορούσαμε ο ένας για τον άλλον χωρίς να κάνουμε πιο προσωπικές ερωτήσεις που θα μπορούσαν να φέρουν τον συνομιλητή σε δύσκολη θέση (τι τέλεια ειρωνεία!), αρχίσαμε να λέμε για τον καιρό και ειλικρινά δεν θυμάμαι για τι άλλο. Απλώς έβγαιναν λέξεις από τα στόματά μας και ήταν πια φανερό ότι και οι δύο θέλαμε να σταματήσει επιτέλους αυτό το βασανιστήριο και να επιστρέψει ο καθένας στην παρέα του, αλλά δεν βρίσκαμε τον τρόπο να το λήξουμε.
Τότε ορκίστηκα κάτι στον εαυτό μου (πάντα ήθελα να το πω αυτό)! Ποτέ πια ψιλή κουβέντα με ανθρώπους που δεν έχω όρεξη να δω εκείνη τη στιγμή απλά και μόνο γιατί πρέπει! Ένας φίλος μου σε μια παρόμοια περίσταση στο μετρό, αφού χαιρετάει και ανταλλάσει δυο λέξεις, λέει στον γνωστό του την ώρα που έρχεται ο συρμός: ‘-Επειδή δεν γνωριζόμαστε και πολύ καλά, εγώ τώρα θα πάω στο άλλο βαγόνι γιατί τι θα λέμε τόση ώρα στο μετρό…’. Πόσο απελευθερωτικό! Τι ανακούφιση ρε πούστη! Γιατί δηλαδή να νιώθω μονίμως σαν τον Larry David και να ιδρώνουν οι παλάμες μου κάθε φορά που πετυχαίνω κάποιον που δεν είναι κολλητός μου ή η μάνα μου; Η αδικία είναι ότι αν λες τέτοιες ατάκες θα παρεξηγηθείς κιόλας. Χάρη σου κάνω ρε αχάριστε! Εσύ δηλαδή γουστάρεις να περάσεις ένα δεκάλεπτο ακούγοντας πληροφορίες που θα ‘χεις ξεχάσει μέσα στο επόμενο δεκάλεπτο, για κάποιον που έχεις να δεις πέντε χρόνια και που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ξαναδείς για τα επόμενα πέντε! ‘-Έλα ρε, έχω βάλει το αγαπημένο μου άλμπουμ στα ακουστικά αλλά ας το σταματήσω για να γαμήσω τη μέρα και των δυο μας!’. Συμβουλή: μην βγάζετε ποτέ τα ακουστικά, μην κλείνετε ποτέ εντελώς το βιβλίο, δείξτε απορροφημένοι στην συζήτηση με τον φίλο ή την κοπέλα σας την ώρα που σας πετυχαίνω, κάντε μια χάρη και στους δυο μας!
Τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο απλά αν λέγαμε αυτό που σκεφτόμασταν με ειλικρίνεια και απλώς αδιαφορούσαμε για τις κοινωνικές συμβάσεις και τις αντιδράσεις των υπολοίπων. Δεν είναι αγένεια να πεις στον άλλον ότι επειδή δεν έχουμε και πολλά να πούμε και το ξέρουμε και οι δύο, πάμε στις δουλειές μας, χάρηκα που σε είδα αλλά φτάνει. Και αυτό δεν πρέπει να δημιουργήσει επιπλέον αμηχανία! Η σωστή απάντηση σε αυτήν την ατάκα είναι μία του τύπου : ‘-Ουφ, να ‘ σαι καλά ρε φίλε. Άντε τα λέμε, θενκς.’ Υπάρχει βέβαια ένα πρόβλημα. Μπορεί εσύ να βαριέσαι αφόρητα αλλά ο άλλος να σε συμπαθεί πολύ ή να έχει τρελή όρεξη για κουβέντα ή να τον έχει στήσει η γκόμενά του και να ψάχνει να σκοτώσει την ώρα του ή να είναι απλά σαδιστής (νομίζω ότι τις περισσότερες φορές πρόκειται για το τελευταίο, ειλικρινά!) οπότε να γελάνε και τα μουστάκια του καριόλη και το βλέμμα του να λέει ‘ θα σε έχω εδώ μαλάκα μου μέχρι μεθαύριο, την πούτσισες τώρα. Πες μου για τα παιδικά σου χρόνια’. Ασφαλώς αν δώσεις μια απάντηση στο παραπάνω στυλ για να τον αποφύγεις , θα τον πληγώσεις και ειδικά αν ήταν ο καρπαζοεισπράκτορας από τα αγγλικά στο γυμνάσιο π.χ., δεν θες να βρεθεί το όνομά σου σε κανένα σημείωμα αυτοκτονίας και να τρέχεις.
Οπότε μάλλον η λύση είναι μία. Ψέματα, μόνο ψέματα, επειδή είμαστε και καλά παιδιά. Επειδή όμως παίζει να ακουστούν χοντράδες καθώς ο χρόνος αντίδρασης είναι μικρός από τη στιγμή που σε πλησιάζει κάποιος γνωστός σου στο δρόμο μέχρι να αρχίσει να σε πυροβολεί με περιγραφές από το αγαπημένο του κυκλαδίτικο νησί, δείξτε επιείκεια αν ειπωθεί κάτι του στυλ ‘τρέχω να προλάβω την τράπεζα!’ στις έξι το απόγευμα. Μπορεί να μην το λέει για να σας αποφύγει. Εντάξει, ας είμαστε ειλικρινείς, μάλλον για να σας αποφύγει το λέει. Τώρα νιώθω ότι έχω αρχίσει και το κουράζω και δεν έχω ιδέα πώς να κλείσω. Τι κατάσταση κι αυτή, να μην μπορώ να γράψω έναν επίλογο της προκοπής! Με τους επιλόγους νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό! Έχω καθυστερήσει και στο deadline… Ρεζίλι θα γίνω πάλι...