Θέατρο Συνεντεύξεις

ο Στέλιος Μάινας μιλάει στο Kaboom επ' αφορμή της παράστασης "Μαουτχάουζεν"

από kaboomzine

Ο Στέλιος Μάινας πρωταγωνιστεί στην παράσταση "Μαουτχάουζεν" που ανεβαίνει για δεύτερη φορά στο θέατρο Badminton (αναλυτικές πληροφορίες εδώ).
Το χρονικό του Ιάκωβου Καμπανέλλη για τα χρόνια που πέρασε έγκλειστος στο διαβόητο στρατόπεδο συγκέντρωσης, μεταφέρεται στη θεατρική σκηνή σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη.  Με τη μουσική των Μίκη Θεοδωράκη και Gustav Mahler κυρίαρχη και παρούσα, ερμηνευμένη από την 18μελή ορχήστρα Academica, και ένα θίασο τριάντα ηθοποιών, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει ανανεωμένη μια ιστορική παράσταση-ντοκουμέντο. Τα τραγούδια ερμηνεύει η Ρίτα Αντωνοπούλου.

[kaboom] Ο Πρίμο Λέβι είχε πει για το Ολοκαύτωμα ότι «συνέβη, άρα μπορεί να ξανασυμβεί». Και σήμερα, μόλις 70 χρόνια μετά το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου, βλέπουμε την αναβίωση του ναζισμού ως ζώσα πραγματικότητα και εδώ και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Πώς τοποθετείστε σε σχέση μ' αυτό;

[Σ.Μ.] Πρώτα απ’ όλα η ιστορία κάνει κύκλους, δηλαδή ό,τι συνέβη στο παρελθόν, συμβαίνει σήμερα και θα συμβεί και στο μέλλον για ένα πολύ συγκεκριμένο και απλό λόγο: οι άνθρωποι επαναλαμβάνουν τα λάθη τους αενάως. Δε μπορεί να μαθαίνει ο άνθρωπος από την ιστορία του, δε θέλει να μαθαίνει από την ιστορία του. Θέλει να βιώνει ο ίδιος τις καταστάσεις και να επαναδημιουργεί την ιστορία. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, η συλλογική μνήμη που θα έπρεπε να υπάρχει στους λαούς σιγά-σιγά φθίνει. Ακριβώς αυτός είναι και ο λόγος της παιδείας, να τονώνει τη μνήμη και να επαναλαμβάνει τις δεδομένες αξίες της ανθρωπότητας, αλλιώς ο άνθρωπος έχοντας στην κατασκευή του εν τη γενέσει και στο dna του και το κακό μαζί με το καλό, θα έχει μια μόνιμη ροπή προς το κακό. Διότι αυτό το νιτσεΐικό διακύβευμα της ροπής του ανθρώπου προς τον κατήφορο είναι δεδομένο για έναν πολύ απλό λόγο: Πάντα η ανθρωπότητα κατανάλωνε μεγάλη ενέργεια για να ανέβει τις ανηφόρες της και καμία ενέργεια για να κατέβει τις κατηφόρες της.

Ερχόμενοι δε πεζή, για την παράσταση απ' την οδό Κατεχάκη προς το Badminton, είδαμε το γιγάντιο πανώ στα γραφεία της Χρυσής Αυγής με το μαίανδρο -παραφθορά του αγκυλωτού σταυρού- να δεσπόζει και αυτό μάς έκανε να μπούμε στο θέατρο, εξαρχής με “σφιγμένο στομάχι”. Υπάρχει, κι αν ναι, πού ανιχνεύεται, η ειδική επικαιρότητα της παράστασης στο εδώ και το τώρα;

Η φτώχεια και η ανέχεια οδηγεί τους ανθρώπους αντίθετα, αντί να ενώνονται ,στη διασπορά. Αυτό είναι βεβαιωμένο ιστορικά. Όπως επίσης υπάρχει η έμφυτη εκδικητικότητα στους ανθρώπους. Γιατί οι άνθρωποι καταλαβαίνουν, ο λαός καταλαβαίνει ότι δε μπορεί να τα βάλει εύκολα με την εξουσία γι’ αυτό και η πιο εύκολη λύση είναι η εκδίκηση. Η εκδίκηση είναι μια αρχέγονη ανθρώπινη λειτουργία, η οποία αποσκοπεί μόνο και μόνο στην καταστροφή. Δηλαδή, αυτό που λέμε, ότι η πρώτη αντίδραση στους ανθρώπους είναι η καταστροφική, αυτή είναι η εκδικητικότητα. Ένα κομμάτι της εκδικητικότητας αυτής, ο ρατσισμός -για να μην το απλοποιήσουμε- στα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρατσιστικά κινήματα έχει καταγωγή στην αποικιοκρατία του 19ου αιώνα, ιστορικά. Η καταγωγή αυτή είναι η εκβιομηχάνιση και η στρατηγικοποίηση της ανθρώπινης εργασίας. Η ανθρώπινη εργασία μπαίνοντας στα κανάλια της μαζικότητας δημιούργησε και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που δεν είναι νέο εφεύρημα, και την κατηγοριοποίηση των ανθρώπων. Δηλαδή η αριοποίηση, που εμπνεύστηκε ο Χίτλερ, δεν είναι δικό του δημιούργημα. Είναι δημιούργημα του 19ου αιώνα.

Η τηλεόραση έχει ασταμάτητη καθοδική πορεία τα τελευταία χρόνια. Και μοιάζει σα να μη γίνεται καμία προσπάθεια ακόμα και στις ελάχιστες παραγωγές που δαπανώνται χρήματα να είναι τουλάχιστον κάπως ποιοτικές. Ζούμε στην εποχή που το χιούμορ του Μάρκου Σεφερλή έγινε καθημερινή πρωινή ζώνη. Εσείς, με δεδομένο ότι η τελευταία σας εμφάνιση ήταν σε μία παραγωγή κινηματογραφικού επιπέδου όπως “το Νησί”, φωτεινή εξαίρεση μέσα στη συνολική δυστοπία, πώς νιώθετε γι αυτό; Θα γυρίζατε σε μία τέτοια τηλεόραση; Πώς θα μπορούσε να αναστραφεί αυτό το κλίμα;

Ποτέ κανείς δε μπορεί να πει ποτέ. Η ζωή σου επιφυλάσσει πάντα εκπλήξεις και σε διαψεύδει και γίνεσαι αμετροεπής και βλάξ όταν μιλάς με βεβαιότητες. Η ανθρώπινη ιστορία ξεκινά εκεί που σταματάν οι βεβαιότητες. Γι’ αυτό και δε μπορώ να εκφέρω μια συγκεκριμένη γνώμη. Όσο μεγαλώνεις, καταλαβαίνεις ότι δεν πρέπει να μιλάς με βεβαιότητες για τα πράγματα. Όσο πιο νέος είσαι τόσο πιο βέβαιος είσαι για τα πράγματα. Έτσι πρέπει να γίνεται όμως, άλλωστε. Η τηλεόραση λοιπόν, για να πάμε στο θέμα μας, βρίσκεται στην απόλυτη απαξίωσή της. Όχι μόνο γιατί δεν υπάρχουν χρήματα, αλλά γιατί υπάρχει μια γενικότερη πολιτιστική και ηθική πτώση. Δηλαδή υπάρχει μια πτώση αξιών. Οι άνθρωποι βρίσκονται, με την οικονομική κατάσταση που βρίσκεται η πατρίδα μας, πολύ κοντά στην κατάθλιψη. Τα ψυχοφάρμακα πουλιούνται σαν καραμέλες. Αυτό μπορούν να το πουν οι ψυχίατροι, που έχει πολλαπλασιαστεί η δουλειά τους. Τι θέλω να πω με αυτό: το μέσο ψυχαγωγίας, το σωστό μέσο ψυχαγωγίας που πρέπει να είναι η τηλεόραση, δε μπορεί να κάνει το έργο της, για ένα βασικό λόγο, το έχω ξαναπεί αυτό και επιμένω, διότι δεν υπάρχει και η υλική υποδομή, δηλαδή το χρήμα, που σημαίνει δεν υπάρχει κατανάλωση για να τροφοδοτήσει νέα πράγματα. Διότι η τηλεόραση όπως και ο κινηματογράφος είναι ένα πολύ πιο ακριβό πράγμα από το θέατρο. Είναι ένα μέσο που χρειάζεται μια «σπατάλη». Γι' αυτό υπάρχει μια γενικότερη αμηχανία και μια δυστοκία και θα εξακολουθήσει να υπάρχει όσο δε μεταστρέφεται το οικονομικό κλίμα. Από την υπερπληθώρα των παραγωγών και απ' τον πληθωρισμό των 200 σίριαλ, πέσαμε στη μηδενική παραγωγή. Είμαστε η τηλεόραση των άκρων. Εγώ δεν έχω συμμετάσχει στην τηλεόραση, διότι και δε μου έχουν γίνει προτάσεις, αλλά κυρίως γιατί βλέπω ότι δεν υπάρχει κάτι που έχω ζηλέψει πραγματικά.

Έχετε παίξει σε αμέτρητες θεατρικές παραστάσεις. Ποιον ρόλο θυμάστε με περισσότερη αγάπη και ίσως θα θέλατε να επανέλθετε κάποια στιγμή σε αυτόν και γιατί;

Tο ζήτημα δεν είναι πού ήμουν πιο πετυχημένος, γιατί πολλές φορές δε συμβαδίζει η επιτυχία που έχεις με αυτά που αγαπάς. Αγαπάς κάτι που αισθάνεσαι ότι είναι πιο κοντά σου. Οι συγγραφείς που αγαπώ, όπως και οι περισσότεροι ηθοποιοί άλλωστε, είναι δύο: Καταρχάς ο Τσέχωφ, που θεωρώ ότι είναι ένας συγγραφέας πολύ κοντά σ όλους μας, και σε μένα όμως προσωπικά, και θα 'θελα να επανέρχομαι, γιατί δεν έχει τέλος. Οι μεγάλοι συγγραφέις έχουν αυτό το μεγάλο πλεονέκτημα, δεν έχουν τέλος. Δηλαδή δεν εξαντλούνται. Όσο μεγαλώνεις ανακαλύπτεις άλλα πράγματα. Και φυσικά, για να το αφήσω στο τέλος, κατά βάση ο συγγραφέας που θέλω να επανέρχομαι μέχρι να πεθάνω είναι ο Σαίξπηρ. Θεωρώ ότι είναι η μεγαλύτερη μορφή που έχει περάσει στην ιστορία, όχι του θεάτρου μόνο, αλλά και της νόησης και της διανόησης. Θεωρώ ότι είναι ένα πολύ μεγάλο μυαλό, ένας συγκλονιστικός συγγραφέας, τολμηρός, εξωστρεφής, ο οποίος εκφράζει κυρίως την εποχή του και τη δικιά μας και θα εκφράζει κάθε εποχή. Θέλω να επανέρχομαι στους ρόλους που έχω παίξει στον Σαίξπηρ λοιπόν, και στο Σαίξπηρ γενικότερα.

Τον τελευταίο καιρό δοκιμάζετε τον εαυτό σας και στη σκηνοθεσία. Πόσο δύσκολο είναι για έναν ηθοποιό να αναλαμβάνει αυτόν το ρόλο; Ποια ήταν η δική σας συμβολή, η δική σας ιδιαίτερη οπτική στη θεατρική μεταφορά του “Μαουτχάουζεν” ;

Εγώ δεν είμαι σκηνοθέτης. Είμαι ηθοποιός. Η συμμετοχή μου και η συμβολή μου στους ηθοποιούς είναι να τους βοηθάω να αποφεύγουν τα λάθη που κάνουμε εμείς οι ηθοποιοί. Τίποτα παραπάνω. Δηλαδή, τι θέλω να πω: Ότι δυστυχώς ο ηθοποιός έχει πάντα το βλέμμα και τη νοοτροπία του ηθοποιού. Βλέπει τα πράγματα από την πλευρά του ηθοποιού. Εγώ έτσι είμαι. Έτσι σκηνοθετώ. Σαν ένας ηθοποιός που σκηνοθετεί.

Το “Μαουτχάουζεν” είναι μια άλλη υπόθεση. Εννοώ η θεατρική του μεταφορά. Το βασικό υλικό είναι ένα βιβλίο, είναι ένας κόσμος, είναι λογοτεχνία. Επειδή όμως ο Καμπανέλλης είναι θεατρικός συγγραφέας, είναι ο πατριάρχης του νεοελληνικού θεάτρου, δε χρειάστηκε να κάνουμε πολλή δουλειά εμείς. Την έχει κάνει μόνος του ο Ιάκωβος. Εμείς δε χρειάστηκε να κάνουμε τίποτα. Εμείς απλώς βάλαμε σε μια πιο συντεταγμένη τάξη αυτό που ο ίδιος έχει δομήσει. Με δυο λόγια η δικιά μας η δουλειά, η δικιά μου, της Κάτιας Σπερελάκη και του Θέμη Μουμουλίδη ήταν περισσότερο τακτοποίηση. Συγυρίσαμε ένα έτοιμο υλικό. Ήταν πολύ εύκολη η δουλειά μας με ένα τέτοιο μεγάλο συγγραφέα.

Έχετε ασχοληθεί και με τη συγγραφή. Ποια βιβλία σημάδεψαν τη δική σας ζωή είτε πρόσφατα είτε σε πιο τρυφερή ηλικία;

Όσο περνάν τα χρόνια με σημαδεύουν γενικότερα διαφορετικοί συγγραφείς. Για παράδειγμα η νεότητά μου ταυτίστηκε με τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Η κλασική αμερικάνικη λογοτεχνία ήταν τα πρώτα διαβάσματα που έκανα στη ζωή μου. Έτυχε. Εντελώς τυχαία. Αυτά με σημάδεψαν. Αυτά αγάπησα. Την αμερικάνικη κλασική λογοτεχνία, και αργότερα ανακάλυψα και όλη την υπόλοιπη λογοτεχνία -και τελευταία ανακάλυψα την ελληνική λογοτεχνία, κι εκεί μένω. Αγαπώ πολύ το βιβλίο. Αγαπώ και τη σύγχρονη γερμανόφωνη λογοτεχνία και μπορώ να πω ότι οι συγγραφείς που αγαπώ και θα ήθελα να έχω μικρά κομματάκια από το ταλέντο τους είναι δύο: Έιναι ο Stefan Zweig και ο Joseph Roth. Αυτοί οι δύο μεγάλοι Αυστριακοί συγγραφείς που έχουν σημαδέψει τις αρχές του 20ου αιώνα και όχι μόνο. Κι επίσης ένας συγγραφέας που ζηλεύω τη γραφή του και γράφοντας κι εγώ τον «κλέβω» είναι ο Μουρακάμι.

*για την πραγματοποίηση της συνέντευξης εκ μέρους του Kaboom συνεργάστηκαν η Εύα Πλιάκου, ο Αναστάσης Πετρολέκας και η Ανθή Φουντά, που συμμετέχει στον θίασο της παράστασης και την οποία ευχαριστούμε ιδιαίτερα για την πολύτιμη συμβολή της.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine