Όταν σκεφτόμαστε την Αθήνα των Δεκεμβριανών, θα πρέπει να έχουμε στον νου μας ότι επρόκειτο για μια βαθιά διχασμένη πόλη. Το χάσμα ανάμεσα στις προσφυγικές συνοικίες και το «αστικό» κέντρο, η διαίρεσή της σε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους, με κοινωνικά και ταξικά κριτήρια, που μπορεί να αναχθεί στην περίοδο του Μεσοπολέμου, βάθυνε ακόμα περισσότερο στα χρόνια της Κατοχής. Έτσι, μετά την Απελευθέρωση, η πόλη μετατράπηκε σε μήλο της Έριδος ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΑΜ από τη μία και τον αστικό πολιτικό κόσμο από την άλλη, αφού ως διοικητικό κέντρο, μόνο στην πρωτεύουσα θα μπορούσε να λυθεί η μάχη για την εξουσία. Κι αν είναι δύσκολο για εμάς, που σήμερα κινούμαστε στους ταχύτατους ρυθμούς της πόλης, να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να αναλογιστούμε το πώς θα ήταν να ζει κανείς σε μια εμπόλεμη ζώνη από τις τόσες που υπάρχουν στον πλανήτη, τι θα μπορούσε να σημαίνει για τους τότε κατοίκους της Αθήνας μία σφοδρή πολεμική σύγκρουση μέσα στον αστικό ιστό της ίδιας τους της πόλης; Οι μνήμες όσων έζησαν τις συγκρούσεις αυτές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την έννοια του χώρου, όπως αποδεικνύουν οι αφηγήσεις τους. Άλλωστε έχει ήδη επισημανθεί ότι η συλλογική μνήμη «δεν μπορεί να υπάρξει εν κενώ, αλλά ορίζεται πάντα σε σχέση με το χώρο, καθώς μια ομάδα είναι συνυφασμένη και δεμένη με το χώρο μέσα στον οποίο κινείται και δρα».[1]
Τον Δεκέμβριο του 1944, οι κάτοικοι της Αθήνας, έζησαν μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Για πρώτη φορά, ο πόλεμος είχε χτυπήσει την πόρτα τους, διεξαγόταν ανοιχτά μέσα στην πόλη τους, εκεί όπου είχαν συνηθίσει την (έστω και διαταραγμένη και ζοφερή λόγω της Κατοχής) κανονικότητα της καθημερινότητάς τους. Οι δρόμοι που περπατούσαν, οι πλατείες όπου συγκεντρώνονταν, τα σπίτια στα όποια διέμεναν, είχαν καταστεί ξαφνικά πεδία μάχης. Όπως μαρτυρούν τα γραπτά τους, αυτή η βίαιη αλλαγή της ρουτίνας της πόλης ήταν όχι μόνο αναπάντεχη, αλλά δύσκολο να την κατανοήσει και να την αποδεχθεί κανείς:
«Η φάση που μας απασχολεί ξετυλίχτηκε όλη μέσα στα σπίτια μας, μέσα στους δρόμους, στα δωμάτια, στα κρεβάτια μας. Έτσι η ψυχολογία του “πεδίου της μάχης” που, κατά κάποιον τρόπο είναι βολική και ησυχαστική, πρόσκοφτε ολοένα στη “μαρτυρική” επάνοδο της καθημερινότητας, ίσως για να κάνει τη δοκιμασία πιο δύσκολη. Εδώ, γνωριζόμαστε και σφαχτήκαμε.»[2]
Η μεγάλη πλειονότητα των Αθηναίων βέβαια βίωσε τις συγκρούσεις ως άμαχος πληθυσμός, αλλά υπήρξαν και πολλοί που πήραν μέρος στις μάχες, με τη μία ή την άλλη πλευρά. Και στις δύο περιπτώσεις, η μετατροπή του χώρου που αυτοί οι άνθρωποι δρούσαν και κινούνταν σε πεδίο μάχης, αλλά και οι κίνδυνοι που αυτό συνεπαγόταν, ήταν μια επίπονη και δραματική εμπειρία, κάτι που αποτυπώνεται και στις αφηγήσεις τους. Όταν το σπίτι του ηθοποιού Μίμη Φωτόπουλου κάηκε λόγω των μαχών, αυτός ένιωσε έναν δεσμό μέσα του να σπάει:
«Και δε γίνεται πιο τρομαχτικό πράγμα στη ζωή του ανθρώπου από το να καεί το σπίτι του. Δεν μπορεί να το πιάσει με τον νου του όποιος δεν το δοκίμασε. Ένα μεγάλο “ρήγμα” στη ζωή σου. Κάτι σπάει μέσα σου και ξαφνικά σα να γίνεσαι κι εσύ αλλιώτικος. Σ’ εμάς τους μικροαστούς, τα μικρά, δύσκολα αποχτημένα πράγματα είναι στέρεα δεμένα με τη μικρή μας ζωή.»[3]
Όμως το συναισθηματικό «δέσιμο» του ανθρώπου με τον χώρο δεν ήταν προνόμιο μόνο των μόνιμων ενοίκων του, όπως μας δείχνει η αφήγηση του Σπύρου Τζουβέλη, μαχητή του λόχου σπουδαστών «Λόρδος Μπάιρον» του Ε.Λ.Α.Σ. Όταν λοιπόν κάποιοι από τους άνδρες της ομάδας του πήραν τη διαταγή να ανατινάξουν ένα σπίτι στην οδό Αραχώβης στα Εξάρχεια, έτσι ώστε τα συντρίμμια να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή οδοφραγμάτων που θα χρησίμευαν στην παρεμπόδιση της προέλασης των βρετανικών αρμάτων μάχης,
«…μερικοί από την ομάδα αισθάνονται κάποια λύπη, ένα σφίξιμο. Αυτό το σπίτι το είχαν συνηθίσει. Κι ύστερα σκέφτονταν τους μόνιμους ενοίκους του. Τι θα βρουν όταν γυρίσουν! Τα πράγματά τους, έπιπλα και ατομικά είδη, σκόρπια ανάμεσα στα ερείπια, κομματιασμένα και πλακωμένα από τις πέτρες και τα τούβλα.»[4]
Παρόμοια συναισθήματα αμηχανίας για την παραβίαση του ιδιωτικού χώρου των ανθρώπων, η οποία όμως κρίνεται επιβεβλημένη στις έκτακτες συνθήκες της μάχης, συναντάμε και σε άλλη μία αφήγηση:
«Το να κάνεις έρευνα σε ξένα σπίτια είναι μια εμπειρία που σου αφήνει ανάμεικτες, περισσότερο όμως δυσάρεστες, εντυπώσεις, (…) Μπαίνεις αυθαίρετα, με τη χρήση της εξουσίας που σου παρέχουν τα όπλα, στον κύκλο ζωής ανθρώπων που δε γνωρίζεις. Όσο κι αν θέλεις να κρατήσεις τα προσχήματα της ευγένειας να είσαι προσηνής, γίνεσαι κατ’ ανάγκη βίαιος και σκληρός, αφού τσαλακώνεις το μυστικό, ιδιαίτερο κόσμο που ζει ο άλλος ή οι άλλοι.»[5]
Ανάλογες αντιλήψεις για τη σχέση των ντόπιων με τον τόπο τους διακρίνουμε και σε στρατιωτικά στελέχη και των δύο αντιμαχόμενων μερίδων. Στις 13 Δεκεμβρίου 1944, ο διοικητής της 3ης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας (Ρίμινι) διέταξε την ανάληψη επιθετικών πρωτοβουλιών εναντίον των περιοχών που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Ε.Λ.Α.Σ. και ιδιαίτερα εκείνων στις οποίες είχε λαϊκό έρεισμα, με σκοπό η επικείμενη απώλειά τους να κλονίσει το ηθικό των μαχητών του. Ο ίδιος γράφει:
«Επέμεινα επί της ανάγκης επιθετικών ενεργειών, καθώς και της προσβολής Καισαριανής και Κοκκινιάς, όπου ήσαν συγκεντρωμέναι αι οικογένειαι των κομμουνιστών. Τοιαύτη προσβολή, επέμεινα, θα καταρρίψη τελείως το ηθικόν των συμμοριτών διότι δια πρώτην φοράν θα πονέσουν δι’ απώλειαν περιουσιών και προσφιλών προσώπων.»[6]
Ενώπιον αυτών των επιθέσεων στα τέλη του μήνα, όταν πλέον η πλάστιγγα έγερνε προς όφελος των κυβερνητικών δυνάμεων και των Άγγλων και η προοπτική της πτώσης των ανατολικών συνοικιών φαινόταν ολοένα και πιο κοντά στην πραγματικότητα, τα ανώτερα στελέχη του Ε.Λ.Α.Σ. προσπαθούσαν μέσα από τις προκηρύξεις που εξέδιδαν να τονώσουν το ηθικό των αμυνομένων και τη θέλησή τους να αντισταθούν, επικαλούμενοι ακριβώς αυτόν τον συναισθηματικό δεσμό των κατοίκων-πολεμιστών με τη γειτονιά τους και τα σπίτια τους, τα οποία θα έπρεπε τώρα να υπερασπιστούν με κάθε κόστος. Ο στίχος «μας πήραν την Αθήνα, μόνο για ένα μήνα» από το τραγούδι των υποχωρούντων ελασιτών μετά την ήττα τους στη μάχη του Δεκέμβρη, μας δείχνει ξεκάθαρα το πώς έβλεπαν οι ίδιοι την πόλη τους και τον αγώνα που έδωσαν για αυτή. Θεωρούσαν δικό τους έδαφος την Αθήνα, στην οποία ήταν βέβαιοι ότι θα επιστρέψουν, αφού, με δεδομένη και την κυριαρχία του Ε.Λ.Α.Σ στο μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης χώρας, δεν πίστευαν ότι η ήττα και η αποχώρησή τους από την πρωτεύουσα θα είναι μόνιμη. Δυστυχώς γι’ αυτούς, η εξέλιξη των πραγμάτων τους διέψευσε.
Ο χώρος είχε εκτός των άλλων και μια έντονα συμβολική διάσταση για τους εκατέρωθεν εμπλεκομένους. Δύο περιοχές της πόλης, η Καισαριανή και το Κολωνάκι, έγιναν τα σύμβολα δύο διαφορετικών κόσμων, που πρέσβευαν δύο διαφορετικές κοσμοθεωρίες. Από τη μια μεριά, η λαϊκή συνοικία-προπύργιο του Ε.Λ.Α.Σ., αποτελούσε τον κατεξοχήν στόχο των «εθνικοφρόνων» έχοντας συνδεθεί άρρηκτα με τον κομμουνισμό, ενώ για τους αριστερούς το Κολωνάκι είχε γίνει η «ελληνική Βαστίλη». Η Καισαριανή χαρακτηρίστηκε το «ελληνικό Στάλινγκραντ», όχι μόνο λόγω της ιδεολογικής ένταξης των κατοίκων της, αλλά και λόγω των κρίσιμων οδομαχιών που εξελίχθηκαν εκεί. Από την άλλη πλευρά, το Κολωνάκι, μία από τις λίγες περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των κυβερνητικών τις πρώτες ημέρες των μαχών, είχε συνδεθεί με την (μεγαλο)αστική τάξη που κατοικούσε ως επί το πλείστον σε αυτή τη γειτονιά. Οι καταγραφές στο ημερολόγιο του Γεώργιου Θεοτοκά είναι αρκετά διαφωτιστικές:
«Ο μύθος του Κολωνακίου πήρε κι έδωσε τον τελευταίο καιρό, μύθος που τον καλλιέργησαν συστηματικά οι χρονογράφοι (…) Το μίσος εναντίον του Κολωνακίου θαυματούργησε τον κόκκινο αυτό Δεκέμβρη της Αθήνας που ζήσαμε, και όταν τα χουνιά ήθελαν να τονώσουν το φρόνημα των μαχητών στις ελασοκρατούμενες περιοχές, διαλαλούσαν: “Βομβαρδίζεται το Κολωνάκι!”, “Εμπρός για το Κολωνάκι!”, “Θάνατος στο Κολωνάκι!” (…) Τώρα είναι βέβαιο πως αν οι ελασίτες έμπαιναν στο Κολωνάκι, θα γινότανε σφαγή και καταστροφή άνευ προηγουμένου.»[7]
Ως συνώνυμο της κυβέρνησης Παπανδρέου, το Κολωνάκι και οι γύρω περιοχές που αυτή κατείχε, ονομάστηκε από τους αντάρτες σκωπτικά «Σκομπία», για να τονίσουν αυτό που έβλεπαν ως υποδούλωση των Ελλήνων στον Άγγλο στρατηγό Σκόμπι που βρισκόταν επικεφαλής των βρετανικών στρατευμάτων στην πόλη.
Η Αθήνα βγήκε από τις μάχες βαριά τραυματισμένη, έχοντας μπροστά της το δύσκολο έργο της ανοικοδόμησης, αλλά και της επούλωσης των βαθύτερων τραυμάτων που ο πόλεμος άφησε σε αυτή και τους κατοίκους της. Η περιγραφή των εικόνων που αντίκρισαν οι Αθηναίοι μετά το τέλος των συγκρούσεων από τον Γιώργο Σεφέρη, είναι αρκετά εύγλωττη:
«Χτες, έκανα ένα γύρο στη λαβωμένη πολιτεία: Αθηνάς, Πειραιώς, Γ’ Σεπτεμβρίου, Αγίου Κωνσταντίνου, Πλατεία Κάνιγγος. Χαλάσματα, χαλάσματα, σπίτια τιναγμένα, σμπαραλιασμένα, μ’ αυτό το αλλόκοτο και φοβερό χιούμορ που παίρνουν τα έργα των ανθρώπων όταν ξεχαρβαλωθούν και αχρηστευτούν. Κατοικίες ανοιγμένες σαν τα σπασμένα καρύδια, αφήνοντας να φαίνονται από μέσα τα ίχνη της ζωής που γύρεψε να προστατευτεί, να φτιάξει μιαν ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.»[8]
Σήμερα τα ίχνη από τις μάχες των Δεκεμβριανών είναι σαφώς λιγότερο προφανή. Μπορεί όμως κάποιος να τα συναντήσει στους διάτρητους από τις σφαίρες τοίχους σε κτήρια στου Μακρυγιάννη ή στην Καισαριανή, ακόμα και στην πολιτική συνθηματολογία όπως μαρτυρούν και οι αναφορές περί «νέων Δεκεμβριανών» το 2008.[9] Τα γεγονότα της περιόδου ζωντανεύουν επίσης και μέσω των θεματικών ιστορικών περιπάτων που διοργανώνονται τα τελευταία χρόνια και συνιστούν μια εξαιρετικά αξιόλογη προσπάθεια διατήρησης της ιστορικής μνήμης, βοηθώντας μας να συνειδητοποιήσουμε την ιστορικότητα του χώρου μέσα στον οποίο ζούμε, κάτι που δύσκολα μπορούμε να επιτύχουμε μέσα στην καθημερινότητά μας.
[1] Maurice Halbwachs, Η συλλογική μνήμη, Αθήνα: Παπαζήση, 2013, σ. 184-185.
[2] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία: μυθιστόρημα, Αθήνα: Κέδρος, 1986, σ. 7.
[3] Μίμης Φωτόπουλος, Ελ Ντάμπα: όμηρος των Εγγλέζων – χρονικό, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1980, σ. 15.
[4] Σπύρος Τζουβέλης, Μέρες και νύχτες του Δεκέμβρη, Αθήνα: Καστανιώτη, 2003, σ. 44.
[5] Ό.π., σ. 53.
[6] Θρασύβουλος Τσακαλώτος, 40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος, Αθήνα: Τυπογραφείο της Ακροπόλεως, 1960, σ. 618.
[7] Γεώργιος Θεοτοκάς, Τετράδια ημερολογίου 1939-1953, Αθήνα: Εστία, 1987, σ. 554-555.
[8] Γιώργος Σεφέρης, Μέρες (τόμος Ε’), Αθήνα: Ίκαρος, 1986, σ. 11.
[9] Για τις πολιτικές χρήσεις του Δεκέμβρη, βλ. http://www.chronosmag.eu/index.php/fll-e-ee.html.
Η κεντρική φωτογραφία του κειμένου είναι επίσης από το φωτογραφικό αρχείο του Imperial War Museum. Οι σύγχρονες φωτογραφίες είναι του Δημήτρη Ντούρου.