Μόλις επέστρεψα απ’ την προβολή της ταινίας «Ο Γιος του Σαούλ» (Saul Fia), που ‘χει τόσο εξαρθεί, από κριτικούς και κοινό. Σημειωτέον: Απέσπασε «αργυρό Φοίνικα» – ήτοι Grand Prix – καθώς και το βραβείο κριτικών Τύπου, FIPRESCI (σαν να λέμε Golden Globe, δίχως τη διχοτόμηση Δράματος – Κωμωδίας…) του πρόσφατου Φεστιβάλ Καννών.
Η αλήθεια είναι πως απεχθάνομαι, ή απλά βαριέμαι, τις ταινίες Ναζί – εξ ου και σύρθηκα ως την αίθουσα μ’ επιφυλάξεις (αν όχι προδιάθεση γκρίνιας).
Στη γνωστή, υπόγεια αθηναϊκή αίθουσα, δεν χωρούσε καρφίτσα. Μεσοβδόμαδα (Σ.σ: Τετάρτη) ! Με σοβαρή πιθανότητα απώλειας του Μετρό (όπερ και εγένετο…) Να, λοιπόν, που αναπνέει, με καλάμι – με καλάμι, το «αρχιδάτο», αυθεντικό σινεμά μες στα blockbuster και τ’ άθλια μπουρλέσκ – κομεντί – αισθηματικά made in Greece! Και μας αναγκάζει να το θαυμάσουμε, από την πίσω-πίσω σειρά, σ’ οπτικό εύρος tablet. Αλλά χαλάλι…
Ο, δεύτερης γενιάς, σκηνοθέτης, και «τέκνο» του Bela Tarr, Laszlo Nemes, μαγείρευε την πρώτη μεγάλου μήκους του, ήδη απ’ το ’11, παρέα με την Clara Royer. Ολοκλήρωσαν το σενάριο σε Παρίσι και Ιερουσαλήμ - έχοντας, μόλις, γνωρίσει τον πρωταγωνιστή του, Geza Rohrig (48 ετών, ποιητής και πρώην τραγουδιστής punk, απόφοιτος της Ακαδημίας Κινηματογράφου της Βουδαπέστης, θεολόγος και πιστός Εβραίος, δάσκαλος στη Νέα Υόρκη), τότε που σπούδαζε (ο Laszlo) σινεμά στο New York University. Σημειωτέον ότι ο Rohrig δεν είχε ξανακάνει ταινία. Στα 48 του! Το ίδιο και ο - 38χρονος, ευρυμαθής και κοσμογυρισμένος - Nemes…
Γκουγκλάροντας, δεξιά αριστερά, μ’ εξέπληξε η σύμπτωση διαδρομών τους: Βουδαπέστη – Παρίσι – Ιερουσαλήμ – Νέα Υόρκη (εσχάτως και Κάννες), με διαφορετική σειρά, σ’ αλλιώτικες στιγμές, δίχως, καν, να γνωρίζονται.
Ας προχωρήσουμε, όμως, στο ψητό (αδόκιμος - αμήχανος, επί του προκειμένου, ο όρος):
Ο «Γιος του Σαούλ» κατασκευάστηκε με 1,5 εκατομμύριο (κάτι σε μεγαλομεσαία ελληνική παραγωγή), πάνω σε φιλμ, σ’ ένα πρώην στρατόπεδο της Βουδαπέστης. Διάρκεια: Ένας μήνας παρά κάτι (δηλαδή το μισό, ή 1/3, απ’ το σύνηθες περιθώριο γυρισμάτων).
Από την πρώτη κιόλας στιγμή, σε υποβάλλει στην κτηνωδία, μ’ αισθητική «first-person-shooter» (ορολογία video game) απ’ το ακατάπαυστο steadycam, τα αραιά cut, την έλλειψη μουσικής, τον ωμό ρεαλισμό, μες στο (θαμπό) εφιαλτικό τοπίο. Ο ήχος θα μπορούσε να είναι 100% ασύγχρονος: Ελάχιστοι οι διάλογοι, πυκνοί οι θόρυβοι κι οι κραυγές. Φωτισμός: Λιτός. Ως ένα βαθμό, φυσικός.
Στην αρχή, σοκάρεσαι. Μετά… συνηθίζεις (ιδίως στο Β’ μέρος)! Μυείσαι στο «δημοσιοϋπαλληλίκι» μιας, βιομηχανοποιημένης, σφαγής. Επικεντρώνεσαι στο ατομικό (νετ ο ήρωας, φλου όλοι οι άλλοι) δράμα, αγνοώντας τα ουρλιαχτά. Όπως ακριβώς κι εκείνος! Αισθάνεσαι αναλώσιμος, ανά πάσα στιγμή.
Η οποιαδήποτε ανάλυση πλοκής θα επέσειε spoiler - εξ ου και θ’ αποφευχθεί…
Αξίζουν, ωστόσο, εύσημα για τη βαθειά απόδοση του θανάτου, ως κατάστασης πρωτίστως ψυχικής, καθώς και την παράνοια που επιφέρει μια «συνενοχή» στη, φορντική σχεδόν, εξόντωση ομόθρησκων - ομοεθνών, μ’ αντάλλαγμα: λιγοστούς μήνες κακουχίας.
Η συναισθηματική νέκρωση, η παραίτηση και αποκτήνωση, διακόπτονται χάρη σ’ ένα… πτώμα. Τι τέλειο σεναριακό εύρημα: Ο νεκρός, που ξαναδίνει νόημα στην μη-ζωή του ήρωα. Τόσο νόημα, ώστε τον κάνει να παραμελήσει τους ζωντανούς!. Οι εμπνεύσεις δεν τελειώνουν εδώ, αλλά κωλύομαι…
Ο Nemes, λοιπόν, ψηλαφίζει τα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης, αποφεύγοντας να γίνει μελό, ή πομπώδης, ή – τάχαμου - ιστορικός (ελάχιστα ιστορικά στοιχεία αραδιάζονται στο πανί, πολλά μελετήθηκαν, εμποτίζοντας το κείμενο και τις ερμηνείες).
ΥΓ: Επιμένω! Ο σινεμάς έχει ΠΟΛΥ περισσότερη ανάγκη από νίντζα, άλιεν, ζόμπι και βαμπίρ (ή, έστω, Birdmen), παρά Ολοκαυτώματα και ρεαλισμό. Οι – όποιες - εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα, επαυξάνοντας και την επιτυχία των εμπνευστών.