στη Λία
Είπα αυτή τη βδομάδα να μη γράψω για την πολιτική φιλοσοφία, που τον τελευταίο καιρό έχει κυριαρχήσει στα κείμενά μου. Την πολιτική φιλοσοφία που, παρόλη τη μεγάλη σημασία της γενικά, αλλά και για μένα προσωπικά, δεν μπορεί να τα περιλάβει όλα. Της ξεφεύγουν στοιχεία όπως το αδέσποτο που δεν μπορέσαμε τελικά να σώσουμε, η γυναίκα που μας άρεσε στο μετρό, η κουβέντα που μας είπε κάποιος αγενής στο δρόμο και την κουβαλάμε όλη μέρα. Πάντως, εσωτερική παρένθεση, είναι καλό για την ίδια την πολιτική θεωρία να έχει επίγνωση ότι δεν μπορεί να τα πιάσει όλα, ότι πάντα θα υπάρχουν πράγματα που θα της γλιστράνε, ότι η ευτυχία, στο βάθος, είναι ζήτημα προσωπικό και όχι πολιτικό. Είναι καλό να το ξέρει γιατί μόνο έτσι μπορεί να προφυλαχθεί από αυταπάτες του τύπου "αν λύσουμε το πρόβήμα της οικονομίας, λύσαμε όλα τα προβλήματα της ζωής".
Αυτά, λοιπόν, τα μικρά και καθημερινά που ξεφεύγουν από το κάπως χοντρό κόσκινο της φιλοσοφίας τα αναλαμβάνει η ποίηση. Ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε να τα αναλαμβάνει, γιατί οι σημερινοί ποιητές στη χώρα μας δεν το κάνουν αυτό. Το κάνουν όμως ευτυχώς πολύ πετυχημένα κάποιοι τραγουδοποιοί (με πρώτο και καλύτερο τον Φοίβο Δεληβοριά, ο οποίος με το mp3 δίνει ένα ακριβές παράδειγμα αυτού που θέλω να πω). Φυσικά, μπορούμε να ανατρέξουμε και στην παλιότερη ποίηση, υπάρχει όμως κάθε τόσο μια ανάγκη ανανέωσης· το φθινόπωρο δεν είναι πια τόσο οι "πευκοβελόνες της χθεσινής νεροποντής" όσο οι "τέντες που χτυπούσαν το πρωί".
Για ένα τραγουδοποιό θα ήθελα λοιπόν να μιλήσω σήμερα, όχι όμως έλληνα αλλά γάλλο. Πρόκειται για τον Alain Souchon, που είναι ευρέως γνωστός χάρη στο τραγούδι του foule sentimentale (επί λέξει συναισθηματικός όχλος), στο οποίο ειρωνεύεται κάπως τα ανθρώπινα συναισθήματα και τους φορείς τους, εμάς, αυτά τα αλλόκοτα πλάσματα που "έχουμε δίψα για ιδανικά, ελκυόμαστε από τα αστέρια και τα πανιά των πλοίων".
Ο Souchon, λοιπόν, έχει γράψει ένα τραγούδι για τον Théodore Monod, μεγάλο γάλλο φυσιοδίφη και εξευρευνητή των ερήμων. Το τραγούδι αυτό μου αρέσει πολύ γιατί θέτει το ζήτημα της βαρεμάρας. Ξεκινά επαναλαμβάνοντας μονότονα τέσσερεις φορές τη φράση "βαριόμαστε τόσο". Ακόμη κι ο Souchon, ένας άνθρωπος που δεν κάνει δουλειά γραφείου, που έκανε το πάθος του επάγγελμα, παραδέχεται ότι βαριέται. Όπως άλλωστε έχει ειπωθεί από τον προαναφερθέντα ομότεχνό του "όπως και να παίξεις, θα βρεις τρόπο κάτι να χαθεί/όπως και να ζήσεις, η ζωή θα μοιάζει με ζωή".
Τι είναι αυτό που χάνεται, αυτό που πάντα μας λείπει; Τι είναι αυτή η πλήξη, αυτό το κενό; Υπάρχει λόγω της, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, άπειρης φύσης της επιθυμίας (ο Souchon στο foule sentimentale μιλάει για πράγματα που μας κάνουν να θέλουμε άλλα πράγματα), υπάρχει λόγω του ότι αυτό που ψάχνουμε είναι, σύμφωνα με τους ψυχαναλυτές, παντοτινά χαμένο; Υπάρχει επειδή η ζωή δεν έχει κανένα εγγενές νόημα και πού και πού το θυμόμαστε αυτό; Προσωπικά, πιστεύω ότι το τελευταίο είναι το ουσιώδες με τη βαρεμάρα. Αυτού του είδους η πλήξη προκύπτει όταν για κάποιο λόγο ανακαλύπτουμε εκ νέου ότι αυτό που κάνουμε καλύτερα απ' όλα, αυτό με το οποίο ασχολούμαστε, αυτό που μας αρέσει και στο οποίο αφιερώνουμε όλο το χρόνο μας είναι υπό μία έννοια ασήμαντο, τεχνητό και ανόητο. Υπάρχει βέβαια και άλλου τύπου βαρεμάρα, η βαρεμάρα να κάνουμε ένα μάθημα ή μια δουλειά που δε μας αρέσει, όμως δε νομίζω ότι ο Souchon μιλάει γι' αυτό.
Έτσι λοιπόν, όταν ακούω το τραγούδι, φαντάζομαι τον Souchon, χαμένο μέσα στους δίσκους του και τα βιβλία του, απόλυτα βαριεστημένο με αυτό που διάλεξε για ζωή του, να φαντάζεται με τη σειρά του ένα ταξίδι στην έρημο παρέα με τον Théodore. Αυτή είναι η ονειροπόλησή του, αυτή είναι η έξοδος του τραγουδιού από το αδιέξοδο της βαρεμάρας, που θα μπορούσε βέβαια κανείς να πει ότι είναι ουσιαστικά μια μη-έξοδος.
Πιστεύω, πάντως, ότι έχει νόημα να συνειδητοποιούμε και να σκεφτόμαστε το α-νόητο του κόσμου και της ζωής, γιατί το σημαντικό (και άλλωστε το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς) είναι η στάση μας απέναντί του. Το πώς δηλαδή αντιμετωπίζουμε το γεγονός της έλλειψης νοήματος και της θνητότητας, που είναι ακριβώς η επισφράγιση της έλλειψης νοήματος.
Αυτό το ερώτημα, φυσικά, δεν επιδέχεται γενική απάντηση. Μπορούμε μεν να πούμε ότι κάποιες συλλογικές ή πολιτικές δημιουργίες κατά κάποιον τρόπο απαντούν σε αυτά τα ερωτήματα (πχ ο Καστοριάδης "διορθώνοντας" την Οδό Φιλελλήνων του Εμπειρίκου υποστήριξε ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι με τη δημιουργία της δημοκρατίας "έκαναν οίστρο της ζωής τη γνώση του θανάτου", έφτιαξαν δηλαδή ένα πολίτευμα βασισμένοι ακριβώς στην αντίληψη ότι η μόνη μας ευκαιρία βρίσκεται σε αυτήν εδώ τη ζωή, ότι πρέπει οι ίδιοι να δημιουργήσουμε αυτό που θέλουμε και μάλιστα αμέσως τώρα και όχι στο επέκεινα)· στο βάθος όμως, πρέπει κι ο καθένας μόνος του να αναμετρηθεί με αυτά τα άλυτα ζητήματα.
Τελικά, ο Souchon στο τραγούδι "la vie Théodore" περιγράφει τη δική του μια κάποια λύση:
Βαριόμαστε τόσο
βαριόμαστε τόσο
βαριόμαστε τόσο
βαριόμαστε τόσο, όμως τη νύχτα, όταν κοιμάμαι
φεύγω με τον Théodore
μακρυά
μακρυά
μακρυά
μακρυά
Να περπατάς στην έρημο
Να περπατάς στις πέτρες
Να περπατάς μέρες ολόκληρες
Να κοιμάσαι έξω
…..
εδώ που ζούμε, τόσο μακρυά από τη φύση
η καρδιά σκληραίνει
είμαστε τόσο μακρυά από τον αέρα
τόσο μακρυά από τον άνεμο
τόσο μακρυά από τη μεγάλη έρημο
όμως τη νύχτα, όταν κοιμάμαι
φεύγω με τον Théodore….