Θεωρία

Το ''άλλο'' ως ψευδαίσθηση

Η γυναίκα ως παθητικό αντικείμενο, η γυναίκα ως ''άλλο'', ως υστέρα που αναμένει καρτερικά την εισδοχή της ύλης. Τι θα συνέβαινε, όμως, εάν αυτό το ''άλλο'' άρχιζε να μιλάει; Τι θα συνέβαινε αν η υποστασιοποίησή του έπαυε να εξαρτάται από το ανδρικό υποκείμενο;

H Luce Irigaray, φεμινίστρια, φιλόσοφος και ψυχαναλύτρια, αποτελεί μία από τις βασικότερες εκπροσώπους του φεμινισμού της διαφοράς. Το φεμινιστικό αυτό κύμα δεν επικεντρώνεται στην απόλυτη εξίσωση ανδρών και γυναικών, αντιθέτως  τονίζει και υπερασπίζεται  τη διαφορετικότητα των γυναικών. Το δεύτερο κύμα προκρίνει τη θέση για μια ιδιαίτερη γυναικεία γραφή, για μια γυναικεία ψυχανάλυση, αντιφροϋδική, ερευνώντας τα αίτια της αποσιώπησης του ρόλου της γυναίκας στην ιστορία. Η διαφορά έχει χαρακτήρα χειραφετητικό, καθώς απελευθερώνει τη γυναίκα από την ανάγκη αυτοπροσδιορισμού βάσει του ανδρικού προτύπου.

Το έργο της Ιrigaray δεν είναι δομημένο γύρω από μια αυστηρή διάκριση μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου. Στην ανάλυσή της, ο όρος γυναίκα περιλαμβάνει τόσο τα ιδιαίτερα βιολογικά χαρακτηριστικά του θηλυκού όσο και τα κοινωνικά και πολιτισμικά νοήματα που συνδέονται με το γυναικείο φύλο.

Η Irigaray θέτει τις βάσεις  για μια φιλοσοφία της σεξουαλικής διαφορετικότητας (''sexuate difference''), διατηρώντας κριτική στάση απέναντι στους όρους που συνθέτουν τη δυτική σκέψη. Μέσω της ανάλυσής της, μετασχηματίζει και αντιστρέφει τους όρους αυτούς με σκοπό να αποδομήσει την κοινωνική κατασκευή του φύλου και να καταδείξει τα τυφλά σημεία της δυτικής φιλοσοφίας. Σύμφωνα με την Ιrigaray, τα υποκείμενα στη δυτική φιλοσοφική σκέψη εξαρτώνται από κάποιο αντικείμενο. Η ταυτότητα του υποκειμένου προφυλάσσεται από ένα αντικείμενο ευαίσθητο, υλικό το οποίο αντιστοιχεί στη γυναικεία φιγούρα. Κατασκευάζεται, λοιπόν, η ιδέα ενός οικουμενικού ελλόγου υποκειμένου, την οποία ενσαρκώνει η ανδρική φιγούρα, ενώ η γυναίκα σωματοποιεί την ιδέα του αντικειμένου, του ''άλλου''. Κατά αυτόν τον τρόπο, η γυναίκα προσδιορίζεται βάσει του ανδρικού υποκειμένου, εξαλείφοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, παγιδευμένη στην έννοια του αντικειμένου. Η Irigaray διατυπώνει την άποψη ότι, τελικώς, το ανθρώπινο ον αποτελείται από δύο υποκείμενα με σαφή σεξουαλική διαφορά.

Σύμφωνα με τον Αγγλοαμερικανικό φεμινισμό, το φύλο διακρίνεται σε βιολογικό (sex) και κοινωνικό (gender). Ο όρος ''sex'' χρησιμοποιείται για να περιγράψει το σύνολο των βιολογικών χαρακτηριστικών που αποδίδονται στο αρσενικό και στο θηλυκό, ενώ ο όρος ''gender'' αποδίδει το ανδρικό και το γυναικείο φύλο ως πολιτισμική και  κοινωνική κατασκευή. Η έννοια της σεξουαλικής διαφοράς (''sexuate difference'') δεν αναφέρεται στα βιολογικά χαρακτηριστικά ούτε στην αντίληψη που διατρέχει την κοινωνία για το φύλο.  Το έργο της Ιrigaray δεν είναι δομημένο γύρω από μια αυστηρή διάκριση μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου. Στην ανάλυσή της, ο όρος γυναίκα περιλαμβάνει τόσο τα ιδιαίτερα βιολογικά χαρακτηριστικά του θηλυκού όσο και τα κοινωνικά και πολιτισμικά νοήματα που συνδέονται με το γυναικείο φύλο. Παράλληλα, ενδιαφέρεται να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται οι βιολογικές διαφορές και να αποκωδικοποιήσει τα κοινωνικά νοήματα με τα οποία είναι συνδεδεμένες. Ιστορικά, οι βιολογικές διαφορές έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή μιας εικόνας για το γυναικείο φύλο ως αντίστροφου, ως ελλείψεως ανδρικού σεξουαλικού οργάνου.  Η απουσία, επομένως, σαφούς διάκρισης μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου στο έργο της Irigaray δικαιλογείται από την προσπάθειά της να αποδεσμευτεί η φιλοσοφική σκέψη από τα αντιθετικά ζεύγη, όπως πνεύμα/σώμα, φύση/πολιτισμός, μορφή/ύλη, άνδρας/γυναίκα.

Η δυτική φιλοσοφία, στηριζόμενη στην εξάλειψη της σεξουαλικής διαφοράς, απέκλεισε τη γυναίκα από τη δυνατότητα να αποδεσμευτεί από τον ρόλο του αντικειμένου και να καταστεί η ίδια υποκείμενο. Το υποκείμενο παραδοσιακά δομείται μέσω του αποκλεισμού του ''άλλου'', ενσαρκώνοντας την ιδέα της οικουμενικότητας και της ουδετερότητας. Για να αποδομηθεί, όμως, η υποτιθέμενη ουδετερότητα του υποκειμένου πρέπει να αποδομηθεί ταυτόχρονα και η υποτιθέμενη ουδετερότητα του ''άλλου''. Αν το υποκείμενο δεν είναι ουδέτερο, δεν είναι ουδέτερο ούτε το ''άλλο''. Είναι αναγκαίο, κατά την Ιrigaray, λοιπόν, να επισημάνουμε τη σεξουαλική ιδιαιτερότητα του ''άλλου'' έναντι της ανάγκης αυτοπροσδιορισμού  σε σχέση με το ανδρικό υποκείμενο, αναιρώντας την έννοια της καθολικότητας και της ουδετερότητας του υποκειμένου.

Απαραίτητη προϋπόθεση για να αναλάβει η γυναίκα τη θέση του υποκειμένου είναι η δυνατότητά της να μιλάει ως γυναίκα (''parler femme''). Tο στοιχείο αυτό θα της επιτρέψει να καταστεί ομιλούν υποκείμενο, χωρίς τη μεσολάβηση του ανδρικού υποκειμένου. Η Irigaray πρέπει στο σημείο αυτό να αποφύγει τον κίνδυνο ανδροποίησης, καθώς και τον κίνδυνο αντικειμενοποίησης της γυναίκας κατά τη διαδικασία του ''parler femme''.

Η Irigaray επεξεργάζεται τα αντιθετικά  ζεύγη (μορφή/ύλη, εαυτός/άλλος άνδρας/γυναίκα) και τα διαρρηγνύει, υποδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο η μια πλευρά αποκλείει και καθορίζει την άλλη. Ταυτόχρονα, εκφράζει μια διαφορετική φωνή, βάσει της οποίας η γυναίκα υποκειμενικοποιείται και παύει πλέον να αποτελεί το ''άλλο'' του ανδρικού υποκειμένου.

Για να καταστεί η γυναίκα ομιλούν υποκείμενο χωρίς να παγιδευτεί στη θέση του ανδρικού υποκειμένου, η Irigaray πρέπει να απαντήσει στο εξής ερώτημα: ''τι θα συνέβαινε αν το αντικείμενο άρχιζε να μιλάει;'' Παράλληλα, προβαίνει σε μια άρση των αντιθετικών ζευγών που συνθέτουν τη δυτική μεταφυσική σκέψη (π.χ. σώμα/πνεύμα), αρνούμενη να διαχωρίσει τη γυναίκα-υποκείμενο από την υλική, σωματική της υπόσταση.

Η ίδια η δυτική φιλοσοφική σκέψη ως πλαίσιο ιδεών είναι προβληματική, καθώς δημιουργεί αντιθέσεις όπου το ένα μέρος ελέγχεται από το άλλο, μέσω της ''λογικής του ομοίου''. Βάσει της ''λογικής του ομοίου'', η γυναίκα προσδιορίζεται με γνώμονα τη διαφορά της απο το ανδρικό υποκείμενο, τοποθετούμενη με τον τρόπο αυτό στη θέση του ''άλλου''. Λύση για την Irigaray, όμως, δεν αποτελεί η αντιστροφή τις ιεραρχικής σχέσης μεταξύ των φύλων, η αντικατάσταση δηλαδή της πατριαρχίας από τη μητριαρχία ή ο προσδιορισμός του άνδρα βάσει του γυναικείου υποκειμένου, αφού ένα τέτοιο εγχείρημα απλώς θα επαναλαμβάνει τις αντιθετικές κατασκευές. Εκείνο που προτείνει είναι η πλήρης εξάλειψη των αντιθετικών ζευγών από τη δυτική φιλοσοφία.

Σύμφωνα με την Ιrigaray, υπάρχουν δύο διαφορετικά υποκείμενα, κανένα από τα οποία δεν ενσαρκώνει την ιδέα της καθολικότητας.

Η Ιrigaray δεν προσπαθεί να αποδείξει ότι η γυναίκα είναι εξίσου λογική με τον άνδρα, αλλά διατυπώνει ερωτήματα γύρω από τη διάκριση του πνεύματος από την ύλη, από το σώμα και ως εκ τούτου από το ''γυναικείο'' και το ''θηλυκό''. Σκοπός της είναι να μετασχηματίσει τη δυτική φιλοσοφική σκέψη και να αποδομήσει την ανδρική κυριαρχία εντός αυτής.

Η δυτική σκέψη, εκτός από το ότι τοποθέτησε τη γυναίκα ως αντικείμενο, ως ''άλλο'' του ανδρικού υποκειμένου, υποβάθμισε και αντικατέστησε τη σημασία της γέννησης από μια μητέρα. Για να αναλάβει η γυναίκα τη θέση του υποκειμένου πρέπει να αναδειχθεί ο ρόλος της γέννησης, η εξάρτηση της ύπαρξης από τη σχέση που αναπτύσσεται με το μητρικό σώμα. Εάν δεν αναδειχθεί η σχέση αυτή, η σεξουαλική διαφορά μεταξύ των ανθρώπινων όντων και ως εκ τούτου η διαφορά της ίδιας της γυναίκας θα παραμείνουν ανέκφραστες. Η επιμονή, ωστόσο, στην ανάδειξη της σημασίας της γέννησης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη διαιώνιση της αντίληψης που ταυτίζει τη γυναίκα με την άσκηση των μητρικών καθηκόντων και την υποβαθμίζει σε αντικείμενο εκπληρούν αναπαραγωγικές λειτουργίες.

Στα πλαίσια του υλομορφικής παράδοσης, η μορφή επιβάλλεται στην ακατέργαστη ύλη. Οι δυνάμεις που μορφοποιούν την παθητική και αδρανή ύλη συνδέονται με το ανδρικό υποκείμενο, ενώ η δεκτική σχηματοποίησης ύλη παραπέμπει στη γυναικεία φιγούρα. Για να ανγνωριστεί η γυναίκα ως υποκείμενο και η ικανότητα του γυναικείου σώματος να γεννά, πρέπει να αναθεωρηθεί η έννοια της ύλης, να αποδεσμευτεί από την παθητικότητα και να αναδειχθεί η δυνατότητά της να προσδίδει μορφή.

Σύμφωνα με την Ιrigaray, επομένως, υπάρχουν δύο διαφορετικά υποκείμενα, κανένα από τα οποία δεν ενσαρκώνει την ιδέα της καθολικότητας. Δεν υφίσταται πλέον ένα υποκείμενο που δομείται μέσω του αποκλεισμού του ''άλλου'' του, αλλά δύο υποκείμενα που προσδιορίζονται με βάση τη σεξουαλική διαφορά και τη σχέση τους με την ετερότητα (''otherness'').

Στο σπήλαιο

Η αλληγορία του σπηλαίου περιλαμβάνεται στο έργο του Πλάτωνα, ''Πολιτεία'' και αποτελεί μια προσπάθεια τεκμηρίωσης της θεωρίας των ιδεών. Σύμφωνα με τον μύθο, μια ομάδα ανθρώπων βρίσκονται αλυσοδεμένοι (''δεσμώτες'') εντός μιας υπόγειας σπηλιάς. Οι δεσμώτες δεν δύνανται να στρέψουν τα κεφάλια τους ούτε δεξιά ούτε αριστερά ούτε βέβαια και πίσω, αλλά κοιτούν μόνο ευθεία μπροστά. Πίσω τους καίει μια φωτιά, ενώ ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες υψώνεται ένα τοιχάκι. Κοντά στο τοιχάκι αυτό, άνθρωποι μεταφέρουν πράγματα κάθε λογής τα οποία προεξέχουν. Άλλοι από αυτούς μιλούν και άλλοι μένουν σιωπηλοί. Οι δεσμώτες δεν έχουν αντικρύσει τίποτε άλλο εκτός από τις σκιές των πραγμάτων που αντανακλώνται στον τοίχο της σπηλιάς ακριβώς μπροστά τους. Πιστεύουν, λοιπόν, ως αληθινό τις σκιές που προβάλλονται μπροστά τους. Αν κάποιος από τους δεσμώτες απελευθερωθεί από τις αλυσίδες που τον κρατούν παγιδευμένο, θα κοιτάξει πίσω του προς το φως και θα κατευθυνθεί προς την έξοδο της σπηλιάς. Ο δρόμος θα είναι ανηφορικός και κακοτράχαλος και κάποιοι θα γυρίσουν πίσω. Εκείνοι, όμως, που θα βγουν από τη σπηλιά θα αντικρύσουν τον Ήλιο που συμβολίζει το Αγαθό. Μόλις συνηθίσουν τα μάτια τους στο φως, θα συνειδητοποιήσουν πως ό, τι υπήρχε εντός της σπηλιάς δεν ήταν παρά προβολές, αναπαραστάσεις της αλήθειας. Οι πρώην δεσμώτες οφείλουν να επιστρέψουν στη σπηλιά και να ελευθερώσουν τους συντρόφους τους. Το εσωτερικό της σπηλιάς συμβολίζει τα αισθητά πράγματα που αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι με τις αισθήσεις τους, ενώ ο Ήλιος, το Αγαθό συμβολίζει την αλήθεια, τον κόσμο των ιδεών. Οι δεσμώτες συμβολίζουν τους ανθρώπους που εγκλωβίζονται σε ό, τι αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις τους, ενώ οι απελευθερωμένοι δεσμώτες είναι οι φιλόσοφοι που έχουν χρέος να διδάξουν τους υπόλοιπους ανθρώπους και να τους υποδείξουν τον δρόμο προς το Αγαθό, προς την αλήθεια.

Η Ιrigaray αντιλαμβάνεται το σπήλαιο ως συμβολισμό της γυναικείας μήτρας (υστέρα). Όπως η ζωή του ανθρώπου αρχίζει στο σκοτάδι της μήτρας, έτσι και το ταξίδι προς τη γνώση αρχίζει μέσα από τη σκοτεινή σπηλιά

Το βιβλίο της Irigaray ''The Speculum of the other woman'' βασίζεται στο Μύθο του Σπηλαίου από την Πολιτεία του Πλάτωνα. Ο όρος ''speculum'' μεταφράζεται ως κοίλος καθρέφτης που χρησιμοποιείται για την εξέταση, κυρίως τη γυναικολογική, του εσωτερικού των σωμάτων. Οι κοίλοι καθρέφτες έχουν την ιδιότητα να αντιστρέφουν καθέτως τα αντικείμενα που απεικονίζουν. Το ''speculum'' εκφράζει τα διαστροφικά αποτελέσματα που η δυτική σκέψη έχει συνδέσει με τη γυναικεία φιγούρα. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η γυναίκα αποτελεί την ενσάρκωση της ύλης, της σωματικότητας που διαφθείρει και μολύνει το αγνό πνεύμα. Εκτός, όμως, από την ικανότητά της να παραμορφώνει κατέχει και τη δύναμη να μετασχηματίζει, μια δύναμη που μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα οπτική σχετικά με την ύλη και τη μορφή, το σώμα και το πνεύμα. Ο κοίλος αυτός καθρέφτης, λοιπόν, συμβολίζει την αντικειμενοποίηση της γυναίκας και την ενοχοποίησή της για τη διαστροφή της αληθινής μορφής. Η Ιrigaray αντιλαμβάνεται τον τοίχο της σπηλιάς του Πλάτωνα ως κοίλο καθρέφτη στον οποίο αποδίδει την ιδιότητα της ανατρεπτικής  και παραγωγικής απομίμησης. Η αντανάκλαση αυτή δεν αποτελεί μια απλώς παθητική διαδικασία. Η φράση ''of the other woman'' έχει διττή σημασία: αφενός αποδίδει τη θέση της γυναίκας ως αντικειμένου, ως άλλου του άνδρα, αφετέρου διατυπωμένη θετικά εκφράζει την ετερότητα της γυναίκας ως προς το ανδρικό υποκείμενο με βάση τη σεξουαλική της διαφορά. Η δυτική φιλοσοφία προκρίνει ένα υποκείμενο (ανδρικό) ως ιδανικό σύμφωνα με το οποίο προσδιορίζονται τα λοιπά αντικείμενα. Είναι η ίδια η ''λογική του ομοίου'' που καθιστά αδύνατη τη θεμελίωση της σεξουαλικής διαφοράς.

Ο Πλάτωνας διαχωρίζει την αλήθεια από το φαίνεσθαι και το είναι από το γίγνεσθαι, χρησιμοποιώντας στην αλληγορία του μια σειρά από σωσίες (π.χ. σκιές και αληθινή φύση των πραγμάτων, φωτιά και Ηλιος). Ο Ήλιος που συμβολίζει το  Αγαθό, το θείο τοποθετείται στη διήγηση ως πατέρας των απογόνων που πλάθονται καθ' ομοίωσή του. Τοποθετώντας το Αγαθό ως αιτία γενέσεως των πάντων, ως τον ιδανικό ''πατέρα'' όλων, η μεταφυσική αντικαθιστά τη γέννηση των όντων από μία μητέρα.

Η Ιrigaray αντιλαμβάνεται το σπήλαιο ως συμβολισμό της γυναικείας μήτρας (υστέρα). Όπως η ζωή του ανθρώπου αρχίζει στο σκοτάδι της μήτρας, έτσι και το ταξίδι προς τη γνώση αρχίζει μέσα από τη σκοτεινή σπηλιά. Όπως ο άνθρωπος γεννιέται περνώντας από το σώμα της μητέρας στον εξωτερικό κόσμο, έτσι και ο δεσμώτης ξαναγεννιέται περνώντας από το σπήλαιο στη λιακάδα. Η σπηλιά-μήτρα αναπολεί τη γέννησή μας από τη μητέρα και υπονοεί ότι η πνευματική μετάβαση προς τη γνώση και την αλήθεια απαιτεί την εγκατάλειψη του σώματος. Το σώμα χαρακτηρίζεται ως φθαρτό, ως φυλακή της ψυχής, ενώ το γυναικείο σώμα ειδικότερα συμβολίζει την άγνοια και την ψευδαίσθηση. Ενώ μέσω της γέννησης το ανθρώπινο ον εγκαταλείπει τη μητρική του προέλευση, μέσω της μετάβασης από τη σπηλιά στον αληθινό κόσμο το ανθρώπινο ον συναντά τις ρίζες του. Η γέννηση, δηλαδή, εκ της μήτρας εντοπίζεται εντός του Αγαθού. Ο Πλάτων, αντί να αναγνωρίσει την έναρξη της ζωής στη γέννηση, αναζητεί μια αναγέννηση της ψυχής μέσα από τον σωματικό θάνατο. Πραγματοποιείται, επομένως, μια οικειοποίηση, μια αντικατάσταση και μια απαξίωση του μητρικού στοιχείου κατά τη διαδικασία της γέννησης. Το σώμα της μητέρας μετατρέπεται σε αδρανές δοχείο, σε ακατέργαστη ύλη, ενώ η ίδια η σπηλιά τοποθετεί την έναρξη της ζωής στη γέννηση από τη μήτρα, τονίζοντας την ικανότητα της μητέρας να γεννά και να μορφοποιεί.

Σύμφωνα με την Ιrigaray, οι ιδέες, που αποτελούν την προέλευση των πάντων, και όχι η σπηλιά, εκπροσωπούνται από τη μεταφορά της μήτρας. Η μήτρα αντικαθίσταται από τις ιδέες, από το Αγαθό, ενώ η δύναμη της γέννησης εκπορεύεται πλέον από τον πατέρα.

Η τοπολογία του σπηλαίου χαρακτηρίζεται από πλήθος ανατροπών. Για παράδειγμα, εκείνο που εμφανίζεται μπροστά στους δεσμώτες παρουσιάζεται στο πίσω τοιχάκι της σπηλιάς, ενώ η φωτιά και τα πράγματα που βρίσκονται πίσω από τους δεσμώτες υπήρχαν πριν τις αντανακλάσεις που οι δεσμώτες βλέπουν πρώτα. Επίσης, ο Ήλιος που ως πηγή της ζωής και της αλήθειας πρέπει να προηγείται, ο απελευθερωμένος δεσμώτης είναι το τελευταίο που αντικρύζει (μετατόπιση πρότερου-ύστερου). Οι αντανακλάσεις (ύστερον) στον τοίχο της σπηλιάς τοποθετούνται ενώπιον των δεσμωτών (πρότερον). Με τον τρόπο αυτό, η υστέρα (μήτρα) παρουσιάζεται ως κάτι που έρχεται νωρίτερα ως πρότερο. Η μορφολογία, λοιπόν, της σπηλιάς μας απομακρύνει απ΄το Αγαθό και μας οδηγεί πίσω στις μητρικές ρίζες.

Ο ήλιος και κατ' επέκταση η Ιδέα του Αγαθού δεν είναι μόνο χρονικώς, αλλά και αιτιωδώς πρότερο, ενσαρκώνοντας την αιτία των πάντων. Αποτέλεσμα αυτού του είδους της προτεραιότητας είναι και η οικειοποίηση από το Αγαθό της μητρικής ιδιότητας να γεννά και να προσδίδει μορφή.

Η σχέση μεταξύ αυθεντικού (Αγαθού) και απογόνου παρουσιάζεται από τον Πλάτωνα με όρους μίμησης, ενσαρκώνοντας με τον τρόπο αυτό τη ''λογική του ομοίου'' (δημιουργία πραγμάτων καθ' ομοίωση του Αγαθού). H Irigaray διασπά τη λογική αυτή, αποδεικνύοντας ότι η σχέση μεταξύ αυθεντικού και αντιγράφου είναι εξαιρετικά ρευστή, καθώς είναι αδύνατο να διακρίνει κανείς ποιος έχει δημιουργηθεί καθ' ομοίωση ποιου, κατά πόσο ο εξωτερικός κόσμος είναι εμπνευσμένος από τον εσωτερικό κόσμο της σπηλιάς και το αντίστροφο.

Σύμφωνα με την ανάλυση της Ιrigaray, η μήτρα χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά για να υποστηριχθεί η διαδικασία μιας πνευματικής αναγέννησης. Η ιδέα του Αγαθού οικειοποιείται, έτσι, την ικανότητα της μητέρας να γεννά και να προσδίδει μορφή, χρησιμοποιώντας τη σπηλιά/μήτρα ως υλικό προς υποστήριξη αυτής της παραγωγής μέσω της αντανάκλασης των σκιών των πραγμάτων στον τοίχο της σπηλιάς. Η Ιrigaray αποδομεί την αντίληψη που θέλει το μητρικό υλικό/σπηλιά παθητικό και αδρανές, επισημαίνοντας την ικανότητά του να μετατρέπει τις Ιδέες σε αισθητά πράγματα.

Το εσωτερικό της σπηλιάς, κατά την Ιrigaray, συμβολίζει τον κίνδυνο να παγιδευτεί κανείς σε ένα γοητευτικό παίγνιο ψευδαισθήσεων. Συνδέοντας, λοιπόν, τη σπηλιά με τη μήτρα, επισημαίνει ότι ο δυτικός πολιτισμός είναι πλήρης εικόνων γοητευτικών, παθητικών γυναικών που παρασύρουν απρόσεκτους άνδρες από το Καλό και την Αλήθεια. Η παρουσίαση των σκιών στον τοίχο της σπηλιάς (μήτρα) δεν είναι παρά μια παθητική αντανάκλαση. Η ικανότητα της μητέρας να γεννά ανήκει στη σφαίρα των αισθήσεων και ελέγχεται από ''θεία σχέδια'' (ιδέα του Αγαθού). Η γέννηση είναι ένα αντίγραφο της αναγέννησης που ανήκει στην ιδέα του Αγαθού. Παρ' όλα αυτά, η Ιrigaray υποστηρίζει οι καθρέφτες ποτέ δεν αναπαράγουν απλώς, αλλά ταυτόχρονα μετασχηματίζουν και αντιστρέφουν, διαφοροποιώντας το αντικείμενο που εμφανίζεται.

Η Ιrigaray μας προτρέπει να καλλιεργήσουμε τη διαφορά, αφήνοντας χώρο στη γυναίκα ως σεξουαλικό υποκείμενο και δημιουργώντας σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, όπου κανένα από τα δύο δεν θα επιδιώκει να οικειοποιηθεί το άλλο.

Η Ιrigaray επεξεργάζεται και αποδομεί τους όρους που συνθέτουν τη δυτική φιλοσοφική σκέψη. Η δυτική φιλοσοφία στηρίζεται σε ζεύγη αντιθετικά: ψυχή/σώμα, ύλη/μορφή, άνδρας/γυναίκα. Τα μέρη των αντιθετικών αυτών σχημάτων αλληλοεξαρτώνται και το ένα προσδιορίζεται με βάση το άλλο. Το ένα μέρος, δηλαδή, προσδιορίζεται και αποκτά υπόσταση μέσω του αποκλεισμού του άλλου. Επομένως, κάποιο από τα δύο ενσαρκώνει το υποκείμενο και κάποιο το αντικείμενο, το άλλο βάσει του οποίου ορίζεται το υποκείμενο. Στο αντιθετικό ζεύγος άνδρας/γυναίκα, ο άνδρας συνιστά υποκείμενο και η γυναίκα αντικείμενο. Ο άνδρας ορίζεται μέσω του αποκλεισμού της γυναίκας. Η γυναίκα, στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφικής σκέψης, ενσαρκώνει το αντικείμενο, το άλλο του άνδρα, την ψευδαίσθηση που υποστηρίζει την ύπαρξη του ανδρικού υποκειμένου. Για να καταστεί, όμως, η γυναίκα ομιλούν υποκείμενο δεν αρκεί η απλή αντιστροφή των όρων, η αντικαστάση, δηλαδή, της πατριαρχίας από τη μητριαρχία ή η υπερτέρηση του σώματος έναντι του πνεύματος. Τη λύση θα έδινε μια εκ θεμελίων αναθεώρηση της δυτικής φιλοσοφίας και η εξάλειψη των ίδιων των αντιθετικών ζευγών. Είναι αναγκαία μια νέα αφήγηση που δεν θα στηρίζεται σε ζεύγη αντιθετικά των οποίων το ένα μέρος για να υπάρξει πρέπει να αποκλείσει το άλλο, αλλά θα αναγνωρίζει δυο διαφορετικά και ανεξάρτητα μεταξύ τους υποκείμενα, δυο διακριτά όντα. Για να μεταβεί η γυναίκα από τη θέση του αντικειμένου στη θέση του υποκειμένου πρέπει να αναγνωριστεί η σεξουαλική της διαφορά και οι ιδιαιτερότητές της. Μόνο με τον τρόπο αυτό, θα απεγκλωβιστεί από το παθητικό της στάτους και θα φθάσει στο σημείο να έχει δική της γλώσσα, γραφή και έκφραση.

Στον Πλάτωνα, ο θεός-πατέρας οικειοποιείται τη μητρική ιδιότητα και ο ρόλος της γυναίκας αποσιωπάται. Η γυναίκα ταυτίζεται με το τοίχωμα της σπηλιάς, όπου προβάλλονται οι σκιές των πραγμάτων, όπου δημιουργούνται οι ψευδαισθήσεις.

H Irigaray επεξεργάζεται τη σεξουαλική διαφορά κατά την οποία δεν υπάρχουν μόνο δύο διαφορετικά υποκείμενα, αλλά και δύο διαφορετικές μη συμμετρικές διαδικασίες συγκρότησης του εαυτού. Τα σεξουαλικά υποκείμενα δεν θα πρέπει να είναι δύο εκδοχές του αυτού υποκειμένου, όπου το ένα θα δημιουργεί το άλλο μέσω μιας λογικής του ομοίου. Αν απλά πολλαπλασιάσουμε έναν αριθμό διαφορετικών υποκειμένων, χωρίς να πολλαπασιάσουμε τις διαδικασίες της συγκρότησής τους, τότε θα καταλήξουμε απλά στην αναπαραγωγή πανομοιότυπων εκδοχών του ανδρικού υποκειμένου. Η σεξουαλική διαφορά ως οντολογική διαφορά μας οδηγεί στη θεώρηση δύο διακριτών υποκειμένων, με διακριτές διαδικασίες συγκρότησης.

Τα ''δύο'' υποκείμενα δεν σημαίνουν έναν απλό διπλασιασμό. Ο αριθμός ''δύο'' δεν είναι ικανός να ορίσει τη σεξουαλική διαφορά, αφού η σεξουαλική διαφορά δεν μπορεί να αποδοθεί αριθμητικά. Είναι λάθος να προσπαθεί κανείς να υπολογίσει μια διαφορά άλλης φύσεως από αυτήν που μπορεί να περιγραφεί. Μια οντολογία βασισμένη στην ύπαρξη δύο υποκειμένων παραμένει μη μετρήσιμη.

Η Ιrigaray μας προτρέπει να καλλιεργήσουμε τη διαφορά, αφήνοντας χώρο στη γυναίκα ως σεξουαλικό υποκείμενο και δημιουργώντας σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, όπου κανένα από τα δύο δεν θα επιδιώκει να οικειοποιηθεί το άλλο.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Χρύσα Χαρίση