Στο προηγούμενο τεύχος μας (που για τα δεδομένα μας είχε πολύ ικανοποιητική κυκλοφορία και επιπλέον παρουσιάστηκε και συζητήθηκε σε στέκια και κοινωνικούς χώρους όχι μόνο της Αθήνας, αλλά και της Θεσσαλονίκης, των Ιωαννίνων και της Μυτιλήνης) προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη, καθώς τα εργαλεία και τα τεχνικά μέσα ενσαρκώνουν και φέρουν εντός τους, ήδη από τον ίδιο τους τον σχεδιασμό, αξίες, φαντασιακές σημασίες, πολιτικές επιλογές και στοχεύσεις. Μιλώντας για την εποχή μας, επισημάναμε ότι μια βασική «συνιστώσα» των αξιών που συμπυκνώνονται στα σύγχρονα τεχνουργήματα έχει να κάνει με το «πνεύμα του νεοφιλελευθερισμού»: επέκταση της οικονομικής λογικής εκτός του στενά οριζόμενου πεδίου της οικονομίας, διάχυση της μετρησιμότητας, της υπολογισιμότητας και της αποτελεσματικότητας σε κάθε πλευρά του βίου, αναγόρευση του ανταγωνισμού σε βασική αρχή των ανθρώπινων σχέσεων και της επιχείρησης σε κυρίαρχη μορφή οργάνωσης της ζωής...[1] Ταυτόχρονα, υπογραμμίσαμε ότι η προσέγγισή μας στο ζήτημα της τεχνολογίας θα ήταν κατεξοχήν «ανθρωπολογική», θα εστίαζε δηλαδή στο πώς τα τεχνολογικά εργαλεία αλλάζουν τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι διαμορφώνονται ως υποκείμενα, στο ποιοι ανθρωπολογικοί τύποι παράγονται και κυριαρχούν σε μια κοινωνία, στο ποιες δεξιότητες καλλιεργούνται και ποιες μαραζώνουν – σημεία αδιαχώριστα από τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι σχετίζονται μεταξύ τους. Το αν οι αρχικές προθέσεις μας βρήκαν τον στόχο τους και σε ποιον βαθμό, δεν μπορούμε να το κρίνουμε οι ίδιοι· μπορούμε όμως να πούμε ότι το παρόν τεύχος, που επικεντρώνεται ρητά στον νεοφιλελευθερισμό και την ανθρωπολογία, έρχεται κατά κάποιον τρόπο ως συνέχεια, περαιτέρω επεξεργασία και εκ νέου πραγμάτευση των προβληματισμών που άνοιξαν με το προηγούμενο.
[…]
«Ο» νεοφιλελευθερισμός: προβλήματα διάγνωσης
Ας ξεκινήσουμε από μια παραδοχή, που μπορεί να φαίνεται αυτονόητη, αλλά είναι χρήσιμο να την υπενθυμίζει κανείς πού και πού στον εαυτό του. Ο νεοφιλελευθερισμός, με την έννοια ενός ομοιόμορφου, πάγιου και άπαξ καθορισμένου φαινομένου, δεν υπάρχει. Αυτό συμβαίνει τόσο λόγω της ιστορικότητας του νεοφιλελευθερισμού,[2] όσο και λόγω των διαφορετικών αντιστάσεων, περιστάσεων και ευκαιριών που συναντά το νεοφιλελεύθερο πνεύμα στις διαφορετικές χώρες, στην επαφή του με ποικίλους ανθρώπους, τόπους και πολιτισμούς. Όπως σημειώνει η Béatrice Hibou, και όπως άλλωστε αναγνωρίζουν με τον τρόπο τους και οι ίδιοι οι ειδικοί του μάνατζμεντ,[3] «η νεοφιλελεύθερη εξουσία δεν αποκτά την ιδιαίτερή της ένταση και το ιδιαίτερό της “νόημα” παρά μόνο εντός ενός συγκεκριμένου συγκειμένου, εντός των σχέσεων ισχύος, εντός των τροπικοτήτων της ενσάρκωσης στην καθημερινή ζωή, εντός των φαντασιακών και των αντιλήψεων» που προσιδιάζουν σε κάθε κοινωνία.[4]
Έχοντας αυτό κατά νου, οφείλουμε εντούτοις να προχωρήσουμε στη διερεύνηση ορισμένων κεντρικών στοιχείων που συνέχουν τη σύγχρονη ζωή και τα οποία μπορούμε να ξεχωρίσουμε, μέσα από την πληθώρα των διαφορετικών μορφών και συγκειμένων, ως χαρακτηριστικά του πνεύματος και της πρακτικής του νεοφιλελευθερισμού. Θέτοντας αυτόν τον στόχο και ρίχνοντας μια ματιά στην πλειονότητα των σχετικών αναλύσεων, θα διαπιστώσουμε την ύπαρξη αυτού που ο Christian Laval και ο Pierre Dardot αποκαλούν πρόβλημα διάγνωσης του φαινομένου.[5] Έτσι, σε σχετικές συζητήσεις αλλά και δημοσιεύσεις, ο νεοφιλελευθερισμός παρουσιάζεται συχνά ως ένα οικονομικό δόγμα, το οποίο ασκείται μέσα από την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, την απορρύθμιση της οικονομίας και την παγκοσμιοποίηση των αγορών και οι διαβολικοί θιασώτες του οποίου παίρνουν αποφάσεις πίσω από τις κλειστές πόρτες τεράστιων και απρόσιτων θεσμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το νεοφιλελεύθερο παιχνίδι υποτίθεται ότι παίζεται κάπου αλλού, πίσω από τις πλάτες μας.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε τη μερική αλήθεια ορισμένων από τις παραπάνω αντιλήψεις, όπως λόγου χάρη αυτής που τονίζει τον κρίσιμο ρόλο των διεθνών θεσμών, θα τονίσουμε εκ νέου την κομβικότητα της ανθρωπολογικής ματιάς, της διερεύνησης, με άλλα λόγια, της νεοφιλελεύθερης θέσμισης του υποκειμένου. Είναι προφανές ότι ο νεοφιλελευθερισμός, τόσο ως οικονομική πολιτική όσο και ως συνολική θεώρηση για τη ζωή, δεν μπορεί να στερεωθεί και να λειτουργήσει παρά μόνο μετασχηματίζοντας τον τρόπο που οι άνθρωποι σχετίζονται με τον εαυτό τους, τον κόσμο και τους άλλους· χωρίς έναν τέτοιο μετασχηματισμό, που μας εμπλέκει και μας αφορά όλους, οι μεγάλες νεοφιλελεύθερες δομές θα παρέμεναν κενές και θα αδυνατούσαν να συγκροτήσουν μια πραγματική δύναμη.
Αν λοιπόν, σύμφωνα με μια γραμμή σκέψης που βρίσκουμε ενδιαφέρουσα και στην οποία θα επανέλθουμε, η νεοφιλελεύθερη λογική χαρακτηρίζεται από τη διάχυση των τροπικοτήτων της οικονομίας (επενδυτικού στυλ νοοτροπία ως μοτίβο συσχετισμού με πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, οικονομικού τύπου εργαλειοποίηση στο όνομα κάθε είδους ανάπτυξης, μετρησιμότητα, αποτελεσματικότητα, διαχείριση, στοχοθεσία, ανταγωνιστικότητα...) σε κάθε πλευρά του κοινωνικού βίου,[6] πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας ακριβώς στους τρόπους με τους οποίους η ζωή μας, στις πιο μικρές, φαινομενικά ασήμαντες και μη πολιτικές πτυχές της, μεταμορφώνεται με βάση αυτή τη λογική.
[...]
Η δική μας ανθρωπολογία
Αν όμως ο νεοφιλελευθερισμός εισβάλλει τόσο στον τρόπο που υπάρχουμε ως άνθρωποι, όσο και στον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε, τότε μήπως ήρθε το τέλος; Μήπως δεν υπάρχει «έξω» από το «σύστημα», μήπως ό,τι και να πούμε ή να κάνουμε είναι καταδικασμένο να το αναπαράγει;
Απέχουμε φιλοσοφικά πάρα πολύ από μια τέτοια αντίληψη, η οποία βλέπει την πραγματικότητα, ακόμη κι αν πρόκειται για την ηγεμονεύουσα πραγματικότητα, σαν ένα χαλύβδινο και ενιαίο όλο, από το οποίο λείπει κάθε ρήγμα, κάθε διάκενο. Όμως έχουμε και πρακτικούς λόγους για να πιστεύουμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν επικρατεί κι ούτε θα επικρατήσει πλήρως. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα το οποίο μας έκανε να γελάσουμε, όταν το συναντήσαμε. Πριν από ένα μικρό διάστημα, το ελληνικό παράρτημα μιας πολυεθνικής εταιρείας αποφάσισε να πραγματοποιήσει μια σειρά βίντεο στο Youtube, όπου διάφοροι νεοφιλελεύθεροι άνθρωποι (πώς αλλιώς να τους χαρακτηρίσει κανείς;) μιλούσαν για την «25η ώρα» τους· δουλεύοντας του σκοτωμού από το πρωί μέχρι το βράδυ, ξυπνώντας απελπιστικά νωρίς, όντας κάθε στιγμή διασυνδεδεμένοι και stand by για το ενδεχόμενο να έρθει κάποιο σημαντικό μήνυμα στα απειράριθμα messenger του τάμπλετ ή του έξυπνου κινητού, κατάφερναν παρ’ όλα αυτά να ξεκλέβουν μία ώρα για να κάνουν «αυτό που αγαπούν». Τα σχόλια των χρηστών κάτω από τα βίντεο –ένας «τόπος» που συχνά σε γεμίζει απελπισία– αποδείχτηκαν αυτή τη φορά πηγή χαράς! «Συλλυπητήρια», «ζωή είναι αυτή;», «μπράβο, ηλίθιε», «είστε βαμπίρ»...
[...]
Θα λέγαμε λοιπόν ότι η επιδίωξη και ο αγώνας για μια διαφορετική, πιο ελεύθερη, δίκαιη και ίση κοινωνία δεν μπορεί παρά να περάσει και μέσα από την ανθρωπολογική συγκρότηση όσων μάχονται γι’ αυτή και, δυνητικά, την αποτελούν. Αν εναντιωνόμαστε στον καπιταλισμό, τον νεοφιλελευθερισμό και τη γραφειοκρατία, τότε εξίσου, αν όχι περισσότερο, σημαντική με την αξιακή αντιπαράθεση προς αυτά τα μεγέθη είναι και η ανθρωπολογική αντιπαράθεση μαζί τους. Κάτι τέτοιο φτάνει πολύ βαθιά, εγγράφεται στις συνήθειές μας, στα βιώματά μας,[7] στο ίδιο μας το σώμα. Ο άνθρωπος μιας ελεύθερης ή αυτόνομης κοινωνίας δεν είναι ούτε μόνο, ούτε τόσο, το περίφημο αναστοχαστικό υποκείμενο – πράγμα που μπορεί κάλλιστα να ισχύει και για ένα (νεο)φιλελεύθερο άτομο. Είναι το υποκείμενο που στον τρόπο που τρέφεται, επικοινωνεί, μορφώνεται, γυμνάζεται, αγαπά και σχετίζεται, εκφράζει –άλλοτε ρητά, άλλοτε άρρητα– άλλες αξίες, γνώσεις, πρακτικές δεξιότητες και ευαισθησίες, που οργανώνουν διαφορετικά τις απαραίτητες λειτουργίες της ζωής, οι οποίες τώρα μονοπωλούνται από τις δυνάμεις του επιχειρείν και τους εκάστοτε αρμόδιους γραφειοκρατικούς φορείς. Ας θυμηθούμε για μία ακόμη φορά τον Μαξ Βέμπερ, πρώιμο πολιτικό ανθρωπολόγο,[8] που σημείωνε ότι άπαξ και εγκαθιδρυθεί, η γραφειοκρατία –θα μπορούσαμε χωρίς πρόβλημα σήμερα να πούμε: η νεοφιλελεύθερη γραφειοκρατία– εκθρονίζεται δυσκολότερα από κάθε άλλη μορφή εξουσίας, επειδή ο άνθρωπος φτάνει να εξαρτάται από αυτή ακόμη και για τις πιο καθημερινές του ανάγκες.
[...]
[1] Η στενή σχέση της σύγχρονης τεχνολογίας με τον νεοφιλελευθερισμό καθίσταται φανερή αν παρατηρήσει κανείς τον απολύτως κεντρικό ρόλο που αποδίδουν στην πρώτη διάφοροι γκουρού του νεοφιλελευθερισμού. Βλ. π.χ. τη συνέντευξη του Ντέιβιντ Ρόουαν, συγγραφέα του Non-bullshit innovation: radical ideas from the world’s smartest minds, στη Λίνα Γιαννάρου για την Καθημερινή, 13/10/2019, σ. 21: «Η καινοτομία πηγάζει από αληθινές ανάγκες και η Ελλάδα αναδύεται από μια περίοδο κρίσης. Υπάρχει κίνητρο να χτιστεί μια νέα γενιά εταιρειών που χρησιμοποιούν τα νέα τεχνολογικά εργαλεία.» Στη συνέχεια, ο Ρόουαν παρατηρεί ότι βλέπει στην Ελλάδα και την «αρχή ενός ισχυρού tech οικοσυστήματος».
[2] Εντελώς χονδρικά, ας σκεφτούμε πώς ξεκινά στον δυτικό κόσμο τη δεκαετία του 1970 με τον Ρήγκαν και τη Θάτσερ, ως ένα βίαιο και συγκρουσιακό κύμα ιδιωτικοποιήσεων και περιστολής του δημόσιου τομέα, για να περάσει –με όλες τις ενδιάμεσες μεταβάσεις, που δεν εξαφανίζουν ποτέ πλήρως τα προηγούμενα χαρακτηριστικά, και με όλες τις δυναμικές αλληλεπιδράσεις του με διάφορα ετερογενή ρεύματα– στις εφαρμοσμένες κρατικές πολιτικές που μεταρρυθμίζουν τους θεσμούς και τις ποικίλες πτυχές της καθημερινότητας, καθώς και στις διάφορες μορφές του cool, θετικού, ενεργητικού και ενίοτε εναλλακτικού μορφώματος που συναντάμε σήμερα.
[3] Βλ. π.χ. τις εργασίες των Trompenaars, Hofstede, Geesteland και Lewis για τον τρόπο που επιδρά η «κουλτούρα» στο επιχειρηματικό περιβάλλον.
[4] Béatrice Hibou, «Κατανοώντας τη νεοφιλελεύθερη γραφειοκρατία με τον Βέμπερ», υπό δημοσίευση σε τόμο για τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Μαξ Βέμπερ, επιμ. Γιάννης Κτενάς.
[5] Βλ. Pierre Dardot, Christian Laval, The new way of the world. On neo-liberal society, μτφρ. G. Elliot, Λονδίνο/Νέα Υόρκη: Verso, 2013, σ. 1-3. Το κείμενο του Κριστιάν Λαβάλ που συμπεριλάβαμε σε αυτό το τεύχος επιχειρεί από τη μεριά του να αποκαταστήσει αυτό το διαγνωστικό λάθος, εστιάζοντας στα χαρακτηριστικά του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου και παραπέμποντας στο προαναφερθέν βιβλίο.
[6] Βλ. Hibou, «Κατανοώντας τη νεοφιλελεύθερη γραφειοκρατία», ό.π. και Dardot, Laval, The new way of the world, ό.π., σ. 259 κ.ε., ιδίως το κεφάλαιο «The modeling of society by the enterprise».
[7] Αντίστροφα, στο κείμενό του που παρουσιάζεται στις σ. 105-124, ο Στέφανος Ρέγκας εξετάζει το συναίσθημα της διάχυτης νοσταλγίας για κάτι που δεν ζήσαμε εντάσσοντάς το στο γενικότερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο του ύστερου καπιταλισμού.
[8] Σχετικά με την επίδραση του Βέμπερ στην αγγλόφωνη ανθρωπολογία, βλ. Charles F. Keyes, «Weber and anthropology», Annual Review of Anthropology 31, 2002, σ. 233-255.