Kοχλάζει η οργή στους δρόμους. Και φτάνει για να αναβλύσει και σε δεκάδες, εκανοντάδες πες κειμένα για τον Παύλο Φύσσα.
Εδώ θα αποφύγουμε έναν δεκάρικο ακόμη.
Γέμισε ένα ποτήρι και πάμε μια βόλτα – να τα πούμε, καλύτερα, για την περιοχή του Φύσσα, εκεί που ίσως σε βγάλει ο δρόμος τις μέρες αυτές.
«Για την παλιά μου γειτονιά/ είναι αυτή η πενιά»
Λόγω ιδιοσυγκρασίας κυρίως και μετά λόγω γεωγραφίας, το Κερατσίνι, ενωμένο πια με την Δραπετσώνα σε σάρκα μία, ανήκει στον Πειραιά κι έτσι, από την Δραπετσώνα ως τον λόφο του Αγίου Γεωργίου, κι από την παλιά Γέφυρα του Ρεμπέτη και τα πρώην Βούρλα στον Άγιο Διονύση ώς το Ικόνιο ένας τόπος λογίζεται.
Η από εδώ πλευρά του Λιμανιού.
Το Κερατσίνι ποτέ δεν διεκδίκησε να γίνει, και δεν έγινε, ούτε κέντρο Πειραιά, Πειραική, ούτε Μικρολίμανο, ούτε Καστέλα ούτε Φρεαττύδα, ούτε και ίσως ούτε κανένα από τα μέρη που δείχνει κανείς στους τουρίστες και τους φίλους μας τους Αθηναίους όταν κατεβαίνουν στον Πειραιά πρώτη φορά.
Μια εργατούπολη είναι το Κερατσίνι κάτω από την σκιά του φουγάρου της ΔΕΗ. Ένας τόπος-Οδός Ονείρων, «...μικρός, ασήμαντος, λυπημένος, τυραννικός μα κι απέραντα ευγενικός», γειτονιές που δρέπουν για πληρωμή την δειλινή φωτιά που καίει, πότε, στην θαλασσινή γραμμή του ορίζοντα απ’την μεριά της Ιχθυόσκαλας.
Η από εδώ πλευρά του Λιμανιού
Με μηχανουργεία στα στενάκια -κατέβα στα Ταμπούρια και ακολούθησε τις παλιές γραμμές του τραμ-, παραδίπλα απ'το Ικόνιο και τον Σκαραμαγκά, με μικρά μαγαζάκια που παραβγαίνουν το ένα το άλλο στην κούρσα για το κλείσιμο. Άνθρωποι περήφανοι και φιλόξενοι, Πειραιώτες του μεροκάματου, του μόχθου και του αγώνα που κυνηγούν την ζωή τους δίπλα στους γείτονές τους.
Ξέρεις, λίγες οικογένειες εδώ δεν είναι απόγονοι ή συγγενείς προσφύγων από την Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Κωνσταντινούπολη. Πόσοι ξεριζωμένοι έφταναν με καραβιές στην Αμφιάλη, τα Ταμπούρια, τα Λιπάσματα και την Χαραυγή, ολόκληρες οικογένειες από τα Παράλια, την Τραπεζούντα, την Καππαδοκία, την Σινασό, από μέρη βασανισμένα με ονόματα βγαλμένα λες από ανατολίτικο ταξίμι.
Μια και μιλήσαμε για ταξίμια, στην Ανάσταση του Πειραιά έγινε η πρώτη ρεμπέτικη κομπανία από τον πατριάρχη Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιώργο Μπάτη, τον Ανέστη Δελιά από την Σμύρνη και τον Στράτο Παγιουμτζή από το Αϊβαλί. Εκεί και πιο πέρα, δίπλα στις ξύλινες παράγκες, ανακατεύτηκαν τα ήθη και τα έθιμα, οι ουσίες και τα οινοπνεύματα, οι μουσικές, οι κουλτούρες και τα δάκρυα. Γιατί δεν ήταν εύκολη η συνύπαρξη πάντα: «παστρικές» ανέβαζαν και κατέβαζαν στην αρχή τις Σμυρνιές πρόσφυγες οι ντόπιοι, πόρνες επειδή είχαν συνήθειο την τακτική ατομική καθαριότητα.
Και τα σπίτια για χρόνια συνέχισαν να είναι «...χαμηλά, σαν έρημοι στρατώνες» και τα όνειρα κι οι ζωές να μπερδεύονται και να γίνονται ένα. Οι άνθρωποι σύνθετοι στην ειλικρινή απλότητά τους, φιλότιμοι και τζαναμπέτηδες συνέχισαν να ανταλλάζουν καλημέρες βλέποντας τα άγουστα κτήνη των αντιπαροχών να σκεπάζουν τις αυλές και τα τσιμέντα να σκεπάζουν το χώμα, η ροή των πραγμάτων αναγκαία κι αβάσταχτη.
Και τί έχουν να κάνουν όλα αυτά με την μέρα, θα μου πεις.
Βαθιά οικονομική και ιδεολογική κρίση του κυρίαρχου, το εποικοδόμημα μοιράζει στιλέτα στους φασίστες – στιλέτα που δεν έχουν τίποτα το λογοτεχνικό. Ανοίγουν ανθρώπους, ξεσκίζουν ζωτικά όργανα, βάφονται κόκκινα. Μαύρα φίδια βγαίνουν από το αυγό τους κι επωάζονται και σκοτώνουν κι εμείς κυνηγάμε λεκτικά τεχνάσματα; Γιατί;
Γιατί στον τόπο αυτό, πριν καν υπάρξει θεσμικά κι αυτόνομα, μάθαιναν οι άνθρωποι ανέκαθεν μεσοτοιχία με τους νέους γείτονες, πρόσφυγες και μετανάστες παλιούς τότε, όψιμους σήμερα, μάθαιναν μ’όλες τις δυσκολίες να μοιράζονται τους στεναγμούς, τα τσιγάρα, την μυρωδιά από τα πατημένα νεράτζια στις γωνίες των δρόμων- που πιο άναρχοι κι ατσούμπαλοι δύσκολα βρίσκονται αλλού,
Το νερό θα φταίει...
Γιατί φυσάει κόντρα και αν από κάπου πρέπει να πιαστείς για να μην σε παίρνει ο άνεμος, πιάσου από την όμορφη κι απλή ιστορία αυτής της αστικής περιοχής του δυτικού Πειραιά .
Μιας περιοχής που φτιάχτηκε από ανθρώπους που ήρθαν από παντού και ρίζωσαν, και έρχονται ακόμη από παντού και ριζώνουν και τραγουδούν και δουλεύουν, αγαπούν και μικροπαρεξηγούνται, πίνουν και φιλιώνουν και το μίσος για τον Ξένο και τον Άλλο δεν χωράνε, τα ξερνάει αργά ή γρήγορα, σαν την «Ακρόπολη» που πέταγε με το ζόρι κάτω από την πόρτα κάποτε ο ρουφιάνος της γειτονιάς. Το νερό θα φταίει...
Και τα βράδια,
Τα βράδια κοιτάζουν την φωτιά στο λιμάνι
και θυμούνται.
«Κι ο ζών νεκρός της μνήμης μας/ μια πτήση στον αιθέρα/ στο χάος και στο όνειρο.../...απελπισία χορτάτος»;
Όχι.
Δεν σε γνώρισα από κοντά ποτέ και γι’αυτό δεν θα σου απευθυνθώ με το μικρό σου, Παύλο Φύσσα.
Το καλλιτεχνικό σου θα χρησιμοποιήσω Killah-P και αν από σένα έμεινε κάτι, πες το και σκόνη αστρική, ένα πράγμα να ξέρεις:
Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα, κακιά σκουριά δεν πιάνει.
Κι ας είναι τα μάρμαρα μετρημένα και άφθονο το φτηνό τσιμέντο και κάπου λίγο χώμα. Αυτό που πότισες.