Πριν μερικούς μήνες, ένας φίλος μου βρέθηκε σε κάποια εκκλησία για μια κηδεία. Εκεί συνάντησε έναν παλιό γνωστό του, ο οποίος είχε χάσει πριν κάποια χρόνια την αδελφή του. Πάνω στην κουβέντα λοιπόν, εξηγεί ο φίλος μου τον λόγο που βρισκόταν στην εκκλησία αντί για το κρεβάτι του στις οκτώ το πρωί μιας Κυριακής. Το ίδιο ασφαλώς κάνει και ο άλλος, λέγοντας: «Ήρθα να βρω τη μάνα μου που έχει φέρει αρτοκλασία.». Και συνεχίζει εμπιστευτικά: «Έχει γενέθλια σήμερα…». Ο τύπος αναφερόταν βέβαια στα γενέθλια της αποβιώσασας αδελφής του, αλλά ο φίλος μου κατάλαβε ότι μιλούσε για τη μάνα του, οπότε του κάνει: «Α, να την χαίρεσαι!»…
Εντάξει, δεν ήταν και το καλύτερο πράγμα που μπορούσε να πει, από την άλλη όμως είναι μία απόλυτα λογική και δικαιολογημένη παρεξήγηση. Εγώ όταν είχα ρωτήσει παλιότερα, όντας αφηρημένος, έναν μακρινό ξάδερφο πώς είναι οι γονείς του, γνωρίζοντας ότι και οι δύο έχουν πεθάνει από χρόνια, είχα σαφώς λιγότερα ελαφρυντικά… Μην με παρεξηγείτε, δεν είμαι κανένας αναίσθητος, απλώς το σόι της μάνας μου είναι τεράστιο ρε πούστη! Όποτε πηγαίνω στο χωριό συναντώ ξαδέρφια, θείους, θείες, ανίψια που καλά-καλά δεν ξέρω τι συγγένεια έχουν μεταξύ τους! Εδώ κάποιες φορές δυσκολεύομαι να συγκρατήσω τα ονόματά τους.
Οι περισσότεροι είναι άνθρωποι που βλέπω μία φορά το χρόνο, γνωρίζουμε ελάχιστα ο ένας για τον άλλον, στην ουσία δεν ενδιαφέρει και κανέναν να μάθει και κάτι παραπάνω, εκτός αν πρόκειται για κάποια πληροφορία σχετική με καμία αποτυχία του εκάστοτε λατρεμένου μακρινού συγγενή που τονώνει την αυτοεκτίμηση του ερωτώντος, απλώς είμαστε δέσμιοι των κοινωνικών συμβάσεων που υπαγορεύουν πως πρέπει να δείχνουμε ενδιαφέρον για τους συγγενείς μας, ασχέτως του πόσο καλά τους γνωρίζουμε. Συν τοις άλλοις, πρόκειται για ανθρώπους χωρίς κανένα ενδιαφέρον στη συντριπτική τους πλειονότητα, αφόρητα βαρετούς, με τους οποίους δεν μοιραζόμαστε κανένα κοινό.
Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξή μου όταν κάποια στιγμή συναντώ έναν από αυτούς στο χωριό και μου κάνει παράπονα μεταξύ σοβαρού και αστείου γιατί δεν τον είχα πάρει τηλέφωνο όταν είχα πάει πριν από κάμποσο καιρό μόνος στο εξοχικό μας με την κοπέλα μου! Πέρα από το γεγονός ότι δεν έχω το κινητό σου (όπως ούτε και συ άλλωστε), δεν έχω και καμία διάθεση να σε ενημερώσω πότε έρχομαι και πότε φεύγω, ειδικά από τη στιγμή που η μακρότερη συζήτησή μας δεν έχει ποτέ ξεπεράσει τα δύο λεπτά! Ασφαλώς δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο, απλώς έκανα κάποιο άβολο αστείο και άλλαξα κουβέντα…
Η συζήτηση αυτή με μετέφερε χρόνια πίσω, όταν όντας παιδάκι με σέρνανε οι γονείς μου σε επισκέψεις σε σπίτια ανθρώπων που δεν είχα ξαναδεί (αν είχαμε συναντηθεί μία φορά όταν ήμουν ενός έτους ή δύο, προφανώς δεν μετράει!) και μου τους σύστηναν με την εξής φράση που με στοιχειώνει ακόμη: «Θυμάσαι τη θεία Τάδε;» ΌΧΙ, και το ξέρουμε όλοι οι παρευρισκόμενοι! Δεν είναι δυνατόν να θυμάμαι ανθρώπους που συνάντησα όταν είχα ακόμη αντίληψη αμοιβάδας και ο χαιρετισμός μου ήταν να τους κατουρήσω τα χέρια όταν με σήκωναν αγκαλιά. Τότε ανεχόμουν αναγκαστικά το γαμημένο αυτό (και καλά χαϊδευτικό αλλά στην πραγματικότητα σαδιστικό) τσίμπημα στο μάγουλο από αγνώστους, τα φιλιά τίγκα στα σάλια από ηλικιωμένους (ήταν να μη γίνω υποχόνδριος μετά;) και τις ηλίθιες ερωτήσεις για το σχολείο ή για το αν ήμουν καλό παιδί (καλά, πόσο μαλάκας παίζει να είναι κανείς για να ρωτήσει ένα παιδάκι αν είναι καλό… Παίζει δηλαδή να σου πει, «όχι είμαι κωλόπαιδο και οι γονείς μου εύχονται να είχαν βάλει καπότα»;!; Είναι σαν να πηγαίνεις σε ταβέρνα και να ρωτάς «το κρασί σας είναι ωραίο;» -«Φίλε θα σου πω κάτι επειδή σε συμπάθησα, το κρασί είναι χάλια, αλλά ο διπλανός έχει ένα χύμα μούρλια! Εγώ στη θέση σου θα πήγαινα εκεί!»).
Τώρα όμως, είκοσι χρόνια μετά, κάθομαι και ανέχομαι τις ίδιες παπαριές από έναν άγνωστο που τυχαίνει να βγήκε από το σπέρμα του αδερφού της μάνας της μητέρας μου! Ε όχι ρε πούστη! Επειδή εσύ βαριέσαι τη ζωή σου και περιμένεις να περάσει κανένας γνωστός μπας και κουτσομπολέψεις λίγο και αποκτήσει νόημα η μέρα σου, πρέπει δηλαδή εγώ να υπομείνω την ανούσια παρέα σου ενώ έχω έρθει για να χαλαρώσω και να απομονωθώ; Μάλιστα μετά από την σύντομη αυτή στιχομυθία με τον προαναφερθέντα ξάδερφο θύμωσα με τον εαυτό μου επειδή για ένα δευτερόλεπτο όταν μου παραπονέθηκε ένιωσα ενοχές που δεν τον είχα πάρει τηλέφωνο! Ο απόλυτος παραλογισμός δηλαδή!
Εντάξει όμως, υπάρχουν και κάνα δυο άνθρωποι από το αχανές μου σόι που πράγματι συμπαθώ και εκτιμώ ακόμη και αν μας χωρίζει το χάος και τους βλέπω ελάχιστα. Η ειρωνεία είναι πως ο ένας από αυτούς, στον οποίο μάλιστα έχω ιδιαίτερη αδυναμία, έπαθε εγκεφαλικό πριν λίγο καιρό και επικοινωνεί πολύ δύσκολα πια. Πουτάνα τύχη…!
Εν τω μεταξύ, όπως σε κάθε σόι, έτσι και στο δικό μου υπάρχει και ο συγγενής – stalker (πάντα παραμονεύει, ακόμη και αν ποτέ δεν είσαι σίγουρος για το ποιος είναι), που με κάποιο μαγικό τρόπο θα ανακαλύψει αυτό το κείμενο, θα το πει σε όλους όσους ξέρει και μετά θα με κοιτάνε όλοι στραβά. Το μόνο το οποίο με στεναχωρεί ειλικρινά, είναι πως δεν θα μάθω ποτέ το παρατσούκλι που θα μου κολλήσουν όταν μάθουν τα πραγματικά μου αισθήματα…