Σημειωματάριο

Καρπάθικα πάθη

Η σελήνη αναρρώνει από την πανσέληνο. Ήσυχη πια στέκεται πάνω από τη νυχτερινή θάλασσα που βρέχει τη γη. Το φως μαγνητικό. Κρατάει τα μάτια σου ψηλά, σου θυμίζει πως κι εσύ είσαι στοιχείο της φύσης, όπως και η πέτρα, το χώμα και τα κουνέλια που αυτόν τον καιρό γεννάνε. Κι αυτά τα έλκει το φεγγάρι, πού και πού το μπερδεύουν με τα φώτα των αυτοκινήτων. Το φως μιλάει με το πάθος και τ' όνομα της γης μας Κάρπαθος.
Μια νύχτα σαν κι αυτήν η σελήνη είναι παντού. Στον ουρανό, στα σύννεφα, στη θάλασσα, στα μάτια μας, είναι στους άσπρους βράχους που αντανακλούν το φως και μοιάζουν ταπεινοί προσκυνητές, είναι στα νερά των πηγαδιών. Κάθε πηγάδι και φεγγάρι. Η έλξη δεν έχει λογική, δεν έχει σκέψη, οι μαγνήτες έλκονται εκ φύσεως, και όπου υπάρχει βαρύτητα υπάρχει και έλξη. Έτσι το φεγγάρι μένει κι απόψε σ' αυτό το σημείο πάνω απ' το νερό, μαγνητίζει και μαγνητίζεται. Μια σχέση πάθους που κρατά εκατομμύρια χρόνια. Το αγόρι με την νταμιτζάνα γεμίζει νερό απ' το πηγάδι. Θα πιει φεγγάρι μπόλικο, κι όπως η κίνηση του φεγγαριού τα ύδατα ταράζει, θε να ταράξει σήμερα και και λίγο απ' την ψυχή του. Πιες, αγόρι μου, πιες. Άσε τη σκέψη και βούτα στ' όνειρο. Γέμισε η γη φεγγάρια σήμερα και το κορμί μας πάθη. Λουστήκαμε το φως του ασημιού και μούσκεψε η ψυχή μας.

 

«Όσο δυνατή κι αν είναι η σκέψη, είναι εντελώς ανίσχυρη απέναντι στην επανάσταση του συναισθήματος. Είναι αδύνατον να μην αισθανόμαστε, όπως είναι αδύνατο να μην περπατάμε» προς το φεγγάρι. Που όρισε τον χρόνο και τον αλλάζει κάθε βράδυ. Πέραν της πανσελήνου. Τότε ο χρόνος σταματά να κινείται κι αρχίζει να δονείται και να δονεί το υγρό στοιχείο στη θάλασσα, τους ποταμούς, τα πηγάδια και το αίμα.
Ο χρόνος είναι άλλος σε κάθε τόπο. Στην Αθήνα τρέχει, έχει μανιάσει κι αφηνιασμένος προσπαθεί να ξεφύγει από τις πολυκατοικίες, τα αυτοκίνητα και τον ιδρώτα μέσα στο μετρό. Στην Κάρπαθο ο χρόνος κινείται πιο εύκολα, του αρέσει εδώ, κάνει έναν αργό περίπατο στο λιμάνι, ανεβαίνει το δρομάκι προς το εκκλησάκι, κοιτάει λίγο πιο κει το νεκροταφείο και προχωρά προς τα κυκλάμινα και τις μαργαρίτες. Εκεί μένει. Κοιτά στα δεξιά το πέλαγος, το βλέμμα του δε σταματά πουθενά, φτάνει ως τον ορίζοντα και ύστερα δίνει τη θέση του στη φαντασία. Οι γλάροι πετούν, τα βράχια μένουν σταθερά σα γέροι και δίπλα το νερό, παιδί που τους τσιμπά, ζητά την προσοχή τους. Κι εκείνοι στωικοί το αφήνουν να τους γαργαλά ή να τους χτυπά με μανία, μέχρι που κάποτε εκείνο θα μεγαλώσει κι αυτοί θα γίνουν σκόνη, θρύμματα του παλιού τους εαυτού θα ζουν στο βυθό του, στις πιο βαθιές γωνιές του.

Εδώ χρόνος είναι ακόμη το φως, κοιτάς τη δύση, τη νιώθεις στο κορμί σου, και ξέρεις πως όλα είναι κι εσύ ζεις μαζί με τη δύση και την ανατολή, την πέτρα που στηρίζει το σώμα σου, τα κυκλάμινα που κοιμόντουσαν μέχρι τώρα μες στη γη και ανέτειλαν κι αυτά την άνοιξη για να δύσουν το χειμώνα. Ο χρόνος δύει και ανατέλλει, και το κυκλάμινο το ίδιο, ο βράχος χάνεται χρόνο με το χρόνο, τι γίνεται με μένα; Είμαι κι εγώ μια προσωρινή μορφή της ύλης μου, λίγο μετά την ανατολή και λίγο πριν τη δύση μου; Κι εγώ δύω τη νύχτα μαζί με το φως κι ανατέλλω την αυγή μαζί του. Και τι συμβαίνει εκεί; Τι συμβαίνει ανάμεσα στη δύση και την ανατολή; Εκεί που ξεκουράζομαι εγώ κι ο χρόνος δίπλα μου κοιμάται. Στον τόπο αυτόν που με πηγάδι μοιάζει ποτέ δεν ξέρεις πόσο καιρό θα μείνεις. Άλλοτε μοιάζει μια στιγμή κι άλλες φορές ολόκληρη ζωή. Έτσι στην Κάρπαθο ο χρόνος ακούραστος φαντάζει, συχνά βυθίζεται στης χώρας τα πηγάδια.
Εδώ είναι η Όλυμπος, η γυναίκα, και είναι ντυμένη παραδοσιακά, και το κρασί είναι κόκκινο κι είναι βαρύ σαν το βαθύ το όνειρο. Κι ο δρόμος ο περιφερειακός χάλασε και η κυρία ρώτησε το δήμαρχο, μα κι αυτός δεν ξέρει πότε θα' ναι έτοιμη η μελέτη, ίσως πάρει έναν χρόνο, φλέγον ζήτημα είναι η συνεννόηση με τις ναυτιλιακές, να χουν το νησί στη γραμμή τους. Όσα πηγάδια κι αν έχεις η πραγματικότητα σχοινί που πάνω σε τραβάει. Η σόμπα καίει και μας ζεσταίνει όλους, οι φλόγες φυλακισμένες μες στο μέταλλο, αν τις άφηνες ελεύθερες θα τα έτρωγαν όλα γρήγορα. Όλα αδηφάγα. Το νερό τρώει το βράχο, η φωτιά το ξύλο, ο αέρας τα πανιά, η γη τα σώματά μας. Που ποθούν. Οι άντρες μιλούν για άλλους άντρες που επιθύμησαν γυναίκες να τους αγγίξουν σαν νάτανε γυναίκες. Πάθη. Πάθη των ανθρώπων. Πάθος για το όμοιο, πάθος για το ξένο. Καθένας μας βρίσκει κι άλλο όνομα να του δώσει, μα πάντα είναι πάθος και πάντα βγαίνει από το πάσχω. Και στην Κάρπαθο έντονα τα πάθη. Των γονιών, των παιδιών, των πρώην εραστών, των δημάρχων.
Υπάρχει μια πέτρα που πάνω της στέκεται ένας τάφος. Τα αγόρια είναι όμορφα και κάνουν σερφ. Άλλοι ψαρεύουν χταπόδια κι άλλοι χτυπάνε λαγούς με το αυτοκίνητο. Λένε πως ο λαγός αν τύχει μπρος στο φως, μένει ακίνητος, δε μπορεί να πάει πουθενά. Τον πιάνεις και με τα χέρια που λέει ο λόγος (ή ο λαγός).


Πάθος, τάφος, λαγός. Όλα αυτά τα σύμφωνα που οδηγούν από το α στο ο. Από τον πόνο στον πόνο. Από τα χείλη στα δόντια και από εκεί στον ουρανίσκο. Μπορώ να προσθέσω λάθος, γνάθος, κράτος. Η πολεμική αεροπορία, η εκκλησία, ο δήμος. Ο παπάς κάνει παράσταση με θέμα ζωή και  θάνατος. Ο δήμαρχος κάνει παράσταση με θέμα λιμάνια και δρόμοι. Ο διοικητής δεν κάνει παράσταση, αλλά αύριο ξυπνάει νωρίς για να ολοκληρωθεί μια άσκηση. Κι εμείς δεν κάναμε παράσταση, γιατί κάποιος έξυπνος έκανε ανώνυμη καταγγελία, γιατί δεν ήθελε η παράσταση να παιχτεί εν ώρα σχολείου. Ο κόσμος άνω κάτω. Από το α στο ω. Το κοριτσάκι στη φωτογραφία προσπαθεί να μη σκάσει στα γέλια. Φορά την παραδοσιακή στολή και πρέπει να είναι σοβαρό. Στο γωνιακό μαγαζί πουλάνε στολές για την παρέλαση και γραβάτες. Πάθος για την παράδοση, να τη διατηρήσεις, φορώντας την, τραγουδώντας την, μιλώντας την. Πάθος να κουβαλήσεις την παράδοση σαν έναν ξύλινο σταυρό στην πλάτη στο δρόμο για το βουνό των θεών, που εδώ είναι γυναίκα. Η Όλυμπος. Η γυναίκα μέσα στη γυναίκα. Η γυναίκα μέσα στον άνδρα. Πόσο από τη γυναίκα χωρά στο σώμα του ανδρός; Πόσο από τον άνδρα στης γυναίκας; Τα πάθη των ανθρώπων. Πάθος να διατηρήσεις την παράδοση της μαγειρικής, του νόμου, της σεξουαλικότητας, του τοπίου, πάθος να πεθάνεις, να πέσεις κατά λάθος μέσα στο πηγάδι, να βρεις το φεγγάρι και το κουνέλι που πάτησες να σου πει με φωνή που αντηχεί ότι άργησες και τώρα είναι αργά. Πάθος να χτίσεις, να γεννήσεις ένα σπίτι που θα βυζάξει από τα όνειρά σου την αμαρτία. Πάθος να ενοχλήσεις τον ηθοποιό που πασχίζει να κρατήσει την προσοχή σου, να γίνει εκείνος για σένα φως κι εσύ γι' αυτόν κουνέλι. Πάθος να προστατέψεις ό,τι σε κρατάει στη ζωή, σφιχτά να το κρατήσεις τόσο που να το καταστρέψεις. Πάθος να επιστρέψεις σ'αυτήν την κατάσταση της ανόργανης ύλης και πάθος να μείνεις υλικός.
Με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος. Πήραμε τη ζωή μας λάθος;

 

Σημειώσεις

Το παράθεμα στην αρχή της τρίτης παραγράφου προέρχεται από το βιβλίο του Fernando Pessoa H αγωγή του στωικού.

Η τελευταία φράση «Με τι...πάθος» προέρχεται από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Άρνηση.

 

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Ανθή Φουντά