Το ξέραμε ότι στην Τύνιδα δε θα μας περίμενε καλός καιρός, αλλά όπως θα μας έλεγαν λίγες μέρες μετά «ένας ξένος που φέρνει βροχή είναι πάντα καλός οιωνός...»
Προσγειωθήκαμε στο μικρό αεροδρόμιο της πρωτεύουσας και κατευθυνθήκαμε αμέσως προς την πόλη. Πριν προλάβουμε να φτάσουμε στο ξενοδοχείο και ν’ αφήσουμε τις βαλίτσες μας, χτύπησε το τηλέφωνο: «Υπάρχει κάτι που πρέπει να δείτε αμέσως...».
Πρώτη στάση το Kasbah, μία πανέμορφη πλατεία της Τύνιδας που συγκεντρώνει πολλά από τα κτίρια της πρώην κυβέρνησης. Μας περιμένει ένα θέαμα απροσδόκητο. Πρώτα φτάνουν στα αυτιά μας οι ήχοι· ραπ στίχοι σε αραβικούς ρυθμούς συνθέτουν περιέργως ένα αρμονικό ηχητικό αποτέλεσμα. Και μετά από λίγο ακολουθούν οι εικόνες... Εκατοντάδες νέοι έχουν κατακλύσει το Kasbah. Άνθρωποι που διαδηλώνουν ενάντια στο διεφθαρμένο καθεστώς, που διεκδικούν το δικαίωμά τους στην αξιοπρέπεια και τη ζωή και που είναι διατεθειμένοι ακόμα και να πεθάνουν για να το κατακτήσουν.
Η ραπ αποτέλεσε προπύργιο μιας επανάστασης που γεννήθηκε από τους νέους. Ήταν η μοναδική που κατάφερε να ξεφύγει από τα άγρυπνα μάτια ενός συστήματος, που για 23 χρόνια εμπόδισε κάθε μορφή ελεύθερης σκέψης και έκφρασης. Οι στίχοι των κομματιών της μεταδίδονται αστραπιαία χάρη στο διαδίκτυο και μετατρέπονται σε συνθήματα στα στόματα των διαδηλωτών.
Εδώ στην Ιταλία, η είδηση ότι ένας ράπερ, ο El General–23 χρονών, συνελήφθη επειδή έγραψε ένα τραγούδι ενάντια στο καθεστώς του BenAli διαδόθηκε αμέσως. Μέσα από τους στίχους του μάθαμε ότι ο λαός της Τυνησίας δεν εξεγείρεται μόνο ενάντια στην φτώχεια, αλλά κυρίως ενάντια στη στέρηση της ελευθερίας του και της προοπτικής για ένα καλύτερο μέλλον.
Τη δεύτερη μέρα ξεκινάμε για να συναντήσουμε τον El General στο Sfax, 250 χλμ από την Τύνιδα και δεύτερο σε μέγεθος και ισχύ βιομηχανικό κέντρο της Τυνησίας. Το Sfax βλέπει στη θάλασσα και για χρόνια αντιπροσωπεύει τη μοναδική εναλλακτική, τη μοναδική ελπίδα για αλλαγή σε μια χώρα που με 80.000 αποφοίτους το χρόνο, η νεανική ανεργία ξεπερνά το 60%.
O El General μας περιμένει μπροστά από την πρεσβεία της Λιβύης, που είναι περικυκλωμένη από φρουρούς. Περπατάμε μαζί του, ενώ αρχίζει να μας περιγράφει πώς συνελήφθη από 40 αστυνομικούς στη μέση της νύχτας και βρέθηκε να ανακρίνεται στο κτίριο του Υπουργείου Εσωτερικών μαζί με άλλους μπλόγκερ. Μας εξηγεί ότι αφορμή για τη σύλληψή του στάθηκαν οι στίχοι από το Tounes Bledna: «Η Τυνησία είναι η χώρα μας και οι άνθρωποί της δεν παραδίδονται ποτέ. Η Τυνησία είναι η χώρα μας και ο κόσμος της είναι ενωμένος. Η Τυνησία είναι η χώρα μας και ακόμα δεν έχει βρει την ηρεμία της» και το Raisle Bled, ύμνο της επανάστασης και ανοιχτή επιστολή προς τον Ben Ali, με το οποίο τον προσκαλούσε να κατέβει στους δρόμους, για να αντικρίσει από κοντά την ανέχεια στη οποία είχε ρίξει το λαό του, τους άνεργους νέους που μετά από χρόνια θυσιών και σπουδών ήταν καταδικασμένοι να ζήσουν σε μία χώρα που πίσω από το προσωπείο του δημοκρατικού κράτους έκρυβε μαφιόζικες και πελατειακές μεθόδους διακυβέρνησης.
Μιλά συγκρατημένα και αποκλειστικά στα αραβικά. Ο Hamada Ben Amor είναι συνεσταλμένος, παρά το μαχητικό του ψευδώνυμο El General, που επέλεξε για να δηλώσει την αξία του αγώνα που δίνει καθημερινά με τους υπόλοιπους ράπερ. Δίπλα του βρίσκεται ο καλός του φίλος και παραγωγός Hessen Kossentini που μας βοηθά με τη μετάφραση. Ο Hessen ή αλλιώς Don Koss είναι ένας 32χρονος παραγωγός ανεξάρτητων ταινιών με ένα μικρό στούντιο παραγωγής, που ξεκίνησε να λειτουργεί παράνομα και στηρίζεται σε υλικό που του στέλνει η Universal.
Ο El General μας περιγράφει λεπτό προς λεπτό τις μέρες που αποτέλεσαν την αρχή μιας επανάστασης, που εξαπλώθηκε σαν φωτιά σε ολόκληρη την Τυνησία και στη συνέχεια σε όλη τη βόρεια Αφρική. Θέλει να είναι σίγουρος ότι δε θα μας ξεφύγει τίποτα. Μας διηγείται πώς στις 18 Δεκέμβρη του 2010 φτάνει στο προφίλ του στο Facebook η είδηση ότι ο Mohamed Bouaziz αυτοκτόνησε, βάζοντας φωτιά στον εαυτό του. Ο 26χρονος πλανόδιος πωλητής, το πρωί εκείνης της μέρας στέκεται στη μέση της πλατείας στην επαρχιακή πόλη Sidi Bouzid και αυτοπυρπολείται. Μία πράξη απόγνωσης ως απάντηση στην κατάχρηση εξουσίας της αστυνομίας, που προχωρά για πολλοστή φορά σε κατάσχεση του πάγκου του.
«Η αστυνομία...» ακολουθεί μια στιγμή σιωπής, τα μάτια του El General χάνονται στον ορίζονται και απότομα γυρνάει να ελέγξει αν τον ακούει κανείς. Μας εξηγεί ότι το «μακρύ χέρι» του συστήματος του Μπεν Αλί είναι πάντα εκεί για να παρακολουθεί το λαό, αλλά κυρίως για να εξασφαλίζει ότι κανείς δε μιλάει, δε διαδίδει, δε γνωρίζει.
Μας λέει ότι ο Mohamed ήταν ένας νέος σαν τους άλλους, περίεργος για τη ζωή και με όνειρα για το μέλλον, που σπούδασε με στόχο να τα καταφέρει και δεν άντεξε να ζει σε ένα καθεστώς που δεν άκουγε τη φωνή του. Έτσι επέλεξε να πεθάνει με αυτό τον ακραίο τρόπο και να αφήσει το δικό του ύστατο μήνυμα ελευθερίας.
Η άποψη του El General για το θέμα είναι ξεκάθαρη. «Τελείωσε αυτό που άρχισε η ραπ. Η πράξη του ήταν καθόλα συμβολική. Αν κάποιος θέλει να αυτοκτονήσει δεν το κάνει στην μέση μια πλατείας. Ο Bouaziz με τον τρόπο του ξεσήκωσε τον λαό, που άρχισε να γεμίζει μαζικά τις πλατείες ολόκληρης της χώρας. Η στάχτη του έγινε η σπίθα της επανάστασης.»
Ο El General έχει δίκιο. Ο θάνατος του Mohamed απηχεί σε όλες τις πόλεις της Τυνησίας, οι νέοι ξεχύνονται στις δρόμους, πραγματοποιούν μαζικές διαδηλώσεις, οι περισσότερες από τις οποίες προκύπτουν αυθόρμητα. Μέσα στις επόμενες μέρες άλλοι 5 νέοι αποφασίζουν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Mohamed, αφήνοντας κι εκείνοι με τη σειρά τους το μήνυμα ότι ο θάνατος είναι καλύτερος από μία τέτοια ζωή.
Τα 75 χρόνια γαλλικής αποικιοκρατίας στην Τυνησία έχουν επιτρέψει την ανάπτυξη ενός κοινωνικού κράτους σε σχετικά καλό επίπεδο, με αξιοπρεπές σύστημα υγείας, υποχρεωτική δημόσια εκπαίδευση μέχρι τα 16, υποδομές γενικά ανεκτές. Mία από αυτές, ένα σιδηροδρομικό δίκτυο που ενώνει όλες τις μεγάλες πόλεις της Τυνησίας! Κι όμως, τα τελευταία 23 χρόνια στην Τυνησία δεν υπάρχει η παραμικρή ελευθερία λόγου. Δεν είναι δεκτή καμία άλλη άποψη πέρα από αυτή που εκφράζει και επιβάλλει το καθεστώς του Ben Ali.
Ο Ben Ali ανέβηκε στην εξουσία πραξικοπηματικά -έχοντας βέβαια τη στήριξη των Ευρωπαίων και ιδιαίτερα των μυστικών υπηρεσιών της Ιταλίας. Υποδούλωσε το λαό, ώστε να μπορέσει να εφαρμόσει σταδιακά μια στυγνή δικτατορία, σε συνεργασία πάντα με τη γυναίκα του, Leila Trabelsi, γνωστή για τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες στον κόσμο της μαφίας. Μία πολύ περιορισμένη κάστα ανθρώπων έφτασε να κρατάει στα χέρια της την τύχη 10.000.000 ανθρώπων. Ανάμεσα τους και γνωστές προσωπικότητες της Ιταλίας, όπως ο Berlusconi και ο Craxi.
«Η εποχή τους είναι εδώ και ξεκινά τώρα», μου έρχεται στο μυαλό αυτός ο στίχος των 99 Posse[1], καθώς οδηγούμε στη σχεδόν άδεια εθνική οδό, που μας φέρνει πίσω στην Τύνιδα. Αφήνοντας το Sfax, έχουμε πλέον ξεκάθαρα στο μυαλό μας ότι η ραπ αποτελεί το σύγχρονο όπλο των νέων, μέσω του οποίου επιχειρούν να διοχετεύσουν το θυμό τους προς όφελος της επανάστασης.
Αυτό κάνει και ο Kazy, αλλιώς MisterT, που επιμένει να μας προσφέρει ένα καφέ στο Morouge, προάστιο της Τύνιδας και σκηνικό βίαιων συγκρούσεων και θερμών επεισοδίων τις πρώτες ημέρες της επανάστασης του Γενάρη. «Τραγουδούσα στο δρόμο, ενώ μας πυροβολούσαν εν ψυχρώ· ήταν ένας τρόπος να ξορκίσουμε τον φόβο και να μην παραλύσουμε, να κρατηθούμε ενωμένοι.» Το λέει, λες και είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο να τραγουδάς και δίπλα σου να πέφτουν αληθινά πυρά.
Είναι Παρασκευή και αποφασίζουμε να συμμετέχουμε κι εμείς στη μεγάλη διαδήλωση που κατεβάζει στους δρόμους όλη την Τυνησία -περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι συνολικά· 300.000 μόνο στην Τύνιδα. Ο ήλιος έχει βγει και ο κόσμος είναι χαρούμενος, τραγουδά και απαιτεί την παραίτηση του Ghannouchi, ένα από τα σκυλιά του Ben Ali, όπως μας τον χαρακτήρισε ο El General την προηγούμενη μέρα.
Ο Kazy είναι μαζί μας στην πλατεία όλη την ημέρα. Μας εξηγεί πώς «τα 23 χρόνια αυτού του καθεστώτος στέρησαν από τους ανθρώπους όλων των ηλικιών τη δυνατότητα να μπορούν να ονειρεύονται. Όμως το δικαίωμα στο όνειρο είναι αναφαίρετο και είναι αυτό που μας ώθησε να ξεκινήσουμε αυτή την επανάσταση». Τη συνέχιση της επανάστασης ζητά κραυγάζοντας σήμερα ο λαός. Ο κόσμος δεν δείχνει καμία πρόθεση να φύγει ακόμα και μετά τη δύση του ήλιου. Έτσι, μεταφερόμαστε όλοι προς την καρδιά της Τύνιδας, την Avenue Bourghiba για την ακρίβεια. Αυτός ο κεντρικός δρόμος της πόλης θυμίζει γαλλική λεωφόρο με τις καφετέριες και τα μαγαζιά του. Μοναδική διαφορά, η επιβλητική παρουσία παραταγμένων τανκ και συρματοπλεγμάτων διασκορπισμένων στο χώρο. Τότε είναι που πέφτουν οι πρώτες σφαίρες προς το πλήθος. Ο αρχικός πανικός κρατάει μόνο λίγα λεπτά∙ ο κόσμος μοιάζει πια συνηθισμένος σε αυτή την καθημερινή ρουτίνα. Σε μικρές ομάδες μετακινούμαστε πλαγίως με σκοπό να βρούμε κάποιο καταφύγιο, αν και οποιοδήποτε καταφύγιο αποτελεί ψευδαίσθηση προστασίας. Σηκώνοντας το βλέμμα μου προς τα πάνω, αντικρίζω ταράτσες γεμάτες ελεύθερους σκοπευτές και αντιλαμβάνομαι πως είμαστε όλοι πια κινούμενοι στόχοι. Τα παιδιά που συναντάμε αμέσως μετά, αποφασίζουν πως ήρθε η ώρα για αντεπίθεση με το μοναδικό όπλο που έχουμε διαθέσιμο και σε αφθονία, τις πέτρες. Άλλοι χτίζουν αυτοσχέδια οδοφράγματα για να είναι σε ετοιμότητα σε περίπτωση που η αστυνομία αποφασίσει να απαντήσει. Εμείς αποφασίζουμε να κινηθούμε λίγο για να καταγράψουμε τα συμβάντα, αλλά μια βροχή δακρυγόνων καθιστά το εγχείρημά μας αδύνατο. Ενώ ο αγώνας για να ξεφύγουμε από τα πυρά συνεχίζεται, ο Kazy αρχίζει να τραγουδά. Το τραγούδι του πετυχαίνει το στόχο του. Οι μάχες μαίνονται, αλλά πλέον εμείς γελάμε με θάρρος και αυτοπεποίθηση. Από την άλλη, η αγωνία για τον τελικό απολογισμό της ημέρας παραμένει. Η επίσημη ανακοίνωση αναφέρει ένα νεκρό. Όμως η είδηση για πτώματα κρυμμένα από την αστυνομία δε θα αργήσει να φτάσει.
Ο ανταρτοπόλεμος συνεχίζεται όλη τη νύχτα, κι εμείς αποφασίζουμε να μπούμε στο αμάξι για να ρίξουμε μια ματιά στις γύρω περιοχές. Το σκηνικό θυμίζει εμπόλεμη ζώνη. Ομάδες νέων βάζουν φωτιά στα οδοφράγματα και διοργανώνουν μικρές αποδράσεις, ενώ ο πετροπόλεμος συνεχίζεται. Η δύναμη της αστυνομίας είναι μεγάλη. Και δεν είναι μόνη. Στο πλευρό της ο στρατός με τον αμφίβολο ρόλο του υπερασπιστή του λαού, καθώς και διάφορα μέλη της που ντυμένα με πολιτικά μπερδεύονται με τον κόσμο, με στόχο την υπονόμευση της διαδήλωσης.
Επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο 5 ώρες μετά, ώστε να μπορέσουμε να μεταφέρουμε ό, τι είχαμε ζήσει, ενώ τα εγχώρια και διεθνή Μ.Μ.Ε. αποσιωπούν τα πάντα. Τις επόμενες μέρες ακολουθεί κλιμάκωση των βιαιοτήτων στην πόλη, ο αριθμός των νεκρών αυξάνεται, μέχρι που την Κυριακή ο Ghannouchi παραιτείται με ένα λακωνικό: «Δεν είμαι ο άνθρωπος που θα καταπιέσει, γι’ αυτό και αποχωρώ».
Παρά τις συνεχιζόμενες αναταραχές, η αναζήτηση μας για νέους ράπερ δεν σταματά. Προσεγγίζουμε τη Bizerta, μία παραλιακή πόλη που θα μας αποδείξει -παρά την αρχική μας δυσπιστία- ότι είναι δυνατό να διαθέτει τη δική της undergroundσκηνή.
Οι Armada Bizerta είναι τρεις νέοι, τρελαμένοι με τη μουσική και την επανάσταση. Μπήκαν στην παρανομία, όταν ήταν ακόμα πιο νέοι. Τραγουδούσαν για τον κόσμο τους σε κάθε ευκαιρία και προωθούσαν τη μουσική τους, που έπαιρνε μορφή σε ένα μικροσκοπικό χώρο που μετέτρεψαν σε στούντιο, στον κήπο ενός από τα μέλη του συγκροτήματος. Για τη διάδοση των τραγουδιών τους καθοριστικό ρόλο έπαιξε το Facebook και τα υπόλοιπα social media. Ανήρτησαν τα κομμάτια τους ένα βράδυ και βασίστηκαν στη δύναμη του διαδικτύου και στη συνεργασία άλλων νέων που θα τα άκουγαν και θα τα αναδημοσίευαν, ελπίζοντας στη δημοσιοποίηση της φωνής τους που ηχούσε ελεύθερη και πάλι μετά από καιρό.
Μαζί με αυτούς γνωρίζουμε και άλλους ράπερ, που αποτελούν τα μέλη μιας κολεκτίβας μουσικών, σκεϊτάδων και γκραφιτάδων με το όνομα Label Sound of Freedom. Μια κολεκτίβα, που αν και γέννημα θρέμμα μιας μικρής παραλιακής πόλης, δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα αντίστοιχες μεγαλουπόλεων.
Ο Malek είναι 21 χρονών, φοιτητής και μία από τις φωνές του συγκροτήματος. Όταν τον ρωτάμε πώς φαντάζεται την Τυνησία, μας απαντά αφοπλιστικά: «γεμάτη οξυγόνο». Το πρώην καθεστώς μάς έκανε να ασφυκτιούμε, ενώ παράλληλα μας διασπούσε. Οι νέοι δεν ήταν ενωμένοι, ούτε η ίδια η χώρα. Ο πρόεδρος χρησιμοποιούσε την πάγια τακτική του «διαίρει και βασίλευε», προωθούσε την περιφερειοποίηση, ενώ φρόντιζε να διευρύνει τις διαφορές βορρά- νότου. Μόνο τώρα καταλάβαμε επιτέλους ότι είμαστε όλοι Τυνήσιοι, Άραβες. Έχουμε τις ίδιες ρίζες, μιλάμε την ίδια γλώσσα και θέλουμε τα ίδια πράγματα. Ο λαός μπορεί να συνυπάρξει με την εκκλησία. Γίναμε πιο υπεύθυνοι, είμαστε έτοιμοι να πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας, να διεκδικήσουμε και να διαχειριστούμε αυτό που μας ανήκει. Να επιλέξουμε τελικά αυτούς που θα μας εκπροσωπούν.
Μέσα στο στούντιο, σε αυτό το μικρό εκκολαπτήριο ιδεών, δε χρειάζεται πολύς χρόνος για να διατρέξεις με το βλέμμα σου ολόκληρο το χώρο, χρειάζεται όμως αρκετός περισσότερος για να εξερευνήσεις τους τοίχους του ,γεμάτους από βινύλια, σημειωματάκια, αφιερώσεις, στοιχεία μιας ζωής που αν και undergroundείναι μέσα σε όλα και διατηρεί τελικά την ηρεμία της. Το βλέμμα μου πέφτει σε μια φωτογραφία του Bob Marley. «Ήταν απαγορευμένο να την έχεις μέχρι τις 14 Γενάρη», μας λέει ο Μalek και μας την παρουσιάζει με το περήφανο χαμόγελο κάποιου που την είχε πάντα εκεί. Ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα αντικείμενα που αποτελούν ιστορία για αυτούς τους νέους και που μάλλον είναι πια σε θέση να γράψουν και να μας διηγηθούν τη δική τους.
Στη συνέχεια, μας προσεγγίζει ο Lak3y, ένα άλλο μέλος της κολεκτίβας που ασχολείται με τη ραπ. Πτυχιούχος στην υπολογιστική γραφιστική, είναι εδώ και τρία χρόνια άνεργος. Οι ειρωνικοί στίχοι του μιλούν για μια Τυνησία που «πάει καλά». «Χρησιμοποιώ το χιούμορ και τον κυνισμό, γιατί μόνο έτσι μπορείς να αγγίξεις τους Τυνήσιους. Στα τόσα χρόνια τυραννίας, μάθαμε να γελάμε με τις τραγωδίες της ζωής μας. Όπως είδε όλος ο κόσμος, η Τυνησία δεν είναι μία χώρα που ξέρει να κλαίει».
Έτσι είναι αυτή η χώρα. Διατηρεί περήφανα, νεανικά μυαλά με ξεκάθαρες αγωνιστικές τάσεις. Είναι να απορείς πώς αυτές οι ιδέες γεννήθηκαν σε αυτές τις συνθήκες απόλυτης σιωπής. «Η ραπ έκανε το καθήκον της και εδώ. Καλλιέργησε το γονίδιο της επανάστασης στους νέους», μας εξηγεί το τρίτο μέλος της μπάντας, Akram Hamdi, με το ψευδώνυμο Campos. Η μέρα τελειώνει με μία ομαδική παρουσίαση από τους Label Sound for Freedom και μία βόλτα στο γήπεδο ποδοσφαίρου, όπου υπάρχει μία τοιχογραφία αφιερωμένη στους Armada.
Ο χρόνος μας σιγά-σιγά εξαντλείται. Αφήνουμε για την επόμενη μέρα την επίσκεψή μας στην Goulette, όπου συναντάμε τον Mousse και ξεκινάμε τον περίπατό μας. Μόνο μετά από ένα γεμάτο μισάωρο αντιλαμβανόμαστε ότι μας ακολουθεί μια μεγάλη παρέα. «Δεν είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε νέο κόσμο, εδώ δεν έρχεται ποτέ κανείς. Δύο γυναίκες με φωτογραφική μηχανή και βιντεοκάμερα δεν περνάνε εύκολα απαρατήρητες..», μας εξηγεί ο Mousse ενώ απευθύνεται στα αραβικά στην παρέα (που τελικά είναι γνωστοί του) και τους ζητά να κάνουν λιγότερο θόρυβο.
Η συζήτηση περνά αμέσως στην τέχνη. «Ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη ραπ από μικρό αγόρι. Τότε μου λέγανε: «μίλα για όλα, μείνε μακριά από τα πολιτικά»..Ο πρώτος στίχος που έγραψα αφορούσε τη λογοκρισία και τους τοίχους που χτίζουν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Τι να έκανα; Να τραγουδάω για τη θάλασσα της Τυνησίας και την κουζίνα της;»
Όχι. Γιατί η ραπ διηγείται την ενοχλητική αλήθεια, τη δύσκολη πραγματικότητα, αλλά παράλληλα καθρεφτίζει το θάρρος και τη δύναμη που κρύβουμε μέσα μας. Σε ένα καθεστώς, που είχε καταδικάσει αυτό το είδος μουσικής και είχε φιμώσει τη νεολαία, η ραπ απέδειξε ότι, τελικά, ήρθε για να μείνει. «Σήμερα την ακούν ακόμα και οι μεγαλύτεροι. Το κοινό μας δεν αποτελείται πια μόνο από νέους κάτω των 30. Οι μεγάλοι κατάλαβαν και αποδέχθηκαν ότι σε αυτή την επανάσταση πρωτοστάτησαν οι νέοι.»
Οι μεγάλοι κατάλαβαν ότι μετά από 23 χρόνια σιωπής, ήρθε η ώρα να σπάσουν το φράγμα και να ξαναμιλήσουν. Και αν δεν είναι ικανοί, ήρθε η ώρα να ξαναμάθουν να ακούν...
Μετάφραση: Ελίζα Μπαρτζώκα