Η εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στον πολυχώρο του βιβλιοπωλείου Books Plus στις 28/3/2017 αποτέλεσε αφορμή για έναν πολύ εποικοδομητικό διάλογο γύρω από τον ρόλο του Internet στις σύγχρονες κοινωνίες, αλλά και πιο συγκεκριμένα γύρω από τις πιθανές σχέσεις και ρήξεις που εντοπίζονται μεταξύ των έντυπων και των ιντερνετικών εφημερίδων και περιοδικών.
Επιπρόσθετα, αυτή η εκδήλωση, όπως και η επόμενη, που έλαβε χώρα στο Αυτοδιαχειριζόμενο Κυλικείο της Νομικής στις 6/4, προοικονόμισαν με τη θεματολογία τους την προβληματική με την οποία καταπιανόμαστε ρητά στο δεύτερο έντυπο τεύχος μας, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε: την προβληματική του Internet και των κοινωνικών, πολιτικών και φιλοσοφικών ζητημάτων που αυτό ανακινεί.
Επειδή μας ζητήθηκε, τόσο από ανθρώπους που δεν κατάφεραν να παραστούν στο Books Plus, όσο και από άλλους που, παρότι παρευρέθηκαν, επιθυμούσαν να υπάρχει και μια γραπτή αποτύπωση όσων ελέχθησαν, δημοσιεύουμε τα κείμενα των εισηγήσεων δύο εκ των ομιλητών, της Στεφανίας Κωνσταντέλλου και του Νίκου Σταματίνη. Σε εύλογο χρονικό διάστημα, θα ακολουθήσουν και τα κείμενα των άλλων δύο εισηγήσεων, που πραγματοποιήθηκαν από την Πόλυ Κρημνιώτη και τον Νίκο Ιωάννου.
Στεφανία Κωνσταντέλλου, νομικός, περιοδικό Κaboom.
Είχα την τύχη να βρίσκομαι εξ αρχής πολύ κοντά στη δημιουργία του εγχειρήματος «Kaboom». Αφετηρία για την εκκίνηση του «Κaboom» υπήρξαν συζητήσεις μεταξύ φίλων με θέματα πολιτικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά. Οι δημιουργοί του περιοδικού διαπίστωσαν, ενόψει και της δυναμικής που φέρει η εποχή που βιώνουμε, την ανάγκη να διευρυνθεί αυτός ο διάλογος και να συμμετέχουν περισσότεροι και διαφορετικοί άνθρωποι. Δηλώνοντας ότι δεν είναι αναγκαστική η ταύτισή μας με το δεδομένο σύστημα εννοιών και αξιών, κατάφεραν κάτι που λίγοι τολμούν, έκαναν μία μετάβαση του λόγου και του προβληματισμού τους από το ατομικό στο συλλογικό επίπεδο. Το ξεχωριστό σε αυτή τη συγκεκριμένη μετάβαση είναι ότι δεν περιβλήθηκε το μανδύα της αυθεντίας. Έχοντας ως βάση τη διαμορφωμένη θέση τους απέναντι στα πράγματα, την προτάσσουν στο πλαίσιο της διαλεκτικότητας με στόχο τη διερεύνηση περισσότερων μορφών που δύναται να λάβει ή διαφορετικών πλευρών που μπορούν να ανακαλυφθούν.
Τον Μάιο του 2014, λοιπόν, έχουμε και την πρώτη εκδοχή του διαδικτυακού τόπου «Κaboom». Η επιλογή του διαδικτύου φαίνεται να είναι ένα λογικό πρώτο βήμα για την επικοινωνία ενός νέου εγχειρήματος, καθώς αφενός δεν απαιτεί χρηματικά κεφάλαια και αφετέρου έρχεται σε άμεση επαφή με τους πιθανούς αποδέκτες του. Όπως ήταν αναμενόμενο η ομάδα του περιοδικού ήρθε αντιμέτωπη με αρκετές δυσκολίες σε ποικίλα επίπεδα: η συγκέντρωση της ύλης, αλλά και η εποπτεία της κατά τέτοιον τρόπο που να συντελεί στην επιθυμητή ανάπτυξη του περιοδικού καθώς και οργανωτικά εμπόδια αποτέλεσαν τα βασικότερα σημεία προς βελτίωση. Παράλληλα η προσέγγιση καταξιωμένων ανθρώπων προκειμένου να παραχωρήσουν μία συνέντευξη, ήταν μία απαιτητική διαδικασία που απαιτούσε αρκετή επιμονή δεδομένου ότι δε γνώριζαν ακόμα το μέσο. Ωστόσο ακριβώς μέσα από τέτοιου είδους δυσχέρειες δόθηκε σε όλους εμάς που συμμετείχαμε η δυνατότητα να βιώσουμε ευχάριστες συναντήσεις με αγαπημένους καλλιτέχνες. Αναλαμβάνοντας το ρόλο μας στα πλαίσια του εγχειρήματος, διαμορφώσαμε έτσι την κατάσταση ώστε να γνωρίσουμε προσωπικότητες που είχαν κερδίσει προ πολλού το θαυμασμό μας. Μία τέτοια ξεχωριστή «συνάντηση» θα μπορέσετε να απολαύσετε στο επόμενο έντυπο τεύχος του «Κaboom», στο οποίο θα περιλαμβάνεται συνέντευξη με τον συγγραφέα Βασίλη Αλεξάκη, αγαπημένο της συντακτικής ομάδας.
Αποτέλεσμα όλης αυτής της προσπάθειας ήταν το περιοδικό να έχει κατακτήσει σε αρκετά σημαντικό βαθμό την αυτονομία του. Η αρχισυντακτική ομάδα εξακολουθεί να δίνει τον τόνο για την εξέλιξή του, ωστόσο έχει πια διακριτό και δικό του στυλ, βαρύτητα και ύφος. Η συνολική του παρουσία έχει προκύψει από τη συμμετοχή όλων όσοι συνέβαλαν με το έργο τους στην πορεία του.
Μέσω αυτής της περιπετειώδους δημιουργικής διαδρομής, έχοντας από το 2015 τη σημερινή μορφή του site, η οποία αποτελεί ένα ακόμα σημάδι ωρίμανσης του εγχειρήματος, φτάνουμε στο Δεκέμβριο του 2016 και το πρώτο έντυπο τεύχος.
Είναι γεγονός ότι η έκδοση έντυπου περιοδικού, το οποίο υφίσταται ήδη σε ηλεκτρονική μορφή, είναι μία επιλογή που ξαφνιάζει ειδικά όταν τα περισσότερα μέσα ακολουθούν την αντίθετη κατεύθυνση. Εν τούτοις η ανταπόκριση που βρήκε το τεύχος δικαίωσε την ομάδα που τόλμησε αυτό το βήμα. Διερωτώμενοι όμως για τους λόγους που οδήγησαν σε αυτήν την απόφαση, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη δύο παράγοντες. Αφενός στα χαρακτηριστικά του διαδικτύου, πέραν της διαδραστικότητας, της ταχύτητας και της αμεσότητας που προσφέρει συμπεριλαμβάνεται και η διασπαστικότητα. Συχνά διαβάζοντας κάποιο άρθρο επικαιρότητας, για παράδειγμα, θα συναντήσουμε μία συνταγή μαγειρικής ενώ αμέσως το μάτι μας θα εντοπίσει και μία ενδιαφέρουσα κοινωνική έρευνα. Με αυτή τη δομή που ακολουθούν τα περισσότερα ηλεκτρονικά περιοδικά καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολο για τον αναγνώστη να αφομοιώσει την πληροφορία που αρχικά ήθελε να λάβει. Την ίδια στιγμή, λοιπόν, στο «Kaboom» υπάρχει μία πληθώρα κειμένων, ζητημάτων και ανθρώπων που αξίζουν την αμέριστη προσοχή μας. Έτσι το έντυπο προσφέρει αυτή τη δυνατότητα ανάπτυξης που απαιτείται όταν κανείς επιθυμεί να εμβαθύνει σε κάποιο ζήτημα. Το έντυπο περιοδικό θα μπορούσαμε να πούμε ότι απευθύνεται σε έναν πιο απαιτητικό αναγνώστη, ο οποίος είναι διατεθειμένος να επενδύσει χρόνο και ενέργεια στο κείμενο που έχει στα χέρια του, επιθυμώντας να εμπεδώσει αυτό που γράφεται και όχι απλά να καταναλώσει μία πληροφορία, όπως συχνά συμβαίνει στην καθημερινότητα του ίντερνετ.
Η πεποίθησή μου είναι ότι το περιοδικό έχει κάθε λόγο να πατάει εξίσου και στα δύο μέσα, μιας και το κάνει με τους διαφορετικούς όρους που αναλογούν στο καθένα. Η σοβαρότητα και η δέσμευση που επιδεικνύει η υπεύθυνη για το περιοδικό ομάδα απέναντι στο εγχείρημά της είναι σπάνια και έτσι θα συνεχίσει να πορεύεται το «Kaboom» αποκτώντας ολοένα και μεγαλύτερες ρίζες, από όποιο μέσο κι αν αποφασίσει να μας παρουσιάζει το πρωτότυπο έργο της.
Νίκος Σταματίνης, αρχισυντάκης περιοδικού Σκρα-punk.
Ήρθα εδώ ουσιαστικά εκπροσωπώντας το ΣΚΡΑ-punk. Με τα παιδιά του kaboom έχουμε μια κοντινή, σχεδόν παράλληλη πορεία. Ξεκινήσαμε τα εγχειρήματά μας με λίγους μήνες διαφορά, από «νεανικό» ενθουσιασμό και χωρίς να ξέρουμε ακριβώς τι θέλουμε να πετύχουμε, πέρα από μια θολή ανάγκη να φτιάξουμε κάτι δικό μας, να επηρεάσουμε όσο μπορούμε τον διαδικτυακό κόσμο. Ταυτόχρονα, είχαμε κάποιες κοινές κατευθύνσεις και ως προς τις θεματικές αλλά και την εμμονή για πρωτότυπη παραγωγή κειμένων και όχι για αναδημοσιεύσεις. Έτσι, συνεργαστήκαμε σε επίπεδο ανταλλαγής κειμένων και ελπίζω στο μέλλον σε πιο στενή επικοινωνία μας. Αφορμή για την εδώ συνάντησή μας είναι η απόφαση που έλαβε η Συντακτική Ομάδα του Kaboom να περάσει στο χαρτί πράγματα που προωθούνταν μέχρι τον Δεκέμβριο μέσα από την οθόνη. Θεωρώ, όμως, ότι είναι απαραίτητο να ξεκινήσουμε από την ακριβώς αντίστροφη διαδικασία: τι σημαίνει η στροφή από το έντυπο στο site;
Πιστεύω ότι δεν μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, αν δεν δούμε τον γενικότερο λόγο περί της φύσης, των ιδιοτήτων του ίντερνετ. Η έκρηξη της χρήσης του διαδικτύου έφερε αλλαγές σχεδόν σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης επικοινωνίας, της πληροφόρησης, της διαχείρισης της γνώσης, και του τρόπου που βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα στην κοινωνία. Αυτοί οι βιωμένοι μετασχηματισμοί που προέκυψαν λόγω της έκρηξης της χρήσης του ίντερνετ πυροδότησαν και χιλιάδες ουτοπικές ή δυστοπικές αναγνώσεις του. Το ίντερνετ γίνεται μια λέξη που συνδέεται με την απειλή και ταυτόχρονα με την προσδοκία. Στη δυστοπική τους εκδοχή, το ίντερνετ αντιμετωπίζεται ως μια νέα πραγματικότητα που παγιδεύει την ανθρωπότητα σε μια απομόνωση παρά τη φαινομενικά συνεχή σύνδεση, ως μέσο διάβρωσης παραδοσιακών θεσμών (σχολείο, οικογένεια), αλλά και ως ένας ψηφιακός χώρος απόλυτης ασυδοσίας, έλλειψης κανόνων και αξιών. Σε αυτό το τελευταίο κομμάτι μπορεί να συνδεθεί και η αντιμετώπιση των ηλεκτρονικών μέσων.
Οι συχνότερες κατηγορίες που θα ακούσει κανείς για τα ηλεκτρονικά μέσα γενικότερα σχετίζονται με την ανωνυμία του διαδικτύου, τη διασπορά ψευδών, το μίσος, το άπειρο των πιθανών επιλογών που μπερδεύει αντί να βοηθά τον αναγνώστη. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά υπάγονται σε μια χαώδη εικόνα έλλειψης ελέγχου. Αυτή η εικόνα μάλιστα επικυρώνεται από μια ευρύτερη χαώδη εικόνα έλλειψης ελέγχου στον πλανήτη γενικότερα. Το ίντερνετ συνδέθηκε ακριβώς με την περίοδο κατά την οποία οι φιλελεύθερες ουτοπίες των αρχών της δεκαετίας του ’90 σχετικά με το τέλος της ιστορίας, των πολεμικών συγκρούσεων και των ανταγωνισμών άρχισε να δίνει τη θέση της σε μια αγωνία για το μέλλον, σε μια πορεία που διαλύει ταχύτητα εδραιωμένες αντιλήψεις, κοινές παραδοχές και προβολές ενός καλύτερου μέλλοντος.
Πολλές βέβαια από τις κατηγορίες προς τα ηλεκτρονικά μέσα έχουν μια δόση αλήθειας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τα πολλά πλεονεκτήματα που έχει η ψηφιακή πληροφόρηση. Πρώτα από όλα το πλεονέκτημα του ελάχιστου κόστους δημιουργίας και του μηδενικού κόστους διανομής. Αυτό συνιστά τον σκελετό αυτού που ονομάζουμε εκδημοκρατισμό της πληροφορίας. Δημιουργούνται συνεχώς νέα μέσα, χωρίς να είναι απαραίτητη προϋπόθεση η ύπαρξη σημαντικού κεφαλαίου. Αυτός ο εκδημοκρατισμός της πληροφορίας δεν πρέπει να συγχέεται βέβαια απαραίτητα με την υιοθέτηση δημοκρατικών θέσεων εκ μέρους των νέων μέσων, ούτε με στροφή σε περισσότερο προοδευτικές ή ριζοσπαστικές θέσεις. Σημαίνει όμως ένα τεράστιο εύρος νέων επιλογών για τον αναγνώστη και μια πολύ ευκολότερη πρόσβαση στον δημόσιο λόγο. Η πορεία της ενημέρωσης από μια δημοσιογραφική ελίτ προς τις μάζες σταμάτησε να είναι πια μονοκατευθυντική, αλλά έγινε (ας την ονομάσουμε έτσι σχηματικά) πολυεστιακή.
Συνηθίζουμε γενικά να παραχώνουμε οτιδήποτε συνιστά ηλεκτρονικό μέσο σε μια κοινή ομάδα που διακρίνεται και ετεροκαθορίζεται από τα παραδοσιακά μέσα και δη τα έντυπα. Και όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μεταξύ των διαφόρων ηλεκτρονικών μέσων μπορούν να υπάρχουν και τεράστιες διαφορές. Η διάκριση μεταξύ παραδοσιακών και νέων μέσων ή ηλεκτρονικών και έντυπων έχει προφανώς τον ρόλο της και αυτός είναι πάρα πολύ σημαντικός. Το θέμα είναι ότι καμιά φορά σπεύδουμε να αποδώσουμε συνολικά χαρακτηριστικά σε μέσα που εντέλει δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, αλλά μοιράζονται έναν κοινό ψηφιακό χώρο. Δεν κυνηγάνε όλα τα site το εύκολο κλικ, όπως και δεν είναι εξαρχής ποιοτικότερο ένα έντυπο. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν ξέρω αν πρέπει να είναι «ένα ηλεκτρονικό μέσο μπορεί να γίνει έντυπο», αλλά συγκεκριμένα αν το kaboom είχε νόημα να γίνει έντυπο. Kαι νομίζω τελικά είχε.
Πρώτα από όλα, σε αυτό συνέβαλε η ίδια η θεματική του περιοδικού. Το γεγονός ότι στον πυρήνα του kaboom δεν υπάρχει ο επικαιρικός σχολιασμός είναι νομίζω το βασικότερο όλων. Ο κυκλικός τρόπος λειτουργίας του σχολιασμού στα social media με όρους hype κάνει σχεδόν αδύνατη τη δημιουργία ενός εντύπου που τουλάχιστον δεν θα είναι καθημερινό. Ο διάλογος πάνω σε ζητήματα επικαιρότητας δεν εναλλάσσεται απλώς με μεγάλη ταχύτητα. Ο τρόπος που ένα θέμα έρχεται να αντικαταστήσει ένα άλλο ως φλέγον κάνει ουσιαστικό το δεύτερο να μοιάζει παλιό και ήδη αναλυμένο πολύ σύντομα, κάποιες φορές από και μέσα στην ίδια μέρα. Έτσι, ένα περιοδικό όπως είναι εν μέρει και το ΣΚΡΑ συχνά γερμένο προς τον επικαιρικό σχολιασμό ή ακόμα περισσότερο σε σχολιασμό του σχολιασμού κάνοντας μια μετακριτική στον λόγο που παράγεται στο internet είναι σχεδόν αδύνατον να λειτουργήσει ως έντυπο, κυρίως γιατί η απόσταση μεταξύ γεγονότος και σχολιασμού του θα δίνει την εντύπωση ενασχόλησης με κάτι μπαγιάτικο. καθώς και επειδή χάνεται η σύνδεση μεταξύ επιπέδων και μεταεπιπέδων σχολιασμού.
Σε δεύτερο επίπεδο, η απόλυτη σχεδόν αφοσίωση των παιδιών του kaboom στο κείμενο (με την παραδοσιακή του έννοια) καθιστά μη απαραίτητα πράγματα που μπορεί να προσφέρει η ηλεκτρονική φόρμα και όχι το χαρτί. Η εικόνα γίνεται ζήτημα συμπληρωματικό και υποτάσσεται στην πλήρη κυριαρχία του κειμένου. Το kaboom δεν στηρίζεται τόσο στα memes, τα gifs, τα video, στα πολυτροπικά κείμενα. Στη στατική και κινούμενη εικόνα. Υπάρχει πληθώρα ηλεκτρονικών μέσων και περιοδικών, ίσως όχι παρόμοιας θεματικής, των οποίων η ύπαρξη στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στα παραπάνω χαρακτηριστικά και στην πλήρη εκμετάλλευση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος. To kaboom δεν είναι ένα από αυτά. Αυτό προκύπτει φαντάζομαι και από το ίδιο το περιεχόμενο και τις θεματικές του περιοδικού, αλλά και από το αισθητικό στίγμα που επιθυμούν να δώσουν τα παιδιά στο περιοδικό τους. Εκτός όλων των άλλων, η επιλογή έντυπο ή ηλεκτρονικό υπηρετεί κατά κάποιο τρόπο και αυτή την επιλογή αισθητικού στίγματος.
Tρίτον, η επιλογή του εντύπου έρχεται ως μια φυσική συνέχεια μιας διαφορετικής κεντρικής κατεύθυνσης που έχει πάρει το kaboom τον τελευταίο καιρό με το βάρος να πέφτει ιδιαίτερα στην πολιτική θεωρία, τη πολιτική φιλοσοφία και την ψυχανάλυση. Άλλωστε, ένα άμεσο αποτέλεσμα της κυριάρχησης του ηλεκτρονικού τύπου στα έντυπα είναι η αναγκαστική στροφή των δεύτερων σε πιο εξειδικευμένα κοινά (δεν βάζω αξιολογικό πρόσημο εδώ). Το τεύχος του έντυπου περιοδικού αποκτά σε αρκετές περιπτώσεις και συλλεκτική αξία. Σημαντικότερο δε είναι ότι έχοντας τόσο εύκολη δωρεάν πρόσβαση στην πληροφορία και στην ανάλυση, η επιλογή να πληρώσεις αφορά περιοδικά και θεματικές που σε αφορούν πολύ. Αν το πάρει κανείς από την άλλη πλευρά του συνεχούς, ένα κλασικό ζήτημα που έχουν τα site που ασχολούνται αποκλειστικά με το clickbait είναι ότι οι ειδήσεις καταπίνουν την πλαισίωσή τους με την έννοια ότι χάνεται η κατεύθυνση και η ταυτότητα του περιοδικού. Γιατί να μπορείς να ξεχωρίσεις site που καθημερινά γεμίζουν την αρχική σου σελίδα με τα τίτλους του στυλ «ΣΟΚ!ΔΕΙΤΕ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Ο ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΦΕ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ»;
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά δείχνουν και τον χαρακτήρα ενός περιοδικού που κινούνταν ούτως ή άλλως με έναν τρόπο λειτουργίας που προσομοιάζει σε έντυπο χωρίς να είναι τόσο προσηλωμένο στα social media. Ο τρόπος που λειτουργούν πλέον πολλά από τα ηλεκτρονικά μέσα παγκοσμίως είναι η δημιουργία διαδικτυακών κοινοτήτων που λειτουργούν δημιουργώντας κοινούς κώδικες με τους αναγνώστες, που καταπιάνονται με ζητήματα από πολλές διαφορετικές πτυχές μια εκ των οποίων μόνο είναι η κλασική φόρμα του κειμένου. Αυτός είναι και ο λόγος που το ΣΚΡΑ θα δυσκολευόταν πάρα πολύ να γίνει έντυπο. Θα ήταν κάτι που δεν ταιριάζει με τον χαρακτήρα του. Αντιθέτως, αυτό είναι κάτι που τονίζει την επιλογή του Kaboom για προώθηση του κειμένου.
Κλείνοντας, θέλω να τονίσω την πεποίθησή μου ότι οι περισσότερες αντιλήψεις που βλέπουν το έντυπο ως εγγενώς «ποιοτικότερο» από το ηλεκτρονικό βασίζονται είτε σε αισθητικά κριτήρια είτε σε μια γενικότερη αμυντική στάση απέναντι στον νέο κόσμο που ομολογουμένως χτίζει το διαδίκτυο. Υπάρχουν διαμάντια και σκουπίδια και στις δύο πλευρές. Νομίζω ότι συγκεκριμένα για το kaboom αυτή η αλλαγή είναι ό,τι πρέπει για τους λόγους που προανέφερα. Η έντυπη έκδοση βοηθάει στην διατήρηση μιας συγκροτημένης ταυτότητας του περιοδικού (κατά τη γνώμη μου αυτό είναι ζητούμενο για τα ηλεκτρονικά μέσα) και τα μέλη του, απαλλαγμένα από το άγχος της συνεχούς τροφοδότησης του site με κείμενα, πράγμα που επιβάλλουν οι αλγόριθμοι του ίντερνετ, θα μπορέσουν ευκολότερα να λειτουργήσουν και να προωθήσουν μεγαλύτερες και εις βάθος αναλύσεις που ταιριάζουν ιδιαίτερα με τον όλο χαρακτήρα του περιοδικού και της συντακτικής ομάδας που κρύβεται πίσω του. Αυτά είχα να πω και ανυπομονώ για το δεύτερο τεύχος.