της Μαρίας Καμπίτση
Με αφορμή την πανδημία, τα μέτρα περιορισμού και κυρίως, ίσως, τη λαχτάρα όλων για επιστροφή στην «κανονικότητα», στο παρόν κείμενο θα επιχειρήσω να καταδείξω τη σημασία της φιλοσοφίας του Σπινόζα σήμερα. Πώς οι βασικοί άξονες της σπινοζικής σκέψης μπορεί να αφορούν και τα πλέον προβληματικά σημεία του παρόντος μας. Θα προσπαθήσω να αποτυπώσω όλα αυτά που αποσπασματικά σκέφτομαι παρακολουθώντας τον κυρίαρχο λόγο για την πανδημία στα δελτία ειδήσεων, διαβάζοντας λιγότερο ή περισσότερο συνωμοσιολογικού τύπου εξηγήσεις γι’ αυτήν, κι ακούγοντας παράπονα πολυτελείας για την καραντίνα. Εν συνεχεία, θα αναδείξω χωρία τα οποία συνιστούν συμπύκνωση της σπινοζικής θεώρησης και τα οποία αποτελούν, ενδεχομένως, ευθεία απάντηση στους προβληματισμούς μας «εν μέσω πανδημίας» και γύρω απ’ αυτήν.
Τι συμβαίνει; Τι μαςσυμβαίνει; Κι έπειτα, γιατί; Γιατί αυτή η, κάποτε απόλυτη, αδυναμία να το καταλάβουμε; Πώς προσπαθούμε να το εξηγήσουμε; Η διάσημη φράση του Σπινόζα «Deus sive Natura», ως οντολογική σύνδεση Θεού και Φύσης, η επιμονή του να υπενθυμίζει πως ο άνθρωπος δεν είναι στην φύση «κράτος εν κράτει», αλλά και η συνεχής επαναφορά της έννοιας της αναγκαιότητας, αποτελούν κατευθυντήριες γραμμές, ο οποίες τέμνονται διαρκώς όσο κινούμαστε μέσα στη σκέψη του, κι ακόμα περισσότερο όσο θέτουμε σ’ αυτήν ερωτήματα για τη σημερινή μας κατάσταση. Όχι μόνο για την «κατάσταση εξαίρεσης», αλλά και για την κανονικότητα στην οποία προσδοκούμε όλοι να επιστρέψουμε. Ας έχουμε κατά νου αυτές τις τρεις βασικές θέσεις του Σπινόζα, και στην πορεία θα επιχειρήσουμε μια πιο συστηματική παρουσίαση του φιλοσοφικού του σύμπαντος, τουλάχιστον εκείνων των σημείων που άπτονται άμεσα των προβληματισμών μας.
Είδα κάπου το σύνθημα «ο πραγματικός ιός είναι ο καπιταλισμός». Προσπαθούμε να υπάρχουμε διαρκώς ως success stories. Η απόλυτη επιτυχία, η διαρκής προσπάθεια, οι ατέλειωτες ώρες στο γραφείο, ο εξοντωτικός ανταγωνισμός μεταξύ ανθρώπων που δεν συγχωρούν τίποτα, στους άλλους και στον εαυτό τους: το παραμικρό λάθος, την παραμικρή αδυναμία. Παίρνεις το παυσίπονο «για να συνεχίσεις», γιατί κανείς δεν δικαιούται λίγες μέρες ή έστω μία ώρα ξεκούρασης. Γιατί κανείς δεν μπορεί να συγχωρήσει το σώμα του που δεν αντέχει. Σαν να μην μπορούμε να το περιέξουμε πραγματικά στη ζωή μας, όσο κι αν το φροντίζουμε, προγραμματικά, με υγιεινή διατροφή και άθληση. Το φροντίζουμε σαν εργαλείο, ή σαν οιονεί πολιτισμικό αγαθό, αρνούμενοι να δεχτούμε τα όριά του, προσπαθώντας διαρκώς να τα επεκτείνουμε με παυσίπονα, βιταμίνες και ψυχοθεραπεία. Το burn out είναι η απόδειξη (αν υποτεθεί ότι χρειάζεται απόδειξη) της υλικότητας της σωματικής ύπαρξης: του ότι το σώμα υπάρχει ως φυσικό γεγονός. Ο ακραίος ανταγωνισμός, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων, εντέλει θεσμοθετήθηκε, μετατράπηκε σε «αριστεία», ονομάστηκε πρόοδος. Χρησιμοποιούμε τα πάντα ως μέσα, ακόμα και τις ίδιες τις ζωές μας, στο αέναο κυνήγι μιας επιτυχίας, στην προσπάθεια συσσώρευσης κεφαλαίου, υλικού και συμβολικού: πρέπει να τα έχεις όλα, να τα βλέπεις όλα, να τα ξέρεις όλα. Το βλέπουμε και στην περίπτωση των παιδιών, που τους ζητάμε, απ’ το δημοτικό ακόμη, να είναι τα πάντα: οι καλύτεροι μαθητές, αθλητές, καλλιτέχνες ταυτόχρονα. Παιδιά-θαύματα, που τα σέρνουμε απ’ την μία «δομημένη δραστηριότητα» στην άλλη, απ’ το σχολείο, την ξένη γλώσσα, την μουσική, την προπόνηση, στο μουσείο και το θέατρο, και σε πάρτι με διασκεδαστή. Παιδιά που τα μαθαίνουμε να έχουν ότι θέλουν, ακόμα χειρότερα ότι πρέπει να θέλουν όσα περισσότερα γίνεται, παιδιά που τα φορτώνουμε «ερεθίσματα» μαζί με προσδοκίες· που τους δείχνουμε τόσο θαυμασμό χωρίς να φανταζόμαστε καν την πιθανότητα, πίσω απ’ αυτόν, τα παιδιά να αισθάνονται ήδηότι δεν τους συγχωρείται τίποτα, καμία αποτυχία, καμία αδυναμία. Μικροί άνθρωποι δίχως όρια: το καλοπροαίρετο, αναμφίβολα, «μπορείς τα πάντα!» μπορεί να μεταφραστεί και ως «δεν είναι αποδεκτό να μην μπορείς τα πάντα». Δεν μεγαλώνουμε παιδιά, αλλά success stories – ξανά, δικά μας success stories: προεκτάσεις μας, επιτεύγματα.
Γι’ αυτό, όπως παρατήρησε ένας φίλος, δεν μπορούμε να μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας και με τους ανθρώπους μας. Μιλάω για τις ανησυχίες πολυτελείας: πανικοβληθήκαμε που δεν θα μπορούμε για λίγο να τρέχουμε απ’ το γραφείο στο γυμναστήριο, κι απ’ το θέατρο στο μπαρ. Προσπαθούμε να καλύψουμε τον κενό χρόνο με, για μια φορά, μη δομημένες δραστηριότητες. Ψάχνουμε παρηγοριά σε διαδικτυακές αγορές και πειραματιζόμαστε με έθνικ συνταγές. Σπεύσαμε να καταρτίσουμε to-do-lists για την καραντίνα, γιατί είναι αδύνατο να υπάρξουμε χωρίς αυτές. Σαν τα παιδιά που διαρκώς ζητάνε κάτι, κι αν ένα παιδί πει «βαριέμαι», ισοδυναμεί σχεδόν με κακοποίηση· γιατί είναι αδιανόητο να μην το κρατάς απασχολημένο συνέχεια – εννοείται «δημιουργικά»: το χαζολόγημα απαγορεύεται και όταν είσαι εφτά χρονών. Και κάπως έτσι, χαζολογάμε διαρκώς, γιατί είναι αδύνατον να τα κάνουμε όλα μαζί.
Ανέκαθεν στον πολιτισμό μας, το ζητούμενο ήταν να υποτάξουμε τη φύση, ο φυσικός κόσμος να υποταχθεί στον ανθρώπινο: στη μηχανική, τη βιομηχανία, το εμπόριο· να τον θέσουμε στην υπηρεσία μας, ή μάλλον, υπό την απόλυτη εξουσία μας. Η έννοια της φύσης εξαφανίζεται απ’ τον λόγο μας, ακόμα κι αν μιλάμε για τα δάση του Αμαζονίου ή τους ωκεανούς, τον αέρα που αναπνέουμε ή τα άγρια ζώα με τα οποία επιλέγουμε να τραφούμε, όχι από ανάγκη, αλλά από «απόλυτη ευαρέσκεια».[i] Μιλάμε για «πηγές ενέργειας», «πλουτοπαραγωγικούς πόρους», βιομηχανία «ζωικής παραγωγής». Συναντάμε την έννοια της φύσης σε φράσεις όπως «επιστροφή στη φύση», το οποίο συνήθως μεταφράζεται σε μια βόλτα στην εξοχή, λίγες ανάσες καθαρού αέρα, και τη μανιώδη αναζήτηση βιολογικών προϊόντων και «φυσικών καλλυντικών», σε λιγότερο ή περισσότερο ειλικρινείς οικολογικές συμπεριφορές. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να δεχτούμε με τίποτα αυτό που συμβαίνει. Πέφτουμε απ’ τα σύννεφα όταν οι φυσικοί πόροι εξαντλούνται, ο αέρας και οι θάλασσες μολύνονται, η θερμοκρασία αυξάνεται και τα «ξεσπάσματα της φύσης», όπως λένε στα δελτία ειδήσεων, γίνονται όλο και πιο «βίαια» (ή έτσι μας φαίνονται). Όταν ο φυσικός κόσμος δεν είναι αυτό το παθητικό, λαμπρό πεδίο για την δόξα μας: όταν παθαίνει, κι αυτός, burn out. Δεν μπορεί να υπάρχει κάτι μη άμεσα ελέγξιμο, ή κάτι που απλώς συνέβη χωρίς να εξυπηρετεί κάποιο σκοπό. Γι’ αυτό καταφεύγουμε σε θεωρίες συνωμοσίας: το έφτιαξαν στο εργαστήριο και το άφησαν να εξαπλωθεί για να μειώσουν τον πληθυσμό, για να μας ελέγξουν, για να μας κλείσουν στα σπίτια, για να καταστραφούν οικονομίες καινα αναδειχθούν άλλες, κ.λπ. Άπειρα σενάρια, και όλα έχουν να κάνουν με ανθρώπινες πράξεις: και πάλι, η ανθρώπινη βούληση κάνει τον κόσμο να γυρίζει.[ii] Πρόκειται για την ίδια δομή σκέψης με αντιλήψεις όπως «είναι θεϊκή τιμωρία», ή το πιο στωικό «για να μας δοκιμάσει ο Θεός». Είναι η ίδια δομή σκέψης, στη διαφωτισμένη της μορφή: μια βούληση που πράττει για έναν σκοπό. Ίσως είχε δίκιο ο Λατούρ, «ουδέποτε υπήρξαμε μοντέρνοι».[iii] Ή ίσως, πράγματι, μας τιμωρεί ο Θεός. Ή η Φύση.
«Deus sive Natura»
Η εντονότερη κριτική που δέχεται ο Σπινόζα είναι ότι δίνει στον Θεό τέτοια μορφή παντοδυναμίας, με αποτέλεσμα να τον εξαφανίζει, γι’ αυτό κατηγορείται για αθεϊσμό.[iv] Πράγματι ο Σπινόζα εξαφανίζει τον υπερβατικό Θεό των θεολόγων, τον Θεό-Νομοθέτη, Δημιουργό και εξουσιαστή των δημιουργημάτων του· τον Θεό αυτών που αντιμετωπίζουν τον νου σαν διεφθαρμένη φύση, και καλλιεργούν τις δεισιδαιμονίες, κρατώντας έτσι τους ανθρώπους δέσμιους της άγνοιας. Απορρίπτει τον Θεό που κυριαρχεί στα σώματα και τις ψυχές, και χρησιμοποιείται με τρόπο που εξαναγκάζει τους ανθρώπους «να μάχονται για τη δουλεία τους σαν να επρόκειτο για την σωτηρία τους».[v] Με την ίδια κίνηση, απορρίπτει την έννοια της θεϊκής ελευθερίας, κατασκευασμένης κατ’ εικόνα και ομοίωση της ανθρώπινης:[vi] ο Θεός, σύμφωνα με τον Σπινόζα, δεν πράττει από ελευθερία βούλησης, αλλά οι πράξεις του πηγάζουν από μόνη την αναγκαιότητα της ύπαρξής του. Πολύ περισσότερο, ο Θεός «δεν ήταν πριν τις αποφάσεις του, ούτε μπορεί να είναι χωρίς αυτές».[vii] Με άλλα λόγια, ο Θεός δεν βρίσκεται εκτός του κόσμου, δεν υπάρχει ανεξάρτητα απ’ αυτόν, αλλά υπάρχει εκφραζόμενος μέσα απ’ αυτόν και μόνο. Και, «από την άπειρη φύση του Θεού απορρέουν αναγκαία […] άπειρα με άπειρους τρόπους, τουτέστιν τα πάντα».[viii] Το Deus sive Natura θεμελιώνει την οντολογική σύνδεση του Θεού με την Φύση, και επαναπροσδιορίζει τη μεταξύ τους αιτιακή σχέση: «είναι εμμενές αίτιο, και όχι μεταβατικό αίτιο όλων των πραγμάτων»,[ix] με την έννοια ότι τα πράγματα δεν συνιστούν δημιουργήματα με τη συμβατική έννοια ενός δημιουργού που προϋπάρχει και αποφασίζει να δημιουργήσει αυτό που επιθυμεί, ή αυτό «το οποίο στερείται»[x]. Έχει ενδιαφέρον στο σημείο αυτό να δούμε τι λέει ο Σπινόζα για το Προπατορικό αμάρτημα και την Πτώση. Διαβάζουμε στη Θεολογικοπολιτική Πραγματεία: «Ο Θεός αποκάλυψε στον Αδάμ μόνο το κακό που θα του συνέβαινε αν έτρωγε από αυτό [το δέντρο της γνώσης του Καλού και του Κακού], και δεν αποκάλυψε την αναγκαιότητα με την οποία αυτό το κακό θα επερχόταν. Κατά συνέπεια, ο Αδάμ δεν θεώρησε την αποκάλυψη αυτή ως αιώνια και αναγκαία αλήθεια, αλλά ως νόμο, δηλαδή ως διαταγή που εμπεριέχει ανταμοιβές και τιμωρίες οι οποίες δεν έπονται αναγκαία από την φύση της πράξης που επιτελείται· αλλά εξαρτώνται εξολοκλήρου από την ιδιοτροπία και την απόλυτη εξουσία κάποιου βασιλιά. Έτσι, αυτή η αποκάλυψη ήταν νόμος, και ο Θεός νομοθέτης ή βασιλιάς, μόνο στα μάτια του Αδάμ, και μόνο λόγω της άγνοιάς του τον εξέλαβε έτσι».[xi] Και συνεχίζει: «[…] καταλήγω λοιπόν στο ότι η αντίληψη των κοινών ανθρώπων και η περιορισμένη σκέψη τους, είναι ο μόνος λόγος που ο Θεός περιγράφεται ως νομοθέτης ή βασιλιάς, και αποκαλείται δίκαιος, εύσπλαχνος και άλλα· ότι στην πραγματικότητα ο Θεός πράττει και διευθύνει τα πάντα μόνο από την αναγκαιότητα της δικής του φύσης, και την τελειότητά του· και, εν τέλει, ότι οι διαταγές και οι βουλήσεις του είναι αιώνιες αλήθειες, και πάντα εμπεριέχουν αναγκαιότητα».[xii]
Ο Σπινόζα ανασκευάζει το αρχετυπικό παράδειγμα τιμωρίας, το οποίο προσφέρεται ως απόδειξη του πώς ο Θεός τιμωρεί την ανυπακοή.[xiii] Βλέπουμε και εδώ να υπονοείται η σύμφυση μεταξύ φυσικού και θεϊκού νόμου. Η Πτώση δεν ήταν τιμωρία των Πρωτόπλαστων για την παράβαση της θεϊκής εντολής, αλλά αναγκαίο αποτέλεσμα της πράξης τους. Το να φάνε τον καρπό οδήγησε αναπόφευκτα σε όλα τα δεινά που ακολούθησαν. Αυτή ήταν η αιτία για την Πτώση, και όχι η θεϊκή βούληση: ο Θεός αποκάλυψε στον Αδάμ το κακό που θα του συνέβαινε αν έτρωγε τον καρπό, όχι ως εντολή, αλλά ως αναγκαία αλήθεια.[xiv] Δεν παρενέβη σε καμία στιγμή, ούτε για να εμποδίσει την βρώση του καρπού, ούτε για να τιμωρήσει την ανυπακοή, και ούτε μπορούσε να παρέμβει για να αποτρέψει την Πτώση· και δεν θα μπορούσε να ενεργήσει διαφορετικά, ούτε να αλλάξει τις αποφάσεις του. Ο Θεός, αυτό το «αναγκαίο και άπειρο ον», που πράττει από μόνην την αναγκαιότητα της φύσης του και όχι από ελευθερία βούλησης, αυτό που δεν προϋποθέτει τίποτα για να υπάρξει και από την ύπαρξή του απορρέουν τα πάντα, συνιστά θα λέγαμε, τα ίδια τα πράγματα: την «πραγματικότητα», μια έννοια εξίσου εξόριστη από τον λόγο μας με αυτήν της φύσης. Για να το πούμε αλλιώς: την έννοια ότι μπορεί να υπάρχουν τρόποι λειτουργίας των πραγμάτων που δεν υπόκεινται σε άμεσο έλεγχο, που δεν συνιστούν προϊόντα μιας βούλησης.
Στην ίδια κατεύθυνση, ο Σπινόζα απορρίπτει και την υπερβατικότητα του Λόγου «των φιλοσόφων», λέγοντας πως οι φιλόσοφοι βλέπουν τους ανθρώπους όχι όπως είναι στ’ αλήθεια, αλλά όπως εκείνοι επιθυμούν –ή όπως θα έπρεπε να είναι– για να ταιριάξουν στην ιδανική Πολιτεία την οποία συγκροτούν στα θεωρητικά τους σχήματα.[xv] Εκκινώντας από τη «φυσική κατάσταση», μια κατάσταση κατά την οποία οι άνθρωποι καθοδηγούνται μόνο απ’ τα πάθη και τα ένστικτά τους, με αποτέλεσμα να επικρατούν τέτοιες συγκρούσεις που την καθιστούν μη βιώσιμη, οι θεωρητικοί του Κοινωνικού Συμβολαίου θεμελιώνουν τα σχήματά τους σε μια σχεδόν μαγική στιγμή: τη στιγμή που οι άνθρωποι αποφασίζουν να μεταβούν απ’ τη φυσικήστην πολιτική κατάσταση, να πάψουν να καθοδηγούνται απ’ τα πάθη τους και να ζήσουν σύμφωνα με τις επιταγές του Λόγου. Καταλήγουν έτσι « […] να συλλαμβάνουν τον άνθρωπο στη φύση ωσεί κράτος εν κράτει. Διότι πιστεύουν […] ότι έχει απόλυτη δύναμη επί των ενεργειών του και ότι δεν καθορίζεται άλλοθεν, παρά από τον εαυτό του».[xvi]
Αλλά και οι ίδιοι οι άνθρωποι «έχουν τη γνώμη πως είναι ελεύθεροι, επειδή έχουν συνείδηση των βουλημάτων και των ορέξεών τους και δεν σκέφτονται ούτε κατ' όναρ τα αίτια απ’ τα οποία διατίθενται να ορέγονται και να βούλονται, επειδή τα αγνοούν»,[xvii] και επιζητούν να μάθουν μονάχα τα μέσα για την ικανοποίησή τους. Κρίνουν μάλιστα τα πάντα βάσει του δικού τους τρόπου, κι έτσι θεωρούν πως και η ίδια η φύση διενεργεί τα πάντα προς έναν τελικό σκοπό. Ομοίως, θεωρούν πως και ο Θεός πράττει κατ’ αυτόν τον τρόπο και «έκανε τα πάντα για τον άνθρωπο, και τον άνθρωπο για να τον λατρεύει».[xviii] Έχουμε έτσι την κυριαρχία της έννοιας του μέσου, της εργαλειακότητας, παράλληλα με μια ψευδή, ή έστω στρεβλή, αίσθηση ελευθερίας. Την ίδια στιγμή έχουμε την εικόνα ενός Θεού-ευεργέτη τον οποίο οι άνθρωποι προσπαθούν να κολακέψουν, κι ενός Θεού-τιμωρού, τον οποίο προσπαθούν να εξευμενίσουν. Αποτέλεσμα, ο ανταγωνισμός τόσο γύρω απ’ την απόκτηση μέσων για την επίτευξη των σκοπών, όσο και γύρω απ’ την «αγάπη του Θεού»· οι άλλοι άνθρωποι ήδη αντιμετωπίζονται ως όρια στην απόκτηση μιας υπερβατικής (δηλαδή απόλυτης) ελευθερίας· ως αντίπαλοι και ανταγωνιστές.[xix]
Στο σημείο αυτό, είναι εξαιρετικά κατατοπιστικό το σχόλιο της Πρότασης 18 του τέταρτου μέρους της Ηθικής, όπου τίθεται με αρκετά ξεκάθαρο τρόπο η σχέση του Λόγου με την (ανθρώπινη) φύση, και η συναρμογή της σχέσης αυτής με την αρετή, την ευδαιμονία και την ανθρώπινη συνύπαρξη. Πρώτα απ’ όλα, είναι σημαντικό να σημειώσουμε πως ο Σπινόζα φροντίζει να περιλάβει στη θεώρησή του τα πάθη ως αναγκαίους τρόπους λειτουργίας του ανθρώπου, αλλά κάθε άλλο παρά τα υμνεί: «δουλεία καλώ την αδυναμία του ανθρώπου να μετριάσει τις συναισθηματικές επήρειες».[xx] Η ζωή σύμφωνα με τον λόγο είναι ζητούμενο και για τον Σπινόζα, όχι, ωστόσο, ως υπακοή σε ένα σύνολο οιονεί υπερβατικών κανονιστικών αρχών, που ρυθμίζουν εξωτερικά τη συμπεριφορά των ανθρώπων και εξαφανίζουν μαγικά τα πάθη τους. Με άλλα λόγια, ο Λόγος για ακόμα μια φορά δεν τίθεται αντιθετικά προς την (ανθρώπινη) φύση. Διαβάζουμε: «[…] ο λόγος δεν αιτεί τίποτα ενάντια στη φύση, άρα αιτεί να αγαπά καθένας τον εαυτό του, να επιζητεί το δικό του όφελος, που είναι αληθινά όφελος, να ορέγεται καθετί που οδηγεί αληθινά τον άνθρωπο σε μεγαλύτερη τελειότητα, και με απόλυτο τρόπο, να προσπαθεί καθένας, όσο είναι στο χέρι του, να συντηρεί το είναι του».[xxi] Ομοίως, η αρετή δεν συνίσταται στην επικράτηση επί της φύσης, αλλά αντιθέτως στο «να ενεργεί κανείς βάσει των νόμων της οικείας φύσης»,[xxii] και θεμέλιό της είναι η ίδια η «προσπάθεια συντήρησης του οικείου είναι».[xxiii] Ως εκ τούτου, η αρετή είναι αυτοσκοπός: σ’ αυτό το πλαίσιο ο άνθρωπος δεν είναι ενάρετος είτε επειδή φοβάται την τιμωρία, είτε επειδή προσδοκά κάποια ανταμοιβή, αλλά επειδή αναγνωρίζει πως «δεν υπάρχει κάτι που να είναι εξοχότερο από αυτήν, ή ωφελιμότερο».[xxiv] Θα μπορούσαμε να πούμε πως η αρετή είναι αναγκαίο αποτέλεσμα του έλλογου βίου, όπως αυτός νοείται στον Σπινόζα: απ’ την στιγμή που ο άνθρωπος κατανοεί την οικεία φύση του, είναι καθορισμένος να ενεργεί βάσει των νόμων της, επιδιώκοντας αυτό που είναι αληθινά ωφέλιμο γι’ αυτόν. Είναι σημαντική η έμφαση στο αληθινά, γιατί στο σημείο αυτό έχουμε να κάνουμε, ακριβώς με αυτό που ο άνθρωπος γνωρίζει και όχι με αυτό που φαντάζεται πως τον ωφελεί. Το σχόλιο καταλήγει, ακολουθώντας τον ίδιο τρόπο συλλογισμού, στην ανθρώπινη συνύπαρξη: «τα υπέρτερα που μπορούμε να διανοηθούμε είναι όσα συμφωνούν παντελώς με την φύση μας», δηλαδή οι άλλοι άνθρωποι. Έτσι, «τίποτα λοιπόν δεν είναι ωφελιμότερο για τον άνθρωπο από τον άνθρωπο‧ […] οι άνθρωποι που επιζητούν το όφελός τους υπό την καθοδήγηση του λόγου, δεν ορέγονται τίποτα για τον εαυτό τους που να μην επιθυμούν για τους υπόλοιπους ανθρώπους, και ως εκ τούτου είναι δίκαιοι, πιστοί και τίμιοι».[xxv] Βλέπουμε πως, υπ’ αυτό το πρίσμα, οι άνθρωποι είναι δίκαιοι, πιστοί και τίμιοι, όχι υπακούοντας σε κάποιον εξωτερικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλεται κατόπιν της συνειδητοποίησης του αδιεξόδου στο οποίο οδηγεί μια ζωή χωρίς αυτές τις αξίες (στην πράξη, επιβαλλόμενο από κάποιον κυρίαρχο), αλλά γνωρίζοντας την οικεία φύση τους. Ο Πιέρ Φρανσουά Μορώ παρατηρεί πως η σπινοζική φιλοσοφία προσπαθεί να οδηγήσει τον άνθρωπο, σαν από το χέρι ως την ευδαιμονία.[xxvi] Πρόκειται ακριβώς για διαδρομή, και όχι για υπόσχεση μιας κατάστασης: κατ’ αναλογία, θα λέγαμε πως η σπινοζική φιλοσοφία είναι μια διαδρομή προς την πραγματική ελευθερία· όχι ως εύκολη λύση, ή μαγική νίκη επί των καθορισμών, όχι ως ατομική κατάσταση, αλλά ως συλλογική πορεία. Μόνο εάν οι άνθρωποι γνωρίσουν πραγματικά την ίδια τη φύση τους, τη φύση των πραγμάτων και την αληθινή φύση του Θεού, μπορούν να είναι πραγματικά ελεύθεροι και ευτυχείς. Η ζωή σύμφωνα με τον Λόγο συνίσταται στη γνώση των πραγματικών και όχι των τελικών αιτίων, στη γνώση της αληθινής φύσης των πραγμάτων. Έτσι κάθε άνθρωπος επιζητά το δικό του όφελος που είναι πραγματικά όφελος.[xxvii] Αυτό εν προκειμένω είναι αυτό που θα τον οδηγήσει σε μεγαλύτερη τελειότητα, και το οποίο δεν θα μπορούσε να τον φέρνει αντιμέτωπο με τους άλλους ανθρώπους, καθώς το υπέρτατο αγαθό στο οποίο καθένας μπορεί να προσβλέπει είναι να απολαμβάνουν «μια τέτοια φύση» όσο περισσότεροι γίνεται, και το να πασχίζει γι’ αυτό είναι αναπόσπαστο μέρος της δικής του ευδαιμονίας.[xxviii] Και «η ευδαιμονία δεν είναι βραβείο της αρετής αλλά η ίδια η αρετή».[xxix]
Ποια «κανονικότητα»;
Είδαμε πως, σπινοζικά, η τιμωρία είναι εμμενής στην πράξη: αναγκαίο αποτέλεσμα. Απόρροια του ότι δεν ελέγχουμε τα πάντα· του ότι υπάρχουν όρια. Όπως η κλιματική αλλαγή είναι απόρροια μιας όλο και περισσότερο αναπτυσσόμενης βιομηχανίας, ή το burn out αναγκαίο αποτέλεσμα μιας «επιτυχημένης» καριέρας. Η εμμενής αιτία αυτού που συμβαίνει είναι η άκριτη εργαλειοποίηση των πραγμάτων, του φυσικού κόσμου, του ίδιου μας του σώματος. Παλεύουμε να εξαλείψουμε τη φθαρτότητα, το μόνο που καταφέρνουμε, ωστόσο, είναι να την αναβάλλουμε ή να την συγκαλύπτουμε, ώστε όταν αναπόφευκτα αποκαλυφθεί, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την απόλυτη κατάρρευση. Αυτό που εκλαμβάνεται ως τιμωρία για τις πράξεις μας είναι αναγκαίο αποτέλεσμα αυτών, όχι εξωτερικά αλλά εμμενώς: είναι ήδη εκεί, τη στιγμή που πράττουμε, και δεν επιβάλλεται από κάποια ανώτερη δύναμη.
Τα όρια που καταργούμε, ως άλλοι πρωταγωνιστές σε διαφημιστικό σποτ, δεν καταργούνται. Η αναγκαιότητα που υπερβήκαμε, παραβλέποντας ή αναβάλλοντάς τη με φτηνά, εντέλει, τεχνάσματα, επιστρέφει με τρόπο όλο και πιο ανεξέλεγκτο: όσο περισσότερο καμωνόμαστε πως μπορούμε να ελέγξουμε τα πάντα, τόσο πιο σκληρά θα μας φαίνονται τα φυσικά φαινόμενα, τόσο περισσότερο «βίαια» θα είναι τα «ξεσπάσματα». Κοινώς, χάνουμε την μπάλα, προσποιούμενοι ότι παίζουμε δίχως αντίπαλο, με κανόνες που θέτουμε εμείς όσο το παιχνίδι είναι εν εξελίξει, σ’ ένα γήπεδο του οποίου τα όρια τα θέτουμε όλο και πιο μακριά.
Δεν θέλουμε ένα οικολογικό μανιφέστο, ή απλώς μια κριτική στους σύγχρονους ρυθμούς της ζωής. Πολύ περισσότερο, δεν θέλουμε να επικαλεστούμε κάποιο αγνό παρελθόν, μια στιγμή συμφωνίας που διαταράχθηκε. Ιδίως γιατί η ανθρώπινη λειτουργία φαίνεται να είναι περίπου η ίδια: ο Σπινόζα μιλά περίπου για τα ίδια πράγματα. Διαφέρουν μόνο τα μέσα που διαθέτουμε, διευρύνοντας το πεδίο δράσης μας, και, την ίδια στιγμή, υπαγορεύοντάς το. Αλλά η ανθρώπινη λειτουργία, ο τρόπος μας, στον πυρήνα του, είναι ο ίδιος. Την ίδια στιγμή, το κυρίαρχο πλέγμα λόγου, ως προς την στοιχειώδη δομή και λειτουργία του, παραμένει, και αυτό, το ίδιο. Στη Θεολογικοπολιτική Πραγματεία ο Σπινόζα χρησιμοποιεί το παράδειγμα του εβραϊκού κράτους, στο οποίο η πολιτική-θρησκευτική εξουσία, θεμελιωμένη στον υπερβατικό Θεό, ρυθμίζει κάθε στοιχείο του ατομικού και συλλογικού βίου, υπαγορεύοντας μια τέτοιας μορφής υπακοή, ώστε αυτή δεν εκλαμβάνεται ως υπακοή, αλλά ως ελευθερία‧[xxx] στον δε πρόλογο του έργου, ο Σπινόζα καταγγέλλει τους ιερείς της εποχής του, οι οποίοι καλλιεργούν και ενισχύουν τις δεισιδαιμονίες, εξασφαλίζοντας τη διατήρηση της εξουσίας τους επί θλιμμένων και φοβισμένων πνευμάτων.[xxxi] Σήμερα, θεμέλια της κυριαρχίας είναι η αγορά, η παραγωγή, η πρόοδος, η «επιτυχία» και άλλες εξίσου υπερβατικές οντότητες. Η δε υπακοή, εν προκειμένω, συνίσταται στην υιοθέτηση ενός λίγο-πολύ συγκεκριμένου τρόπου ζωής και «αυτοπραγμάτωσης», πυρήνας του οποίου είναι οι υποτιθέμενες προσωπικές μας επιλογές, η βούλησή μας, η προσωπική, εντέλει προσπάθεια και θέλησή μας να συγκαταλεγόμαστε μεταξύ των αρίστων. Ο κυρίαρχος λόγος, εν ολίγοις, λειτουργεί απολύτως ενισχυτικά, αν και όχι προδιαγεγραμμένα (διαφορετικά θα εκπίπταμε και πάλι σε συνωμοσιολογικού τύπου θεωρήσεις), στη φαντασιακή, σύμφωνα με τη σπινοζική έννοια, σύλληψη του πώς λειτουργεί ο κόσμος. Με άλλα λόγια, η δομή της σκέψης, και αναπόφευκτα ομιλίας και συμπεριφοράς, δεν διαφέρουν πολύ από τον άνθρωπο που πιστεύει ότι ο Θεός έφτιαξε τα πάντα για εκείνον, τον άνθρωπο που εξηγεί τα πάντα με βάση τελικά αίτια, τοποθετεί τον εαυτό του έξω από τον φυσικό κόσμο, που αποδίδει τα δεινά του σε ανώτερες δυνάμεις· τον άνθρωπο που πιστεύει πως όλα γίνονται γι’ αυτόν: για να τον ωφελήσουν, ή να τον βλάψουν. Και το πλέον κοινό, απόρροια ενδεχομένως όλων των άλλων, είναι αυτό το «για να…»: είτε μιλάμε για τον Θεό, είτε για Κυβερνήσεις που θέλουν να μας ελέγξουν, έχουμε να κάνουμε με τελικούς σκοπούς, σχέδια, προδιαγεγραμμένες δράσεις από ανώτερες δυνάμεις.
Δεν υπάρχει τίποτα για να επιστρέψουμε, κανένα μακρινό παρελθόν. Δεν μπορούμε να ζητήσουμε συγχώρεση, γιατί δεν υπάρχει η απόλυτη εκείνη βούληση να μας τη δώσει. Θα μπορούσαμε ίσως να μιλήσουμε για επαναφορά μιας έννοιας φύσης. Η φύση να επανοριστεί, ή πιο σωστά, να ξαναειπωθεί με τη σπινοζική της σημασία. Να διακρίνουμε στη φιλοσοφία του Σπινόζα την έννοια της φύσης ως σημείο αναφοράς· ως έδαφος και πυρήνα. Να την επανοικειοποιηθούμε, να την επανακτήσουμε από θεωρήσεις που θεμελίωσαν σ’ αυτήν την ανισότητα, την καταπίεση των άλλων, ακόμα και την εξόντωσή τους. Αλλά και να την υψώσουμε ως απάντηση στην (θλιβερή, όπως αποδεικνύεται ολοένα και περισσότερο) οίηση του (μετα)μοντέρνου, παντοδύναμου, νοησιαρχικού, και εν τέλει, εκούσια ή ακούσια, ισοπεδωτικού πολιτισμού μας.
Η ζωή υπό την καθοδήγηση του Λόγου σήμαινε καθυπόταξη της ανθρώπινης φύσης, η οποία συρρικνώθηκε στο ένστικτο επιβίωσης που επιφέρει αναπόφευκτα την αλληλοεξόντωση, και συνεπώς ταυτίστηκε με την καθαρή βία. Πράγματι, πολύ σχηματικά, και αδικώντας στοχαστές όπως ο Χομπς, κάπως έτσι εξορίζεται η έννοια της φύσης ήδη από τα θεμέλια της νεωτερικής σκέψης. Ο Λόγος έρχεται να καθυποτάξει την φύση, ως εάν να είναι κάτι έξω από αυτήν, και επιστρατεύεται για να δαμάσει το ανεξέλεγκτο, το πρωτόγονο, το επικίνδυνο. Δεν μπορεί να υπάρξει ξανά η κανονικότητα στην οποία περιμένουμε να επιστρέψουμε. Υπάρχει το αίτημα, ή μια σειρά αιτημάτων, όπως τα διατύπωσε ο Σπινόζα. Ευσεβείς πόθοι, ίσως· αλλά κάνουμε φιλοσοφία επειδή αισθανόμαστε ότι μπορεί να μας οδηγήσει κάπου.
Ο Θεός του Σπινόζα, σύμφυση αναγκαιότητας και ελευθερίας, το μόνο που μπορεί να «εγγυηθεί» είναι, ακριβώς, πως η ελευθερία δεν νοείται παρά μόνο δια της αναγκαιότητας. Μιας αναγκαιότητας, όμως, η οποία δεν τίθεται υπερβατικά, δεν κατεξουσιάζει τα πράγματα, αλλά τα φέρνει στην ύπαρξη: συνιστά την προϋπόθεση ύπαρξής τους. Μόνο μέσα απ’ αυτήν την αναγκαιότητα μπορεί να είναι διανοητή η πραγματική, ανθρώπινη ελευθερία, όχι στο νησί της Ουτοπίας ή τον Χρυσό Αιώνα των ποιητών,[xxxii] αλλά μια ελευθερία συμβατή με την πραγματική, κοινή κατάσταση των ανθρώπων.[xxxiii] Η ελευθερία είναι υπέρβαση της αναγκαιότητας, αλλά για να είναι πραγματική, ζωντανή, δημιουργική, εγγυήτρια της δύναμής μας, μπορεί να είναι μόνο εμμενής υπέρβαση. Υπέρβαση μέσα απ’ την γνώση της αναγκαιότητας, των ορίων, της υλικότητας του κόσμου μας, και όχι κυριάρχηση επί αυτού, κυριάρχηση επί του φυσικού κόσμου, επί των άλλων ανθρώπων, επί του ίδιου μας του εαυτού. Πρέπει να ζητάμε απ’ το καθετί αυτό που μπορεί να δώσει. Το μέγιστο, αναμφίβολα, αλλά με σεβασμό. Χωρίς την αλαζονική παντοδυναμία της βούλησης και της ψευδεπίγραφης ελευθερίας που συγκροτείται γύρω απ’ αυτήν. Χωρίς την έπαρση που εξορίζει την έννοια της φύσης, μη μπορώντας να δεχτεί οποιαδήποτε αμφισβήτηση του απόλυτου ελέγχου μας‧ «αλλά όλα τα λαμπρά είναι τόσο δύσκολα όσο και σπάνια».[xxxiv]
Υ.γ. Ευχαριστώ τον Γεράσιμο Σταματέλο για όλες τις συζητήσεις και για τη διαρκή, με τον τρόπο του, υπενθύμιση της καταληκτικής φράσης της Ηθικής.
Μάιος 2020
[i] B. Spinoza, Ηθική, μτφρ. Ε. Βανταράκης, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2009, Ι, Παράρτημα [σελ. 132].
[ii] «[…] οι άνθρωποι υποθέτουν κοινώς πως όλα τα φυσικά πράγματα ενεργούν όπως οι ίδιοι για έναν τελικό σκοπό· υποστηρίζουν μάλιστα ως βέβαιο ότι ο ίδιος ο Θεός διευθύνει τα πάντα προς έναν τελικό σκοπό: λένε πράγματι πως ο Θεός έκανε τα πάντα για τον άνθρωπο, και τον άνθρωπο για να τον λατρεύει», B. Spinoza, ό.π.
[iii] Bruno Latour, Ουδέποτε υπήρξαμε μοντέρνοι, μτφρ. Φ. Τερζάκης, επιμ. Θ. Μοσχούδης, εκδ. Σύναλμα, Αθήνα 2000.
[iv] «[…] καταργεί κάθε θρησκεία, ανατρέπει το θεμέλιό τους και διδάσκει τον αθεϊσμό με καλυμμένα λόγια ή επινοεί έναν θεό τέτοιον ώστε η θεϊκή του φύση δεν έχει τίποτα που να προκαλεί στους ανθρώπους σεβασμό […]», επιστολή του L. Velthuysen, 1671 (παρατίθεται από τον Γ. Βώκο στην Eισαγωγή στο Περί της Ελευθερίας της σκέψης σ’ ένα ελεύθερο κράτος. Πρόλογος και εικοστό κεφάλαιο της Θεολογικοπολιτικής Πραγματείας, μτφρ. Ε. Βαμπούλης και Ά. Στυλιανού, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2014, σελ. 17)· βλ. και P. F. Moreau, Ο Σπινόζα και ο σπινοζισμός, μτφρ. Φ. Σιατίτσας, επιμ. Δ. Αθανασάκης, εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2016, σελ. 123-124.
[v] Β. Spinoza, Θεολογικοπολιτική Πραγματεία, Πρόλογος, [στο Περί της Ελευθερίας της σκέψης…, ό.π., σελ. 50].
[vi]«[…] η προκατειλημμένη αντίληψη περί Θεού αποδίδει τέτοια ελευθερία στον Θεό ακριβώς για να μπορέσει αυτός να λειτουργήσει ως εγγυητής της δικής μας ελευθερίας» W. Montag, Bodies, Masses, Power: Spinoza and his contemporaries, Verso, Λονδίνο 1999, σελ. 39.
[vii] Ηθική, Ι, Πρ. 33, σχ. 2 [σελ. 128].
[viii] Ό.π., Πρ. 17, Σχόλιο [σελ.107].
[ix] Ηθική, Ι, Πρ. 18 [σελ. 109].
[x] Ηθική, Ι, Παράρτημα [σελ. 137].
[xi] Tractatus Theologico-Politicus, IV [στο Benedict de Spinoza: The Political Works, μτφρ. A. G. Wernham, Oxford University Press, Oxford 1958, σελ. 77].
[xii] Ό.π., σελ. 83.
[xiii] «Οι περισσότεροι άνθρωποι αρνούνται να παραδεχτούν ότι αυτή η ιστορία είναι μια παραβολή, και επιμένουν ότι είναι μια ευθεία καταγραφή ενός γεγονότος», ό.π.
[xiv] «Δηλαδή: ο Θεός δεν απαγορεύει τίποτε, απλώς γνωστοποιεί στον Αδάμ ότι ο καρπός, ένεκα της σύνθεσής του, θα αποσυνθέσει το σώμα του», G. Deleuze, Σπινόζα. Πρακτική φιλοσοφία, σελ. 51, μτφρ. Κ. Καψαμπέλη, επιμ. Γ. Βώκος και Π. Πούλος, εκδ. Νήσος, Αθήνα 1996[η υπογράμμιση στο κείμενο].
[xv] B. Spinoza, Πολιτική Πραγματεία, μτφρ. Α.Ι. Στυλιανού, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2013, Κεφ. 1, Παρ. 1 [σελ. 93].
[xvi] Ηθική, ΙΙΙ, Πρόλογος [σελ. 231].
[xvii] Ηθική, Ι, Παράρτημα [σελ. 133].
[xviii] Ό.π. [σελ. 132].
[xix] «Η ελευθερία είναι λοιπόν το δικαίωμα να κάνουμε και να επιδιώκουμε οτιδήποτε δεν βλάπτει κάποιον άλλο. Το όριο εντός του οποίου μπορεί κανείς να κινείται, χωρίς να είναι επιζήμιος για τον άλλο, ορίζεται από τον νόμο, όπως τα όρια δύο χωραφιών ορίζονται από τον πάσσαλο. Πρόκειται για την ελευθερία του ανθρώπου ως απομονωμένη και αυτοαναφερόμενη μονάδα», Karl Marx, «Για το Εβραϊκό Ζήτημα», Κείμενα από τη δεκαετία του 1840, μτφρ. Θ. Γκιούρας, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2014, σελ. 176.
[xx] Ηθική, IV, Πρόλογος [σελ. 343].
[xxi] Ηθική, IV, Πρ. 18, Σχόλιο [σελ. 369]
[xxii] Ό.π.
[xxiii] Ό.π.
[xxiv] Ό.π., σελ 370.
[xxv] Ό.π. σελ. 370-371.
[xxvi] P. F. Moreau, ό.π., σελ. 85.
[xxvii] Ηθική, IV, Πρ. 18, Σχόλιο [σελ. 369].
[xxviii] B. Spinoza, Πραγματεία για τη Διόρθωση του Νου, μτφρ. B. Jacquemart και Β. Γρηγοροπούλου, επιμ. Β. Γρηγοροπούλου, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2001, παρ. 14 [σελ. 28]‧ βλ. και Ηθική, V, Πρ. 20 [σελ. 480]: «Αυτή η αγάπη προς τον Θεό δεν μπορεί να μιανθεί από την συναισθηματική επήρεια ούτε του Φθόνου ούτε της Ζηλοτυπίας,, αλλά υποθάλπεται τόσο περισσότερο, όσο φανταζόμαστε περισσότερους ανθρώπους συζευγμένους με τον Θεό με τον ίδιο δεσμό Αγάπης».
[xxix] Ηθική, V, Πρ. 46 [σελ. 506].
[xxx] «[…] δεν μπορούσαν ούτε να φάνε, να ντυθούν, να ξυριστούν, να παντρευτούν, ή οτιδήποτε άλλο, παρά με τον τρόπο που υπαγόρευε ο νόμος». B. Spinoza, Tractatus Theologico-Politicus, XIV [στο Spinoza: The Political Works, σελ. 97]‧ «[…] η ζωή τους ήταν μια συνεχής άσκηση υπακοής […] τόσο, ώστε η υπακοή έγινε γι’ αυτούς δεύτερη φύση, και δεν πρέπει να φαινόταν [πια] σ’ αυτούς σκλαβιά, αλλά ελευθερία […] καθένας επιθυμούσε να κάνει αυτό που επιτασσόταν, και κανείς δεν ήθελε να κάνει αυτό που ήταν απαγορευμένο», ό.π., σελ. 179-181‧ βλ. και W. Montag, όπ., σελ. 48.
[xxxi] B. Spinoza, Θεολογικοπολιτική Πραγματεία, Πρόλογος, [στο Περί της Ελευθερίας της σκέψης…, ό.π., σελ. 48].
[xxxii] Πολιτική Πραγματεία, Κεφ. 1, Παρ. 1 [σελ. 94].
[xxxiii] Ό.π., Παρ. 7 [σελ. 97].
[xxxiv]Ηθική, V, Πρ. 42, Σχόλιο [σελ. 508].