Ανάλυση

Ενάντια στη Δημόσια Φιλοσοφία

από kaboomzine

του Justin Erik Halldór Smith – μτφρ. Στέφανος Ρέγκας

Εν μέρει λόγω του παροπλισμένου και περιθωριακού ρόλου που παίζει η φιλοσοφία στην ελληνική κοινωνία –πέρα από τις επικλήσεις στα Αρχαία Φιλαράκια μας–, το συγκεκριμένο κακό της Δημόσιας Φιλοσοφίας λίγο μας έχει βρει προς το παρόν. Σε άλλους τομείς βλέπουμε τα πράγματα να εξελίσσονται πιο γοργά: η Δημόσια Ιστορία, για παράδειγμα, έχει αποκτήσει το δικό της αποκλειστικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα, ακόμα κι αν κανείς δεν έχει καταφέρει να ορίσει το ακριβές περιεχόμενο αυτού του αντικειμένου, πέρα από το ότι πρόκειται για έναν όρο που περιγράφει το απλό γεγονός ότι η ιστορία έχει γενικά και δημόσια διάσταση. Βέβαια το «πρόθεμα» Δημόσιος/α δεν είναι απαραίτητο για τη λειτουργία που περιγράφει παρακάτω ο Smith, αφού υπάγεται κι αυτό στη φρικώδη εμμονή με την εξωστρέφεια και τις υπόλοιπες παρεμφερείς παπάτζες που έχουν κατακλύσει όλους ανεξαιρέτως τους θεσμούς την τελευταία δεκαετία και βάλε: τόσο αυτούς που αναζητούν απεγνωσμένα χρηματοδοτήσεις και παλεύουν να αξιολογηθούν θετικά, όσο και αυτούς που μοιράζουν αυτές τις χρηματοδοτήσεις· τόσο αυτούς που ήταν «εξωστρεφείς» ούτως ή άλλως, όσο κι αυτούς που δεν έχουν κανέναν λόγο, ή που δεν πρέπει να είναι «εξωστρεφείς». Μιας και τρέφουμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον πολύπαθο «κλάδο» της φιλοσοφίας, και στο πνεύμα μιας βαθιάς επιθυμίας επιστροφής στις εποχές όπου αυτά που περιγράφονται παρακάτω ήταν περισσότερο αρρωστημένες φαντασιώσεις οικονομολόγων και λιγότερο συμπυκνωμένη περιγραφή των κοινωνιών μας, μεταφράζουμε το παρακάτω κείμενο του Justin Erik Halldór Smith, ο οποίος μοιάζει να έχει φάει πιο βαριά στο κεφάλι το σάπιο μήλο της Δημόσιας Φιλοσοφίας. Κάποια σημεία ηχούν λίγο άγαρμπα, και ορισμένες αναφορές μάλλον θα είναι ακατανόητες ή αδιάφορες· ωστόσο συμμεριζόμαστε πλήρως την κεντρική του ανησυχία, τμήματα της οποίας ο συγγραφέας συνεχίζει να αναπτύσσει, για παράδειγμα στο πρόσφατο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο με τον γλαφυρό τίτλο The internet is not what you think it is (Princeton UP, 2022).

~*~

Είτε σοφά είτε όχι, πάντα απαιτούσα τον αυτόνομο δημιουργικό μου χώρο, μακριά από τις επαγγελματικές μου υποχρεώσεις. Μπορεί στην πραγματικότητα να μην έχω δικαίωμα σε έναν τέτοιο χώρο. Εξάλλου, όταν γίνεσαι για παράδειγμα διπλωμάτης, ιερέας ή δικαστής του ανώτατου δικαστηρίου, θεωρείται ευρέως ότι παραιτείσαι από την ελευθερία να είσαι, τουλάχιστον δημόσια, κάτι περισσότερο από διπλωμάτης ή ιερέας ή δικαστής. Όμως το κάλεσμα της καριέρας του καθηγητή δεν υποχρεώνει κάποιον να διαγράψει τον εαυτό του –έτσι πιστεύω– σε βαθμό όπου δεν είναι πλέον ελεύθερος να είναι κάτι περισσότερο από αυτό-που-είναι.

Είναι ωστόσο ένα διαολεμένα δύσκολο μονοπάτι να χαράξει κανείς: μια πολυεπίπεδη ζωή διαφορετικών ειδών δημιουργικής και πνευματικής παραγωγής. Όσοι καταφέρνουν να διαμορφώσουν μια τέτοια ζωή είναι ταυτόχρονα θαρραλέοι και έμφυτα ταλαντούχοι – σκέφτομαι για παράδειγμα την (καλλιτέχνη και φιλόσοφο) Adrian Piper ή τον (συγγραφέα και φιλόσοφο) William Gass. Υπάρχουν αναμφίβολα αμέτρητοι άλλοι που πετάχτηκαν έξω από την ακαδημία όταν συνειδητοποίησαν πως η παραμονή τους θα απαιτούσε πιθανότατα τη θυσία κάποιων άλλων διαστάσεων της προσωπικότητάς τους.

Μα την παρούσα στιγμή συμβαίνει κάτι που περιπλέκει πολύ τα πράγματα. Ξαφνικά δείχνει να λαμβάνει χώρα μια γενική αντιστροφή της αξίας των εξωτερικών δραστηριοτήτων που αναλαμβάνουν οι ακαδημαϊκοί φιλόσοφοι, που από κακές γίνεται καλές. Υπάρχει εντούτοις ένα κώλυμα: οι δραστηριότητες αυτές πρέπει να μπορούν να υπαχθούν στην ακαδημία υπό τη σημαία της «εξωστρέφειας» [outreach].

Μέσα στα χρόνια έχω νιώσει τόση δυσαρέσκεια με τις απαιτήσεις της ακαδημίας επί του χρόνου και της ψυχής μου, που συχνά έλαβα μάλλον καταστροφικά μέτρα για να απομακρυνθώ από τον τομέα μου, επιδιώκοντας τους δικούς μου σκοπούς, δουλεύοντας σε μη ακαδημαϊκά είδη γραφής. Για πολύ καιρό αυτό έμοιαζε να έχει κόστος. Όμως πρόσφατα έχω αρχίσει να παρατηρώ πως αυτό το γράψιμο προσλαμβάνεται από τους συναδέλφους ως συμβολή στην ευρύτερη δημόσια αποστολή του κλάδου μας. Πλέον μοιάζει να μην υπάρχει καμία διέξοδος.

Θεωρώ πως η πρόσφατη άνοδος της δημόσιας φιλοσοφίας είναι μια προσπάθεια της νεοφιλελεύθερης ακαδημίας να διεκδικήσει οτιδήποτε κάνουμε για τον εαυτό της, να μη μας αφήσει κανέναν χώρο για αυτονομία, εκτός ίσως από τον ιδιωτικό χρόνο με τις οικογένειές μας. Αυτή η υπέρβαση των ορίων διευκολύνεται φυσικά από τις νέες τεχνολογίες, οι οποίες μας εμποδίζουν από το να ολοκληρώνουμε πραγματικά την εργασιακή μας μέρα ή την εργασιακή μας εβδομάδα ή το εργασιακό μας έτος, από τις συσκευές επιτήρησης που εντοπίζουν τα ίχνη της δημιουργικής μας δραστηριότητας, τα μεταδίδουν στους συναδέλφους μας και τους ενημερώνουν ότι αυτή τη στιγμή δεν επιθεωρούμε φακέλους ανέλιξης ή αιτήσεις χρηματοδότησης, χωρίς καν το νόμιμο άλλοθι ότι περνάμε χρόνο με την οικογένειά μας ή κοιμόμαστε. (Υποψιάζομαι πως η πανταχού παρούσα εξύμνηση της οικογένειας μεταξύ των προοδευτικών ακαδημαϊκών εντός της νεοφιλελεύθερης ακαδημίας συνιστά, με τη σειρά της, μια έκφραση ανησυχίας: η εργασία κατέστρεψε τη δημιουργική μας αυτονομία κι έρχεται τώρα για την ιδιωτική μας ζωή, καθώς η τεχνολογία καθιστά ολοένα και πιο εφικτή την εξ αποστάσεως επιτήρηση της κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι πιο στενές μας σχέσεις. Προς το παρόν, λοιπόν, οι ακαδημαϊκοί τουιτάρουν από τα γήπεδα όπου τα παιδιά τους επιδίδονται σε αθλητικές δραστηριότητες και από το σαλόνι όπου παρακολουθούν τηλεόραση με την οικογένεια, και παριστάνουν ότι αυτό είναι ελεύθερος χρόνος από τη δουλειά τους. Είναι όμως στ’ αλήθεια;)

Αυτές οι ανησυχίες παραλληλίζονται, μου φαίνεται, με την πρόσφατη κριτική του Jonathan Kramnick για τη «διεπιστημονικότητα».[1] Εννοείται ότι είναι καταρχήν καλό να βγαίνει κανείς από τα όρια του κλάδου του και να μαθαίνει όσο περισσότερα μπορεί από άλλους ειδικούς και να δημιουργούν μαζί όμορφη μουσική. Το πρόβλημα είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτό το προφανώς ευκταίο πράγμα εργαλειοποιείται από ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται καθόλου για την όμορφη μουσική μας. Θέλουν να περνάμε τα όρια γιατί αυτό είναι το πρώτο βήμα προς την εξάλειψή μας. Το νερό που χύνεται έξω από την πισίνα εξατμίζεται γρηγορότερα. Και το ίδιο ισχύει για τη δημόσια φιλοσοφία: κάτι που προφανώς είναι αφ’ εαυτού ένα ανθρώπινο αγαθό είναι κάτι για το οποίο πρέπει να είμαστε τουλάχιστον επιφυλακτικοί όταν γίνεται θεσμικό αγαθό.

Υπό κάποια έννοια, βέβαια, ολόκληρο το έργο του Gass ή της Piper είναι «δημόσια φιλοσοφία»: το γεγονός ότι αυτοί οι καλλιτέχνες είναι και φιλόσοφοι επηρεάζει θεμελιωδώς αυτό που κάνουν. Όμως αυτό διαφέρει από ό,τι εννοεί η νεοφιλελεύθερη ακαδημία όταν παροτρύνει την άσκηση «δημόσιας φιλοσοφίας». Αυτό που παροτρύνει είναι μάλλον ένα είδος «υπηρεσίας», δηλαδή αυτό το τελευταίο τρίτο του φακέλου της αίτησης που απομένει εκεί στο τέλος, φτωχός ξάδερφος της διδασκαλίας και της έρευνας. Η ακαδημία θα προσπαθήσει, όσο είναι κάτι τέτοιο δυνατόν, να συμπεριλάβει εκεί οτιδήποτε δημιουργικό κάνει κάποιο μέλος της δημοσίως, επαναπροσδιορίζοντας και επανασυσκευάζοντας τη δουλειά μας σαν να είχε γίνει για τη συντεχνία. Όμως ο επαναπροσδιορισμός έχει όρια. Η ακαδημία είναι ικανότατη στο να απορροφά τη δοκιμιακή γραφή, μα λιγότερο τη λογοτεχνική. Και δεν προσπαθεί καν να διεκδικήσει για δική της την ποίηση ή την εικαστική τέχνη των μελών της συντεχνίας. Η παράλληλη καριέρα της Piper ως εικαστικού είναι ριζοσπαστική, ασυμβίβαστη και απειλητική· η καριέρα τού Gass ως λογοτέχνη είναι μια αλλοκοτιά. Μπορώ να σκεφτώ ορισμένες περιπτώσεις ακαδημαϊκών φιλοσόφων που είναι επίσης πετυχημένοι μουσικοί· η ακαδημία γενικά τους τιμά με τον τρόπο της – πράγμα που συχνά σημαίνει την υποτίμηση του μουσικού τους έργου υπό την ανόητη και μειωτική ταμπέλα του «χόμπι». Μια λέξη για ελεγχομανείς, για κακοποιητές που θεωρούν επουσιώδη τα επιτεύγματα και τα πάθη των συντρόφων [partners] τους, για μισογύνηδες δημοσιογράφους της δεκαετίας του ’50 που θεωρούσαν τη Frida Kahlo ως την ελάσσονα συνέταιρο στη σχέση της με τον Diego Rivera· ή για ιδρύματα που θέλουν οι εργαζόμενοί τους να μην κάνουν τίποτα άλλο παρά να δουλεύουν, και που ανέχονται άλλες ενασχολήσεις μόνο στο μέτρο που θεωρείται ότι έχουν κάποιο αναζωογονητικό αποτέλεσμα, το οποίο βελτιώνει την απόδοση την επόμενη μέρα.

Αυτή η αμήχανη σχέση με τη δημιουργία που δεν ορίζεται με συγκεκριμένο τρόπο ως προς τον κλάδο αποκαλύπτει μια βαθύτερη αμηχανία σχετικά με τη θέση της φιλοσοφίας στον κόσμο· οι ζοφερές συνέπειες των πολλών δεκαετιών απόσυρσης της αγγλόφωνης φιλοσοφίας από τον κόσμο καταδεικνύονται από το γεγονός ότι το μόνο μέσο που έχει για να εμπλακεί με το ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο είναι ένας ατσούμπαλος σύνδεσμος: Ο Spider-man και η φιλοσοφία, Το Breaking bad και η φιλοσοφία, και ούτω καθεξής, αυτοί οι φρικτοί συλλογικοί τόμοι που συσσωρεύονται στο τμήμα φιλοσοφίας κάθε προαστιακού Barnes & Noble.[2] Φαντάζομαι πως ορισμένοι από τους συντελεστές των βιβλίων αυτής της σειράς επιχειρηματολογούν στους συνάδελφους και τα διαχειριστικά στελέχη του πανεπιστημίου τους πως αυτό μετράει για «δημόσια φιλοσοφία». Καλό μεν γι’ αυτούς αν τους βοηθάει να εξασφαλίσουν τις θέσεις τους, μα αλίμονο σε μια εποχή που βλέπει τη φιλοσοφία ως κάτι που μπορεί να εμπλακεί με τον πολιτισμό σαν να χωρίζονται από ένα χάσμα, φέρνοντας τα «εργαλεία» της για να βγάλει άκρη με έναν κόσμο στον οποίο δεν ανήκει με φυσικό τρόπο, με σκοπό να παρέχει μια χαμηλής αξίας υπηρεσία στον κλάδο – κάπως εκτιμητέα μα όχι και τόσο, σαν να αναλαμβάνει κανείς επικεφαλής της επιτροπής βιβλιοθηκών.

Κάτι που ξεχνά αυτή η θλιβερή ταξινόμηση είναι ότι υπάρχει ένα παλιό και αξιοσέβαστο πρότυπο εμπλοκής των φιλοσόφων με τον πολιτισμό, όχι με ένα «και» αλλά με ένα «σε». Είναι αυτό που λέμε «κριτική» [criticism]. Συχνά παρήχθη από φιλοσόφους, ή από ανθρώπους επαρκώς εμβαπτισμένους σε μια λόγια παράδοση ώστε να γνωρίζουν για τη φιλοσοφία όσα θα γνώριζε κάποιος κατά τη διαδικασία απόκτησης επίσημης άδειας από τη συντεχνία. Ο Lessing το έκανε, ο Schiller το έκανε, ο Adorno το έκανε: έγραψαν για την πολιτισμική παραγωγή της εποχής τους, όχι με τη λογική μιας παρένθεσης στις φιλοσοφικές τους σταδιοδρομίες, χάριν κάποιας αμέριμνης Entspannung [χαλάρωσης], όχι για να δείξουν στους «μη φιλοσόφους» πως η φιλοσοφία μπορεί να είναι «διασκεδαστική», αλλά επειδή ήταν φιλόσοφοι και τους ήταν σαφές ότι τέτοιες ενασχολήσεις, ταυτόχρονα δημιουργικές και πνευματικές, ήταν εντός του εύρους του καλέσματός τους. Μισούσαν τη διασκέδαση, ή τουλάχιστον δεν τη θεωρούσαν κάτι που έχει αυταξία.

Κι εγώ μισώ τη διασκέδαση, και δεν με ενδιαφέρει να πείσω οποιονδήποτε πως η φιλοσοφία συμμετέχει στη διασκέδαση. Δεν είμαι κάποιος πρόσχαρος εφημέριος στην επαρχία που, για το καλό της ενορίας, παίζει γύρω γύρω όλοι και μακριά γαϊδούρα τις απόκριες.[3] Θα χαιρόμουν να κάνω «δημόσια φιλοσοφία» σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο όπου τα όρια μεταξύ φιλοσοφίας και μη φιλοσοφίας, μέλους και μη μέλους, ειδικού και λαϊκού [specialized and popular] θα ήταν διαφορετικά χαραγμένα. Αλλά έτσι όπως έχουν τα πράγματα, αποκλείεται. Θα κάνω τη δουλειά μου, θα την κάνω καλά, και όταν τελειώσω θα χτυπήσω την κάρτα. Και θα αντισταθώ μέχρι τέλους στην απόπειρα της νεοφιλελεύθερης ακαδημίας να διεκδικήσει για τον εαυτό της, υποβοηθούμενη από το αναδυόμενο σύστημα του καπιταλισμού της επιτήρησης, αυτό που στην πραγματικότητα ανήκει μόνο σ’ εμένα.


[1] Jonathan Kramnick, «The interdisciplinary fallacy», Representations 140 (2017), σ. 67-83, διαθέσιμο εδώ.

[2] ΣτΜ. – Η μεγαλύτερη αλυσίδα βιβλιοπωλείων στις ΗΠΑ.

[3] ΣτΜ. – Ο Smith αναφέρει τα παρεμφερή παιχνίδια bean-bag toss και three-legged race.

Στην κεντρική εικόνα του άρθρου: Egon Schiele, Stilleben mit Büchen (1914-1916).

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine