Τη 14η νύχτα του μήνα Φαλγκούν, νύχτα δίχως φεγγάρι, (Φεβρουάριο ή Μάρτιο σύμφωνα με τη Γρηγοριανό ημερολόγιο), εορτάζεται η ένωση του Σίβα και της Παρβάτι. Ο θρύλος θέλει τον Σίβα να έχει απομονωθεί στα Ιμαλάια μετά το θάνατο της γυναίκας του, Σάτι, θάνατο τον οποίο εκδικήθηκε με τον χορό της καταστροφής, αφανίζοντας ένα ολόκληρο βασίλειο. Ψηλά, στα χιονισμένα βουνά, αφιερώθηκε στο διαλογισμό ώσπου η Σάτι, αναγεννημένη ως Παρβάτι, τον βρήκε προσποιούμενη την προσκυνήτρια. Μέσα από την αφοσίωσή της μπόρεσε τελικά να κερδίσει τον Σίβα από τον ασκητισμό, τη νύχτα πριν τη νέα σελήνη.
Πρόκειται για μια εξόχως σημαντική θρησκευτική εορτή για τον ινδουιστικό κόσμο. Οι προετοιμασίες κρατούν μέρες και περιλαμβάνουν διάφορες εκδηλώσεις, ανάλογα με την πόλη και την περιοχή της Ινδίας. Η γιορτινή μέρα συνοδεύεται από νηστεία και αγρυπνία κατά τη διάρκεια της νύχτας, όταν και πραγματοποιείται η σπουδαία puja, η μεγάλη προσευχή.
Στη Γκόκαρνα, ιερή πόλη προσκυνήματος για τους ινδουιστές, εθιμοτυπικό είναι δυο τεράστια κάρα, σύμβολα του Σίβα και της Παρβάτι, να ενώνονται στη μέση της μικρής πόλης, συρόμενα από τους ίδιους τους πιστούς. Η πόλη είναι παραθαλάσσια και ταυτόχρονα χθόνια, το χρώμα της είναι καφεκόκκινο, μοιάζει να είναι όλη χωμάτινη και σφύζει από ζωή και κίνηση.
Το πρωί όλοι κινούνται ανυπόμονα, οι γυναίκες φοράνε τα καλά τους και βγάινουν από τα σπίτια όπου είναι συνήθως κλεισμένες, οι άντρες κρατάνε λουλούδια για να προσφέρουν στο ναό, οι σάντου, ημίγυμνοι μ’ ένα πορτοκαλί ύφασμα περασμένο γύρω απ’ τη μέση, προσεύχονται στην άκρη του δρόμου ανάμεσα σε σκουπίδια και μυρωδιές, πωλητές διαλαλούν την πραμάτεια τους, αγελάδες τριγυρίζουν ατάραχες στους δρόμους, πάντα ασφαλείς λόγω της ιερότητάς τους, παιδιά παίζουν και γελάνε στα σοκάκια, κόσμος συρέει στο ναό όπου βρίσκεται το θρησκευτικό σύμβολο που καθιστά τη Γκόκαρνα ιερή, η αστυνομία μοιάζει να ετοιμάζεται να κρατήσει την τάξη αν χρειαστεί, η «μπάντα» κρουστών σιγά σιγά συγκεντρώνεται, τα χρώματα γεμίζουν την πόλη, ο Ινδικός ωκεανός είναι ήρεμος.
Όσο περνάει η ώρα, η ζέστη αυξάνεται, κοντεύει μεσημέρι. Ο κόσμος συνωστίζεται στο δρομάκο όπου θα σμίξουν τα δύο κάρα. Ο ήλιος είναι ανελέητος. Τα κρουστά έχουν πια αρχίσει, κρατούν το ρυθμό κι ανεβάζουν την ένταση. Μικροπωλητές μπανάνας ελίσσονται ανάμεσα στο πλήθος· οι μπανάνες είναι σύμβολο γονιμότητας και σύμφωνα με το έθιμο, ο κόσμος τις πετάει στα κάρα. Η δυσαναλογία ανθρώπων και χώρου είναι φανερή, επικρατεί κομφούζιο. Φώνες επικαλύπτουν την ανυπομονησία, μια γενικότερη ταραχή καθώς όλοι προσπαθούν να διασφαλίσουν ζωτικό χώρο και σπρώχνονται.
Οι πιο τολμηροί πιάνουν τα χοντρά σκοινιά του μεγάλου κάρου του Σίβα. Τα κρουστά χτυπούν μανιασμένα, η σκόνη σηκώνεται απ’τον χωμάτινο δρόμο, τα κεφάλια υψώνονται προσπαθώντας απεγνωσμένα να δουν την έναρξη της ιεροτελεστίας, ο κόσμος στριμώχνεται στα πλάγια, η αστυνομία χτυπάει στην τύχη με ραβδιά από μπαμπού για να ανοίξει δρόμο, οικογένειες στοιβάζονται στα ορθογώνια μπαλκονάκια, οι φωνές φτιάχνουν σωρείτες από σκόνη και ήλιο και ένταση και παραζάλη. Η ζέστη είναι αφόρητη, τα κορμιά πυρώνουν.
Κι επιτέλους, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο κραυγών και υστερίας κι ενώ ο ήλιος είχε φτάσει στο απόγειο της τρομακτικής δόξας του, το κάρο ξεκίνησε. Μπανάνες εκτοξεύονταν από παντού κι ο κόσμος έμοιαζε να παραληρεί, το τεράστιο κάρο κυριαρχούσε στην πόλη και στο θρησκευτικό φαντασιακό, οι γιρλάντες τρεμόπαιζαν απ’τις δονήσεις, ο ήλιος θόλωνε απ’τη σκόνη, οι άνθρωποι συμπιέζονταν κι έμοιαζαν να γίνονται μια πολύχρωμη μάζα που λιώνει στη ζέστη και προσεύχεται με ένα στόμα σε μια άγνωστη γλώσσα.
Κι όταν η ηδονή της θρησκευτικής μέθεξης έσβησε, τα μάτια μου άνοιξαν ξανά και μέσα από το νέφος και τον πνιγμένο αντίλαλο αντίκρισα τον Μύθο να πάλλεται σα ζωντανός ιστός, ακαταβλητος από τις αλλαγές των εποχών, ανέγγιχτος από το πέρασμα του χρόνου, κραταιός όσο ποτέ, να περιβάλλει την πόλη με τη μυστηριώδη αύρα του. Οι πανάρχαιες παραδόσεις εδώ είναι ζωντανές και λειτουργικές, δεν είναι λείψανα μιας περασμένης εποχής. Η ημιτελής ή στρεβλή ή ανύπαρκτη άφιξη της νεωτερικότητας στην υποήπειρο δεν έχει οδηγήσει στη ρήξη με το μύθο και στο θρίαμβο του ορθολογισμού. Κι αν ο θρησκευτικός φανατισμός αναμφίβολά μας είναι ανοίκειος, ακόμα και μας τρομάζει, η γοητεία που ασκεί παράλληλα αυτή η δύναμη του μύθου δε μπορεί να αμφισβητηθεί. Βρισκόμαστε στο μεταίχμιο ανάμεσα στον ορθό λόγο, τη λογική και την πρόοδο και τη μυστηριώδη αύρα του ανορθολογικού, του υπερβατικού, αυτού που φαινομενικά έχουμε εξορίσει από τις κοινωνίες μας. Κι αν το ανορθολικό αποτελεί ετεροκαθορισμό της κοινωνικής συμβίωσης κι εμπόδιο στη χειραφέτηση, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα κατά πόσο οι δικές μας κοινωνίες δεν έχουν αναπληρώσει το κενό του με την υπερτροφία ενός οικονομικού συστήματος που καταλαμβάνει κάθε πτυχή του κοινωνικού γίγνεσθαι. Έτσι, σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν ο καπιταλισμός έχει φύση θρησκευτική, αφού ερμηνεύει τα πάντα με το δικό του σύστημα αξιών και καταλαμβάνει όλο το φάσμα του χρόνου με τις αξίες αυτές, σαν κάθε μέρα να ήταν μέρα λατρείας. Τη θρησκευτική και ανορθολογική φύση του χρήματος μάς υπενθυμίζει και ο Σάμπατο στο Περί Ηρώων και Τάφων.
«Η εξαντλητική και παράλογη δουλειά, όπου ένας φτωχοδιάβολος που κερδίζει πέντε χιλιάδες πέσος το μήνα διαχειρίζεται πέντε εκατομμύρια και όπου πλήθος ανθρώπων καταθέτουν με άπειρη προσοχή κομμάτια χαρτιού με μαγικές ιδιότητες που άλλα πλήθη αποσύρουν από άλλες θυρίδες ταμείων με ανάλογη προσοχή. Φαντασμική και μαγική διαδικασία [...] και το περίεργο είναι ότι εκείνο το άτομο αρκείται στην υπόσχεση [του χαρτονομίσματος], αφού κανείς απ’ ότι ξέρω δεν έχει ποτέ απαιτήσει να εκπληρωθεί η υπόσχεση. [...] Και το ότι όλα αυτά είναι αντικείμενα θρησκευτικής πίστης, το αποδεικνύουν κατ’ αρχήν, λέξεις όπως πίστη και πιστωτικός».
Η μεταιχμιακή μας κατάσταση προδίδει την αδυναμία της ολοκληρωτικής ρήξης με το μύθο, τη διατήρησή του σε μια μορφή λανθάνουσα και ωστόσο ισχυρή, αντίστοιχα απαγορευτική ως προς την κοινωνική χειραφέτηση. Κι η αντίφαση που δημιουργείται είναι έκδηλη: από τη μια δεν πιστεύουμε πια σε τίποτα κι όλα επικαλύπτονται από ένα μανδύα αναντίρρητης ορθολογικότητας κι από την άλλη συμπεριφερόμαστε ωσάν να πιστεύαμε σε κάτι, ορθολογικό ίσως ή αποδεδειγμένο, ασφαλές και χειροπιαστό, οπωσδήποτε πάντως ικανό να οδηγήσει στην πληρότητα και την ευτυχία, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που οι αποφάσεις μας μοιάζουν προδιαγεγραμμένες από ένα σύστημα αξιών και αντιλήψεων που διαιωνίζει την αναπαραγωγή του ίδιου του του εαυτού και άρα της ίδιας οιονεί λατρείας. Οι όποιες συγκρίσεις των δικών μας τελετών με το Σιβαράτρι δε μπορούν λοιπόν να γίνονται υπό ένα πρίσμα δήθεν πρόοδου των αντιλήψεων και των ηθών, αλλά με γνώμονα τη λειτουργικότητα του μύθου και τη δυνατότητά του να επικαθορίζει την κοινωνική συμβίωση.
Λαβυρινθώδης η φύση του μύθου γιατί εντοπίζεται θεωρητικά παράλληλα στην απαρχή των κοινωνικών κατασκευών ως αρχή των πάντων και άρα στη βάση της κουλτούρας, αλλά και στο εποικοδόμημα, ως απόρροια των κοινωνικών δυναμικών και των ιδιαίτερων σχέσεων παραγωγής. Αυτό που γοητεύει στο Σιβαράτρι δεν είναι μονάχα το εξωτικό της εμπειρίας, οι εικόνες βγαλμένες από ντοκυμαντέρ. Γοητεύει η αντανάκλαση ενός μύθου άλλου από τον δικό μας. Είναι η συλλογικότητα που αποπνέει, η δύναμη μιας παράδοσης να αποτελεί το σημείο σύγκλισης των ατομικοτήτων, υλοποιώντας ένα φαντασιακό φύσει κοινωνικό, είναι δηλαδή η ίδια η διαδικασία ώσμωσης των ατόμων που εντυπωσιάζει. Ο μύθος επιτελεί μια λειτουργία συγκολητική που βρίσκεται στον αντίποδα της εμβάθυνσης της ατομικότητας στην οποία οδηγεί η θρησκευτική φύση του καπιταλισμού. Οι μύθοι μπορεί να μην είναι ποτέ ορθολογικοί, είναι όμως πάντα λειτουργικοί.
Όταν πια τα κάρα ενώθηκαν, τα πρόσωπα έγιναν ευτυχισμένα. Μια αγαλίαση κυριάρχησε παντού, λες και η πολυπόθητη ένωση δεν ήταν σίγουρη, λες και διακυβευόταν. Κανείς δε νοιάστηκε για το σπρώξιμο, τις φωνές, τα χτυπήματα της αστυνομίας. Η ατομικότητα έχει μικρότερη εμβέλεια στην Ινδία, το απαραβίαστο του προσωπικού χώρου, του σώματος, των δικαιωμάτων. Οι άνθρωποι αγγίζονται, αγκαλιάζονται, σπρώχνονται κι όλα αυτά γίνονται αντιληπτά ως φυσικές διαδικασίες, το ίδιο και η βία της αστυνομίας εντασσόμενη σε ένα κάδρο όπου είναι a priori ανεκτή. Τα δικαιώματα του ανθρώπου, για την παγκοσμιότητα των οποίων ορκιζόμαστε, μοιάζουν εμβαλωματικά, ξενόφερτα, χωρίς αυτό να περικλείει αξιολογική κρίση. Ο Αζίζ, στο Ταξίδι στην Ινδία του Φόρστερ παραβιάζει την αλληλογραφία των Άγγλων χωρίς τύψεις γιατί «στην Ανατολή δεν καθιερώθηκε ποτέ η ιερότητα της προσωπικής αλληλογραφίας». Η γενεαλογία των δικαιωμάτων αποδεικνύει πόσο κοντά βρίσκονται με την ίδια την αντίληψη της ατομικότητας· τα δικαιώματα δημιουργούνται για να προστατεύσουν ατομικές ελευθερίες, για να διασφαλίσουν το απαραβίαστο του ατομικού (ιδιοκτησία, έκφραση κλπ) από την κρατική εξουσία. Μια πορεία που δεν ακολουθήθηκε στην Ινδία όπου η έννοια της συλλογικότητας είναι πολύ πιο ισχυρή και η εξέλιξη του πολιτικονομικού οικοδομήματος διαφορετική.
Το Μάχα Σιβαράτρι, είναι η υλική εκδήλωση μιας κοινωνίας ολότελα διαφορετικής από τη δική μας. Εν τέλει, το κατανοούμε; Προχώρησα προς τη θάλασσα. Στην παραλία είχε κάποιο παζάρι, ο κόσμος ανέμενε την τελική ένωση, μετά το ηλιοβασίλεμα. Η ζωή των ανθρώπων σε αυτή τη μικρή επαρχιακή πόλη της Ινδίας δεν έχει γνωρίσει τις ριζικές αλλαγές που γνώρισε η ζωή στην Ευρώπη τον τελευταίο αιώνα. Το Σιβαράτρι που παρακολούθησα, λίγο πρέπει να έχει αλλάξει από τις αντίστοιχες τελετές χίλια χρόνια πριν. Με αυτή την έννοια, είναι κι ένα ταξίδι στο παρελθόν το ταξίδι μου. Γιατί το τελετουργικό δεν συνοδεύεται μονάχα από τις θρησκευτικές συνδηλώσεις, αλλά και από μια διαφορετική από τη δική μας αντίληψη του χρόνου. Το Σιβαράτρι σημαίνει μια συγκεκριμένη νύχτα, επαναφέρει την ιστορία σε κύκλους, ορίζει τον χρόνο με άξονα τον εαυτό του. Επειδή ακριβώς είναι λειτουργικό και δρών στην Ινδική κοινωνία, το Σιβαράτρι ως σημείο αναφοράς αποκτά αυταξία, γίνεται σημάδι του χρόνου και τον αναγκάζει να περιστρέφεται γύρω από εκείνο.
Το Μάχα Σιβαράτρι είναι η αγαπημένη μέρα του Σίβα και μοιάζει απρόσβλητο από τις δυτικές επιρροές, σίγουρο για τον εαυτό του κι ανθεκτικό στο χρόνο. Είναι μια πόρτα σ’ έναν άλλον κόσμο, σ’ ένα κλειστό σύστημα, δύσκολα κατανοήσιμο από τη δυτική διάνοια. Το ηλιοβασίλεμα στον Ινδικό ωκεανό είναι θολό από τη ζέστη. Από πίσω μου ο αχός της πόλης που προετοιμάζεται για τη νύχτα ολοένα και δυναμώνει.