Φέτος, και συγκεκριμένα στις 14 Ιουνίου, συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τον θάνατο του Max Weber. Μάλιστα, λέγεται ότι η πνευμονία που οδήγησε στον θάνατό του προκλήθηκε από τον ιό της ισπανικής γρίπης. Με την αφορμή αυτής της επετείου, σε λίγες μέρες πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ευρασία ο συλλογικός τόμος Max Weber, 100 χρόνια μετά. Πολιτική, μεθοδολογία, ριζοσπαστική κριτική, σε επιμέλεια του Γιάννη Κτενά.
Όπως φανερώνει και ο υπότιτλος, στο επίκεντρο του βιβλίου, πέρα από τα γνωστά και μη εξαιρετέα μεθοδολογικά ζητήματα που ανακίνησε ο βεμπεριανός στοχασμός, βρίσκεται η θεματική της πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα, ένας από τους στόχους του τόμου είναι η ανάδειξη της συνάφειας της σκέψης του Weber με την εκ βάθρων κριτική όψεων των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών. Όπως υποστηρίζουν ορισμένοι από τους συγγραφείς που συμμετέχουν στο εγχείρημα, ο Weber συνδέεται με πολλούς ριζοσπάστες στοχαστές με δεσμούς τόσο διανοητικούς, όσο και προσωπικούς.
Σε αυτό το πλαίσιο, προδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από τη συνεισφορά της Béatrice Hibou, στο οποίο η γαλλίδα πολιτική επιστήμονας αναπτύσσει την έννοια της νεοφιλελεύθερης γραφειοκρατίας – μια έννοια η οποία μας έχει απασχολήσει και στο παρελθόν και η οποία θα αναπτυχθεί περισσότερο στο επόμενο τεύχος μας, που θα περιλαμβάνει μια αναλυτική συνέντευξή της.
Κατανοώντας τη νεοφιλελεύθερη γραφειοκρατία με τον Weber
της Béatrice Hibou
Οι νόρμες, οι κανόνες, οι διαδικασίες και οι φορμαλισμοί επενδύουν το σύνολο «της κοινωνίας, στη δομή και την πυκνότητά της».[1] Συγκροτούν κατά κάποιον τρόπο το «νέο πνεύμα» του νεοφιλελευθερισμού.[2] Το παράδειγμα της ιατρικής στη Γαλλία μάς επιτρέπει να συγκεκριμενοποιήσουμε αυτές τις μεταλλάξεις. Μια δημόσια υπηρεσία μετασχηματίζεται σε σκέτη υπηρεσία χάρη σε μια αλλαγή οπτικής: οι μεταρρυθμίσεις του ιατρικού πεδίου τέθηκαν σε εφαρμογή στο όνομα μιας νέας διαχειριστικής προσέγγισής του. Πλέον η ιατρική παρουσιάζεται σαν ένα επάγγελμα που είχε διαβρωθεί από τα συντεχνιακά συμφέροντα και τη σπατάλη ενέργειας, σαν ένας τομέας που δεν αποτελούσε αντικείμενο σωστής «διαχείρισης», πράγμα που οδήγησε αναπόφευκτα σε μια «τρύπα» στο Εθνικό Σύστημα Ασφάλισης και γενικότερα στην «κρίση»· εξού και η ανάγκη να περάσουμε σε μια «εξορθολογισμένη», «αποδοτική», «επιστημονική» και «επικερδή» ιατρική.[3]
Ο εξορθολογισμός και η βελτίωση της διαχείρισης της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης πραγματοποιούνται μέσω της κρατικοποίησής της και όχι μέσω της ιδιωτικοποίησής της, όπως θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς με βάση μια στενή, δογματική και αμιγώς θεωρητική σύλληψη του νεοφιλελευθερισμού. Στην πραγματικότητα, οι διευθυντικοί θεσμοί αντικαθίστανται από τριμερείς επιτροπές και το κράτος απομένει μόνος κύριος της διαχείρισης των ταμείων. Αλλά αυτή η κρατικοποίηση ήταν, θα λέγαμε, ιδιωτικοποιημένη, με την έννοια ότι μεταφράζεται στην ενίσχυση των κανόνων και των πρακτικών του ιδιωτικού, με τη μεσολάβηση της ανώτατης δημόσιας διοικητικής υπαλληλίας που στο μεγαλύτερο μέρος της έχει μεταστραφεί στον νεοφιλελευθερισμό – σε βάρος των πολιτικών και των συνδικάτων.
Είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ιδιωτική κρατικοποίηση» ή «κρατικοποίηση ιδιωτικού τύπου» και το οποίο αποτελεί χαρακτηριστικό του νεοφιλελευθερισμού, στον βαθμό που τα σύνορα ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, καθώς και η ίδια η σημασία των δύο όρων, θολώνουν. Αυτή η ιδιωτική κρατικοποίηση συγκεκριμενοποιείται πρώτα απ’ όλα μέσω της «επικοινωνίας» (με επιστολές, δημοσιεύσεις, σεμινάρια, εκδηλώσεις, ιστοσελίδες), του «μάρκετινγκ» και της κατάρτισης «business plan». Οι γιατροί υπογράφουν ατομικές συμβάσεις που ανανεώνονται επιλεκτικά και η φιλοδοξία της «ορθολογικής» οργάνωσης της ιατρικής είναι να κάνει την τελευταία να περάσει από την πρακτική τέχνη [artisanat] στη βιομηχανία χάρη σε τεχνικές μάνατζμεντ. Η εγγύηση της ποιότητας, ο υπολογισμός της απόδοσης, η ανάπτυξη του λογιστικού ελέγχου και της συγκριτικής αξιολόγησης [benchmarking][4] επίσης συμβάλλουν στη γραφειοκρατικοποίηση της ιατρικής. Η τελευταία γίνεται στην πραγματικότητα ένα πεδίο ειδικών –στατιστικολόγων, οικονομολόγων και διαχειριστών– που στρατολογούνται εκτός του ιατρικού κλάδου, οργανώνουν ορθολογικά τη δραστηριότητα και τη σχεδιοποιούν. Σίγουρα, η ιδιωτικοποίηση αφορά τη χρηματοδότηση της ιατρικής, αλλά προπάντων τους μηχανισμούς της λειτουργίας της. Το νοσοκομείο-επιχείρηση πρέπει να εφαρμόζει τις συνταγές του ιδιωτικού μάνατζμεντ.[5] Τα ιδρύματα γίνονται αυτόνομα, διοικούνται από διευθυντές επιχειρήσεων και μπορούν να συνάψουν συμπράξεις με ιδιωτικές μονάδες (κλινικές, εξωτερικούς συνεργάτες, συμβούλους). Για να καταστούν οικονομικά αποτελεσματικά και αποδοτικά, πρέπει να υιοθετήσουν την τιμολόγηση ανά δραστηριότητα για έναν αυξανόμενο αριθμό παρεμβάσεων. Παρακινούνται δε να προωθήσουν αυτές τις δράσεις περισσότερο από εκείνες που συνεχίζουν να καλύπτονται από τη δημόσια επιχορήγηση, ενώ οι πράξεις γενικού συμφέροντος που επωφελούνται από αυτή μειώνονται ολοένα και πιο πολύ. Στο όνομα των αρχών της οικονομικής απόδοσης, της αποτελεσματικότητας και της ευελιξίας, το καθεστώς του δημοσίου υπαλλήλου του νοσηλευτικού προσωπικού τίθεται σε αμφισβήτηση και καθίσταται εφικτό να καλύπτουν τις θέσεις προσωρινοί εργαζόμενοι που προτείνονται από ιδιωτικούς παράγοντες. Οι μικρές, «μη αποδοτικές» δομές και οι «μη επικερδείς» μονάδες πρέπει να κλείσουν. Ο χρόνος είναι αυστηρά υπολογίσιμος και εγκαθιδρύονται δείκτες παρακολούθησης της επίδοσης. Τα νοσοκομεία μπαίνουν σε ανταγωνισμό μέσω της καθιέρωσης βαθμών κλίμακας, ποσοτικοποιημένων και ορισμένων εκ των προτέρων κριτηρίων που επιτρέπουν να συγκροτηθούν αποδόσεις, σκορ και τελικά λίστες κατάταξης. Ο ποιοτικός έλεγχος τίθεται σε εφαρμογή χάρη στη συστηματική παρακολούθηση των ιατρικών πράξεων. Συνολικά, στον βαθμό που αποτελεί επιχείρηση, το νοσοκομείο δεν υπόκειται πια στον νόμο αλλά στη σύμβαση, που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει την καλύτερη κινητοποίηση των δρώντων, το μεγαλύτερο κίνητρο των εμπλεκομένων, την πιο ευρεία ανάληψη ευθυνών εκ μέρους των διευθυντών και, μαζί με αυτούς, ολόκληρου του προσωπικού του νοσοκομείου. Ταυτόχρονα, η λογική του «ελέγχου των δαπανών» –που συγκεκριμένα επέφερε τη μείωση της δημόσιας οικονομικής συνεισφοράς στα νοσοκομεία– ευνοεί την κεντροποίηση του ελέγχου τους και της αξιολόγησής τους μέσω της ανάπτυξης διαδικασιών που πρέπει να ακολουθηθούν και δεικτών που πρέπει να χρησιμοποιηθούν.[6] Η εθνική και περιφερειακή διοικητική επίβλεψη πραγματοποιείται σύμφωνα με τους κανόνες του λογιστικού ελέγχου και μιας στενής, αν και από απόσταση πραγματοποιούμενης, επιτήρησης μέσω ποσοτικοποιημένων διαδικασιών. Η συστηματική αξιολόγηση και η υπαγωγή των ιατρικών πρακτικών σε νόρμες αποτελούν διαχειριστικές καινοτομίες που προορίζονται να εξορθολογίσουν την παροχή φροντίδας. Στο πλαίσιο του μοντέλου των ανεξάρτητων αρχών, δημιουργήθηκε η Ανώτατη Αρχή Υγείας, προκειμένου να αξιολογήσει το ιατρικό όφελος των φαρμάκων, των ιατρικών μηχανισμών και των επαγγελματικών πράξεων, να προωθήσει τις «καλές πρακτικές» και την «καλή χρήση» της θεραπείας, να βελτιώσει την ποιότητά τους καθώς και εκείνη της σχετικής πληροφόρησης.
Προβληματοποιώντας τον νεοφιλελευθερισμό με όρους γραφειοκρατίας
Αυτή τη διαδικασία του ολοένα και πιο προωθημένου εξορθολογισμού και της διαχειριστικής τυποποίησης μπορεί να τη συναντήσει κανείς σε πολλά επαγγέλματα. Η εν λόγω εισβολή των φορμαλισμών που δέχονται τα επαγγέλματα δεν αφορά μόνο ό,τι κάποτε θεωρούνταν δημόσια υπηρεσία. Αφορά εξίσου και τον ιδιωτικό οικονομικό κόσμο των υπηρεσιών και της βιομηχανίας. Παρατηρούμε δηλαδή μια εμβληματική διαδικασιοποίηση και μια αυξανόμενη τυποποίηση της λειτουργίας του οικονομικού κόσμου. Η εργασία των δικηγόρων επηρεάζεται κι αυτή από αυτό το κύμα. Εξάλλου, η διάχυση των νορμών, των κανόνων, των τυπικών διαδικασιών και των διαδικασιών ποσοτικοποίησης ή προγραμματισμού [codage] δεν προσιδιάζει μόνο στον κόσμο της εργασίας και των επαγγελμάτων. Μπορούμε να πούμε ότι γινόμαστε μάρτυρες μιας γενίκευσης τέτοιων φορμαλισμών σε όλη την κοινωνία, μιας γενίκευσης που τροφοδοτείται, μεταξύ άλλων, από τα συναισθήματα φόβου, ανασφάλειας και αβεβαιότητας, καθώς και από τις τροπικότητες της «διαχείρισης» αυτών των φόβων, που συλλαμβάνονται με όρους ρίσκου, ιδίως μέσω των αρχών της προφύλαξης και της πρόληψης, του στόχου της ποιότητας και της διαφάνειας και της αναζήτησης της ευθύνης που μας υποχρεώνει να ιχνηλατήσουμε, να αξιολογήσουμε, να διενεργήσουμε ελέγχους...
Αυτό είναι που ονομάζω «νεοφιλελεύθερη γραφειοκρατικοποίηση».[7] Η αναφορά στη γραφειοκρατικοποίηση συνδέεται άμεσα με το γεγονός ότι αυτοί οι φορμαλισμοί εκκινούν από έναν εξορθολογισμό και μια επαγγελματοποίηση, από τη βούληση για υπολογισιμότητα και προβλεψιμότητα, από την αναζήτηση της ουδετερότητας, της αντικειμενικότητας και του απρόσωπου χαρακτήρα, κ.λπ.· όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στη νομική-ορθολογική γραφειοκρατία, όπως την ανέλυσε ο Max Weber. Ο τελευταίος θεωρούσε άλλωστε τις εταιρείες και τις τράπεζες (όπως εξάλλου και τους συλλόγους, τις εκκλησίες και τα πολιτικά κόμματα) ως τα πρότυπα της γραφειοκρατικοποίησης, που σε καμία περίπτωση δεν περιορίζονταν στον διοικητικό μηχανισμό του κράτους, αντίθετα απ’ ό,τι η επιστημονική βουλγκάτα δεν έπαψε να υπονοεί – άλλωστε και η τρέχουσα γλώσσα κάτι τέτοιο επαναλαμβάνει.[8] Αν λοιπόν δεχτούμε να κατανοήσουμε αυτούς τους φορμαλισμούς ως μια μορφή γραφειοκρατικοποίησης, μπορούμε να τους χαρακτηρίσουμε και ως νεοφιλελεύθερους, στον βαθμό που αυτό που τους στηρίζει είναι η αναφορά στην αγορά (και ιδίως στην αρχή του ανταγωνισμού) και προπάντων στην επιχείρηση, και ακόμη ακριβέστερα στην επιχείρηση που διοικείται από διευθυντικά στελέχη. Αυτοί οι φορμαλισμοί είναι στην πραγματικότητα αφαιρέσεις (καθώς δεν στοχεύουν να αναπαραγάγουν πλήρως την πραγματικότητα, αλλά να αποτελέσουν μια επεξεργασία, μια νοητική αναπαράσταση της πραγματικής ζωής) που προέρχονται από έναν συγκεκριμένο κόσμο (την ανταγωνιστική αγορά, τη μεγάλη βιομηχανική επιχείρηση και την επιχείρηση που διοικείται από στελέχη), αλλά θεωρούνται ως καθολικές και συνεπώς ως κατάλληλες για το σύνολο της ζωής και της κοινωνίας. Η διάχυσή τους στο κράτος και στην κοινωνία είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του νεοφιλελευθερισμού. Είναι υπ’ αυτή την έννοια που ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί να θεωρηθεί ως μια «καθολική γραφειοκρατικοποίηση» (καθότι αυτή, για να θυμηθούμε την ανάλυση του Max Weber στις αρχές του 20ού αιώνα, χαρακτηρίζει «όλες τις σφαίρες» της κοινωνικής ζωής[9]) και ως μια «γραφειοκρατικοποίηση του κόσμου» (γιατί, για να αναφερθούμε στο βιβλίο του Bruno Rizzi στο τέλος της δεκαετίας του 1930, τη συναντάμε σε γεωγραφικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς σχηματισμούς τόσο διαφορετικούς όσο η Ευρώπη, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες,[10] αλλά επίσης σήμερα η Αφρική, η Ασία ή η Λατινική Αμερική), που δημιουργεί μια «γραφειοκρατική κοινωνία», αν θέλουμε να ακολουθήσουμε τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τα κείμενα της επιθεώρησης Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα.[11]
[...]
[1] Michel Foucault, Naissance de la biopolitique, Cours au Collège de France, 1978-1979, Παρίσι: Gallimard, Le Seuil, Collection Hautes Etudes, 2004, παράδοση της 14ης Φεβρουαρίου 1979, σ. 151. [Ελληνική έκδοση Michel Foucault, Η γέννηση της βιοπολιτικής. Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978-1979), μτφρ. Β. Πατσογιάννης, Αθήνα: Πλέθρον, 2012.]
[2] Αναφέρομαι, φυσικά, στο βιβλίο των Luc Boltanski και Eve Chiapello, Le Nouvel Esprit du capitalisme, Παρίσι: Gallimard, 1999.
[3] Frédéric Pierru, Hippocrate malade de ses réformes, Μπελκόμ-εν-Μποζ: Editions du croquant, 2007.
[4] Η συγκριτική αξιολόγηση είναι η αξιολόγηση μιας υπηρεσίας, μιας δράσης ή μιας επίδοσης με βάση ένα πρότυπο που μπορεί να προέρχεται από οποιονδήποτε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Παραδείγματος χάρη, στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων τεχνικών διακυβέρνησης, ενδέχεται πρότυπο για την αξιολόγηση ενός νοσοκομείου να αποτελέσει μια ορισμένη «καλή πρακτική» προερχόμενη από την αυτοκινητοβιομηχανία ή από την κρατική διοίκηση. Βλ. σχετικά το ομώνυμο άρθρο της Isabelle Bruno στον σύντομο τόμο Γιώργος Περτσάς, Στέφανος Ρέγκας (επιμ.-μτφρ.), Τέσσερις έννοιες του παρόντος, Αθήνα: Two Ply Books, 2017, σ. 55-72 – Σ.τ.Μ.
[5] Pierru, Hippocrate malade de ses réformes, ό.π.· Albert Ogien, «La volonté de quantifier. Conceptions de la mesure de l’activité médicale», Annales. Histoire, Sciences Sociales, 55(2), 2000, σ. 283-312· Nicolas Belorgey, L’hôpital sous pression. Enquête sur le ‘nouveau management public’, Παρίσι: La Découverte, 2010.
[6] Pierre-André Juven, Frédéric Pierru, Fanny Vincent, La casse du siècle. A propos des réformes de l’hôpital public, Παρίσι: Raison d’Agir, 2019.
[7] Béatrice Hibou, La bureaucratisation du monde à l’ère néolibérale, Παρίσι: La Découverte, 2012 και Béatrice Hibou (επιμ.), La Bureaucratisation néolibérale, Παρίσι: La Découverte, 2013.
[8] Συναντάμε αυτή τη διάσταση σε πλήθος κειμένων του Μαξ Βέμπερ, ιδίως στο Οικονομία και Κοινωνία (και ακόμη ακριβέστερα στα αποσπάσματα που στα γαλλικά έχουν μεταφραστεί υπό τον τίτλο La Domination, Παρίσι: La Découverte, 2013. [Στα ελληνικά, τα αντίστοιχα κείμενα βρίσκονται στον πέμπτο τόμο της μετάφρασης του Οικονομία και κοινωνία. Βλ. Max Weber, Κοινωνιολογία της εξουσίας, μτφρ.-επιμ.-εισαγ. Θ. Γκιούρας, Αθήνα: Σαββάλας, 2009.]
[9] Max Weber, «Parlement et gouvernement dans l’Allemagne réorganisée. Contributions à la critique politique du corps des fonctionnaires et du système des partis», στον τόμο του ιδίου Œuvres politiques (1895-1919), Παρίσι: Albin Michel, 2004, σ. 334 και κυρίως Max Weber, La Domination, Παρίσι: La Découverte, 2013.Βλ. επίσης τη διάλεξη που έκανε επί του θέματος ο Stephen Kalberg, La sociologie historique comparative de Max Weber, Παρίσι: La Découverte-MAUSS, 2002.
[10] Bruno Rizzi, La bureaucratisation du monde (1939), Παρίσι: Champ libre, 1979.
[11] Cornelius Castoriadis, La société bureaucratique, Παρίσι: Christian Bourgois, 1990. [Ελληνική έκδοση: Κορνήλιος Καστοριάδης, Η γραφειοκρατική κοινωνία 1, μτφρ. Έ. Παπαδοπούλου, Αθήνα: ύψιλον, 1985 και Η γραφειοκρατική κοινωνία 2, μτφρ. Γ. Παπακυριάκης, Αθήνα: ύψιλον, 1985.]