Το χειρότερο πράγμα στον κόσμο είναι να πρέπει να επισκεφτείς για κάποια δουλειά δημόσια υπηρεσία. Μετά από τις βρεγμένες κάλτσες βέβαια. Το χειρότερο πράγμα στον κόσμο είναι αναμφίβολα οι βρεγμένες κάλτσες. Εκτός βέβαια αν είσαι βρεγμένη κάλτσα, οπότε φαντάζομαι πως θα υπάρχει και κάτι που να μισείς πιο πολύ από τον εαυτό σου. Οπότε μάλλον αυτό θα είναι οι δημόσιες υπηρεσίες.
Πάω εχθές για μια δουλειά σε μια υπηρεσία του Δήμου Αθηναίων για να πάρω ένα πιστοποιητικό. Ξέρω τι δικαιολογητικά χρειάζονται, τα ‘χω όλα και έχω και παραπάνω, γιατί των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν, όπως συνήθιζε να μου λέει η μαμά μου όταν ήμουν τεσσάρων και με έβαζε να φτιάχνω μουσακά ενώ έκανε το μανικιούρ της, πάντοτε πριν με πιάσει η λιγουρίτσα για μεσημεριανό. Φτάνω στο γκισέ, τόσο ευγενικός που έπειθα παπά να μου δώσει την παρθένα κόρη του για ένα στα γρήγορα πίσω από το φωτοτυπικό του Δημαρχείου. Ο υπάλληλος εξυπηρετεί όλον τον άλλον κόσμο που ξέρει προσωπικά, ακόμα και αν έχει έρθει μετά από μένα. Οκ, αναμενόμενο, δεν αφήνω το γλιτσερό μου χαμόγελο να σβήσει από τα χείλη μου μέχρι που αποφασίζει κάποια στιγμή να με εξυπηρετήσει. Του λέω τι θέλω, του δίνω τα χαρτιά και του επισημαίνω πού θα βρει τι. Ο τύπος αρχίζει να τα εξετάζει με κάθε λεπτομέρεια και μάταια σε κάθε ένα έγγραφο προσπαθεί να βρει εμπόδιο. Ενώ έχει αρχίσει να απελπίζεται, κάποια στιγμή διαβάζει κάτι, τινάζεται γουρλώνοντας τα μάτια του και μου κάνει: “Να ‘το, δεν μπορείς να καταθέσεις εσύ την αίτηση, μόνο ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος!” Έχω φανταστεί πως αυτή η στιγμή θα ερχόταν, οπότε αρχίζω να του εξηγώ γιατί μπορώ και εγώ και πού να διαβάσει για να το καταλάβει.
Η διαδικασία αυτή πήρε περίπου ένα τέταρτο. Το απίστευτο είναι πως όλη αυτήν την ώρα που διαπραγματευόμασταν σα να μην υπάρχει αύριο με τον υπάλληλο στο γκισέ, πίσω από αυτόν καθόταν ένας άλλος κύριος με ένα τεράστιο μουστάκι, ο οποίος δεν έκανε τίποτα. Δεν εννοώ ότι δεν δούλευε, εννοώ ότι δεν έκανε απολύτως τίποτα. Δεν διάβαζε εφημερίδα, δεν έπινε καφέ, δεν μιλούσε με την άλλη υπάλληλο που δεν είχε δουλειά εκείνη την ώρα, καθόταν απλώς και κοιτούσε μία το κενό και μία εμάς, απολύτως ατάραχος. Κάποια στιγμή σε μία παύση της συνεννόησης με τον υπάλληλο, κατά τη διάρκεια της οποίας αυτός διάβαζε ενδελεχώς κάποιο έγγραφο, ο μυστηριώδης μυστακοφόρος μου κάνει νόημα με τα μάτια και ψελλίζει κάτι. Δεν ακούω, οπότε του ζητάω να επαναλάβει. Ξαναλέει κάτι μέσα από τα δόντια του και καθώς έχει αντιληφθεί ότι δεν έχω καταλάβει χριστό, συνεχίζει να το επαναλαμβάνει διαρκώς, χωρίς όμως να το λέει καθαρότερα ή δυνατότερα. Εν τέλει, του γνέφω καταφατικά για να ξεμπερδεύω. Μετά από λίγο μου ξαναλέει κάτι άλλο με τον ίδιο πάντα τρόπο. Χαμογελάω και ξαναγνέφω καταφατικά. Ειλικρινά δεν έχω ιδέα σε τι συμφώνησα. Παίζει μέχρι και να δώσαμε ραντεβού στην τουαλέτα και απλώς να μην πήγα ποτέ. Με αναστατώνει αυτή η σκέψη, μιας και δεν μου αρέσει να γίνομαι αγενής, είναι πολύ άσχημο εκ μέρους μου αν τον έστησα τον άνθρωπο. Στο μεταξύ ο τύπος στο γκισέ με στέλνει να ρωτήσω σε άλλο γραφείο αν γίνεται αυτό που του ζητάω, οπότε φεύγω χωρίς να καταλάβω αν ο περίεργος στο βάθος δουλεύει εκεί ή είναι περαστικός φίλος κάποιου υπαλλήλου, ούτε αν έχει εγκεφαλικό, κάποια καθυστέρηση ίσως, ή αν μου κάνει πλάκα.
Πάω στο άλλο γραφείο έτοιμος να αντιμετωπίσω τα ίδια. Με φωνάζει μία κυρία να με εξυπηρετήσει. Της λέω τι έχει συμβεί και εκεί που είμαι έτοιμος να φάω την ήττα και να πάω σπίτι μου βρίζοντας τον πρώτο μαλάκα που θα σταθεί αριστερά στις κυλιόμενες στο μετρό, με καθησυχάζει με την πιο μελίρρυτη φωνή και το πιο συμπονετικό χαμόγελο του κόσμου, πως θα λυθεί το πρόβλημα. Αρχικά μένω κόκκαλο αλλά συνέρχομαι και ρωτάω τι πρέπει να γίνει. Μου λέει να πλησιάσω να μου δείξει κάτι σε ένα χαρτί, με βάζει να της πιάσω ένα στυλό που της είχε πέσει στο πάτωμα (σας ορκίζομαι!) και μου εξηγεί πώς πρέπει να συμπληρωθεί το έντυπο για να καμφθεί η αντίσταση του προηγούμενου υπαλλήλου. Συνεχίζει να χαμογελάει διαρκώς και αρχίζει να με ρωτάει τι δουλειά κάνω και τα λοιπά. Για να συμπληρωθεί ένα χαρτί, τρώμε άλλο ένα τέταρτο κατά τη διάρκεια του οποίου έχω αρχίσει να φοβάμαι σοβαρά πια πως θα πρέπει να ενδώσω σε κάποιου είδους σεξουαλική χάρη για να κάνω τη σκατοδουλειά μου. Όταν πια έχω αρχίσει να σκέφτομαι τρόπους να της δημιουργήσω μια προσδοκία κάποιου είδους αλλά να τελειώσω πρώτα τη δουλειά ώστε μετά να φύγω τρέχοντας, μου δίνει το χαρτί και με ξαναστέλνει στον πρώτο υπάλληλο.
Εφοδιασμένος καθώς είμαι πλέον με το πολύτιμο έγγραφο, ο τύπος φανερά απογοητευμένος δέχεται επιτέλους την γαμημένη την αίτηση και φεύγω. Αρχίζω να σκέφτομαι αν όντως τη γλίτωσα φτηνά ή αν είμαι πια εντελώς παρανοϊκός. Κάνοντας αυτή τη σκέψη αναπόφευκτα αρχίζω να αμφιβάλω αν έγιναν έτσι τα πράγματα. Μήπως ο υπάλληλος ήταν απλώς προσεκτικός με τη δουλειά του και εγώ δεν ήμουν όσο προετοιμασμένος νόμιζα; Μήπως ο μπάρμπας με το μουστάκι μου έδινε κάποια συμβουλή και εγώ ήμουν τόσο χαμένος μέσα στον εκνευρισμό μου που δεν άκουγα καθαρά; Μήπως η κυρία ήταν απλώς τυπικά ευγενική και έχω αρχίσει να τρελαίνομαι; Τέλεια, ώρα είναι τώρα για να αρχίσω να αμφιβάλω για τη λογική μου. Τις σκέψεις μου διακόπτει το κουδούνισμα του κινητού μου. Είναι η μητέρα μου που με ενημερώνει πως τελικά δεν χρειάζεται να πάω στο Δήμο γιατί δεν είναι απαραίτητο το πιστοποιητικό…
Φτάνω στο μετρό και βλέπω έναν άστεγο ξαπλωμένο στο πάτωμα μπροστά στην είσοδο. Ξαπλώνω δίπλα του, σκεπάζομαι με το υπόλοιπο της κουβέρτας του και αρχίζω να τρώω τα γυαλιά μου.