“ Ψάξτε στους υπονόμους. Στα σκουπίδια. Ψάξτε στα αποχωρητήρια- εκεί θα βρείτε την προέλευσή μας”
-Ρουθ, “Μη μ’ αφήσεις ποτέ”
Το θερινό σινεμά έχει κάτι από νοσταλγία, ρομαντισμό και αγώνα για επιβεβαίωση της ύπαρξής του. Τουλάχιστον, μ’ αυτά το συναισθάνομαι κάθε καλοκαίρι όταν το συναντώ. Το βιβλίο του Kazuo Ishiguro, “Never let me go” ή “Μη μ’αφήσεις ποτέ” (εκδ. Καστανιώτη, μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο) είναι εμποτισμένo με αυτά και είναι ο κύριος λόγος που με φέρνουν στην αγκαλιά του Kaboom.
Το αντίτυπο που έχω εδώ και χρόνια στα χέρια μου έχει ταλαιπωρηθεί απ’ την κάκιστη συνήθειά μου να τσακίζω τις γωνίτσες απ’ τις σελίδες, στις οποίες θέλω κάποτε να επιστρέψω. Τις λέω “σημαδούρες” στο μυαλό μου και χάρη σ’ αυτές ξέρω σε ποιο λιμάνι να αράξω όταν επιστρέψω στον ίδιο προορισμό. Το “Never let me go” ξεκινά την αφήγησή του στα τέλη της δεκαετίας του 1990 στο ξεχωριστό ίδρυμα για παιδιά “Hailsham” . Τα παιδιά μεγαλώνουν υπερπροστατευμένα, με σκοπό την υγιή ενηλικίωση τους. Θυμώνουν, βαριούνται, ερωτεύονται και τελικά έρχονται σε επαφή με το νόημα της ύπαρξής τους. Πόσο θα θέλαμε να γνωρίζαμε την απάντηση σ’ αυτό το υπαρξιακό “γιατί;”. Η Ρουθ, ο Τόμυ και η Κάθυ, τα κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου, όχι μόνο γνωρίζουν την απάντηση αυτή αλλά την προσεγγίζουν με την δική τους ψυχική ιδιαιτερότητα.
Συγκατάβαση
Αντίσταση
Άρνηση
Οι ήρωες κωπηλατούν δια μέσω των τριών αυτών κυμάτων που τους καταπίνουν και οριοθετούν τις πολύτιμες ζωές τους. Αγγίζουν την τελειότητα και την εναποθέτουν στην ελπίδα. Αγωνίζονται να κινηθούν σηκώνοντας το βάρος της γνώσης της ύπαρξής τους. Πόσοι άραγε από εμάς θα αντέχαμε να ζούμε με τέτοιο ψυχικό βάρος;
Οι προνομιούχοι του κόσμου του Ishiguro, τρέφονται με τις σκιές των ηρώων του. Σκιά είσαι όταν υπακούεις, όταν ζεις για κάποιον άλλο. Οι ήρωες παλεύουν να σώσουν τις ψυχές τους και να βγουν στο φως, όχι ως μίμηση, αλλά ως όντα γνήσια, νοήμοντα, συναισθηματικά και τελικά ανθρώπινα.
Έχω πολλούς λογοτεχνικούς έρωτες, όμως το συγκεκριμένο είναι μια μόνιμη μουσική που “ντύνει” τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μου. Οι πολλαπλές αναγνώσεις του, έχουν γίνει βίωμα γλυκό, μια δική μου ιδιαίτερη αίσθηση εθισμού στο μελαγχολικό κλίμα του Ishiguro.
Περπατώντας στο λιμάνι ένα άδειο δειλινό, σκεφτόμουν (για μια ακόμη φορά) τι θα μπορούσα να πω στον συγγραφέα αν ποτέ τον συναντούσα. Οι σκέψεις αυτές ήταν πάντα καταιγιστικές και ποτέ δεν κατάφερα να τις τιθασεύσω. Η Ρουθ, η Κάθυ κι ο Τόμυ αλλάζουν χρώματα στην ψυχή μου. Παγιδευμένοι για πάντα στον σκιερό στρόβιλο της ύπαρξής τους μέσα στις σελίδες, γαληνεύουν τελικά και με λυτρώνουν απ’ την ευθύνη. Λίγο πριν αναχωρήσω, ολοκληρώνω την πορεία της εξομολόγησής μου στον συγγραφέα, σε κυκλικές τροχιές γύρω απ’ τη λέξη “Ευχαριστώ”.