Πηγαίνοντας στη δουλειά μου συναντώ συχνότατα έναν παππού να ξεπροβάλλει πάντα από το ίδιο στενό και να πασχίζει να φτάσει στην επόμενη διασταύρωση. Ο παππούς, τον οποίον βλέπω σίγουρα τρεις φορές την εβδομάδα, είναι πάντα εξοπλισμένος με τη μαγκούρα του και περπατάει τόσο σκυφτός ώστε από μακριά θυμίζει έντονα το κεφαλαίο λατινικό D. Σαν να μην φτάνει αυτό, κάθε φορά είναι φορτωμένος με σακούλες σε τέτοιο βαθμό που δεν φαίνεται καν το σώμα του. Φαίνεται απλώς ένα κεφάλι που περπατάει με σακούλες για φορεσιά. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι γυμνός ή να φοράει σουτιέν και ζαρτιέρες και να μην το καταλάβει ποτέ κανείς.
Η πρώτη σκέψη που μου έρχεται στο μυαλό είναι πως δεν γίνεται να μην υπάρχει ένας συγγενής, γείτονας, κάποιος τέλος πάντων να του κάνει τα ψώνια. Ο παππούς βασανίζεται ρε παιδί μου! Θα πεθάνει στο πεζοδρόμιο. Και είναι και ψιλομαλακία αυτό γιατί πρέπει να μένει κάνα-δυο στενά παρακάτω. Η δεύτερή μου σκέψη είναι πως δεν μπορεί να μένει μόνος του και να πηγαίνει τόσο συχνά για ψώνια και να κουβαλάει τόσα πράγματα. Σίγουρα ψωνίζει για περισσότερους. Οπότε μετά σκέφτομαι ή ότι έχει τριάντα γάτες στο σπίτι, ή έναν χοντρό σαρανταπεντάρη γιο που βλέπει ξαπλωμένος στον καναπέ Στεφανίδου και μόλις αντιλαμβάνεται πως ο παππούς πρόκειται να βγει, του φωνάζει ξύνοντας ταυτόχρονα την κοιλιά του κάτω από το λερωμένο του φανελάκι: ‘Μπαμπά, πάρε και κιτ-κατ! Τελείωσαν πάλι!’.
Εν πάση περιπτώσει, έχω φανταστεί άπειρες φορές ότι πλησιάζω τον παππού και τον ρωτάω χαμογελώντας αν χρειάζεται βοήθεια. Εκείνος απαντάει κάτι σε στυλ ‘ναι, γιόκα μου, η Παναγιά να σ’ έχει καλά’, παίρνω τις σακούλες από τα χέρια του και πάμε μαζί στο σπίτι του (όντως, δυο στενάκια παρακάτω μένει τελικά). Τον βοηθάω να τις ανεβάσει στο διαμέρισμα και με κερνάει καφέ (τελικά μένει μόνος του αλλά κάνει κάτι κατασκευές από μεταλλικά κουτάκια αναψυκτικού οπότε κουβαλάει τόνους κόκα-κόλα από το σουπερμάρκετ. Μάλλον έτσι βρίσκει την ενέργεια.). Τα λέμε λίγο και πάω στη δουλειά έχοντας κάνει φίλο έναν ηλικιωμένο μου γείτονα με εθισμό στην κόκα-κόλα.
Εννοείται βέβαια πως στην πραγματικότητα δεν τον έχω βοηθήσει ποτέ να πάει ούτε μέχρι τη γωνία. Ούτε καν τον έχω ρωτήσει. Ποτέ. Και τον συναντώ σχεδόν ένα χρόνο τώρα από τρεις φορές τη βδομάδα. Η ειρωνεία είναι ότι και μόνο κάνοντας αυτές τις σκέψεις, νιώθω πολύ καλά με τον εαυτό μου. Σκέφτομαι ότι είμαι πολύ καλό παιδί, πρόθυμο να προσφέρει ανιδιοτελώς την βοήθειά του στον συνάνθρωπο ανά πάσα στιγμή. Πραγματικά, σπανίζουν άνθρωποι σαν εμένα στις μέρες μας…
Η πρώτη μου αντίδραση όταν συνειδητοποίησα τι σενάρια έπλαθα με την φαντασία μου, ήταν φοβερή ντροπή και αηδία για τον εαυτό μου. Καλά ρε μαλάκα, κάθομαι και βαυκαλίζομαι με τις καλές πράξεις που θα μπορούσα να έχω κάνει αλλά που είμαι τόσο τεμπέλης ή αδιάφορος για να τις κάνω όντως στην πραγματικότητα? Και πίστευα ότι είμαι άνθρωπος με ευαισθησίες, ότι νοιάζομαι για τους άλλους, ότι δεν είμαι ένα εγωιστικό κάθαρμα τέλος πάντων! Παπάρια, έχουμε αποκτηνωθεί εντελώς, όλοι την πάρτη μας κοιτάμε… Πότε-πότε πετάμε και κάνα ψιλό σε κανέναν άστεγο και νιώθουμε πάλι βασιλιάδες.
Από την άλλη όμως, πριν λίγο καιρό που πήγα όντως να βοηθήσω μία άγνωστη στο τραίνο, βρήκα τον μπελά μου! Το βαγόνι όπως συνήθως ήταν πήχτρα και ακριβώς μπροστά μου στεκόταν ένας τύπος που ή είχε κάνει φυλακή ή πρόκειται να κάνει στο άμεσο μέλλον. Δίπλα μου στεκόταν μια κοπέλα την οποία ο προαναφερθείς βλογιοκομμένος κύριος με τα τρελά μάτια, κοιτούσε αχόρταγα με λαγνεία. Κάποια στιγμή, κατά την οποία η κοπέλα ήδη αισθανόταν πολύ άβολα, της έπιασε το χέρι με το οποίο αυτή στηριζόταν στον στύλο του βαγονιού και κάτι της είπε, οπότε η κοπέλα φυσιολογικά χέστηκε επάνω της. Εγώ τον τσέκαρα όλη αυτή την ώρα μην χρειαστεί να επέμβω, ήτοι να πετάξω κάποιον άλλον πάνω του και να αρπάξω την κοπέλα και να αρχίσω να τρέχω. Λιγότερο δειλή αντιμετώπιση ούτε που μου πέρασε από το μυαλό. Ε, ο άλλος ας πρόσεχε να μην βρεθεί στη μέση… Ευτυχώς κάτι τέτοιο δεν χρειάστηκε, καθώς ο τύπος κατέβηκε από το βαγόνι μετά από την άρνηση της κοπέλας να ενδώσει στη γοητεία του. Εγώ καθησυχάστηκα αλλά μετά σκέφτηκα ότι μπορεί αυτός να περίμενε να δει την κοπέλα να κατεβαίνει από το τραίνο και να την πάρει από πίσω (να την ακολουθήσει εννοώ παλιοανώμαλοι!). Ακούμπησα λοιπόν το μπράτσο της για να της το πω, αλλά αυτή ήδη φρικαρισμένη από πριν, αιφνιδιάστηκε και άρχισε να φωνάζει τρομοκρατημένη ‘βοήθεια! Με χουφτώνει!’… Αφού γλίτωσα το λιντσάρισμα πάλι καλά…
Είναι επομένως λογικό να διστάζεις ως έναν βαθμό να επιδιώξεις κοινωνική επαφή με έναν άγνωστο. Χίλια πράγματα μπορούν να πάνε στραβά. Σκεφτείτε ο παππούς να είναι χουντικός και να μην γουστάρει το μούσι μου ας πούμε, οπότε να μου ρίξει μια με τη μαγκούρα στο κεφάλι και να με αφήσει στον τόπο (από τότε που μου μπήκε στο μυαλό αυτή η ιδέα, όταν τον πετυχαίνω τον κωλόγερο, το ένα μου μάτι είναι πάντα καρφωμένο πάνω του…!). Καθησύχασα λοιπόν τις τύψεις μου και κατέληξα πως δεν είμαι κάθαρμα, αλλά πως αντιθέτως, είμαι το θύμα της βιαστικής και επιπόλαιης κρίσης και της μισαλλοδοξίας των άλλων! Δεν θα ξανακάτσω όμως να με πιάσουνε κορόιδο! Τέρμα οι καλοσύνες στους αγνώστους! Άι σιχτίρ πια, με βρήκανε μαλάκα και με εκμεταλλεύονται…! Και άμα με πιάνουν οι ενοχές μου, η λύση είναι μία. Ένα πενηντάλεπτο στον άστεγο κάνει θαύματα στην ψυχολογία. (Έκανα και ρίμα!)