Ανάλυση

Ορισμένα σημεία για τις εκλογές στη Γερμανία

Η Γερμανία αποτελεί την ισχυρότερη οικονομικά και πολιτικά χώρα της Ευρώπης. Ο πρωταγωνιστικός της ρόλος στο εγχείρημα της «Ενωμένης Ευρώπης» διαχρονικά και σε όλα τα στάδια (Ε.Ε., Ευρωζώνη κ.ο.κ.) έγινε ακόμα μεγαλύτερος και πιο εύκολα αντιληπτός στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Έτσι, και εφόσον εδώ και χρόνια έχει παγιωθεί η άποψη περί ... γερμανικής Ευρώπης, οι πρόσφατες εκλογές της συγκεκριμένης χώρας απέκτησαν βαρύνουσα σημασία σε διεθνές πλαίσιο.

Στο παρόν κείμενο θα επισημάνουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα βασισμένα στο αποτέλεσμα των εκλογών της 24ης Σεπτεμβρίου. Ασφαλώς τα σημεία που θα αναλύσουμε εν συνεχεία δεν είναι τα μοναδικά ούτε τα σημαντικότερα, θεωρούμε ωστόσο πως μπορούν να μας βοηθήσουν στο να δούμε καθαρότερα τόσο τις ίδιες τις γερμανικές εκλογές αυτόνομα και υπό στενή έννοια όσο και ως ένα κομμάτι της «μεγάλης εικόνας» της εποχής μας (Ευρώπη, κόσμος).

Τι μάθαμε λοιπόν από τις εκλογές στη Γερμανία;

Η Μέρκελ δεν έχει αντίπαλο

Παρά την αναπόφευκτη «κούραση» του γερμανικού λαού και κατ' επέκταση του εκλογικού σώματος από τη μακροχρόνια παραμονή της στην Καγκελαρία (μόλις εξασφάλισε την τέταρτη σερί της νίκη), η Μέρκελόσον αφορά την πρώτη θέσηδεν δέχτηκε καμία πίεση. Τα ποσοστά του CDU/CSU (Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές) ναι μεν μειώθηκαν κατά 8,6%  αλλά η επικράτηση του ήταν άνετη. Τα ποσοστά που συγκέντρωσε η Μέρκελ διαχρονικά ήταν: 35,2% (2005), 33,8% (2009), 41,5% (2013) και 32,9% (2017), γεγονός που αποδεικνύει πως σχεδόν το 1/3 του εκλογικού σώματος της δείχνει σταθερά εμπιστοσύνη. Ένα ακόμη στοιχείο που καταδεικνύει την κυριαρχία της είναι οι διαφορές που έχει από τον εκάστοτε υποψήφιο των Σοσιαλδημοκρατών: μόνο το 2005 η διαφορά ήταν μικρή (1%) ενώ το 2009, το 2013 και το 2017 διψήφια (10,8%, 15,5% και 12,4% αντίστοιχα). Στοιχεία πάνω σε αυτό θα δούμε και στο παρακάτω σχόλιο.

Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούν να κερδίσουν

Εδώ και αρκετά χρόνια το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD) όχι μόνο δεν κερδίζει αλλά δεν μπορεί καν να κοντράρει το CDU/CSU στη μάχη για την Καγκελαρία. Το ίδιο συνέβη και φέτος. Οι αρχικές εκτιμήσεις αρκετών δημοσκοπήσεων και αναλύσεων περί αμφίρροπης μάχης Σουλτς-Μέρκελ έγιναν απλά για να γίνουν. Επί της ουσίας στόχος τους ήταν να μην παγιωθεί εξ αρχής πως η γερμανική κεντροαριστερά αλλά και η ευρωπαϊκή εν συνόλω καλούταν να δώσει μια μάχη που ήταν ήδη χαμένη. Τα παραπάνω άλλωστε καταδεικνύουν και οι διαφορές 1ου-2ου κόμματος που παρατέθηκαν στο πρώτο σημείο του κειμένου. Η γερμανική κεντροαριστερά δεν αποτελεί εξαίρεση στον «κανόνα» που λέει πως τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη δεν πείθουν μαζικά και άρα δεν κερδίζουν. Το είδαμε στη Γαλλία με την κατάρρευση και διάσπαση του Σοσιαλιστικού Κόμματος, το είδαμε στη Βρετανία που ο Κόρμπιν ανέκαμψε μεν, αλλά απέχει παρασάγγας από το να κυβερνήσει, στην Ισπανία και σχεδόν καθολικά στις χώρες της Ευρωζώνης. Ο κόσμος γυρνάει την πλάτη του σε μέρος τουλάχιστοντων λεγόμενων «παραδοσιακών κομμάτων» και στρέφεται σε εναλλακτικά (;) ή ακραία κόμματα, κάτι που θα εξετάσουμε σε άλλο σημείο του κειμένου αυτού.

Ο Σουλτς απέτυχε να γίνει σοβαρός διεκδικητής της εξουσίας (αναμενόμενο) και ταυτόχρονα απέτυχε στο να γίνει το SPD ισχυρός πόλος (απρόσμενο), ωστόσο μετεκλογικά πήρε την πλέον καθαρή ιδεολογικά απόφαση, δηλαδή τη μη συμμετοχή του κόμματος σε κυβέρνηση υπό τη Μέρκελ. Η απόφαση αυτή φαντάζει ως η απάντηση στο δίλημμα που έχει σύσσωμη η ευρωπαϊκή κεντροαριστερά σχετικά με τις συμμαχίες που καλείται να σχηματίσει και συνοπτικά μπορεί να αποτυπωθεί ως εξής: συμμαχία με την κεντροδεξιά και μάλιστα με όρους υποτέλειας, εφόσον σχεδόν παντού αυτή έρχεται πρώτη, ή κάποιος άλλος, πιο «ορθόδοξα ιδεολογικά σχηματισμός» όπως λόγου χάρη συμβαίνει στην Πορτογαλία όπου οι δεύτεροι Σοσιαλιστές (σ.σ ναι, και εκεί είναι δεύτεροι...) συγκυβερνούν με το Μπλόκο της Αριστεράς και το Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα; Η απόφαση του Σουλτς να μη συνηγορήσει στον σχηματισμό ενός ακόμη «μεγάλου συνασπισμού» ο οποίος όπως έχει ήδη αποδειχθεί θα εγκλώβιζε το SPD είναι γενναία και μπορεί να θεωρηθεί ως το πρώτο βήμα για την αλλαγή του κόμματος, μένουν όμως πολλά ακόμη βήματα ώστε το SPD να αλλάξει ολοκληρωτικά και να διεκδικήσει με αξιώσεις την επιστροφή στην εξουσία. Ταυτόχρονα, η απόφαση αυτή καθορίζει εν πολλοίς τις μετεκλογικές εξελίξεις στη Γερμανία, δηλαδή την συγκυβέρνηση CDU/CSU-Φιλελευθέρων (FDP)-Πράσινων ή αλλιώς όπως ονοματίστηκε λόγω των χρωμάτων των τριών κομμάτωντου «συνασπισμού Τζαμάικα».

Μέρκελ όπως Μέι

Στις πρόσφατες εκλογές στη Βρετανία στις οποίες το διακύβευμα ήταν το πώς και πότε θα πραγματοποιηθεί η απόφαση για το Brexit, η Μέι ναι μεν κέρδισε αλλά όχι με τον εμφατικό τρόπο που η ίδια επιθυμούσε και όλοι οι άλλοι περιμέναν/-με. Στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα των εκλογών κατέταξε του Τόρηδες πρώτους αλλά όχι απαραίτητα νικητές, τουλάχιστον με την έννοια του κυριάρχου του πολιτικού παιχνιδιού. Σχεδόν το ίδιο συνέβη και στις γερμανικές εκλογές. Η Μέρκελ επιθυμούσε διαφορετικά ποσοστά όχι μόνο για το κόμμα της αλλά και για τα κόμματα με τα οποία καλείται να συνεργαστεί/συγκυβερνήσει. Με τα τωρινά δεδομένα η Μέρκελ πρέπει να σχηματίσει κυβέρνηση (συνήθως πολύμηνη διαδικασία στη Γερμανία, οπότε μένει να επιβεβαιωθεί στο άμεσο μέλλον το παρακάτω) όχι με τους συμμάχους που θα ήθελε κυρίως τους Πράσινους δηλαδήκαι όχι με τους όρους που θα ήθελε όσον αφορά τους συμμάχους που ήθελε (FDP). Η εξάρτηση του CDU/CSU από τους τελευταίους δένει κάπως τα χέρια της Καγκελαρίου. Μπορεί επομένως να ειπωθεί πως η νίκη της Μέρκελ δεν είναι τόσο «οριακή» όσο αυτή της Μέι αλλά πως παράλληλαοι εκλογικοί συσχετισμοί τής δημιουργούν έναν μικρό «πονοκέφαλο». Μικρό μεν, «πονοκέφαλο» δε.

Το νέο status της ακροδεξιάς

Η άνοδος του AfD (Alternative für Deutschland - Εναλλακτική για τη Γερμανία δηλαδή, καθόλου τυχαία η επιλογή και χρήση της λέξης «εναλλακτική», προφανώς για να ταυτιστεί όχι μόνο με το νέο, το καινοτόμο κ.λπ. αλλά και να για επωφεληθεί από τον μανδύα της alt-right ξορκίζοντας έτσι τον χαρακτηρισμό της Άκρας Δεξιάς) και το διόλου ευκαταφρόνητο 12,6% που συγκέντρωσε επαληθεύει πολλά από αυτά που ήδη γνωρίζαμε ή φοβόμασταν, με κυριότερο το ότι η ακροδεξιά είναι εδώ. Και όχι μόνο είναι εδώ αλλά πλέον διεκδικεί σημαντικότερο ρόλο στην κοινωνική και πολιτική ζωή της Ευρώπης. Διεκδικεί όπως είδαμε ακόμα και την εξουσία (π.χ, Αυστρία, Γαλλία). Οι λόγοι της γιγάντωσης των ποσοστών της Άκρας Δεξιάς είναι πολλοί και διαφέρουν ανάλογα με την οπτική του καθενός και στο παρόν σημείωμα δεν θα εστιάσουμε σε αυτούς. Πρέπει όμως να επισημάνουμε πως το AfD, πάρα την αντιισλαμική, ξενοφοβική και ρατσιστική μεταξύ άλλων– ρητορική του κατάφερε να πείσει ένα ετερόκλητο πλήθος: υπολογίζεται πως πάνω από ένα εκατομμύριο ψηφοφόροι των δύο παραδοσιακά μεγάλων κομμάτων μετακινήθηκαν προς αυτό ενώ και από την Αριστερά (Die Linke) η μετακίνηση ψηφοφόρων υπολογίζεται σε εκατοντάδες χιλιάδες, με κάποιες εκτιμήσεις να μιλάνε ακόμα και για 400.000 απευθείας μετακινήσεις. Τα παραπάνω δεν είναι πρωτόγνωρα, ίσα ίσα τα συναντάμε διαρκώς σε αντίστοιχες περιπτώσεις με τις όποιες μεταξύ τους διαφορέςανόδου ακροδεξιών κομμάτων (Χ.Α., Εθνικό Μέτωπο κ.λπ.). Όσο και αν πονάει η παραδοχή της αλήθειας, πρέπει να δεχτούμε πως η ακροδεξιά πείθει. Πολλά ακόμη μπορούν να ειπωθούν πάνω στο φαινόμενο αυτό, είτε μεμονωμένα για το AfD είτε συνολικά για την ευρωπαϊκή ακροδεξιά, αλλά δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω. Θα κλείσουμε την αναφορά μας πάνω στο ζήτημα με κάτι που θεωρούμε ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση του ακροδεξιού κινδύνου, κάτι που επισήμανε ο Ζακ Ρανσιέρ στη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό Βαβυλωνία και εκδόθηκε προσφάτως (Ένας καφές με τον Ζακ Ρανσιέρ κάτω από την Ακρόπολη). Παραθέτουμε σημεία από τις σελίδες 24-25 του εν λόγω βιβλίου: «Προσπάθησα από την αρχή να πω ότι υπάρχει μια νέα μορφή ρατσισμού, ένας ρατσισμός που προέρχεται από την κορυφή.» και «Έτσι το ζήτημα είναι να μάθουμε τι είδους φασισμό προσπαθούμε να πολεμήσουμε. Αν πολεμήσουμε μόνο τον ρατσισμό της δεκαετίας του 1930, ίσως βρεθούμε εκτός στόχου».

~

Εν κατακλείδι, η νίκη της Μέρκελ επιβεβαίωσε πως ένα σεβαστό ποσοστό των Γερμανών επιθυμεί τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής. Το ίδιο επιθυμούν και τα κόμματα που όπως φαίνεται θα συμμετάσχουν στο κυβερνητικό σχήμα, επομένως το αποτέλεσμα των εκλογών στη Γερμανία δεν θα αλλάξει την κατάσταση ούτε στη Γερμανία, ούτε στην Ελλάδα προς λύπη αρκετώναλλά ούτε και στην Ευρώπη, όπου η κυριαρχία της Γερμανίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί (ακόμα).

ΥΓ: Μπορεί κανείς εδώ να βρει στοιχεία για την εκλογική επικράτηση ανά περιοχή της Γερμανίας. Αξίζει να προσεχτούν: α) Το γεγονός ότι το ανατολικό Βερολίνο ήταν η μοναδική περιοχή που η Αριστερά ήρθε πρώτη. β) Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Πρώην Ανατολική Γερμανία (π.χ. Δρέσδη) που επί της ουσίας κατεδαφίστηκε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Θανάσης Δημάκας