(πατήστε κάτω δεξιά που λέει youtube στο βίντεο ή ΕΔΩ για ολόκληρη τη λίστα)
Άλλη μια πολύωρη λίστα – μετά τους μελαγχολικούς, οι παλαβοί ερευνητές! Εδώ το υλικό είναι πιο ομαδοποιημένο, και συνοδεύεται από παραμυθάκι, για την ακρίβεια από ατάκτως ερριμμένες μικροϊστορίες που συνδέονται μεταξύ τους σαν τα εσωτερικά όργανα διαφορετικών ανθρώπων. Μια σύντομη, διαισθητική πλοήγηση σε ανορθόδοξες, σχετικά πρόσφατες μουσικές· η θερμοκρασία εδώ είναι πιο υψηλή, η υγρασία σχεδόν αγνοήσιμη, και το βαρομετρικό προμηνύει σαφώς λιγότερες υπαρξιακές καταιγίδες. Όλες αυτές οι σημειώσεις παρακάτω θέλουν να προσελκύσουν την αναγνώστρια σε περιοδικές επανόδους.
Παίρνουμε φόρα με ένα σερί από ’80s τρελογιαπωνέζους. Το σπουδαιότερο γιαπωνέζικο της εδώ λίστας, με το οποίο και ανοίγουμε, είναι το Through The Looking Glass της Midori Takada [1983], ένα έργο που ακούει κανείς για χρόνια. Δοκιμάστε να παρεμβάλλετε το “Semitori No Hi” από το Kakashi [1982] του Yasuaki Shimizu μεταξύ δύο οποιωνδήποτε κομματιών, οποιουδήποτε είδους και παρατηρήστε το αποτέλεσμα: είναι σαν η ανώμαλη γάτα να βγαίνει από το εξώφυλλο και να τα κάνει όλα μπάχαλο! (Δυστυχώς δεν το είδατε προτού το κατεβάσουν, γι’ αυτό το αντικατέστησα με το IQ 179 [1981], που δεν υπολείπεται σε τρέλα. Ελπίζω το Kakashi να ξανανέβει, είναι γαμάτο.) Ο Shimizu έχει γενικά ζουμί, είτε με την prog new wave μπάντα του Mariah είτε όταν παίζει τις παραλλαγές Goldberg για σαξόφωνα [2010]! Ακολουθούν ο Haruomi Hosono των Yellow Magic Orchestra και τα υπόλοιπα γιαπωνεζοπαιδιά (ορίστε που το τελευταίο κομμάτι του Takashi Kokubo, αυτό με τα πουλάκια, τον φέρνει κοντά στον Messiaen, που θα εμφανιστεί παρακάτω). Όλη αυτή η γενιά γιαπωνέζων, που ισορροπούν μεταξύ τζαζ, ποπ, ηλεκτρονικής, fusion, και ambient, ο καθένας με τα κολλήματά του, έχουν βγάλει αλμπουμάρες (είχε κι η άλλη λίστα κάμποσα, ξεχωρίζει ο Yoshimura, κάθε ένα από τα άλμπουμ του είναι διαφορετικό και εξαιρετικό). Την ίδια περίοδο στην Ιαπωνία εκτυλίσσονται σκηνές ακραίου πειραματισμού –θα επανέλθω με άλλο ποστ καθώς τα χωνεύω παραπάνω. Για χρόνια ακούει κανείς και τον Harry Partch, ακόμη κι αν κάποιοι θα διαφωνούσαν: πιο πολύ απροσάρμοστος παρά avant-garde, με τις μικροτονικότητες, τον ακριβή συγκερασμό [just intonation], τα παράξενα όργανα που κατασκευάζει, τη σωματική του μουσική και τον βραχνά εναντίον του Bach, είτε τον αγαπάει κανείς είτε τον μισεί· πάντως βοηθάει στο χώνεμα της μικροτονικότητας, γιατί είναι κατά βάθος φιλικός σαν χορτασμένο ζώο.
Μετά τους Γιαπωνέζους περνάμε στον Eno και τους Γερμανούς φίλους του: πέρα από όλα τα υπόλοιπα –Roxy Music, άφθαστα σόλο άλμπουμ τραγουδιών, οιονεί δημιουργία της ambient μουσικής, παραγωγή κοσμοϊστορικών δίσκων και καθιέρωση του sampling– ο άνθρωπος χαίρεται να συνεργάζεται. Εδώ έχουμε τα άλμπουμ με τους Cluster [1977] και τους Harmonia [1976] (δηλαδή τους Cluster μαζί με τον Rother των Neu!…). Δυστυχώς η αγαπημένη μου συνεργασία, το No Pussyfooting που είχε βγάλει με τον Robert Fripp to 1973, έχει κατέβει από το youtube εδώ και χρόνια. Βάζω αντ’ αυτού το τελείως διαφορετικό, αγριεμένο τετραμερές Healthy Colours [ηχογρ. 1979], που απ’ όσο ξέρω κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1994. Όποιος δεν έχει ακούσει τους δίσκους με τον Fripp (και οτιδήποτε άλλο έκανε ο Eno μεταξύ 1973 και 1985), να σταματήσει ό,τι κάνει. Πέραν του ότι το krautrock είναι σίγουρα μια από τις καλύτερες οντότητες που παρήγαγε ο 20ος αιώνας, δεν θα πω τίποτα για τους Γερμανούς, τα φυλάω κι αυτά για αργότερα. Θα αφήσω απλώς λίγα ακόμη πράγματα εδώ: Faust – Faust [1971] (επειδή ανανεώνει όρια), Manuel Göttsching – Inventions for Electric Guitar [1975] (η καλύτερη πρωτοτέκνο), Edgar Froese – Epsilon In Malaysian Pale [1975] (τι διάολο συμβαίνει στον Maroubra Bay;!), Lord Krishna von Goloka – Sergius Golowin [1973] (πρέπει να μάθω περισσότερα γερμανικά).
Το ειδικό ενδιαφέρον των Alvin Lucier (η προηγούμενη λίστα περιείχε το I am sitting in a room), Robert Ashley και Roland Kayn έγκειται στις συνθετικές τους μεθόδους: ο πρώτος εξερευνά αυτοπαραγόμενα ηχητικά φαινόμενα και το πώς γίνονται αυτά αντιληπτά, μέσα από τις ηχητικές ιδιότητες αντικειμένων ή χώρων: παραγωγή ήχων χωρίς υποκείμενο. Στο Music on a long thin wire [1980], τεντώνει ένα καλώδιο με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Ο Kayn είχε βαφτίσει τη μουσική του κυβερνητική [cybernetic], και χρησιμοποιεί αλγόριθμους και παρόμοια τερτίπια για τη δημιουργία της· το πολύωρο Tektra [1984] είναι τυπικό δείγμα. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο, ωθούν παραπέρα τις ιδέες περί αλεατορικής μουσικής που έκανε γνωστές ο Cage, γραμμή που θα ακολουθήσει άλλωστε κι ο Eno με τη λεγόμενη παραγωγική μουσική και ζωγραφική [generative music]. Στο Automatic writing [1979], ο Ashley χρησιμοποιεί καταγραφές της ακούσιας ομιλίας που οφείλεται στο σύνδρομο tourette από το οποίο πάσχει ως μία από τις φωνές –οι άλλες είναι μια γαλλική μετάφραση του ασυνείδητου αυτού κειμένου, moogs και όργανα [organ]. Η καθαρή musique concrète εκπροσωπείται από το απίθανο Casse-tête [ηχογρ. 1979] του Bernard Bonnier. Το δε Flux [1981] είναι η πρώτη κασσέτα που έβγαλε ο Robert Turman, ο οποίος θα συνέχιζε να μπερδεύει την industrial με μίνιμαλ συνθς, καμπάνες και drones τα επόμενα χρόνια – ό,τι έβγαλε τη δεκαετία του ’80 αξίζει. Τριάντα χρόνια fast forward και πέφτουμε πάνω σε κάτι που ταιριάζει ως ατμόσφαιρα και διαφοροποιείται ως συνθετική μέθοδος με το λεπτοδουλεμένο ηχητικό κολάζ Commercial Mouth [2013] του jar moff (ένα soundtrack για την Αθήνα), τον οποίο έχω χάσει χρόνια και παρακαλώ να μου στείλει pm άμα πέσει πάνω σε αυτό το κείμενο.
Αφού πλατσουρίζουμε στα απόνερα του μοντερνισμού, γιατί να μην πλεύσουμε, έστω και για λίγο, προς τις πηγές; Δεν έχω καταφέρει καθόλου να κάνω καλά το ογκώδες drone έργο Shânti [1972-1973] του Jean-Claude Eloy, του οποίου η πρόσφατη ανακάλυψη με ενθουσίασε. Τι να πει κανείς όμως για τον δάσκαλο του Eloy, Messiaen; Το μέγεθος του κεφαλαίου είναι μεγάλο σε σχέση με ό,τι άλλο αναφέρεται εδώ (με τις εξαιρέσεις των Miles και Eno), γι’ αυτό δεν θα το ανοίξουμε. Το Éclairs sur l’au-delà… [1988-1991], έργο για μεγάλη ορχήστρα (128 μουσικοί), είναι η τελευταία σύνθεση που ολοκλήρωσε, «χωρίς να απορρίπτει ό,τι ανήκει στο παρελθόν, ούτε να αρνείται ό,τι ανήκει στο μέλλον». Το απότομο, φαινομενικά απλό βάθος, το τραγούδι των πουλιών (χαρακτηριστικό το ένατο μέρος), τα αργά, εμφατικά tutti, η αρμονία των τρόπων περιορισμένης μετατροπίας [modes of limited transposition], οι ιδιότυποι συνδυασμοί ηχοχρωμάτων, όλα τα χαρακτηριστικά του μεσιενικού corpus είναι ποικιλοτρόπως παρόντα σε αυτή την ανακεφαλαίωση της αδιάκοπης έρευνάς του περί των σχέσεων μεταξύ ρυθμού, αρμονίας και μελωδίας. Το έργο αντλεί, μεταξύ άλλων, από τη Γραφή (κεφ. 21 της Αποκάλυψης, στην οποία βασίζεται βέβαια και το Κουαρτέτο για το τέλος του χρόνου), την αστρονομία, την ορνιθολογία και την πίστη, καθώς αυτή αντικρίζει ευθέως τον θάνατο – ο συνθέτης πέθανε πριν την πρώτη εκτέλεση που έλαβε χώρα στη Νέα Υόρκη υπό τη διεύθυνση του Zubin Mehta. «Φαντάζομαι τον εαυτό μου μπροστά σε μια κουρτίνα, στο σκοτάδι, αγχωμένο με αυτό που βρίσκεται από πίσω: την Ανάσταση, την Αιωνιότητα, την άλλη ζωή». (Αν κάποιος τρέφει ειδικό ενδιαφέρον, η ηχογράφηση αναφοράς είναι μάλλον αυτή του Myung-Whun Chung το 1994 με την Orchestre de l’Opéra Bastille.)
Πού να πάει κανείς μετά από αυτό; Είπα να πατήσω στην κατά στιγμές παράλογη Night Music I του George Crumb. Όταν σκέφτομαι τον Crumb, θυμάμαι πάντα τους Black Angels του, και κάποια τμήματα των ηλεκτρονικών έργων, γραμμένων κυρίως τη δεκαετία του ’60, που συγκεντρώνονται στο Electric [1998] του Νορβηγού Arne Nordheim, τους θυμίζει. Ακολουθούν πέντε απίθανες συνθέτριες πρώιμης ηλεκτρονικής: η Éliane Radigue, και τα μηχανικά, στοιχειακά βουητά του Triptych [1978] (στην προηγούμενη λίστα υπήρχε μια τρομερή ζωντανή βιντεοσκόπηση του ορχηστρικού drone Occam Océan 1, τμήμα του τρέχοντος κύκλου συνθέσεών της)· η φίλη της Radigue, Laurie Spiegel και τα υπερκινητικά, futuretro συνθεσάιζερ του Expanding Universe [1980], που φέρνουν στον νου σύντομες εκδοχές έργων του Riley· η μουσικός του BBC (συμμετείχε π.χ. στο soundtrack του Doctor Who) Delia Derbyshire –μαζί με τους Don Harper και Brian Hodgson– και το άλμπουμ Electrosonic [1972] –κάποιοι ίσως να έχουν πετύχει samples της σε πρόσφατα hip hop albums (Danny Brown, Madlib & Gibbs)· της Derbyshire είχε προηγηθεί η Daphne Oram, τα Oramics της οποίας [ηχογρ. 1958-1977] βασίζονται σε μια πρωτότυπη μέθοδο σύνθεσης με drawn sound (δεν ξέρω αν υπάρχει ελληνικός όρος), δηλαδή με τη χρήση εικόνων που σχεδιάζονται απευθείας πάνω σε χαρτί ή φιλμ· τέλος, το λάιβ Buchla Concerts 1975 [1975] της Suzanne Ciani, με τις υδάτινες ατμόσφαιρες και παρηχήσεις, στον απόηχο του μινιμαλισμού.
Κι αφού ο μινιμαλισμός όλο κι επανέρχεται, ιδού το πρόσφατο Youuu + Mee = Weee [2014] των παλαίμαχων Charlemagne Palestine και Rhys Chatham. Οι καταρράκτες από νότες του Palestine τείνουν συχνά προς το βαρύθυμο και το στοιχειακό (σαν το τρομερό, τρομακτικό The apocalypse will blossom), μα στο πρώτο αυτό κομμάτι της συνεργασίας των δύο μουσικών (έχει άλλα δύο, δεν το βρήκα ολόκληρο) η παρουσία της τρομπέτας, οι απότομες εναλλαγές tempo και τα χρώματα που πετάγονται απρόσμενα από ‘δω κι από κει δημιουργούν μια αλλόκοτη, ασυνήθιστη ατμόσφαιρα. Παρόμοιο setup, με τελείως διαφορετικά αποτελέσματα: ο Terry Riley, σε λάιβ με τον τρομπετίστα Don Cherry και τον Γερμανό Karl Berger στο βιμπράφωνο (στη προηγούμενη λίστα είχαν τις θέσεις τους ο Reich [με το πολυαγαπημένο Music for 18 musicians] και ο αρχηγός La Monte Young). Τα παιδιά παίζουνε στην Κολωνία, τριάντα μέρες μετά από το διάσημο λάιβ του Jarrett· το προσωπικό της Όπερας της Κολωνίας ήξερε να κλείνει συναυλίες. Ο Cherry δεν είδε φως και μπήκε, είχε ήδη ενσωματώσει το gamelan (με το οποίο τριφτήκαμε νωρίτερα μέσω των Takada και Partch, κι η ιστορία πάει πίσω ως τον Debussy) με το Eternal Rhythm [1968] και δεν θα σταματούσε, μέχρι τον θάνατό του, να πλησιάζει την τζαζ σε διάφορες εξωτικές μουσικές. Παράλληλα, οι Miles και Hancock έκλειναν την ίδια περίοδο σιγά σιγά τους λογαριασμούς τους με τη modal και το post-bop, και ξεχύνονταν, καθένας με τον τρόπο του, σε αυτό το βρώμικο πράγμα που παίξαν σαν παιδιά για καμιά πενταετία. Το Sextant [1973], τρίτο άλμπουμ από το σεξτέτο του αυτονομημένου Herbie, θα παραμένει για πάντα στη σκιά του Head Hunters, αλλά όποιος βρει πιο εύστοχο εξώφυλλο και πιο βλαμμένους ηχητικούς συνδυασμούς από το “Rain Dance” να με ειδοποιήσει. Από την άλλη, το Get up with it [1974] συγκεφαλαιώνει τα αντίστοιχα χρόνια του Miles, τελώντας κι αυτό υπό τη σκιά των τεσσάρων άλμπουμ που προηγήθηκαν (και που αποτελούν υποχρεωτικά ακούσματα: Silent way, Bitches brew, On the corner, Jack Johnson). Μπόνους το σύντομο σαν μπουνιά στη μούρη Expensive shit [1975] του Fela Kuti, που άκουγε μεν τον Miles, είχε όμως και κάποια ολόδικά του νιγηριανά κόλπα στο μανίκι. Αφού περάσαμε από τον μινιμαλισμό στην «τζαζ», θα αφήσω εδώ και το New history warfare volume 2: Judges [2011] του Colin Stetson, όπου αυτά τα δύο συναντιούνται. Δεν θα μείνει ως ένα από τα σημαντικότερα άλμπουμ της τελευταίας δεκαετίας, γιατί το φυσικό του περιβάλλον είναι οι παρυφές – θα μείνει όμως σίγουρα ως ένα από τα καλύτερα.
Πολλοί βρήκαν μια θέση στο μεταίχμιο μεταξύ λόγιας και ποπ μουσικής που ιχνηλατήθηκε από τον μινιμαλισμό, μεταξύ των οποίων και διάφορες ροκ μπάντες. Για παράδειγμα οι Talk Talk κατόρθωσαν, α λα Scott Walker, να περάσουν από τις ποπ επιτυχίες στη χρήση drones και σιωπών στα Spirit of Eden [1988] και Laughing stock [1991]. Τη σιωπή χρησιμοποιούν υποδειγματικά και οι Αυστραλοί Necks, που παίζουν από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, στο Aether [2001], το κλείσιμο του οποίου (και πολλές στιγμές του πιανίστα Chris Abrahams γενικά) θυμίζει πολύ έντονα τους Palestine και Reich – όλα τα άλμπουμ αυτής της μπάντας αξίζουν τον κόπο, το καθένα με διαφορετικό τρόπο. Και η ιστορία συνεχίζεται: να το Interventions [2016] των πρόσφατων Horse Lords, που χρησιμοποιούν ακριβή συγκερασμό, υποθέτω επηρεασμένοι από τον La Monte Young, κοπανώντας παράλληλα σαν κλώνοι του Riley που έχουν πιει speed (με την καλή έννοια).
Μα τη στιγμή που αυτοί και άλλοι νεαροί αρμάτωναν τα κιθαρόμπασα και τα υπόλοιπα τσουμπλέκια τους, άλλοι κάναν άλλα, ωθώντας τη λογική και τις δυνατότητες των ηλεκτρονικών μέσων σε νέες, συναρπαστικές κατευθύνσεις. Να, για παράδειγμα, ο John Oswald το ξεφτίλιζε (και μάζευε μηνύσεις) με τα ηχητικά κολάζ γνωστών κομματιών, ανακεφαλαιώνοντας για παράδειγμα στο Plexure [1993] την ιστορία 10 χρόνων μουσικής σε CD (1982-1992)· στην πορεία είχε επινοήσει τον ολοένα και πιο επίκαιρο όρο plunderphonics, σε μια διάλεξη τού 1985. Η πρόσφατη μανία των vaporwave, chillwave κ.λπ. όχι μόνο είναι παρελθοντοκεντρική, κάτω από τον αστερισμό της νοσταλγίας, μα έχει σαφή ιστορικά προηγούμενα, και η αποσαφήνιση της προϊστορίας της καθιστά το μουσικό και άλλο παρόν πιο κατανήσιμο. Δείτε το Hit vibes [2013] του βεϊποργουεϊβά (δύο διαλυτικά!) Saint Pepsi: κάνει κάτι παρόμοιο, μάλλον χωρίς πολλή συνείδηση του τι είναι αυτό που κάνει· πάντως, γκρουβάρει! Αντιθέτως, ο Oneohtrix Point Never (R Plus Seven [2013]) μοιάζει να θεματοποιεί τις συνθήκες παραγωγής της μουσικής του, και να προσπαθεί να τις συλλογιστεί: «η μουσική μετατοπίστηκε από την “αναγεννησιακή περίοδο ηχογραφήσεων” (δηλ. τα τελευταία εκατό χρόνια) και τώρα εισέρχεται σε μια περίοδο “αποτίμησης” και επανεπεξεργασίας. Εάν η μουσική διακόπτει την πορεία της με κάποιου είδους αρχειακή περίοδο, δεν νομίζω πως είναι κακό. Είναι απλώς φυσικό».
Κοντά στη νοοτροπία του Oswald βρίσκονταν διάφοροι, που κινούνταν μεταξύ του απόηχου των νεωτερισμών του post-punk (άλλος ένας όρος που έχει υποκύψει στο αβάσταχτο φορτίο της νοσταλγίας) και της αυξημένης πρόσβασης σε ηλεκτρονικά μέσα. Οι/Ο Nurse with wound με την περίφημη λίστα του πρώτου άλμπουμ του/ς· εμείς εδώ ακούμε το Homotopy to Marie [1982]. Οι Negativland και το culture jamming τους, πολιτι(στι)κή επιθετικότητα συγγενής με τα plunderphonics. Ή αυτός ο παλαβός συνδυασμός ινδικών drones, hillbilly/country/blues, μινιμαλισμου και πολιτικοαισθητικής κριτικής στο You Are My Everlovin / Celestial Power [1986] του αντικαλλιτέχνη Henry Flynt. Ε, για καλό και για κακό, κλείνω με δυο παλιά γκλιτσοειδή άλμπουμ, για να ξελαμπικάρει ο ακροατής απ‘ ό,τι προηγήθηκε. Το κλασικό CD 1 [1998] του γερμανού Pole και το glitch drone Stil. [2002] του επίσης παλαίμαχου και πολυπρότζεκτου Taylor Deupree: χωνευτικά μετά από ένα γεύμα με πιο πολλά πιάτα απ’ όσα χωράνε στο τραπέζι…