Οι γραμμές που ακολουθούν γράφτηκαν με αφορμή τη βράβευση του Patrick Modiano με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το έτος 2014. Το κείμενο αποτελεί επί της ουσίας ελεύθερη απόδοση του κειμένου της Sarah Brouillette “Literature is Liberalism”, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 15.10.2014 στο ηλεκτρονικό περιοδικό Jacobin. Σε ορισμένα σημεία είναι, ωστόσο, διανθισμένο με προσωπικές σκέψεις & προβληματισμούς.
Πριν από μερικές ημέρες λοιπόν, ο Patrick Modiano, γάλλος συγγραφέας, κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, εγείροντας αμέσως τις αναμενόμενες αντιδράσεις, όχι τόσο γιατί δεν το άξιζε ο ίδιος, όσο κυρίως γιατί ενδεχομένως να υπάρχουν άλλου που το άξιζαν περισσότερο. Στάθηκε, λοιπόν, αφορμή να ξεκινήσει πάλι μια κουβέντα γύρω από το βραβείο και τα κριτήρια με τα οποία επιλέγονται οι κατά καιρούς βραβευθέντες.
Η Σουηδική Ακαδημία δεν διακρίνει απλώς τα έργα που αντιπροσωπεύουν καλύτερα το λογοτεχνικό είδος, νοούμενο ως μια εμφανής, διακριτή και προϋπάρχουσα κατηγορία. Αντίθετα, πρόκειται για έναν από τους πλέον εμβεβλημένους θεσμούς που ασχολείται με τη δόμηση του τι ακριβώς συνιστά τη λογοτεχνία. Κατόπιν τούτου, επιχειρεί το δομούμενο αυτό μοντέλο να το καθολικοποιήσει, καθιστώντας το ένα αδιαμφισβήτητο πρότυπο από το οποίο πρέπει όλοι οι επίδοξοι πλέον συγγραφείς να εμπνέονται.
Από την θεσμοθέτηση του βραβείου, το 1901, το μοντέλο αυτό έχει λάβει ποικίλες μορφές. Ωστόσο, από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα, έχει παγιωθεί ως ένα μοντέλο φιλελεύθερης γραφής, κυριαρχούμενο από μια ουμανιστική και ιδεαλιστική καθολικότητα, δίνοντας έμφαση σε ηθικούς προβληματισμούς, καθώς και στην ατομική πάλη του καθενός με τη συνείδησή του, αποφεύγοντας εγνωσμένα κάθε πολιτικό σχολιασμό των παγκόσμιων εξελίξεων.
Δεν είναι άσχετες, ωστόσο, με το εξωλογοτεχνικό πεδίο οι επιλογές που γίνονται από την επιτροπή και ο τρόπος αιτιολόγησής τους. Το Νόμπελ Λογοτεχνίας είναι ένας μηχανισμός για να σκιαγραφούμε το «σοβαρό» και το «καλλιεργημένο». Κυριαρχείται από την υποτιθέμενη μη δογματική πίστη στην διάκριση του πνεύματος από το κοινωνικό και το πολιτικό. Προτείνεται έτσι πως μόνο εκείνοι που πιστεύουν στον ύψιστο αυτό διαχωρισμό μπορούν να ληφθούν σοβαρά υπόψη ως στοχαστές.
Οι βασικοί όροι που χρησιμοποιεί κατά καιρούς η Ακαδημία προκειμένου να αιτιολογήσει την επιλογή της, οι λιγοστές αράδες δηλαδή που συνοδεύουν την ανακοίνωση κάθε βράβευσης, είναι και οι πιο χρήσιμοι στην εξαγωγή συμπερασμάτων γύρω από τον μηχανισμό αυτό. Σημειώνεται, λοιπόν, «η αναζήτηση» του Orhan Pamuk «για την μελαγχολική ψυχή της πατρίδας του», εγκωμιάζεται «η απεικόνιση της εκπληκτικής ανάμειξης του αναπάντεχου» από τον JM Coetzee, υπογραμμίζεται «η δημιουργία μιας αραβικής αφήγησης» από τον Naguib Mahfouz «που ταιριάζει σε όλη την ανθρωπότητα».
Τα λόγια αυτά αποτελούν συστατικό του προτύπου της φιλελεύθερης αντίληψης για την λογοτεχνία ως έκφραση της μοναδικής ικανότητας του συγγραφέα να συλλαμβάνει τον κόσμο με καθαρότητα και ειλικρίνεια. Δεν φαίνεται πότε να υπάρχει ένα δομημένο πεδίο εξουσίας και σχέσεων, μέσα στο οποίο να τοποθετείται το ίδιο το έργο. Το λογοτεχνικό έργο είναι το ύψιστο, ανώτερο τους, κοιτά υπεροπτικά και περνά επικριτικά μπροστά από τις ασήμαντες τοπικές αψιμαχίες. Δεν διαμαρτύρεται, δεν ενσωματώνει ούτε αντικατοπτρίζει κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Τις σχολιάζει πάντοτε από κάποια απόσταση, με αφαιρετικότητα. Έτσι και ο Modiano τιμάται, παρότι το έργο του τοποθετείται σε μία ευρωπαϊκή πόλη, «γιατί κατάφερε να προκαλέσει το πιο απρόσιτο ανθρώπινο πεπρωμένο». Αντίστοιχα, ο Mario Vargas Llosa τιμήθηκε για τις «απερίφραστες εικόνες προσωπικής αντίστασης, εξέγερσης και ήττας». Η Doris Lessing γιατί «υπέβαλλε ένα διαιρεμένο πολιτισμό σε κριτικό έλεγχο», ενώ ο Harold Pinter γιατί «υποβάλλει την είσοδο του ατόμου στα κλειστά δωμάτια τις καταπίεσης».
Γίνεται υπαινιγμός, λοιπόν, πως η τέχνη είναι σε θέση να σχολιάζει τα τεκταινόμενα του κόσμου τούτου, μόνο εφόσον μπορεί να διαχωρίσει τον εαυτό της από αυτά. Όταν στη Σουηδική Ακαδημία επιλέγουν έναν συγγραφέα δεν συζητούν για το έργο του ως εκδήλωση αντιφατικών κοινωνικών και ιστορικών δυνάμεων, δεν το παρουσιάζουν σαν ένα φιλτράρισμα που οδηγεί στην ανάδειξη κάποιου ιδιαίτερου κοινωνικού κώδικα. Αντίθετα, υποστηρίζουν με ξεκάθαρο τρόπο μια ιδεαλιστική εικόνα του συγγραφέα ως μοναχικής πηγής, ως μιας μηχανής δημιουργικής καινοτομίας, ως ένα εκφραστικό ον του οποίου η αυθεντικότητα αποτυπώνεται στο μοναδικής εμπνεύσεως έργο του.
Ποιος ακριβώς κάνει τις επιλογές, είναι το ερώτημα που ανακύπτει κατά λογική συνέχεια στο νου μας. Η επιτροπή αποτελείται ως επί το πλείστον από λευκούς, μυημένους στην ευρωπαϊκή αισθητική παράδοση, πεπεισμένους για τον αμερόληπτο και αναστοχαστικό, για τον εν ολίγοις ηθικό σκοπό της λογοτεχνίας. Προτιμούν έτσι έργα τα οποία εξερευνούν την ψυχοσύνθεση του ατόμου με τρόπο σύνθετο και αμφιλεγόμενο, αποφεύγοντας να δώσουν έμφαση σε πτυχές του έργου που μπορούν να εκληφθούν ως πολιτικές, υπό την έννοια της σαφούς δέσμευσης στην αλήθεια μιας συγκεκριμένης άποψης πάνω σε ένα αναγνωρισμένο πρόβλημα το οποίο θα μπορούσε να αποκατασταθεί από τον άνθρωπο.
Ήδη, από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης του βραβείου, η επιτροπή έχει αφιερωθεί στο να τιμά συγγραφείς που ξεχώρισαν για την ουδέτερη στάση του στις παγκόσμιες εξελίξεις. Το 1901, ο πρώτος που κερδίζει το Νόμπελ Λογοτεχνίας είναι ο Sully Prudhomme για τον ‘ευγενή ιδεαλισμό’ του, όπως σημειώνει η επιτροπή. Η έμφαση σε αυτόν τον ‘ευγενή ιδεαλισμό’ συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια με ποικίλες εκφάνσεις. Εσχάτως, λαμβάνει την έννοια της τιμής σε συγγραφείς, το έργο των οποίων λέγεται πως μπορεί να υπερβεί ένα τοπικό χωρικό πλαίσιο και να αποτελέσει ένα σχόλιο για την ευρύτερη ανθρώπινη κατάσταση.
Στην περίπτωση που το λογοτεχνικό έργο καταπιάνεται με κοινωνικά ή πολιτικά προβλήματα, πρέπει τότε αυτά να παρουσιαστούν ως προβλήματα που θα μπορούσαν να ανακύψουν οπουδήποτε. Η σχέση του συγγραφέα με αυτά, εμφανίζεται ως σχέση ενατένισης και όχι ως δέσμευση προς αυτά. Η σχέση αυτή ενατένισης, μια σχέση απόστασης, επιτυγχάνεται συχνά μέσα από το αίσθημα του αφηγητή, κάποιου χαρακτήρα ή ακόμα και του συγγραφέα πως ζει σε μια μόνιμη εξορία, αποξενωμένος και πλήρως αλλοτριωμένος, έχοντας ως μοναδικό μέσο αναζήτησης – και τελικά ανακάλυψης - της κοινότητας, την ενασχόλησή του με την τέχνη. Ο Modiano γεννήθηκε στη Γαλλία αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τονίζει πως το έργο του στηρίζεται στις επώδυνες αναμνήσεις του Ολοκαυτώματος και της γερμανικής κατοχής. Άλλωστε, επαναλαμβανόμενα θέματα αποτελούν η τυραννία, η μνήμη και ο πόνος. Όπως ο Modiano, έτσι και άλλοι βραβευθέντες συγγραφείς, μεταξύ άλλων ο Seamus Heaney, η Alice Munro, ο Gunter Grass, η Toni Morrison, ο Gabriel Garcia Marquez και ο Derek Walcott, γίνονται κυριολεκτικά αποδεκτοί σε ένα κατά τρόπον κοσμοπολίτικο ακροατήριο που έχει συνηθίσει σε ένα συγκεκριμένο είδος νηφάλιας, σύνθετης, αμφίσημης και ώριμης λογοτεχνικής έκφρασης.
Η πίστη στον θεμελιώδη διαχωρισμό της τέχνης από την ιδεολογία, είναι αναμφισβήτητα βαθειά ιδεολογική, ανακύπτει δε μέσα από συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες. Η ύψιστη αυτή, μη ιδεολογική σφαίρα μιας διασυνοριακής προσπάθειας αποιδεολογικοποίησης της λογοτεχνίας, εξυπηρετεί τρόπον τινά το διεθνές κεφάλαιο και τους θιασώτες του με τον καλύτερο τρόπο. Η φιλελεύθερη λογοτεχνία δε θα μπορούσε να είναι πιο διαχειρίσιμη: Είναι ενδοσκοπική, αυτοαναφορική, σύνθετη, αμφίσημη και πλουραλιστική. Αντί να μάχεται, συμβιβάζεται. Δεν αντιτίθεται σε τίποτα, παρά μονάχα σε ό,τι μπορεί να ερμηνευτεί ως δογματική αντιπολίτευση.
Πολιτική διά της άρνησης.
Κατά καιρούς έχουμε συναντήσει κινήσεις αποδοκιμασίας και κριτικής προς το βραβείο. Έχουμε συναντήσει περιπτώσεις ειρωνικών σχολίων από τους βραβευμένους. Έχουμε συναντήσει και περιπτώσεις καθολικής άρνησής του. Ενδεχομένως, ωστόσο, οι κινήσεις αυτές να μην βλάπτουν και τόσο το θεσμό ή την επιτροπή. Αντιθέτως, ενδεχομένως να εγείρουν έναν νέο κύκλο ενδιαφέροντος γύρω από το βραβείο, μια ζωηρή κουβέντα γύρω από τον βραβευόμενο και το έργο του, να λειτουργούν προωθητικά, να αναζωπυρώνουν το ενδιαφέρον. Η αμφισβήτηση πουλάει. Ακόμα και η ανησυχία ή η επιφυλακτικότητα για το πώς η αμφισβήτηση πουλάει, πουλάει. Έχουμε μπροστά μας ένα φαύλο κύκλο. Όταν ορισμένοι συγγραφείς αρνούνται το βραβείο ή το επερωτούν, δεν στέκονται αυτομάτως εκτός του όλου συστήματος. Αντιθέτως, ενδεχομένως να ισχυροποιούν την προσωπική του αξία, δεδομένου ότι αρκετοί βιβλιοκριτικοί ή αναγνώστες μοιράζονται την ίδια επιφυλακτικότητα σχετικά με τον τρόπο λήψης των αποφάσεων για τα βραβεία και αυτό που πρέπει να επιτυγχάνουν οι βραβευμένοι συγγραφείς. Έτσι, καταλήγουμε πως η μόνη πιθανή κριτική θέση έναντι του βραβείου, είναι η ειρωνική αναγνώριση μιας συνενοχής. Στο σημείο αυτό, ωστόσο, πρέπει να διασαφηνίσουμε το εξής. Δεν σημαίνει πως όσοι στέκονται επικριτικά απέναντι στο βραβείο και τον θεσμό, πράττουν τούτο έχοντας υστερόβουλες προθέσεις κατά νου, επιδιώκουν κάτι περαιτέρω. Όταν ο Jean-Paul Sartre αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο το 1964, αυτό ήταν μια εξόχως πολιτική απόφαση, συνδεδεμένη άμεσα με την κοινωνικοπολιτική θέση και φιλοσοφία του Γάλλου διανοητή. Παρόλα αυτά, η βιομηχανία του βραβείου έχει την παράξενη τάση να ανθεί όλο και περισσότερο κάθε φορά που βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής.
Το βραβείο Νόμπελ στη λογοτεχνία διαδραματίζει ένα σπουδαίο ρόλο στο να ανακυκλώνονται και να καθολικοποιούνται φιλελεύθερες νόρμες, όπως η αυθεντικότητα, η αυτονομία και η αποξένωση του συγγραφέα, η αμφίσημη περισυλλογή και σκέψη. Κατοχυρώνει δε την Ευρώπη ως τον τόπο της πνευματικής χειροτόνησης τινός εκάστου και καθιερώνει ως αρετή την πρακτική ανικανότητα των ανθρώπων του πνεύματος να μάχονται απέναντι στις τεράστιες ανισότητες. Αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του βραβείου. Προβάλλεται έτσι το βάθος της συγγένειας ανάμεσα στον φιλελεύθερο ιδεαλισμό και στη μαζική λογοτεχνική κουλτούρα.
Στον ιδεαλιστικό ρόλο που η Σουηδική Ακαδημία υποστηρίζει, η λογοτεχνία εμφανίζεται ως έκφραση ενός ανθρωπιστικού φιλελευθερισμού, στον οποίο ο ιδιοφυής συγγραφέας, εφοδιασμένος με μοναδικές οραματικές ικανότητες, εξετάζει απ’ έξω τον κόσμο, ως τρίτος, καθορίζει την πραγματικότητα και την παρουσιάζει σε εμάς ως τέχνη, ως αντικείμενο αναπόλησης.
Η εναλλακτική προσέγγιση, και η προσέγγιση που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τη θέση του βραβείου Νόμπελ, είναι μια υλιστική προσέγγιση που αντιλαμβάνεται την τέχνη ως μια περιοχή διαμορφούμενη μέσα από τις καταστάσεις από τις οποίες προκύπτει. Ακόμα και η λογοτεχνία που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως απολίτικη βρίσκεται και αυτή σε σύγκρουση, βασανίζεται και είναι γεμάτη αντιφάσεις. Η θέση της εξωτερικής και απόμακρης παρατήρησης δεν είναι ο φυσικός σκοπός της τέχνης. Είναι μια συγκεκριμένη νόρμα που έχει καθιερωθεί για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου, ωστόσο, δεν χωρά μια διεξοδική ανάλυση για το πώς αντιλαμβανόμαστε την τέχνη και τη λογοτεχνία, αν υπάρχουν νόρμες, αν υπάρχουν κανόνες, τι σκοπούς πρέπει να υπηρετεί η καθεμιά τους, αν σε τελική ανάλυση μπορούμε να κρίνουμε τη λογοτεχνία με κριτήρια αντικειμενικά, αν μπορούμε να κάνουμε λόγο για το ορθό. Επιφυλασσόμαστε, ωστόσο, να επιστρέψουμε σε αυτό κάποια στιγμή.
Το αν ο Modiano άξιζε τελικά τα εύσημα από τη Σουηδική Ακαδημία είναι άνευ αντικειμένου. Σπουδαιότερες συνέπειες από κάθε μεμονωμένο νικητή και βραβευμένο έχει η στρεβλή βούληση της επιτροπής να οχυρώσει την λογοτεχνία, να την διαχωρίσει από την πολιτική.
υγ: Ας μου επιτραπεί και μια τελευταία προσωπική κρίση. Όσο εκεί έξω υπάρχει κάποιος κύριος Philip Roth ή κάποιος κύριος Milan Kundera, παίρνοντας δυο τυχαία παραδείγματα, μπορούμε να κάνουμε λόγο ακόμα και για σχέσεις δικαίου και αδίκου. Ας σταματήσουν επιτέλους οι βραβεύσεις συγγραφέων που σε ορίζοντα δεκαετίας δε θα θυμόμαστε το όνομά τους.