Θέατρο

Sarah Kane

από kaboomzine

“Εγώ θέλω να κοιμάμαι πλάι σου. 

Και να σου κάνω τα ψώνια σου, και να σου κουβαλάω τις σακούλες σου, 

Και να σου λέω πόσο πολύ μου αρέσει να είμαι μαζί σου, 

Και να θέλω να παίζουμε κρυφτό, και να σου δίνω τα ρούχα μου, και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα παπούτσια σου, 

Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να κάνεις μπάνιο, και να σου τρίβω το σβέρκο σου, και να σου φιλάω τα πόδια σου, και να σου κρατάω το χέρι σου, 

Και να βγαίνουμε για φαγητό, και να μη με νοιάζει που θα μου τρως το δικό μου, 

Και να σου δακτυλογραφώ την αλληλογραφία σου, και να σου κουβαλάω τα ντοσιέ σου, και να γελάω με την παράνοια σου,

Και να σου δίνω κασέτες που δεν θα τις ακούς, και να βλέπουμε καταπληκτικές ταινίες, και να βλέπουμε απαίσιες ταινίες, και να μαλώνουμε για το ραδιόφωνο, και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι, και να σηκώνομαι πρώτος για να σου φέρω καφέ και κουλούρια και γεμιστά κρουασάν, και να πηγαίνουμε για καφέ στο Φλοράντ τα μεσάνυχτα, και να σ’ αφήνω να μου κάνεις τράκα τσιγάρα, και να μην καταφέρνω ποτέ να βρω ένα σπίρτο,

Και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση χτες το βράδυ, και να μη γελάω με τα αστεία σου, και να σε θέλω το πρωί αλλά να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα.

Και να φιλάω την πλάτη σου, και να χαϊδεύω το δέρμα σου. Και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, το στήθος σου, 

Και να κάθομαι στις σκάλες και να καπνίζω, ώσπου να γυρίσει σπίτι ο διπλανός σου, Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να γυρίσεις σπίτι εσύ, και να τρελαίνομαι όταν αργείς, και να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα, 

Και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια, και να πηγαίνω στο πάρτι σου και να χορεύω ώσπου να πέσω ξερός, 

Και να ‘μαι δυστυχισμένος όταν έχω άδικο, και να ‘μαι ευτυχισμένος όταν με συγχωρείς, 

Και να χαζεύω τις φωτογραφίες σου, και να παρακαλάω να σ’ ήξερα μια ζωή. Και ν’ ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου, και να νοιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου, 

Και να τρομάζω όταν θυμώνεις, και το ‘να σου μάτι να κοκκινίζει και το άλλο γαλάζιο, 

Και να σ’ αγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία, και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς, Και να σε θέλω όταν σε μυρίζω, και να σε πληγώνω όταν σε αγγίζω,

Και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου, και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι, και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου,

Και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες, και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις τις κουβέρτες, και να ζεσταίνομαι όταν δεν μου τις παίρνεις, 

Και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν γελάς, 

Και να μην καταλαβαίνω όταν λες ότι σε απορρίπτω, και ν’ αναρωτιέμαι πως σου πέρασε ποτέ απ’ το νου ότι εγώ θα μπορούσα ποτέ να σε απορρίψω, Και ν’ αναρωτιέμαι ποια είσαι αλλά να σε δέχομαι έτσι όπως είσαι, 

Και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος, τον άγγελο του δέντρου, το αγόρι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό επειδή σ’ αγαπούσε, 

Και να σου γράφω ποιήματα, και να αναρωτιέμαι γιατί δεν με πιστεύεις, 

Και να σ’ αγαπάω τόσο βαθιά που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια,

Και να θέλω να σου πάρω ένα γατάκι που θα το ζηλεύω γιατί θα το προσέχεις περισσότερο από μένα, 

Και να μη σ’ αφήνω να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις, 

Και να σου αγοράζω δώρα που εσύ δεν τα θέλεις, και πάλι να τα παίρνω πίσω, 

Και να σου λέω να παντρευτούμε, και συ να μου λες πάλι όχι. Αλλά εγώ να στο λέω και να στο ξαναλέω, γιατί όσο κι αν νομίζεις πως δεν το λέω σοβαρά εγώ πάντα σοβαρά το έλεγα, από την πρώτη φορά που στο είπα, 

Και να τριγυρίζω στη πόλη και να τη νοιώθω άδειος χωρίς εσένα, και να θέλω ότι θέλεις, και να νομίζω πως χάνομαι, αλλά να ξέρω πως πλάι σου είμαι ασφαλής,

Και να σου μιλάω για ότι χειρότερο έχω μέσα μου, και να προσπαθώ να σου δίνω ότι καλύτερο έχω μέσα μου γιατί δεν σου αξίζει τίποτα λιγότερο

Και να σου λέω την αλήθεια αν και κατά βάθος δεν θέλω, και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω πως το προτιμάς, 

Και να νομίζω πως όλα τέλειωσαν, κι ωστόσο να περιμένω άλλα δέκα λεπτά πριν με πετάξεις έξω απ’ τη ζωή σου, και να ξεχνάω ποιος είμαι,

Και να κάνουμε έρωτα στις τρεις το πρωί, 

Και κάπως, με κάποιο τρόπο να σου εκφράζω έστω και λίγο 

Τον ακάθεκτο 

Τον ακατάλυτο 

Τον ακατάσβεστο 

Τον μεταρσιωτικό 

Τον ψυχαναληπτικό 

Τον άνευ όρων 

Τον τα πάντα πληρούντα, 

Τον δίχως τέλος και δίχως αρχή

ΕΡΩΤΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ”

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το έργο “Crave”(=Λαχταρώ) της Sarah Kane. Αποτελεί -κατά την ταπεινή μου άποψη- έναν από τους συγκλονιστικότερα συναισθηματικούς ερωτικούς μονολόγους που έχουν αποτυπωθεί σε χαρτί. To “Crave” είναι το προτελευταίο από τα 5 θεατρικά έργα που πρόλαβε να γράψει το τρομερό παιδί του βρετανικού θεάτρου στη σύντομη ζωή της· τα υπόλοιπα είναι με χρονολογική σειρά τα: Blasted, Phaedra’s Love, Cleansed, 4.48 Psychosis, ενώ έγραψε και ένα σενάριο που γυρίστηκε ως ταινία μικρού μήκους και προβλήθηκε στη βρετανική τηλεόραση, το Skin.

Αφορμή για το αφιέρωμα στη Sarah Kane, είναι το γεγονός ότι φέτος ανεβαίνουν 2 -τουλάχιστον απ’ όσες έχω εγώ υπ’ όψιν μου- παραστάσεις έργων της, καθώς και ότι και πέρυσι και σχεδόν σε κάθε θεατρική σεζόν της πρωτεύουσας τα τελευταία 6-7 χρόνια που παρακολουθώ εκ του σύνεγγυς, ένα ή περισσότερα έργα της σκηνοθετούνται σε κάποια θεατρική σκηνή της πόλης. Υποθέτω ότι κάτι αντίστοιχο θα συμβαίνει και στην επαρχία, ενώ γνωρίζω ότι και στην ηπειρωτική Ευρώπη το ενδιαφέρον για αυτήν και το έργο της παραμένει αμείωτο. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι όλο αυτό δε συμβαίνει τυχαία, ότι η χαρισματική και αυτοκαταστροφική Sarah κάτι σημαντικό έχει να πει στην καρδιά του θεατή, κάποια πτυχή της ψυχής μας έχει καταφέρει να αγγίξει, με τον δικό της μοναδικό και τόσο ριζοσπαστικό, σε φόρμα και περιεχόμενο, τρόπο. 

Πλησιάζουμε τον μήνα που σηματοδοτεί τον κύκλο ζωής της Sarah. Φεβρουάριο η αρχή (1971), Φεβρουάριο και το τέλος (1999). Το τέλος που διάλεξε αυτή να βάλει. Ή μήπως δεν το διάλεξε ακριβώς αυτή. “Δεν έχω επιθυμία θανάτου, κανείς αυτόχειρας ποτέ δεν είχε. Το κακόβουλο πνεύμα της ηθικής των πολλών, όμως, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια”, έλεγε για τον εαυτό της όταν, συχνά, τη χαρακτήριζαν καταθλιπτική. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η όποια εσωτερική της μάχη (με την κατάθλιψη; με την “ηθική” των πολλών;) την οδήγησε στο να αφαιρέσει η ίδια τη ζωή της με τα κορδόνια των παπουτσιών της, στην τουαλέτα του νοσοκομείου όπου βρισκόταν έπειτα από την πρώτη ανεπιτυχή απόπειρα αυτοκτονίας με χάπια. 

Παρά τα 28 μόνο χρόνια που πρόλαβε να ζήσει, θεωρείται -και πιστεύω ορθά- ως μια πρωτοπόρος του θεάτρου. Μαζί με τους Mark Ravenhill, Anthony Neilson αποτελούν την “αγία τριάδα” του in-yer-face theatre, θεατρικού ρεύματος της δεκαετίας του ’90 στη Βρετανία, που πήρε το όνομά του από το ωμό, σχεδόν σοκαριστικό περιεχόμενο και την αντισυμβατική φόρμα, στοιχεία που στο έργο της Kane είναι χαρακτηριστικά, στα πλαίσια μιας λογικής “Τρίβω-στα-μούτρα-σας-τον-κόσμο-που-μου-κληροδοτήσατε”.  Λίκνο αυτού του είδους θεάτρου έγινε το περίφημο Royal Court Theatre του Λονδίνου.

Ωστόσο, το έργο της Sarah Kane όσο αυτή ήταν εν ζωή προκάλεσε ακραίες αντιδράσεις, κυρίως από κριτικούς μεγάλων μέσων, που την  κατακεραύνωναν για τις σκηνές ωμής βίας, σωματικής και ψυχολογικής, κάνοντας λόγο για έργα δυσάρεστα καθώς και για “αηδιαστική γιορτή βρωμιάς”. Η ίδια με κάθε ευκαιρία δήλωνε ότι προτιμά “να ριψοκινδυνέψει τις πιο βίαιες αντιδράσεις κι άμυνες εκ μέρους των θεατών παρά να ανήκει σε μια κοινωνία που έχει αυτοκτονήσει”. 

Ο πόλεμος (με αφορμή αυτόν στη Βοσνία) και η απανθρωπιά που ενέχει αλλά και προκαλεί, οι skinheads και ο ρατσισμός, βιασμοί, σεξουαλικές πράξεις ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων on stage, σκηνές ασφυκτικές για το θεατή, ακρωτηριασμοί, λεκτική βία, περιγράφουν την αποπνικτική ατμόσφαιρα που προκαλεί συχνά η θέαση των έργων της. Σε κάποια, δεν υπάρχουν καθόλου σκηνοθετικές οδηγίες ούτε καν ονόματα χαρακτήρων ενώ σε άλλα οι σκηνοθετικές οδηγίες δοκιμάζουν τις δυνατότητες της θεατρικής σύμβασης (π.χ. “ένα ηλιοτρόπιο φυτρώνει στη σκηνή και γίνεται ψηλότερο από τα κεφάλια τους” ή “εμφανίζονται ποντικοί που μεταφέρουν τα -κομμένα- πόδια του Καρλ μακριά.”)

Είναι προφανές, νομίζω, πως πίσω απ’ την θεατρική αυτή φόρμα και το ακραίο περίβλημα αλλά και περιεχόμενο των έργων της, προσπαθεί να αναδείξει στοιχεία εκ διαμέτρου αντίθετα με ό, τι προσλαμβάνει ο θεατής σε πρώτη ανάγνωση. “Δε θεωρώ τα έργα μου  καταθλιπτικά, ούτε πιστεύω ότι τους λείπει ελπίδα”, υποστήριζε. Στην απελπισία και τη σκληρότητα των σωματικών βασανιστηρίων και της λεκτικής-ψυχολογικής βίας αντιπαραθέτει την αγάπη ως σανίδα σωτηρίας και την ελπίδα. Ότι κάθε άνθρωπος είναι εγγενώς ικανός να αγαπήσει. Να αντισταθεί στη ροπή του όντος προς το κακό, να διαπεράσει την αδιαφορία και να νιώσει στο πετσί του τον πόνο. «Δεν είναι ότι δεν ξέρουμε, αλλά ότι δε νιώθουμε». 

Βρεθήκαμε ένα βράδυ στο θέατρο Σημείο και στην παράσταση “Cleansed”. Πρόκειται για ένα έργο για την αγάπη τόσο για τον ίδιο μας τον εαυτό όσο και για τον άλλο καθώς και για τη βία, τη θυσία, το σαδισμό, τη μετάνοια και την απελευθέρωση που εμπερικλείει. Το πώς αποφασίζουμε να προσφέρουμε τον εαυτό μας, το σε ποιόν, αλλά και το γιατί της εκάστοτε επιλογής μας, κρυμμένα πάντα πίσω από ισχυρά στερεότυπα, αποτελούν τον πυρήνα της παράστασης αναδεικνυόμενα εξαιρετικά από τη σκηνοθεσία της Έφης Γούση. Σε πρώτο πλάνο η βία της εξουσίας και η εξουσία της βίας. Εξουσιάζων (Τίνκερ) και εξουσιαζόμενοι (εσώκλειστοι σε ένα ίδρυμα σωφρονισμού, γνωστό και ως “Τινκεροσχολειό”), σε ένα “παιχνίδι” ζωής-θανάτου, φθοράς-αφθαρσίας, υπακοής-τιμωρίας, συναισθηματικού και σωματικού ακρωτηριασμού. Έργο που έχει χαρακτηριστεί ίσως το πιο βίαιο και ελπιδοφόρο της, το “Cleansed” έχει αποδοθεί στην προκειμένη περίπτωση με μοναδικό μέτρο και σκηνοθετική συναισθησία, κάτι που έχει ως συνέπεια παρά την αποπνικτική, εκ του περιεχομένου ως τέτοιου, ατμόσφαιρα που δημιουργείται για τον θεατή ταυτόχρονα να γεννιέται μέσα του και η ελπίδα. Το σφίξιμο στο στομάχι να εναλλάσσεται με εκλάμψεις -πρόσκαιρης- ανακούφισης. Οι απάνθρωπες εικόνες με στιγμές ανθρωπιάς. Στοιχεία που εντυπώνονται στο θεατή, κι αυτό δεν είναι απλά ίδιον ενός πολύ διεισδυτικού κειμένου, αλλά δείγμα πολλής και σοβαρής δουλειάς που έχει γίνει από το τιμ της συγκεκριμένης παράστασης. Δουλειά που αναδεικνύει την τεχνική γνώση όσο και την κατάθεση ψυχής που απαιτεί ένα τόσο δύσκολο έργο και η οποία βγήκε πάνω στο σανίδι. Ας μην προσθέσουμε κάτι άλλο εμείς κι ας αφήσουμε την σκηνοθέτιδα της παράστασης Έφη Γούση να μας μιλήσει για τη Σάρα Κέην και το “Cleansed”.  

  • Έφη, πες μας δυο λόγια για το “Cleansed”.

Το Cleansed είναι το τρίτο κατά σειρά, από τα πέντε έργα, που έγραψε η Σάρα Κέην κι έκανε πρεμιέρα το 1998 στο Royal Court Theatre του Λονδίνου. Βρισκόμαστε σ’ ένα ίδρυμα και παρακολουθούμε την πορεία προς την αγάπη ανθρώπων που ανήκουν στο περιθώριο, μέσα απ’ τα βασανιστήρια του γιατρού Τίνκερ. Όλα αυτά θα ανατραπούν με τον ερχομό της Γκρέης, αδερφής του ενός απ’ τους κρατούμενους, που έχει ήδη πεθάνει. Το Cleansed, αποτελεί το πιο ελπιδοφόρο της θεατρικό κείμενο, υπάρχει βία που διαπερνά όλες τις σελίδες, η τελευταία σελίδα όμως, θα κλείσει με εκτυφλωτικό φως. 

  • Τι σε ώθησε να σκηνοθετήσεις το συγκεκριμένο έργο;

Η ίδια η γραφή και η αμεσότητα του κειμένου. Το Cleansed δεν ξεκίνησε να είναι προσωπικό μου όραμα. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα έκανα αυτό το έργο, είναι κάτι που οι συνθήκες με έκαναν και το ανέλαβα. Το ευτύχημα ήταν πως, τη Sarah Kane την είχα διαβασμένη καλά, σε περίπτωση άλλου συγγραφέα δεν νομίζω πως θα μπορούσα να ανταπεξέλθω τόσο άμεσα όσο χρειάστηκε με το Cleansed.

  • Τα έργα της Sarah Kane – ειδικότερα από την αυτοκτονία της (1999) και εντεύθεν- έχουν ανέβει και εξακολουθούν να ανεβαίνουν ανά την Ελλάδα σχεδόν αδιάλειπτα ενώ παράλληλα και στην Ευρώπη το ενδιαφέρον για το έργο της παραμένει αμείωτο. Πού το αποδίδεις αυτό; 

Η αυτοκτονία της Κέην, είναι κάτι που επιβεβαίωσε τα πιστεύω της και επιτάχυνε την φήμη της. Για μένα, αποτελεί και το έκτο της έργο που γράφτηκε και παίχτηκε για πρώτη και τελευταία φορά από την ίδια. Αμείωτο το ενδιαφέρον παραμένει για κάθε συγγραφέα που καταθέτει προσωπικά με την γραφή του, που καταθέτει τις ανησυχίες του, σε σχέση με τον άνθρωπο και την εποχή. Δεν θα πω την φράση «επίκαιρη όσο ποτέ» και ο Τσέχωφ μετά από τόσα χρόνια επίκαιρος είναι.

  • Είναι προφανές ότι η σωματική- λεκτική- ψυχολογική βία στο έργο της Sarah Kane αποτελεί το πρώτο μόνο επίπεδο. Ποια βαθύτερη λειτουργία πιστεύεις ότι εξυπηρετεί;

Αφορμή του Cleansed, ήταν τα βασανιστήρια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά η ίδια της δεν ήθελε να είναι ένα κείμενο με έμφαση στην βία. Η βία είναι το μέσο για να μιλήσει για την αγάπη. Παρακολουθείς τους ήρωες να φτάνουν σε οριακά σημεία πόνου, να φτάνουν λίγο πριν τον θάνατο, κι όμως η πίστη τους για την αγάπη να είναι αυτή που τους κρατάει ζωντανούς. 

Το γυμνό και η σωματική βία είναι δύο επαναλαμβανόμενα στοιχεία στο “Cleansed”. Και συνήθως, η δεύτερη ασκείται ως άλλη Νέμεσις κατευθυνόμενη από τον Τίνκερ προς τους εσώκλειστους, ύστερα από κάθε ένδειξη από μέρους τους αγάπης, συναισθήματος ή μετάνοιας. Είναι αυτό μια αλληγορία για την πραγματική ζωή; Για το ξεγύμνωμα και τον “ακρωτηριασμό” που απαιτεί η αγάπη κι η μετάνοια;

Θα απαντήσω με ένα απόσπασμα από άλλο έργο της:

Κόψε μου την γλώσσα

ξερίζωσέ μου τα μαλλιά

κόψε μου τα χέρια

αλλά άσε μου την αγάπη μου

καλύτερα να έχανα τα πόδια μου

να μου ξερίζωναν τα δόντια

να μου ξεπάτωναν τα μάτια

παρά που έχασα την αγάπη μου

(4.48 Ψύχωση)

Η προσωποποίηση του κακού στο έργο είναι ο Τίνκερ. Γιατί πιστεύεις ότι η Sarah Kane τον κατέστησε υποκείμενο στην αγάπη και αντικείμενο της αγάπης της Γκρέης;

Ο Τίνκερ είναι αυτός που είναι, καμία μετάνοια περί αυτού. Δεν ξέρει τι είναι αγάπη, πώς να την ζητήσει, πώς να την εισπράξει και πώς να την διαχειριστεί. Η Γκρέης είναι το πρόσωπο εκείνο που θα τον μετατοπίσει, που θα του μάθει τα βήματα, να φτάσει να πει την λέξη «σ’ αγαπώ», να τον οδηγήσει  στο φως.

Τη συνέντευξη για το Kaboom πήραν η Στεφανία Κωνσταντέλλου και ο Βασίλης Γεωργόπουλος. Το κείμενο του αφιερώματος επιμελήθηκαν οι ίδιοι.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine