Δεν ήθελε να μείνει κλεισμένος μέσα στο σπίτι. Παρ' ότι η ζέστη έξω εξάτμιζε κάθε ικμάδα ζωτικότητας, και με αδιαφορία αναμείγνυε τον μόλυβδο των αυτοκινήτων μαζί με την ενέργειά του, σκέφτηκε πως μια βόλτα θα τον αποσυμπίεζε, θα του έδινε σίγουρα νέες εικόνες. Ο αττικός ήλιος το καλοκαίρι είναι μεν μια κόλαση, αλλά, μήπως δεν λένε πως η κόλαση είναι πιό ενδιαφέρουσα απ'τον παράδεισο; Σίγουρα πάντως τα πράγματα πήγαν γι' αυτόν τελείως διαφορετικά απ' ό,τι περίμενε πρίν βγεί απ'το σπίτι του. Και να τι εννοώ.
Καθώς διέσχιζε τα πεζοδρόμια αναψοκοκκινισμένος από τον καύσωνα που έκανε επιδρομή στην Αθήνα εκείνες τις μέρες, παρατηρούσε με μεγάλο ενδιαφέρον τα πρόσωπα και τις κινήσεις των περαστικών. Άγνωστοι του όλοι,απ'όλα τα μέρη του κόσμου και με άλλες γλώσσες ο καθένας στο μυαλό και στην καρδιά του, τέσταραν τις αντοχές τους μέσα στις δυσχερείς συνθήκες. Τα συσπασμένα πρόσωπα και οι χαλαρές γροθιές έδειχναν τη θέληση για αντίσταση αλλά και την έλλειψη δυνάμεων ταυτόχρονα. Το γρήγορο βήμα δίνει τη θέση του στο αργό, και αντιστρόφως. Φαίνεται πως η ζέστη πραγματικά θολώνει το μυαλό, γιατί οι περισσότεροι παραπατούν είτε από αφυδάτωση είτε από εξασθένηση είτε από βαρεμάρα. Η αίσθηση της παραίτησης είναι διάχυτη, και πλημμυρίζει μικρούς και μεγάλους.
Όλες οι φάτσες λένε μια ιστορία. Είτε το θέλουμε είτε όχι, κραυγάζουμε ως παρουσίες ακόμα κι όταν σιωπούμε.
Περπατώντας στον αχνιστό σαν έρημο δρόμο, διέσχισε μερικά τετράγωνα όταν ξαφνικά ένιωσε την ακατανίκητη ανάγκη να πιεί κάτι τονωτικό, έναν παγωμένο καφέ ίσως. Και μόνο με την ιδέα που θα του χάριζε η δροσερή ανάπαυλα του καφέ ένιωθε να του έρχονται νέες δυνάμεις για να φτάσει όσο πιό σύντομα μπορούσε. Όμως σπάνια τα πράγματα γίνονται έτσι όπως θέλουμε.
Πίσω απ'την ουρά που περίμενε, φάνηκε η αινιγματική σκιά ενός εκκεντρικού ατόμου. Περίεργο κούρεμα, στραβοριγμένα ακάθαρτα ρούχα, διερευνητικό και ανυπόμονο (άραγε,για ποιόν λόγο; ) βλέμμα. Είναι συχνό φαινόμενο την καθημερινή μονοτονία να τη σπάει μια δόση τρέλας. Από άλλους. Και χωρίς κάποια αιτία. Ή μαλλον, ακόμα κι αν υπάρχει, είναι δύσκολο να την καταλάβεις. Συνήθως πάντως δε τη μαθαίνεις.
Η συζήτηση ξεκίνησε έτσι:
-Φιλαράκι,τί δουλειά κάνεις;
-Δεν δουλεύω.
-Πού σπουδάζεις;
-Δεν σπουδάζω.
-Και τί κάνεις;
-Τίποτα. (Στην πραγματικότητα σπούδαζε και τέλειωνε με καλό βαθμό.)
-Α, κατάλαβα ,σε ταϊζουν η μαμάκα και ο μπαμπάκας ε; Βολεμένος έ;
-Έτσι, ναί, ρεμπεσκές!
-Έτσι έ; Το βλέπω! Μαλάκα. Τόσα χρόνια ΠΑΣΟΚ ε, ασ'το διάολο Πασόκε του κερατά, τράβα δούλεψε ρεμπεσκέ!
-Βαθύ ΠΑΣΟΚ!
Γυρίζοντας προς την υπάλληλο της καφετέριας που κοιτούσε με έκπληξη, είπε καθησυχαστικά:''Δεν είναι τίποτα,μην ανησυχείτε.''
Εκείνη την ώρα κάτι τον έσπρωξε και απαντούσε με προσποιητή ενοχή σε αυτόν τον τρελό-δικαστή. Αργότερα κατάλαβε πως το έκανε γιατί με αυτό τον τρόπο δεν είναι ο καθημερινός εαυτός του. Έπαιζε ένα ρόλο στο θέατρο του τρελού. Ο τρελός βλέπει τον κόσμο με άλλον εγκέφαλο και άλλες κατηγορίες. Φαίνεται πως του αρέσει να στήνει ανα πάσα στιγμή ένα κουκλοθέατρο ή θέατρο σκιών, με τη δυνατότητα ή την απαίτηση να μιλάει στη θέση όλων των χαρακτήρων. Γι' αυτό και ξεκινάει το θέμα από κει που θέλει και το λήγει εκεί που θέλει. Η μεγάλη πίκρα είναι η πολιτική. Σε μερικούς αφήνει τέτοια σημάδια μίσους, τόσο μεγάλο αποτροπιασμό και ξεφτίλα που εύχονται να καταστρέφονταν όλα, αρκεί μερικά λαμόγια (εννοούν όλους τους πολιτικούς) να πεθάνουν.
Καθώς γυρνούσε το απογευματάκι στο σπίτι μετά από ένα αρκετά μακρό περπάτημα, κλωθογύριζε στο μυαλό του τις μεσημεριανές στιχομυθίες. Έβγαιναν άραγε από κάποιο κωμικό έργο του Μολιέρου; Όχι, γιατί τότε δεν υπήρχε το ΠΑΣΟΚ. Δεν μπορούσε να κατηγορήσει τον τρελό, γιατί στο κάτω-κάτω ξέδινε από την απομόνωση της μοναξιάς με το να μιλάει και να βρίζει. Τουλάχιστον δεν γινόταν ένας μοχθηρός καταστροφέας,απ' αυτούς τους πονεμένους και μνησίκακους που πληθαίνουν συνεχώς.
Αυτός ο εκκεντρικός λοιπόν ήταν στο μυαλό του για το υπόλοιπο της μέρας. Και χωρίς να το θέλει, η μορφή του ξεπεταγόταν κάθε τόσο ανάμεσα στα γέλια και τις δραστηριότητες του. ''Για δες'', σκεφτόταν, ''σήμερα έγινα πρωταγωνιστής σε μια και μοναδική παράσταση με λίγους και εκλεκτούς θεατές. Σε καλό μου, πλάκα είχε.''
Αυτό όμως που δεν έπιανε λόγω της φαιδρότητας της κατάστασης ,ήταν πως κάθε μέρα παίρνει ρόλο κομπάρσου στην αντιφατικότητα της κοινωνικής του ζωής. Και πως η ζωή ξετυλίγεται απρόσμενα, με αμηχανία, με γέλιο και ανοιχτά απ' την έκπληξη μάτια. Η φράση του Καμύ ''Το συναίσθημα του παραλόγου μπορεί να χτυπήσει στο πρόσωπο οποιονδήποτε άνθρωπο στη στροφή οποιουδήποτε δρόμου'',φαίνεται να βγαίνει αληθινή κάθε μέρα.