Δημιουργία

Τα δέντρα που πίστεψαν το 3

Tono Horvath

Έτρεχε ασταμάτητα εδώ και αιώνες χωρίς ποτέ να κινηθεί. Το σώμα δεν υπάκουε σε νου. Ο νους ήταν σώμα και το αίμα που το θρέφει. Και το σώμα και το αίμα ήταν νους. Το ένστικτο είχε ξεπεράσει την επιβίωση, την είχε προσπεράσει. Έτρεχε τόσο γρήγορα που η ανάγκη δεν πρόφταινε να γεννηθεί. Οι παλμοί είχαν βρει το ρυθμό τους, αργό, σταθερό. Τέτοιο που ξυπνά στα σπλάχνα σου φωνή. Εκείνη τη φωνή που κράζει «φύγε ή πολέμα». Ποτέ όμως «υπόμεινε». Και η ανάσα σαν το κύμα, χωρίς αρχή και τέλος. Λίγο πριν σβήσει, έχει κιόλας γεννηθεί.

Δεν έτρεχε στον πόλεμο. Δεν έτρεχε από φόβο. Έτρεχε. Λες ήταν ζώο αρπακτικό της θάλασσας που η κίνηση τη ζήση του στηρίζει. Λες η ροή του αίματος το σώμα να κινούσε προς τα μπρος. Στο αίμα ο νους του σύμπαντος, και στην καρδιά παλμός βουίζει. Μα έτη τώρα συναπτά, ούτε έναν άνθρωπο δεν είδε να βαδίζει. Να σκοντάφτει. Ν’ αγαπάει. Να ελπίζει.

Οι άνθρωποι. Πάντα αβέβαιοι. Πάντα αχόρταγοι. Πάντα με το αν μπροστά. Και με το αν οδηγό φτάσαν στη φωτιά, στο σίδηρο, στη γλώσσα. Από την ερώτηση. Και η απάντηση στην ένωση. Των στοιχείων. Των μετάλλων. Των φωνών. Των σωμάτων. Η απάντηση στον έρωτα. Που λένε πως δε βλέπει, μα πως στο άγγιγμα γνωρίζει. Με σώμα από νου και αίμα και ψυχή που σπαρταρά σαν το κύμα, τον αέρα, το σεισμό.

Μα κάποτε οι άνθρωποι ξύπνησαν και κοιτάχτηκαν. Και είπαν πως είναι νεκροί. Πως ζουν μέσα σε πτώματα που είναι οι φυλακές τους. Δε γνώριζαν το πότε, το ποιος και το γιατί. Είδαν μόνο τη βρωμιά και την ασχήμια. Και ντράπηκαν για τον καιρό που λάτρευαν τη σάρκα και δε μπορούσαν να οσφριστούν το θάνατο που κουβαλά. Τα δάκρια τρέχαν βρεφικά, παράλογα και απαρηγόρητα. Μάνιασαν. Ένιωσαν πως κουφάρι είναι ραμμένο πάνω στη ζωντανή ψυχή τους. Πως τόσο καιρό κοιμούνταν στην αγκαλιά όλων των νεκρών προγόνων. Πως ζωντανοί ασφυκτιούν μέσα σε μνήμα. Πως σε λίγο θα πεθάνουν κι αυτοί απ’ την αρρώστια και τη σήψη. Πως δεν υπάρχει σωτηρία. Προσπάθησαν με νύχια και με δόντια να σκίσουνε τη σάρκα και να απελευθερωθούν. Και δε μπορούσαν πια να αντικρίζουν ο ένας τον άλλον, και φύγαν σε σπηλιές για να γλιτώσουν. Οι άντρες ξύπναγαν χαράματα από κραυγές αγαβικές. Τι παραλογισμός να γεννάς το θάνατο. Τα ποτάμια γέμισαν νανουρίσματα. Κι όσα δε βράχηκαν, έστεκαν ακίνητα προσπαθώντας να καταλάβουν πως γίνεται προτού να ζήσουν να έχουνε κιόλας πεθάνει.

Η απελπισία και ο φόβος δεν άργησαν κίνητρα να γίνουν. Έπρεπε να βρουν το δρόμο για τον ουρανό. Εκεί που η ψυχή ελεύθερη θα ζήσει. Και δρόμο φτιάξανε γερό και σίγουρο. Τον έχτισαν με τη φωτιά, τη γλώσσα και το σίδηρο. Μα τα ουράνια γνώρισαν μόνο τον καπνό, μονάχα τους ψαλμούς κι αυτές τις μηχανές που φέρνουν ψηλά το σώμα, μα όχι την ψυχή. Λάθος πιστέψανε πως η ψυχή είν’ ελαφριά. Είν΄η ψυχή βαριά, βαρύτερη απ’ το σώμα.

Κι αφού οι προσπάθειες, επίμονες, μάταιες απέβησαν, ήρθε το όνειρο να εξηγήσει την κατάντια και να την απαλύνει. Ήταν κάποιος που κανείς δε γνώρισε το όνομά του, αν ποτέ είχε όνομα. Είπε πως θυμήθηκε. Για όλα έφταιγε το δέντρο που δεν τρώγεται. Μα ο άνθρωπος ερωτευμένος ρώτησε «Τι θα γίνει αν;» Και έφαγε. Και ξύπνησε τότε με μάτια που βλέπουν και κράτημα που αγνοεί. Τα μάτια βλέπαν θάνατο, τα χέρια πιάναν πόνο. Και είπε πως η ελπίδα είχε το λόγο της. Πως θα ‘ρθει δέντρο τρίκορμο, ο σπόρος θά ‘πεφτε απ’ τον ουρανό. Θα χει καρπό γλυκό, χωρίς κουκούτσι, που την ψυχή ασφαλώς θα οδηγήσει στα ουράνια.

Και τότε άρχισε μια προσευχή. Μια προσμονή για τον αγαπημένο αυτό σπόρο που θα γεννήσει το δέντρο με τους τρεις κορμούς και τον άσπορο καρπό. Με σηκωμένα τα χέρια στον ουρανό, οι άνθρωποι έμειναν ακίνητοι για αιώνες. Οι εποχές αλλάζαν, τις έβλεπες να τους χτυπούν το σώμα. Η δύναμη της πίστης δάμασε το ένστικτο. Και το σώμα δεν έφυγε, ούτε πολέμησε. Μόνο υπόμενε το βαρύ χειμώνα και τον καύσωνα. Και ο χρόνος γέμισε τους τοίχους με φυλακές. Και ήρθε η καταιγίδα και έκανε το χώμα λάσπη και τα πόδια τους βούλιαξαν μέσα και γίναν ρίζες που έσκισαν τη γη και την έκαναν σπίτι τους. Και η ψυχή που τον ουρανό πάντα κοιτούσε έφτασε ως τα ακροδάχτυλα και τα ‘κανε κλαδιά που πάντα βλέπουν προς τον ήλιο και πάντα θέλουν πιο ψηλά.

Όλη η ανθρωπότητα ένα δάσος και οι άνθρωποι τα δέντρα του. Στέρεα, αγέρωχα, πιστά. Με τάση προς τα πάνω. Ή κάτω. Μα ποτέ προς τα μπρος. Με στήριγμα πάντοτε τη γη και τέλος τους τον ουρανό. Όσο πιο πολύ θέλουν να φτάσουν τον ουρανό, τόσο πιο γερά οι ρίζες τους κρατούν στη γη. Και σταυρώνουν τα κλαδιά τους. Και φιλούν τη γη με δάκρυα και σηκώνουν τα κλαδιά ψηλά σ τον ουρανό. Και στολίζονται γιορτινά αναμένοντας το φάντασμα με τους τρεις κορμούς.

Οι άνθρωποι γίναν δέντρα. Από το αν στο δεν. Από την ερώτηση στην απάντηση. Από τον έρωτα στην άρνηση.

Μα το ον ήταν εκεί πριν τα δέντρα. Πριν την άρνηση. Πριν το δρόμο για τον ουρανό. Το ον υπήρξε ακόμα πριν από το αν. Άνοιξε πρώτη φορά το βλέμμα μια μέρα που κανείς δε γεννήθηκε και κανείς δεν πέθανε. Δεν άκουσε ποτέ φωνή, γι αυτό ποτέ δε μίλησε. Γι’ αυτό ποτέ ο λόγος του δε χώρεσε σε λέξεις. Ποτέ δε χώρεσε σε ψαλμούς. Ο λόγος ρέει στο αίμα, στο νου. Το σώμα είναι νους. Η ψυχή είναι νους που τρέχει ασταμάτητα. Με τέτοια τρομερή ταχύτητα που αγγίζει την ακινησία. Που προλαβαίνει το σώμα. Είναι η ψυχή που κινείται και κινεί. Δίνει κίνηση στο κύμα, φορά στον αέρα και δόνηση στη γη. Η κίνηση, η φορά και η δόνηση. Ποτέ προς τα πάνω. Πάντα προς τα μπρος. Μα τα δέντρα ποτέ δεν ένιωσαν το ον να τα διαπερνά. Γιατί έμαθαν να γνωρίζουν με τα μάτια και ξέχασαν το άγγιγμα. Κι ακόμα και τα μάτια έμαθαν να κοιτούν προς τα πάνω ή προς τα κάτω, μα ποτέ προς τα μπρος. Τα δέντρα πίστεψαν στο τρία που θα ‘ρχόταν απ’ τον ουρανό και δεν ένιωσαν τη δροσιά του κύματος, την ανάσα του αέρα, τη δόνηση της γης να τους γαργαλά τις ρίζες.

Τόσο απλό που γίνεται ασύλληπτο.

Κάποιος γεννά

Κάποιος γεννιέται

Και κάποιος διατρέχει ακίνητος εδώ κι αιώνες την πλάση, με σώμα που είναι νους και όχι τάφος, αφού η ψυχή του έχει τάση προς τα μπρος.  

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Ανθή Φουντά