(Το βίντεο του άλμπουμ που παραθέτω έχει δύο επιπλέον περιττά κομμάτια στο τέλος του· το άλμπουμ τελειώνει κανονικά στο “The sublime is disappointingly elusive”.)
~
Δεν έχω σπουδαία μνήμη, τουλάχιστον δεν έχω μνήμη για ορισμένες κατηγορίες πραγμάτων: συμβαίνει να ξεχάσω ποιον συνάντησα την προηγούμενη μέρα, γενέθλια και ονόματα δεν θυμάμαι ποτέ, αδυνατώ συχνά να βάλω τα βιώματα σε μια σειρά. Κυρίως έχω θέματα με την ανάσυρση: δοθέντος ενός σημείου εισόδου σε ένα τοπίο μνήμης, ολόκληρο το τοπίο επανέρχεται, σαν η ομίχλη να εξαφανίζεται διαμιάς· ελλείψει του, είναι κάποιες φορές σαν το τοπίο να μην είχε ποτέ υπάρξει. Από την άλλη το ράφι του αφηρημένου, δηλαδή του γενικού, συνήθως το επισκέπτομαι κατά βούληση. Έχω συχνά αναρωτηθεί περί των ψυχολογικών κ.λπ. προεκτάσεων αυτών των παρατηρήσεων με πλούσια και ενδιαφέροντα αποτελέσματα· ποιος νοιάζεται όμως για κάτι τέτοιο;
Θυμάμαι τη γιαγιά μου κάποιες καλοκαιρινές νύχτες, όταν το Αλτσχάιμερ είχε αρχίσει πια να εκδηλώνεται για τα καλά, καθώς περίμενε ντυμένη στα λευκά έξω από το σπίτι στο χωριό, με όλο και πιο γυάλινα μάτια που αντανακλούσαν απόκοσμα, μαγευτικά το φως του φεγγαριού· μας περίμενε να επιστρέψουμε κι εμείς ήμαστε μάλλον κάποιοι άλλοι, κάπου αλλού. Αργότερα οι απώλειες μνήμης και οι αστοχίες των ταυτίσεων έγιναν εντονότερες –και τραγικότερες. Είναι αλήθεια βέβαια πως η άνοια έχει πάντα και κάτι το κωμικό, το οποίο οφείλεται στην εναλλαξιμότητα που προσδίδει στα πράγματα· είναι αλήθεια, επειδή ο θάνατος έχει κάτι το κωμικό: τα πάντα είναι γελοία όταν σκέφτεται κανείς τον θάνατο.
Η μία αφορμή για τη δημιουργία του An empty bliss beyond this world (2011) ήταν κάποια μελέτη για τους ασθενείς που υποφέρουν από Αλτσχάιμερ. Όπως συμβαίνει με τέτοιες έρευνες, έτσι κι αυτή επιβεβαιώνει το ήδη ευρέως γνωστό: οι μνήμες των μουσικών βιωμάτων παραμένουν ενεργές όταν άλλες τείνουν να απονεκρωθούν, συνοδευόμενες μάλιστα από τις θυμικές καταστάσεις με τις οποίες συνταιριάστηκαν σε κάποια ανύποπτη, μακρινή συγκυρία, μαζί με εικόνες (με την ευρεία έννοια: imago → imaginatio) της ίδιας της συγκυρίας. Πράγμα που ακούγεται διαισθητικά αληθές: ο τόπος που θέλει τον ηλικιωμένο ή τον ετοιμοθάνατο να μουρμουράει κάποιον αγαπημένο σκοπό κ.λπ. είναι διαδεδομένος, και μάλλον δικαιολογημένα. Η δεύτερη αφορμή είναι η στιγμή εκείνη του έτους 2010 κατά την οποία ο Caretaker, κατά κόσμον Leyland James Kirby, αγόρασε έναν αξιοσέβαστο όγκο παλιών βινυλίων ballroom τζαζ μουσικής στο Brooklyn, υποθέτω του τύπου 3 το δολάριο σε κάποιο garage sale.
Οι αφορμές δεν είναι αιτίες, και η αγορά δεν ήταν συμπτωματική. Εδώ και είκοσι χρόνια, ο Kirby –ως Caretaker· ως V/Vm, Leyland Kirby κ.ά. δημιουργεί άλλες μουσικές, κάποτε αλληλοσχετιζόμενες και κάποτε διαφορετικές μεταξύ τους– εξερευνά ασταμάτητα τη μνήμη και τον συναφή αστερισμό χρόνου, απώλειας, αποσύνθεσης και φασματικότητας. Και δεν έχει καθόλου περιστροφές: το 1999 κυκλοφορεί το πρώτο του άλμπουμ ως Caretaker με τίτλο Selected Memories from the Haunted Ballroom, ενώ σχεδόν όλοι οι τίτλοι άλμπουμ και κομματιών σχετίζονται έμμεσα ή άμεσα με τη θεματική. Πολλοί αντλούνται από στενά τεχνικούς και δη παθολογικούς όρους: “False memory syndrome”, “Libet’s Delay”, “Lacunar amnesia”, Theoretically pure anterograde amnesia κ.λπ.· άλλοι δραματο-ποιούν το ζήτημα: “Consigned to a yesterday”, “The memory of a song”, “Tiny gradiations of loss”, Deleted scenes, forgotten dreams κ.λπ. Επιτρέποντας όμως εδώ στο υλικό να καταλάβει τρόπον τινά όλον τον χώρο, με την επεξεργασία-ως-προσθήκη να απομειώνεται στο ελάχιστο δυνατό, συμπύκνωσε αυτό το πρόγραμμα οργανικά και με μεγάλη πυκνότητα. Το κατόρθωμα του συγκεκριμένου έργου έγκειται στο εξής απλό, φαινομενικά παράδοξο γεγονός: ενώ το εκπαιδευμένο κοινό είτε γνωρίζει ήδη προ της ακρόασης, είτε αντιλαμβάνεται απευθείας ότι πρόκειται για μια μετααφήγηση που χρησιμοποιεί μια έντονα φορτισμένη πρώτη ύλη για τους σκοπούς της, ο τρόπος με τον οποίο έχει θεματοποιηθεί αυτή η πρώτη ύλη –αδυνατώντας να διαχωριστεί από τη δομή που εκφράζει (όπως όλα τα περιεχόμενα), αλλά επιπλέον υπερτονίζοντας συνειδητά τον αδύνατο χαρακτήρα αυτού του διαχωρισμού– οδηγεί τον ακροατή σε έναν μετεωρισμό ανάμεσα στην έντονα εννοιολογική υφή αυτής της μετααφήγησης και στην επιθετική θυμικότητα του ίδιου του προσλαμβανόμενου ερεθίσματος. Έτσι, η αισθητική του Caretaker πραγματώνεται με τον διαυγέστερο τρόπο ακριβώς όταν η προσέγγισή του γίνεται πιο μινιμαλιστική, όταν αφήνει τα παλιά βινύλια τελείως ελεύθερα να αφηγηθούν τις υποτιθέμενες ιστορίες τους, με τις παρεμβάσεις νοηματοδότησης, όποτε και ερμηνείας, να περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην αφανή πλαισίωση και σε άκρως λεπταίσθητους χειρισμούς. Με δυο λόγια, ο Kirby προσπαθεί λιγότερο.
Αυτό που κάνει είναι να θεματοποιεί το υλικό· στη συνέχεια, η φύση του υλικού αυτού αναλαμβάνει δράση, διεξάγοντας έναν εννοιολογικό και θυμικό πόλεμο –και όλοι οι πόλεμοι έχουν τα θύματά τους. Δεν συναντάμε εδώ, όπως παλιότερα, εισαγωγές όγκων στατικού θορύβου που καταβροχθίζουν τις παλαιικές μελωδίες· δεν υπάρχουν καθαρά ambient περάσματα για να μας γεφυρώσουν με τους μεσοπολεμικούς χορευτές και τα φαντάσματά τους· τίποτα δεν παραμορφώνεται αισθητά, μα τα πάντα είναι πολλαπλώς αλλοιωμένα· η ανθρώπινη φωνή απουσιάζει πλήρως (πέρα από κάποια λίγα σημεία όπου κάνει παραμορφωμένες εμφανίσεις στο background, χρησιμοποιούμενη ως όργανο), απομειώνοντας το υποκειμενικό στοιχείο και αυξάνοντας την αίσθηση αφηρημένης γενικότητας μέσω της αποστασιοποίησης. Αυτό που απομένει εντέλει είναι μια σκληρή μονοθεματικότητα, τόσο στο υλικό όσο και στην επεξεργασία του: samples αυτής της παλιάς μουσικής που περιγράφουν –καλύτερα ίσως: παραλληλίζονται με– φανταστικές απόπειρες μνημονικής ανάσυρσης.
Βασικό στοιχείο του έργου είναι η παραγωγική επανάληψη, αφενός ως looping και αφετέρου ως επανεμφάνιση κομματιών ή θεμάτων. Ο Kirby είχε λίγα χρόνια νωρίτερα, στο γλαφυρά τιτλοφορούμενο Persistent repetition of phrases (2008), εξερευνήσει τη λούπα ως μουσική δομή, παραβάλλοντάς την με τον τρόπο με τον οποίο ανακαλούνται, ερμηνεύονται και νοηματοδοτούνται οι μνήμες. Στην επανάληψη αυτή απαντάται εντούτοις και μια υποπερίπτωση του συνολικά παράδοξου χαρακτήρα του An empty bliss, αφού ο ίδιος ο τύπος του μουσικού υλικού προσφέρεται σε μια αέναη επανάληψη του παρελθόντος. Έχουμε λοιπόν μια έμπρακτη αναδρομική [recursive] εφαρμογή περιεχομένου σε δομή, σε βαθμό που οι όροι αυτοί αρχίζουν να χάνουν την υφή τους. Το κομμάτι “Moments Of Sufficient Lucidity”, για παράδειγμα, επαναλαμβάνει το ίδιο τμήμα κάποιου παλιού jazz έξι φορές με ελάχιστες αλλοιωτικές αλλαγές· στο “Bedded Deep In Long Term Memory”, ο Kirby διαρκώς κλείνει εναλλάξ τα stereo κανάλια, αποπροσανατολίζοντας τον ακροατή καθώς αυτός βομβαρδίζεται από μυριάδες επαναλήψεις της ίδιας μικρής πιανιστικής λούπας· οι τίτλοι «An empty bliss beyond this world» και «Mental caverns without sunshine» επανέρχονται, αλλά ήδη η ακροάτρια αδυνατεί να ξεχωρίσει πια τι συμβαίνει: είναι άραγε η γλώσσα που, μέσω των τίτλων, αλλοιώνεται κι αυτή σταδιακά πέραν αναγνώρισης –πρόκειται πλέον για γλώσσα; Στο υποβρύχιο καθαρτήριο του An empty bliss, τα πάντα καθίστανται εναλλάξιμα μέσα στις παράξενες χρονικότητές τους, και οι απότομες διακοπές κάποιων κομματιών υπενθυμίζουν αυτή την πλήρη έλλειψη διαχωρισμένης ουσίας των κομματιών.
Σε άλλες παραμέτρους το πράγμα πηγαίνει ακόμη μακρύτερα: δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, για παράδειγμα, εάν το φύσημα, το τρίξιμο και οι γρατζουνιές –στοιχεία πανταχού παρόντα στον Caretaker– που επικρέμανται πάνω από αυτή την παλιά τζαζ οφείλονται στην κατάσταση των βινυλίων ή σε επεξεργασία του Kirby. Οι ήχοι αυτοί είναι λοιπόν φασματικοί: καθώς παλινδρομούν μεταξύ λειψάνου και παρουσίας, μετατρέπουν την παρουσία σε λείψανο και το αντίστροφο. Η ίδια η φυσική αποσύνθεση του υλικού μετατρέπεται σε υλικό, αλλά σε ένα υλικό διττό, που μας εμποδίζει την πρόσβαση την ίδια στιγμή που μας εισάγει στο περιβάλλον μιας χαρακτηριστικής νοσταλγικής οικειότητας.
Όλα αυτά συνθέτουν ένα έργο σαγηνευτικό με τον τρόπο του, καθόσον μας καλεί με το ένα χέρι να εισέλθουμε ακριβώς στα χλιαρά νερά της νοσταλγίας· αλλά και αποτρεπτικό, στον βαθμό που με το άλλο χέρι σπρώχνει την εννοιολογικότητα στα άκρα. Και σπρώχνοντάς τη, με τους τεμαχισμούς και τις επαναλήψεις του, επαναφέρει με βίαιο τρόπο τις προβληματικές της εννοιολογικής τέχνης, επικαιροποιώντας τες και προσδίδοντάς τους, όπως αναφέρθηκε ήδη, τόσο μια αύρα έντονης απροσδιοριστίας που αφορά ειδικά το δικό μας παρόν όσο και έναν πυρήνα συναισθηματικής γοητείας που ξεφεύγει από τις προβληματικές αυτές ως τέτοιες.
Τα παραπάνω τοποθετούν, σε κάποιον βαθμό, το άλμπουμ στα πλαίσια του ευρύτερου έργου του Kirby. Εάν όμως η ηρεμία, η περισυλλογή, η αβεβαιότητα και η μελαγχολία είναι εν γένει γνωρίσματα της ambient, είναι προφανές ότι όλο το corpus του Caretaker όχι μόνο εντάσσεται σε ένα συνεχές που ξεκινάει από τον Satie και φτάνει σε εμάς περνώντας από τον Eno κ.λπ., μα επιπλέον ότι εξωθεί αυτό το γένος προς κάποιο όριο, λόγω της προγραμματικής (με την έννοια της ύπαρξης ενός εξωμουσικού αφηγηματικού ή εννοιολογικού πυρήνα) και εξελισσόμενης φύσης του. Όταν ο Kirby σχολιάζει την πολύωρη συλλογή 72 κομματιών/μνημών Theoretically pure anterograde amnesia (2006) ως «κυκλοφορία με ήχο προορισμένο να λησμονηθεί, με λίγα σημεία αναφοράς να εμφανίζονται μέσα από μια πυκνή ηχητική ομίχλη μιας αμνησιακής κατάστασης», απηχεί τον ορισμό που παρέχει ο Eno όταν χαρακτηρίζει τη μουσική του Ambient 1: Music for Airports (1978) –του πρώτου άλμπουμ όπου χρησιμοποιείται ο όρος– «εξίσου αγνοήσιμη όσο και ενδιαφέρουσα» [as ignorable as it is interesting, κλασικός Eno], οξύνοντας μάλιστα την κατεύθυνση που χάραξε ο τελευταίος. Η όξυνση αυτή είναι σημαίνουσα, και επιπλέον το έργο του Caretaker δεν έχει τη θυμική ουδετερότητα που διέπει αρκετές από τις πρώιμες ambient δουλειές του Eno [στον οποίο θα επανέλθουμε εν καιρώ] και πολλούς ακολούθους του· παρ’ όλ’ αυτά, το An empty bliss λειτουργεί πιο εξισορροπητικά από προηγούμενα έργα. Στην ίδια κατεύθυνση πρέπει να αναφερθούν, ως σημαντικότερο σχετικά πρόσφατο σημείο αναφοράς, οι Disintegration loops (2001) του Basinski, η πρώτη εκ των οποίων μοιάζει να μνημονεύεται στο ένα «Mental Caverns Without Sunshine». Η τεχνική που χρησιμοποιεί ο Basinski είναι απόγονος της θεματοποίησης του φαινομένου Generation loss από τον Lucier στο ιστορικό I am sitting in a room [1969] και τα έργα αυτά συνιστούν γενεαλογικές στιγμές μιαςτέχνης της φθοράς. Η σταδιακή αποσύνθεση και ενδόρρηξη με την οποία καταπιάνεται το An empty bliss ως σύνολο –μόνο ως σύνολο μπορεί να συλληφθεί– οφείλει μεν πολλά στον Basinski και τη δική του θεματοποίηση της αποσύνθεσης, της διάσπασης και της νοσταλγίας, αλλά περιχαράσσει ταυτόχρονα μια περιοχή για τον εαυτό της. Περαιτέρω παραλληλισμοί μπορούν να γίνουν προς πολλές κατευθύνσεις, παλιές ή νεότερες, όπως για παράδειγμα με τις μεσοπολεμικές εμμονές των Les Joyaux de la Princesse ή την παράδοξη, μελαγχολική ambient jazz των Bohren & Der Club Of Gore. [Σχεδόν άσχετο: οι χαρακτηριστικά αποκλίνουσες χρήσεις μιας πασίγνωστης μελό 80s μπαλάντας από τον Kirby και τον Oneohtrix Point Never.]
Έχουμε τελικά να κάνουμε, σαν να μιλάμε για θάνατο –ή τέλος πάντων, για αρνητικό: έναν χώρο ενοποίησης όλων των θεματικών του έργου– με ένα αδιάλειπτο υπόλοιπο, που μας διαφεύγει, όντας ωστόσο διαρκώς παρόν. Το έργο είναι φασματικό, αλλά το έργο είναι εδώ, μας περιβάλλει και παράλληλα μας καλεί να το αποτιμήσουμε, αλλά να αποτιμήσουμε τι ακριβώς; Όλο το έργο είναι ένα υπόλειμμα, απομένει από κάτι, δεν έχει ακριβώς περιεχόμενο (από μουσική ή μουσικολογική άποψη), δεν γνωρίζει πώς και με τι να ανταλλαχθεί, αφού η αξία των φαντασμάτων δεν αναγνωρίζεται στην αγορά· δεν έχει ισχυρό ή ασθενές μέρος, αφού είναι ολόκληρο μια ασθένεια, ένα ασθενείν… Αυτό είναι νοσταλγία· κι εκεί οφείλεται η απήχηση του An empty bliss: αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα των ήχων που μας παρουσιάζονται, μάλιστα αναγνωρίζουμε εκεί στοιχεία της καταγωγής μας· όμως η γενική κατάσταση της παρουσίασης αυτής μας δίνει να καταλάβουμε πως η νοσταλγία είναι η δική μας γενική κατάσταση, έρχεται στην επιφάνεια όχι ως παθητική θυμικότητα στην οποία βυθιζόμαστε, αλλά ως δομική λειτουργία και κεντρική θεματική του ίδιου του έργου, όπως αυτό αντικατοπτρίζει τους κόσμους μας. Ως όριο και πλαίσιο και όχι ως αίτημα ή πρόταση. Η αποσπασματική χρήση του παρελθόντος ως παλίμψηστου δεν λειτουργεί εδώ ως αποϊστορικοποίηση, μα ως ακύρωση αυτής της αποϊστορικοποίησης.
Μα αν βρίσκουμε εδώ μια νοσταλγία, είναι προφανές ότι πρόκειται για νοσταλγία κάποιου πράγματος που δεν ζήσαμε· αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά μας, το οποίο εντέλει δεν έχει πρόσημο, είναι το πεδίο επί του οποίου συγκροτούμαστε και συγκροτούμε. Αναζητάμε το ίδιο το πραγματικό, τη δυνατότητα για πραγματικό, για καταγωγικότητα, έστω για απλή, παλιά καλή δυνατότητα αναφοράς. Το επίτευγμα του An empty bliss είναι ο τρόπος με τον οποίο η χρήση αυτού του τόσο ρετρό υλικού εκβάλλει σε κάτι τόσο επιτακτικά τρέχον όσο η ακατάπαυστα εξαπλούμενη έρημος της νοσταλγίας που μας περικυκλώνει κατευναστικά, αδιόρατα.
Υγ.: Εδώ τα άλμπουμ του Caretaker με χρονολογική σειρά.