Χθες γινόταν της πουτάνας στο μετρό. Μπήκα κατά τις πέντε το απόγευμα από τον σταθμό του Συντάγματος με κατεύθυνση για αεροδρόμιο. Έχετε πάει ποτέ σε κυριακάτικο τραπέζι στο σπίτι καμιάς θείας που μένει στην Κυψέλη σε παλιά πολυκατοικία, της οποίας το ασανσέρ κανονικά χωράει έναν νάνο και ένα τσιουάουα, αλλά εσείς μπαίνετε μέσα με τη μαμά, τον μπαμπά, τον αδερφό, τρία ταψιά με φαγητό στα χέρια και ακριβώς πριν κλείσει η πόρτα πετάγεται ο παχύσαρκος γείτονας της θείας, με την επίσης παχύσαρκη γυναίκα του και το παιδάκι τους και σας ζητάει να τους περιμένετε να μπουν και αυτοί; ‘Όλοι οι καλοί χωράνε’ ακούς και μετά σφηνώνεται στο στομάχι σου το κεφάλι του μπούλη… Αυτό γινόταν λοιπόν χθες μέσα στο βαγόνι. Τουλάχιστον με το ασανσέρ η διαδρομή διαρκεί είκοσι δευτερόλεπτα, όχι είκοσι λεπτά. Μας έχει γαμήσει και η ζέστη, όπου και να γυρίσεις ή θα ακουμπάς τον ιδρωμένο σβέρκο κανενός μαντραχαλά, ή η μύτη σου θα απέχει δύο εκατοστά από μία μασχάλη που ζέχνει σαν ψοφίμι. Δεν πάει άλλο, πρέπει να μάθω να οδηγώ.
Το χειρότερο όμως είναι όταν το τραίνο σταματά σε πολυσύχναστη στάση και πλήθος κόσμου προσπαθεί να αποβιβαστεί και να επιβιβαστεί ταυτόχρονα. Ευαγγελισμός λοιπόν και αρχίζει το σπρωξίδι. Πάντα θα βρεθούν δυο – τρεις μαλάκες που θα μοιράζουν αγκωνιές δεξιά και αριστερά σαν να τους κυνηγάει αρκούδα και κρίνεται η ζωή τους. Ξαφνικά λοιπόν, τρώω μια σπρωξιά που με κάνει να χάσω την ισορροπία μου και με στέλνει στην άλλη άκρη του βαγονιού. Τότε συνέβη το αναπάντεχο. Αντί να δυσανασχετήσω και να κοιτάξω τον ένοχο αυστηρά και λίγο υποτιμητικά, όπως συνηθίζεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, άρχισα να χαμογελάω σαν λοβοτομημένος, καθώς απ’ ότι φαίνεται η σπρωξιά με τηλεμετέφερε ως εκ θαύματος στην συναυλία του Manu Chao πριν κανένα μήνα περίπου στη Θεσσαλονίκη, όπου το mosh pit που στήθηκε κάποια στιγμή είχε αρκετά κοινά στοιχεία με το ξύλο στο μετρό (παρεμπιπτόντως, ποτέ δεν κατάλαβα τι ωθεί κάποιους τύπους να κάνουν mosh pit σε συναυλίες όπως του ManuChao, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα…).
Κοιτάζω λοιπόν δίπλα μου και βλέπω έναν τύπο γυμνό από τη μέση και πάνω να χοροπηδάει σαν τρελός στο ρυθμό της μουσικής. Λίγο πιο μπροστά ένας φίλος μου καταβρέχει με ένα νεροπίστολο γνωστούς και αγνώστους, ενώ εγώ σηκώνω την κοπέλα μου στους ώμους μου, παρά τη μυϊκή μάζα λιμοκτονούντος παιδιού αφρικανικής χώρας που διαθέτω, για να βλέπει καλύτερα τι συμβαίνει στη σκηνή (θα μου χρωστάς για πάντα, ακούς ;!;). Ξαφνικά σταματάει το μπουγέλο, μιας και ο φίλος μου τραμπουκίζεται από μια Σαλονικιά που τον προειδοποιεί να “μην κάνει το λλλάθος”! Τότε ένας άλλος φίλος με σηκώνει και προσπαθεί να μου κάνει crowd surfing, ευτυχώς ανεπιτυχώς, μιας και το εσώρουχό μου που σίγουρα θα αποκαλυπτόταν ύστερα από λίγο, τυχαίνει να είναι τρύπιο.
Λίγο πιο πίσω, ένας άλλος της παρέας φοράει γυαλιά ηλίου παρά το γεγονός ότι έχει πίσσα σκοτάδι, οπότε ευλόγως τον ρωτάω γιατί. Μου λέει ότι έχει χάσει τα μυωπίας, οπότε τον ξαναρωτάω πότε του συνέβη αυτό. Μου απαντά ”πέρσι το καλοκαίρι” και η συζήτηση διακόπτεται γιατί εντοπίζουμε με το βλέμμα τον καράφλα φίλο μας, (αυτόν που υπάρχει σε κάθε παρέα, που στο λύκειο είχε κοτσίδα και τώρα πια όπου δει μακριά μαλλιά πρασινίζει από τη ζήλεια του) ο οποίος έχει πάρει τα μακριά ψαρά μαλλιά ενός αγνώστου και τα φοράει στο κεφάλι του σαν περούκα, ενώ ο κάτοχος της κώμης χαμογελά και συνεχίζει να παρακολουθεί ατάραχος τη συναυλία. Το βασανιστήριο του αγνώστου σταματά καθώς βγαίνει στη σκηνή μία κοπέλα από την πρωτοβουλία «SOSτε το νερό» και αρχίζει να διαβάζει κάποιο κείμενο για τη ανάγκη να παραμείνει το νερό δημόσιο αγαθό, οπότε η προσοχή του φίλου μου στρέφεται εκεί. Η ορχήστρα δεν σταματά να παίζει, εντάσσοντας έτσι τα λόγια της κοπέλας στη μουσική και θυμίζοντας έντονα την εκφωνήτρια των ειδήσεων της οποίας η φωνή παρεμβαλλόταν ανάμεσα στα κομμάτια του «próxima estación: esperanza». Ενώ χορεύω και τραγουδάω, ένα χέρι φέρνει μπροστά στο στόμα μου κάτι γαριδάκια. Είναι η προνοητική αδερφή του άλλου κολλητού μου που ταΐζει ανά διαστήματα την περίπου εικοσαμελή παρέα μας.
Ύστερα από δυόμισι περίπου ώρες ξεφαντώματος των σχεδόν σαράντα πέντε χιλιάδων ατόμων που βρίσκονται στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης για τη συναυλία, η μπάντα κατεβαίνει από τη σκηνή. Η μουσική όμως δεν έχει σταματήσει, οπότε παίρνουμε μια ανάσα, στρίβουμε τσιγάρο και ετοιμαζόμαστε για το encore. Τη στιγμή που οChao επανεμφανίζεται, ακούω δυνατά μια φωνή στο αυτί μου: «Τι θα γίνει ρε φίλε; Θα κάνεις επιτέλους στην άκρη να κατέβουμε;» Κοιτάω τριγύρω και συνειδητοποιώ ότι βρίσκομαι ακόμα μέσα στο μετρό. Στα χέρια μου αντί για χαρτάκι και καπνό βλέπω ένα τσαλακωμένο εισιτήριο. Ο κόσμος πίσω μου έχει αρχίσει να ανυπομονεί να παραμερίσω. Κοιτάω από το παράθυρο και βλέπω ότι είναι η στάση μου, οπότε κατεβαίνω γρήγορα – γρήγορα και οδεύω προς τις κυλιόμενες. Παρά τον κόσμο και τη ζέστη, η διαδρομή αυτή τη φορά δεν ήταν και τόσο δυσάρεστη.