Βιβλίο

Το κραχ της επικοινωνίας: για την Πληροφορική βόμβα του Πωλ Βιριλιό

από kaboomzine

της Στέλας Χριστοδουλοπούλου

Ο Πωλ Βιριλιό (1932-2018) αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους στοχαστές που στάθηκαν κριτικά απέναντι στη σύγχρονη τεχνολογία, αναδεικνύοντας την άμεση σχέση της με τις πολεμικές και στρατιωτικές δραστηριότητες. Το βιβλίο του Η πληροφορική βόμβα, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νησίδες σε μετάφραση του Βασίλη Τομανά, αποτελείται από δεκατρία δοκίμια που δημοσιεύτηκαν μεταξύ του 1996 και του 1998 και αναφέρονται σε φαινόμενα της εποχής μας, στα οποία η τεχνολογία παρεμβαίνει καθοριστικά. Σε αυτά τα κείμενα, ο συγγραφέας επιχειρεί να περιγράψει τις ριζικές μετατοπίσεις που διαφαίνονται σε παγκόσμιο επίπεδο λόγω της επικράτησης ενός συστήματος ψηφιακών αλληλεπιδράσεων, το οποίο σταδιακά οδηγεί στην εμφάνιση της κυβερνοβόμβας, δηλαδή στον πόλεμο της πληροφορίας. Ακόμη κι αν κάποιοι αναγνώστες δεν είχαν τότε πειστεί πλήρως για την πραγματικότητα του πολέμου της πληροφορίας, η επικράτηση της δικτύωσης υπήρξε, κατά την εικοσαετία που μεσολάβησε, σχεδόν ολική.

Το βιβλίο ξεκινά με την αμφισβήτηση της έννοιας της προόδου που συχνά συσχετίζεται με τη σύγχρονη επιστήμη. Όπως τονίζει ο Βιριλιό, η τελευταία, έχει αποκοπεί από τα φιλοσοφικά της θεμέλια προς όφελος ψηφιακών μεθόδων, καθώς «απομακρύνεται από την υπομονετική έρευνα της πραγματικότητας, για να συμμετάσχει σε ένα φαινόμενο γενικευμένης εικονοποίησης» (σελ. 12). Ο στοχαστής επισημαίνει πως η στόχευση της επιστημονικής δραστηριότητας δεν είναι πια η αναζήτηση της «αλήθειας», αλλά η επίτευξη μιας άμεσης αποτελεσματικότητας που βασίζεται στην επιτάχυνση των μέσων αναπαράστασης του κόσμου, με αποτέλεσμα η σύγχρονη επιστήμη να έχει μετατραπεί σε τεχνοεπιστήμη. Ενισχύοντας τη θέση του με παραδείγματα της καθημερινότητας, ο Βιριλιό –φανερά επηρεασμένος από το έργο του Μπωντριγιάρ και ιδιαίτερα από τη θεωρία της προσομοίωσης– τονίζει πως η εικονική πραγματικότητα, ο μεγάλος οπτικός υπερ-ορίζοντας που πολλαπλασιάζει τις εστίες θέασης, αντικαθιστά την οπτική του πραγματικού κόσμου που μας περιβάλλει. Αναφέρει χαρακτηριστικά πως «ο υπολογιστής δεν είναι μια συμβουλευτική μηχανή πληροφορίας, αλλά μια αυτόματη μηχανή όρασης, που εργάζεται μέσα στον χώρο μιας εξ ολοκλήρου εικονικοποιημένης γεωγραφικής πραγματικότητας» (σελ. 25). Έτσι, ουσιαστικά αμφισβητεί την κυρίαρχη προσέγγιση των μέσων επικοινωνίας, που τα ερμηνεύει ως εργαλεία υποταγμένα στην ανθρώπινη βούληση, και αναδεικνύει τον καθοριστικό τους ρόλο στη διαμόρφωση της πραγματικότητας: οι κοινωνικές σχέσεις αναδιαρθρώνονται και αναδύεται μια «νέου τύπου κοινωνική τηλε-εγγύτητα» (σελ. 61).

Ο φιλόσοφος τονίζει, λοιπόν, πως βρισκόμαστε στο τέλος του χώρου (ο Βιρίλιο υπήρξε, μεταξύ άλλων, πολεοδόμος), στο τέλος της γεωγραφίας, γεγονός που επιτάσσει να απεγκλωβιστούμε από την ιδεολογική προσέγγιση της έννοιας της παγκοσμιοποίησης και να επιδιώξουμε μια γεωστρατηγική προσέγγισή της, καθώς η απώλεια των χρονικών αποστάσεων και η πρωτοκαθεδρία της διαρκούς διάδρασης έχει οδηγήσει σε μια αντιστροφή των εννοιών εσωτερικό και εξωτερικό. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Χθες, με το τηλεσκόπιο και το μικροσκόπιο. Αύριο, με την οικιακή τηλε-επιτήρηση που θα ξεπεράσει τις καθαυτό στρατιωτικές διαστάσεις του φαινομένου» (σελ. 22). Το «αύριο» του Βιριλιό δεν άργησε να έρθει· στο δικό μας παρόν, τα φαινόμενα τηλε-επιτήρησης και αδυναμίας διάκρισης μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, ενεργητικού και παθητικού –στον τομέα τουλάχιστον της επιτήρησης– είναι φανερά: η αντίθεση του οράν και του οράσθαι υπονομεύεται, καθώς απαιτεί έναν αντικειμενικό χώρο και την παντοδυναμία ενός δεσποτικού βλέμματος, κάτι που στο σύγχρονο ψηφιακό πανοπτικό δεν υφίσταται.

Ο Βιριλιό σχολιάζει το φαινόμενο της αυτο-έκθεσης των σύγχρονων υποκειμένων και της επιθυμίας τους να γίνουν αντικείμενο παρατήρησης τόσο από τους άλλους όσο και από τον εαυτό τους. Στο πλαίσιο αυτό μιλά για «το εμπόριο του ορατού», για την «αγορά του βλέμματος που ξεπερνά κατά πολύ την εκστρατεία προώθησης μιας εταιρείας» (σελ. 62) και τονίζει ότι «ο κόσμος γίνεται ξένος και πρόστυχος, παραδεδομένος ολόκληρος στους τεχνικούς της πληροφορίας και στην υπερ-έκθεση των λεπτομερειών» (σελ. 59). Αναφερόμενος πιθανότατα για μία ακόμη φορά στον Μπωντριγιάρ, σύμφωνα με τον οποίο η προστυχιά είναι το αντίθετο της σαγήνης, ο συγγραφέας μιλά για έναν πρόστυχο κόσμο, δηλαδή για έναν κόσμο όπου κυριαρχούν εικόνες απογυμνωμένες, οι οποίες δεν προκαλούν κανέναν αισθητικό αναστοχασμό, καθώς τα πάντα είναι άμεσα και διαθέσιμα προς θέαση.

Όλα όσα περιέγραφε τότε ο Βιριλιό είναι σήμερα φανερά σε φαινόμενα όπως τα τηλεοπτικά ριάλιτι σόου, τα προσωπικά ιστολόγια και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου οι άνθρωποι δεν κρατούν τίποτα μυστικό. Εκθέτουν ιδιωτικές τους στιγμές, κοινοποιούν προσωπικές σκέψεις και πολιτικές απόψεις, ενημερώνουν τους διαδικτυακούς τους φίλους ανά πάσα στιγμή για το πού βρίσκονται, πού διασκεδάζουν και σταδιακά «ο φόβος να εκθέσουμε την καθημερινή στενά προσωπική μας ζωή δίνει τη θέση του στην επιθυμία να την υπερεκθέσουμε στα βλέμματα όλων» (σελ. 62). Έτσι, το κάθετο ιεραρχικό πανοπτικό της νεωτερικής πειθαρχικής κοινωνίας αντικαθίσταται από ένα ψηφιακό πανοπτικό που τροφοδοτείται από κάθε πλευρά του δικτύου.

Ο Βιριλιό, αναφερόμενος σε αυτήν τη μετάβαση από την πειθαρχική κοινωνία που ανέλυσε ο Φουκώ προς την κοινωνία του ελέγχου που σκιαγράφησε ο Ντελέζ, τονίζει μεταξύ άλλων και τον ρόλο της κινητής τηλεφωνίας στην κατάργηση της διάκρισης του ιδιωτικού χρόνου από τον χρόνο της εργασίας. Συγκεκριμένα, σε μια περικοπή που μοιάζει ήδη να έρχεται από ένα μακρινό παρελθόν, γράφει: «και τι να πούμε για το πάθος των μεταβιομηχανικών επιχειρήσεων για το κινητό τηλέφωνο που επιτρέπει να καταργηθεί, για τους υπαλλήλους τους, η διάκριση ιδιωτικής ζωής και χρόνου εργασίας; […] [Σ]ύναψη συβάσεων όχι πια μερικής απασχόλησης αλλά μηδενικής ώρας που συνοδεύονται από την προσφορά ενός κινητού τηλεφώνου: όταν η επιχείρηση σας έχει ανάγκη, σας ειδοποιεί τηλεφωνικά και σπεύδετε! Επανεφεύρεση των οικιακών υπηρετών, ίδιας φύσης με την ηλεκτρονική φυλάκιση των παραβατών του νόμου μέσα στο κλειστό κύκλωμα ενός αστυνομικού τμήματος» (σελ. 68-69). Ερχόμενες στο σήμερα, δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε φαινόμενα όπως η επισφαλής εργασία, η εργασία με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι δουλειές χωρίς συγκεκριμένα και σταθερά ωράρια και η επιβολή της τηλεργασίας – φαινόμενα που έχουν μετατραπεί σε κανονικότητα, επειδή, μεταξύ άλλων, ο κυβερνοχώρος, η συνεχής διαθεσιμότητα και η κοινωνική επιταγή της διαρκούς ενεργητικότητας έχουν ανακατασκευάσει τις έννοιες του χώρου και του χρόνου.

Αυτή, λοιπόν, η απώλεια απτού χώρου και χρόνου και η πρωτοκαθεδρία του διαδραστικού μοντέλου επικοινωνίας οδηγεί στην επικράτηση της συνθήκης της άμεσης χρήσης και αντικατάστασης, την οποία ο Βιριλιό ονομάζει «φαινόμενο του ζάπινγκ». «Η δραματουργία του πραγματικού χρόνου βρίσκεται παντού σήμερα στην αβεβαιότητα της απασχόλησης, στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, στις οικογένειες που αποσυντίθενται και ανασυντίθενται […] Ο φόβος του ζάπινγκ γίνεται οικουμενικός» (σελ. 120). Η αξία, λοιπόν, της δράσης χάνεται χάριν της αμεσότητας της «αλληλό-δρασης», κάτι που μεταξύ άλλων έχει άμεσες συνέπειες και στον τρόπο άσκησης της πολιτικής, στην τέχνη, στον έρωτα. Η επικράτηση αυτής της συνθήκης ενισχύεται όσο ο κατακλυσμός πληροφοριών και ο περισπασμός της προσοχής αφαιρεί όλο και περισσότερο χρόνο από τη ζωή μας. Η δημιουργία χαλαρών σχέσεων, που βασίζονται στην ευκολία της άμεσης επικοινωνίας, φαντάζει σαν μια ταιριαστή και ιδανική συνθήκη σε μια εποχή που οι ταχύτητες είναι αυξημένες, οι πληροφορίες πολλές και ο χρόνος περιορισμένος. Συγχρόνως, καθώς οι άνθρωποι καλούνται να αντεπεξέλθουν σε έναν βομβαρδισμό πληροφοριών και το multitasking αναδεικνύεται στην κατεξοχήν απαραίτητη δεξιότητα, «οι πιο νέοι, κολλημένοι στην οθόνη από τα χρόνια του νηπιαγωγείου, εμφανίζουν ήδη υπερκινητικές διαταραχές, […] σοβαρές διαταραχές της προσοχής, απότομες ανεξέλεγκτες κινητικές εκφορτίσεις» (σελ. 43).

Κόντρα στην ηγεμονική άποψη πως τεχνολογική εξέλιξη σημαίνει πρόοδος, ο Βιριλιό κάνει λόγο για τη μεγάλη οπισθοδρόμηση του ζώντος που έχει ήδη αρχίσει και που δεν είναι άλλη από την πλήρη εικονοποίησή του. Από το παράδειγμα της κλωνοποίησης με την περίπτωση της Ντόλλυ και «την ιατρική τηλεανίχνευση η οποία βολιδοσκοπεί σε πραγματικό χρόνο τα νεφρά και τις καρδιές» (σελ. 35), περνά στη μόδα του cocooning, τις βιοκαλλιέργειες, την οριστική απώθηση του μόχθου του ζην, για να καταλήξει στο ότι «οι άνθρωποι θα μπορούν ακόμα να θρέφουν την ελπίδα ότι θα επιβιώσουν κι ας έχουν πάψει να υπάρχουν» (σελ. 40).

Δεδομένου ότι ζούμε σε μια εποχή που η εμφάνιση των νέων μέσων ερμηνεύεται κυρίως ως μια επιθυμητή τεχνολογική εξέλιξη, η οποία είναι πάντοτε συνυφασμένη με την έννοια της προόδου, ενώ την ίδια στιγμή οποιαδήποτε προσπάθεια κριτικής της τεχνολογίας χαρακτηρίζεται με την ίδια ευκολία ως οπισθοδρομισμός και τεχνοφοβική καχυποψία, το βιβλίο αυτό –αλλά και το έργο του Βιριλιό συνολικά– αποκτά μια ιδιαίτερη αξία: καθώς συγκρούεται με την κυρίαρχη αντίληψη για την τεχνολογία, η οποία με τη σειρά της αναπαράγει την κρατούσα φιλελεύθερη αντίληψη για το άτομο, την ελευθερία του και τη σχέση του με την κοινωνία, αναδεικνύει τα όρια της «ελευθερίας» με την οποία χρησιμοποιούμε τα τεχνολογικά μέσα.

Όπως τονίζει: «Ο εικονικός πόλεμος προελαύνει μεταμφιεσμένος στην προώθηση της μεγαλύτερης ελευθερίας στην επικοινωνία» (σελ. 65). Ως αποτέλεσμα, προκύπτει αυτό που ο Βιριλιό ονομάζει «οπτικό κραχ», υπογραμμίζοντας πως ο κίνδυνος της χρεωκοπίας των επιχειρήσεων δεν είναι πια ο μόνος συστημικός κίνδυνος. Εξίσου πιθανή είναι «η χρεωκοπία των φαινομένων», «το κραχ του ορατού», «η πρωτοφανής δυνατότητα μιας ήττας των γεγονότων και άρα ενός αποπροσανατολισμού της σχέσης μας προς το πραγματικό» (σελ. 109). Διόλου συμπτωματική δεν είναι λοιπόν η ανάδυση και η διαρκής αναφορά σε νεολογισμούς χαρακτηριστικούς της εποχής όπως μετα-αλήθεια, εναλλακτικά γεγονότα και ψευδείς ειδήσεις· οι όροι αυτοί εμφανίζονται λόγω της πραγματικής αδυναμίας αναφοράς σε κάτι που να μπορεί να προσανατολίσει τη δράση μέσα στο πληροφοριακό χάος. Όσο, λοιπόν, πραγματώνονται με επιτυχία η σταδιακή παρακμή των άμεσων αισθήσεων μας και η υπεροχή της ψηφιακής αληθοφάνειας, το ερώτημα είναι: εμείς τι θέση έχουμε σε αυτό τον πόλεμο;

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine