Θέατρο

xxii. (παραστάσεις)

Όπως η αλχημεία συνιστά με τα σύμβολά της κάτι σαν το πνευματικό είδωλο
μιας διεργασίας που δεν είναι αποτελεσματική παρά μόνο στο πεδίο της υλικής
πραγματικότητας, το θέατρο πρέπει να ιδώνεται ως το είδωλο όχι
αυτής της καθημερινής και άμεσης πραγματικότητας,
στης οποίας το αδρανές, ανώφελο και γλυκερό αντίγραφο
σιγά σιγά συρρικνώνεται, αλλά μιας άλλης πραγματικότητας,
επικίνδυνης και συμβολικής, όπου οι Αρχές,
σαν δελφίνια, μόλις δείξουν το πρόσωπό τους,
σπεύδουν να επιστρέψουν στα σκοτάδια των νερών.

Artaud

Ανεβάζουμε παραστάσεις. Σε έναν απροσδιόριστο βαθμό, τις παραστάσεις αυτές τις σκηνοθετούμε οι ίδιοι. Ένσταση πρώτη: πώς διαχωρίζονται, μέσα σε αυτήν τη γενικευμένη παράσταση, η σκηνοθεσία από τη γραφή; Εφόσον σκηνοθετούμε, ταυτόχρονα δεν γράφουμε; Ας σημειώσουμε προκαταρκτικά ότι στο πλαίσιο αυτό, γράφω σημαίνει: σκιάζω ελαφρώς το χαρτί με το πλάι του μολυβιού, ώστε να αρχίσουν να διαφαίνονται οι αναρίθμητες γραφές που έχουν ήδη κατατεθεί στον χώρο μιας και μόνης, μέχρι πρότινος λευκής, σελίδας.

~

Στις παραστάσεις μας συμμετέχουν ηθοποιοί/δρώντες, οι οποίοι ανεβάζουν παραστάσεις, στις οποίες συμμετέχουμε εμείς. Γρήγορα αντιλαμβανόμαστε πως η μία σελίδα με την οποία παλεύαμε δεν υφίσταται ως τέτοια (όμως, ασχοληθήκαμε μαζί της, ίσως μέχρι τέλους…), παρά μόνο ως απειροελάχιστη γωνία μίας άλλης σελίδας που, τελικά, με την ύψιστη ακρίβεια, συμπίπτει με τα πάντα. Δύο συνειδητοποιήσεις δείχνουν να συγκρούονται: το μελάνι της γωνίας μας διαχέεται σε όλο το απροσδιόριστο μήκος και πλάτος της σελίδας· σε καμία περίπτωση, όμως, οι δύο δεν ταυτίζονται.

~

Ταλαντευόμαστε εφεξής μεταξύ σελίδας και γωνίας της σελίδας, χωρίς να είμαστε σε θέση να συλλάβουμε ή έστω να διαισθανθούμε το τέλος αυτής της ταλάντωσης. Τη διεύρυνση της σελίδας μας σε σελίδα της οποίας αποτελούμε ένα στοιχειώδες τμήμα ακολουθεί –ή προηγείται– η παρόμοια έκλαμψη περί της πολλαπλότητας των παραστάσεων που εντέλει ανεβάζουμε: αυτό που από σελίδα μετατράπηκε σε τμήμα σελίδας, συνοδεύεται πλέον από μυριάδες άλλες σελίδες ή τμήματα σελίδων άνω- και κάτωθέν του, όλα και όλες δεμένες και δεμένα μεταξύ τους με όμορφες κλωστές όλων των χρωμάτων (ακόμα και των αόρατων, και των ανύπαρκτων), συχνά αόρατες, ίσως ανύπαρκτες. Ό,τι γράφεται κάπου, γράφεται παντού· κάποτε μεταφέρεται πιστά, άλλοτε αλλοιώνεται, συχνά αποδυναμώνεται τόσο ώστε να μην αστοχούμε θεωρώντας το εκμηδενισμένο.

~

Η τέχνη της σκηνοθεσίας είναι μια ύπουλη εκδοχή της ύπουλης τέχνης της δομής. Πάντα μας ξεγελάει: είναι πιθανόν, ανεξαρτήτως συνθηκών, να εγκαλεστούμε όταν εγκαλέσουμε, να μην γίνει αποδεκτό το πνεύμα με το οποίο αποδεχόμαστε, να θεωρηθούν παθητικές οι μέθοδοι ενεργοποίησής μας. Ως είθισται, μας παρουσιάζονται δύο επιλογές: εμμένουμε ή προσχωρούμε. Συνοδεύονται κάθε φορά από μία τρίτη, μυστική, που προσπαθεί διαρκώς να τις μεταφέρει αμφότερες στην ίδια πλευρά του φράχτη, ώστε να τοποθετηθεί η ίδια στην αντικριστή (από τον φράχτη αυτόν λείπουν πάντα σανίδες· κάποιες στιγμές μάς δίνεται η αφελής εντύπωση πως ο φράχτης δεν υπάρχει).

~

Συναρμόζουμε τις παραστάσεις μας με τις παραστάσεις των άλλων κι αναρωτιόμαστε: τι νόημα έχει αυτή η συναρμογή, πώς θα κατανοήσουμε – το τέλος της; Συνσκηνοθετούμε διαρκώς με άλλους και αναγνωρίζουμε πως μιλάμε τελείως διαφορετικά την ίδια γλώσσα και ότι η συνσκηνοθεσία και το υποτιθέμενο μεταφυσικό της φόντο αλληλοαντικρίζονται ως αιτίες και ως αποτελέσματα, πως τελικά η ταυτότητα και η διαφορά αναπόδραστα διαφοροποιούνται και ταυτίζονται. Τότε ξεκινάμε να σκεφτόμαστε.

~

Στο σημείο αυτό, κάνει την εμφάνισή της η απορία μας. Έχουμε ήδη πλάσει χαρακτήρες, όπως λέγεται, για τα πάντα, έχουμε οπωσδήποτε χαρακτηρολογήσει ακόμα κι αυτά που μας είναι τελείως απροσπέλαστα. Εμάς τους ίδιους μας έχουμε καταρτίσει ως μία ατελείωτη σειρά από πρόσωπα και προσωπεία, παρατεταγμένα στο ράφι ενός καμαρινιού που εκτείνεται στο διηνεκές. Είμαστε το ράφι· είμαστε τα πρόσωπα και τα προσωπεία. Την ίδια στιγμή κάνουμε βήματα σε πολλές σκηνές, σε όλες τις σκηνές χειρονομούμε παράλληλα. Συχνά πιάνουμε τους εαυτούς μας να παλεύουν να αφαιρέσουν τη μάσκα και τον χαρακτήρα και να παραχωρήσουν στο εκάστοτε κοινό το ίδιο το ράφι, να εμφανιστούν στον άλλο, όπως λέγεται, ως ενότητα –πρόκειται για μια στιγμιαία παραφορά, γνωρίζουμε καλά πως αυτό είναι αδύνατον για τον άλλο, για εμάς τους ίδιους.

~

Μα δεν απαλλασσόμαστε από το να αναρωτηθούμε, με τρόπο εύθυμο και αγωνιώδη: αυτό στο οποίο επιμένουμε είναι άραγε η απομείωση της απόστασης που είναι η παράσταση;

[Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο blog fragmentary program.]

Σχετικά με τον αρθρογράφο

fragmentary program