Un Mundo

Ασ (μην) περιμένουν οι κριτικοί

από Β. Δ.

Όταν ο Ζαν Μπωντριγιάρ έφυγε από τον χωροχρόνο των Παρισίων του 2007 είχε προλάβει να δηλώσει "transfini: Πέρα από το τέλος”, στρατηγική επιλογή του να δει τί γίνεται στο επέκεινα· πάντως άφησε το λήμμα του στην Wikipedia να τον αναφέρει σαν κοινωνιολόγο, φιλόσοφο, θεωρητικό, πολιτικό σχολιαστή και φωτογράφο.

Στο έργο του άσκησε συνεπή κριτική στην μεταμοντέρνα κενωνία και τις θεμελιώδεις αλλαγές στην κουλτούρα, την μεταβολή στην αισθητική και την τέχνη, την ίδια την ζωή που προκαλεί σχιζοφρένεια στα υποκείμενα που σταδιακά βιώνουν την δολοφονία της πραγματικότητας ως «...το τέλειο έγκλημα» και καταλήγουν στον ετεροκαθορισμό και την απώλεια της ελευθερίας τους κυριαρχούμενα από ένα δυστοπικό μείγμα πολιτισμικών επηρροών, τεχνολογίας, ΜΜΕ και εμπορευμάτων.

Ο διαβόητος κι αμφιλεγόμενος Μπωντριγιάρ είχε χαρακτηριστεί από γκουρού της μετανεωτερικότητας και του μεταστρουκτουραλισμού έως φιλόσοφος-κλόουν.

Η ιστορία το χνάρι της οποίας θα ήθελα εγώ να ακολουθήσω είναι αυτή που τον θέλει να μπαίνει κάποτε, φορώντας ένα ιριδίζον λαμέ σακάκι με καθρεφτάκια, σε ένα μπαρ του Λας Βέγκας με ένα βιβλίο ποιημάτων του υπό μάλης και να το διαβάζει στους παριστάμενους. Του μπαρ. Του Λας Βέγκας.

Εσείς θα ήθελα να ακολουθήσετε το πνεύμα ενός αφορισμού του (πριν πριν περάσουμε στο κατ’εμέ magnus opus της σύγχρονης Ελληνικής σουρεαλιστικής δημιουργίας): «Είναι καθήκον της ριζοσπαστικής σκέψης, εφόσον ο κόσμος μάς έχει δοθεί τελείως ακατανόητος, να τον κάνουμε ακόμα πιο ακατάληπτο, πιο αινιγματικό, πιο μυθικό».

Πρώτα φτύνει τον φακό με μια θαυμάσια σουρεαλιστική ροχάλα

Γιατί αυτό ακριβώς κάνει ο μαέστρος σκηνοθέτης Σταύρος Τσιώλης: παίρνει το απροσδιόριστο κι εν πολλοίς ακατανόητο μείγμα που λέγεται Ελλάδα και μας το τρίβει στην μούρη. Έτσι απλά; Όχι. Πρώτα φτύνει τον φακό με μια θαυμάσια σουρεαλιστική ροχάλα γεμάτη πλαστική καρέκλα, θερινή ραστώνη, παλιό καλό δικομματισμό ‘90s, Βασίλη Καρρά, ΚΑΠΗ και έρωτα.

Ή μάλλον Έρωτα με «ε» κεφαλαίο, τον φτερωτό μπόμπιρα που υπερβαίνει την βιοχημεία, τρέχει με κοντά παντελόνια τρώγοντας παγωτά και ότι του λείπει σε μπόι το έχει σε σκληρότητα, ”Διότι”, ως είναι πια γνωστό, “…οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που απο έρωτα εκπέσανε”.

Δεν ξέρω πόσες φορές έχω δει το «Ας περιμένουν οι γυναίκες». Πάντως σε όσες την έχω δει, πρέπει να προστεθούν κι οι φορές που την έχω ακούσει: ειδικά credits στον αρχαίο φίλο εκ πανεπιστημίου Πειραιώς κι επίτιμο αγροφύλακα και δακοκτόνο Τάσο Σ., στο αυτοκίνητο του οποίου υπάρχει cd με ολόκληρο το ακουστικό σκέλος του «Ας περιμένουν οι γυναίκες» και όταν λέω όλο δεν εννοώ το soundtrack, εννοώ όλη την ταινία.

Εσύ λοιπόν που διαβάζεις αυτό το κείμενο και δεν έχεις δει την ταινία, κλικ εδώ και αν μετά από αυτή την μιάμιση ώρα τα φέρει κάποτε ο καιρός κι οι βουρλισμένοι χρόνοι, τα ξαναλέμε...

Διαβάζοντας πριν καιρό το 1Q84, αναρωτήθηκα πώς ο Χαρούκι Μουρακάμι έφτασε να δει το «Ας περιμένουν οι γυναίκες»- το πρωτο κεφάλαιο της τριλογίας θυμίζει επικίνδυνα τις αρχικές σεκάνς της ταινίας. Αφήνοντας στην άκρη την μουσική (αντί για το «Βγες, βγες, από το μυαλό μου βγες» του Ζαφείρη Μελά το ραδιόφωνο παίζει την «Sinfonietta» του Λέος Γιάνατσεκ), το αυτοκίνητο (επαγγελματικό φορτηγάκι αντί για ταξί) και τον χωροχρόνο (ο δρόμος παρά την λίμνη Βόλβη του 1997 έναντι του Τόκυο το 1984) οι ομοιότητες είναι εμφανέστατες. Αν στην θέση της επαγγελματία δολοφόνου Αομάμε υπήρχαν δυο μεροκαματιάρηδες μπατζανάκηδες με χυτήριο στην Θεσσαλονίκη και λατρεία στον ΠΑΟΚ, θα έπρεπε να πέσουν μηνύσεις...

Γιατί εκεί ακριβώς συμβαίνει το αναπάντεχο –ποίηση άλλωστε δεν είναι το μοιραίο, κατά Σαλάμοφ;- και στα δύο αυτά έργα, το λογοτεχνικό και το κινηματογραφικό: οι πρωταγωνιστές μπαίνουν σε ένα σύμπαν τόσο ίδιο και τόσο διαφορετικό με το κανονικό τους, ένα status quo που είτε με δυο φεγγάρια στον ουρανό στο ένα, είτε με διαταραχές ελέγχου των παρορμήσεων στο δεύτερο, μοιάζει να έχει επίκεντρο τον ανεκπλήρωτο –και οριακά εκπληρωμένο, στην περίπτωση του δημοτικού συμβούλου από την Παπαδίτσα Λακωνίας...- έρωτα. Ο έρωτας είναι μια διαδικασία αυτοδιεύρυνσης, η συμπερίληψη του άλλου εντός του εαυτού είναι μια πτυχή του κι ο δόλιος ο Πάνος, απροετοίμαστος, δεν δέθηκε στο κατάρτι, ούτε έπνιξε την γυναίκα που τον οδηγούσε στην καταστροφή, ή μια οποιαδήποτε γυναίκα τέλος πάντων, για να σωθεί. Ευτυχώς λειτούργησε η μέθοδος της ανάποδης προπαίδειας.

 

Οι τρεις άντρες πρωταγωνιστές –οι Ζουγανέλης και Μπακιρτζής larger than life, πιστοί στις καλύτερες παραδόσεις της αυτοσχεδιαστικής σουρεαλιστικής κωμωδίας, ο Μπουλάς απολαυστικός στον ρόλο του μεσαίου επαρχιακού στελέχους του ΠΑΣΟΚ- παντρεμένοι με τρεις αδερφές πρέπει να τις συναντήσουν στην Θάσο για οικογενειακές διακοπές και ξεκινούν με καλές και αγαθές προθέσεις για τον προορισμό, σε μια βορειοελλαδίτικη οδύσσεια όχι βαρύχρωμη όπως συχνά απεικονίζεται, μα ζωηρή αντίθετα, χρωματιστή σαν καλοκαιρινό επαρχιακό πανηγύρι.

Απολαυστική σαν το κοκορέτσι στην Παπαδίτσα, αν θέλετε.

Και ύστερα, ήρθαν οι μέλισσες. ‘Η μάλλον οι νύμφες της Βόλβης, με μαύρο μερτσεντέ, και έκλεψαν την καρδιά και του μυαλό του Πάνου. Αλλά δεν έφταιγε κανείς άλλος, αυτός έφταιγε – έπρεπε να του ρίξει πέντε δρομολόγια ΒόλβηΠλαταμώνα, να του στρίψει, να φουντάρει στη λίμνη η κοροϊδάρα.

Κατά τα άλλα η ταινία ασκεί κριτική στο πολιτικό σύστημα το 1997, λίγο πριν την χρηματιστηριακή έκρηξη-φούσκα και το ιστορικό ρεκόρ του Χ.Α., την περίοδο των παχιών και νωθρών αγελάδων… ο Αντώνης, συγκλονισμένος από το γεγονός ότι η μάνα του ψήφισε Νέα Δημοκρατία και σχεδόν κατατονικός, προβλέπει την ελαστικοποίηση και διάλυση των εργασιακών σχέσεων.

-Πάνο, αυτός μεγάλωσε μέσα στο ΠΑΣΟΚ, αυτά τους τα μαθαίνουνε στο πρώτο μάθημα

Και ήταν πέναλτυ κύριε Πάνο;

Συνεπής κριτική στην σήψη του επαγγελματικού αθλητισμού...

...και φυσικά ο Χορός, σαν σε αρχαία τραγωδία, οι γλυκύτατες ηλικιωμένες κυρίες με την ανεξάντλητη δισκοθήκη τους γεμάτη πονεμένα σκυλάδικα, και η μία από τις δύο, η επικεφαλής του Χορού, επιφορτισμένη με το να βγάλει αποστάγματα πείρας, την προσφέρει μελωδικά σε όποιον πληγώνεται ατομικά κι εδώ δεν χωράνε μαντολινάτες και ελεκτροτάνγκο, μαντάμ…

Με τα πολλά, μετά τις αμαρτίες, κι ενώ φαίνεται πως τελικά υπάρχει ένα τέλος, μια κάποια λύσις προ της καθάρσεως, το πέρασμα στην Θάσο σαν άλλη ομηρική Ιθάκη, προκύπτει νέα στάση. Μια μικρή στάση για ξεκούραση σε άλλο ένα ξενοδοχείο από τα τόσα για να ξεκουραστούν... πάλι. «Κάθε αρχή», γράφει κάπου ο Γ. Ι. Μπαμπασάκης, «...είναι εξάλλου μια συνέχεια και το βιβλίο των συμβάντων μένει πάντοτε ανοιχτό κάπου στην μέση».

Κάθε αρχή είναι εξάλλου μια συνέχεια και το βιβλίο των συμβάντων μένει πάντοτε ανοιχτό κάπου στην μέση».

... αντί λοιπόν επιλόγου ένα τραγούδι* –ποιων άλλων, αλήθεια;- των Χειμερινών Κολυμβητών: Μουσική Aργύρη Μπακιρτζή, στίχοι Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (!) από το «Πολύ κακό για το τίποτα» σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα: Όχι άλλα κλάματα, όμορφες!

(ΣτΣ:Η εκτέλεση αυτή είναι η πρώτη, από τον δίσκο τους «Το πέρασμά σου». Η αγαπημένη μου ωστόσο, και ίσως πιο πρέπουσα σημειολογικά, βρίσκεται αμέσως μετά το «Τικ-τακ κάνει η καρδιά μου» στο ζωντανά ηχογραφημένο δίσκο τους «Όχι λάθη, πάντα λάθη» του 1997.)

Ὄχι ἄλλα κλάματα, ὄμορφες, ὄχι ἄλλα δάκρυα πιά,
πάντα ἦταν οἱ ἄντρες ἄπιστοι καὶ πλάνοι,
μὲ τὅνα πόδι στὸ γιαλὸ καὶ τ᾿ ἄλλο στὴ στεριά,
ποτὲ δὲ σταματᾶν σ᾿ ἕνα λιμάνι.

 

 

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Β. Δ.

Kαφές χωρίς ζάχαρη, ουίσκι χωρίς πάγο, τζαζ χωρίς λόγια, εποχή χωρίς Βέρα, Πειραιάς χωρίς Αθήνα