(Σημειώσεις για το νόημα στο έργο των Weber και Καστοριάδη)
Ο Wilhelm Dilthey (1833-1911), κεντρική φιγούρα της ερμηνευτικής φιλοσοφίας, είχε θέσει ως στόχο του φιλοσοφικού του προγράμματος τη θεμελίωση των επιστημών που ασχολούνται με την κοινωνία και τον άνθρωπο. Ήθελε, δηλαδή, να βρει έναν τρόπο, ώστε η γνώση στο πεδίο των επιστημών που σήμερα θα αποκαλούσαμε κοινωνικές και ανθρωπιστικές, να αποκτήσει το ίδιο κύρος με αυτό που απολάμβαναν στην εποχή του οι φυσικές επιστήμες. Προκειμένου να καταστεί αυτό δυνατό, προέβη σε μια βασική χειρονομία: υποστήριξε ότι το διακριτικό γνώρισμα των επιστημών του πνεύματος (Geisteswissenschaften) σε σχέση με τις φυσικές επιστήμες (Naturwissenschaften) είναι ότι οι πρώτες προσπαθούν να κατανοήσουν (verstehen) τον ανθρώπινο πολιτισμό, ενώ οι δεύτερες να εξηγήσουν (erklären) τα φυσικά φαινόμενα.
Με άλλα λόγια, εξήγηση είναι η προσπάθεια να βρεθούν οι φυσικές αιτίες και οι μηχανισμοί που προκαλούν τα φαινόμενα της φύσης. Λόγου χάρη, εξηγώ την ταχύτητα ενός σώματος όταν υπολογίζω τον χρόνο στον οποίο διανύει μια συγκεκριμένη απόσταση. Περαιτέρω, θα μπορούσα να ερευνήσω τις αιτίες που προκάλεσαν την κίνησή του, ότι, παραδείγματος χάρη, ασκήθηκε σε αυτό κάποια δύναμη, αλλά και τις αιτίες που το εμποδίζουν να κινηθεί περαιτέρω, όπως είναι η τριβή.
Όταν όμως το αντικείμενο της έρευνάς είναι ο κοινωνικός και ανθρώπινος κόσμος, η εξήγηση είναι ακατάλληλη μέθοδος προσέγγισης. Σύμφωνα με τον Dilthey, ο ανθρώπινος κόσμος έχει να κάνει με το πνεύμα (Geist). Σ’ εμάς τους ανθρώπους, ο κόσμος δίνεται μόνο ως μια εμπειρία που έχει πάντοτε νόημα.[1] Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, οι επιστήμες που ασχολούνται με τα ανθρώπινα πράγματα πρέπει να στοχεύουν στην κατανόηση. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, η εξήγηση της λειτουργίας των δυνάμεων συνοχής και συνάφειας που κρατούν δεμένα τα μόρια που αποτελούν ένα βιβλίο, μπορεί να μας πει ελάχιστα πράγματα (ή και απολύτως τίποτα) για το τι είναι το βιβλίο από κοινωνική άποψη. Για να καταλάβουμε τι πραγματικά είναι το βιβλίο, θα πρέπει να κατανοήσουμε το νόημά του, αλλά και τις σχέσεις μέσα στις οποίες αυτό εντάσσεται: τι σκέφτονται οι άνθρωποι που το διαβάζουν, γιατί γράφτηκε, πώς αξιολογεί η εκάστοτε κοινωνία τους συγγραφείς κλπ. Συνεπώς, για τον Dilthey, η μέθοδος που ταιριάζει στις κοινωνικές επιστήμες είναι το Verstehen, το κατανοείν, «ένα ιδιαίτερο είδος διαίσθησης και ενσυναίσθησης».[2]
~
Η επίδραση που άσκησαν οι συγκεκριμένες απόψεις του Dilthey στον Max Weber (1864-1920) είναι γνωστές και σχολιασμένες. Ο Weber, παρότι διατηρεί τις αμφιβολίες του για το κατά πόσον είναι δυνατό να πετύχουμε την κατανόηση μέσω της ενσυναίσθησης, ιδίως όταν εξετάζουμε πολιτισμούς με αξιακά συστήματα πολύ διαφορετικά από το δικό μας, ενσωματώνει εντούτοις στο έργο του την έννοια του Verstehen. Σύμφωνα με τον διάσημό του ορισμό της κοινωνιολογίας, αυτή πρόκειται για την «επιστήμη που θέλει να κατανοήσει ερμηνευτικά το κοινωνικό πράττειν και, με τον τρόπο αυτό, να το εξηγήσει αιτιακά κατά την πορεία και τις επιδράσεις του».[3] Το δε κοινωνικό πράττειν είναι αυτό «το οποίο σύμφωνα με το προσδιδόμενο νόημα του δρώντος ή των δρώντων αναφέρεται στη συμπεριφορά άλλων και προσανατολίζεται προς αυτή κατά την επιτέλεσή του».[4]
Βλέπουμε ότι, για τον Weber, η κοινωνιολογία οφείλει να δράσει κατανοητικά, γι’ αυτό και ονομάζεται verstehende Soziologie, κατανοούσα κοινωνιολογία. Κι αυτό συμβαίνει γιατί το αντικείμενό της, το κοινωνικό πράττειν, συγκροτείται με βάση το νόημα που αποδίδει ο άνθρωπος στην πράξη του. Βρίσκουμε και πάλι εδώ την ιδέα ότι το φυσικό φαινόμενο δεν μπορεί να έχει νόημα, σε αντίθεση με το κοινωνικό, το οποίο συλλαμβάνεται ως κάτι που από την ίδια του την ουσία φέρει νόημα. Σε αυτό το συγκείμενο, λέξη νόημα δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως κάτι μεταφυσικό: δεν πρόκειται για το «αληθινό νόημα» των πραγμάτων, για το «νόημα της ζωής» ή το «νόημα του κόσμου»∙ αντιθέτως, πρόκειται πολύ απλά για το νόημα που αποδίδουν οι άνθρωποι στις πράξεις τους. Αυτό το πολύ απλό και καθημερινό νόημα, ωστόσο, είναι εγγενές χαρακτηριστικό της κοινωνικής ζωής. Δεν είναι τυχαίο ότι η κοινωνική σχέση ορίζεται από τον στοχαστή επίσης με τη βοήθεια του κοινού προσανατολισμού πολλών ανθρώπων προς ένα νόημα: «Κοινωνική “σχέση” θα ονομάζεται μια συμπεριφορά πολλών ατόμων, η οποία ως προς το νοηματικό της περιεχόμενο είναι προσαρμοσμένη αμοιβαίως προς αλλήλους και είναι έτσι αντιστοίχως προσανατολισμένη.»[5]
Αυτό που αξίζει να προσεχτεί στο πλαίσιο της βεμπεριανής προσέγγισης είναι ότι το νόημα είναι σχεδόν πάντα κατά κάποιον τρόπο ατομικό. Πρόκειται για το νόημα που ο κάθε επιμέρους δρων αποδίδει στην πράξη του. Ο μοναδικός φορέας μιας νοηματοφόρου συμπεριφοράς μπορεί να είναι ένας άνθρωπος (ή πολλοί άνθρωποι, αλλά νοούμενοι ξεχωριστά, ως σύνολο ατόμων), ενώ οι συλλογικές οντότητες, όπως το Κράτος και οι διάφοροι οργανισμοί, αντιμετωπίζονται από τον Weber ως εξωτερικοί όροι της ατομική δράσης.[6]
Βεβαίως, προσωπικά θεωρώ ότι υπάρχουν σημεία του έργου του Weber, σημεία μάλιστα καθόλου αμελητέα, όπου μπορούμε να εντοπίσουμε κάποια συλλογικά νοήματα να διαδραματίζουν σημαντικό κοινωνικό ρόλο. Παραδείγματος χάρη, όλες οι βεμπεριανές πραγματεύσεις σχετικά με τις θρησκευτικές κοσμοαντιλήψεις και τις πρακτικές τους επιδράσεις πάνω στον βίο αφορούν κοινωνικά νοήματα.[7] Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο ίδιος ο Weber, αναλύοντας τη μεθοδολογία του, βάζει τον τόνο στο ατομικό επίπεδο, ανοίγοντας τον δρόμο γι’ αυτό που αργότερα χαρακτηρίστηκε «μεθοδολογικός ατομισμός» του.
~
Αυτό που ίσως θα εξέπληττε κάποιον περισσότερο απ’ ό,τι οι γνωστές σχέσεις Dilthey-Weber θα ήταν η ανακάλυψη ότι και ο Κορνήλιος Καστοριάδης (1922-1997) προσυπέγραφε τις θέσεις των Dilthey και Weber σχετικά με τη διάκριση εξήγησης και κατανόησης – όχι φυσικά αυτούσιες, αλλά επεξεργασμένες με τρόπο ώστε να ενταχθούν μέσα στο δικό του εννοιολογικό σύμπαν.
Στην πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση του Καστοριάδη με τον Γεώργιο Ευαγγελόπουλο, συνεργάτη τότε του περιοδικού Quantum, με θέμα τις σχέσεις φιλοσοφίας και επιστήμης, ο φιλόσοφος σημειώνει: «υπάρχουν τρεις στάσεις της σκέψης, της πραγματικής σκέψης. Η πρώτη στάση είναι η εξήγηση, (…) η στάση της φυσικής, και κατά ένα μέρος της βιολογίας. Εξήγηση σημαίνει να προσπαθήσουμε να αναγάγουμε ένα φαινόμενο στις αιτίες του και σε γενικούς νόμους». Υπάρχει επίσης η δεύτερη στάση, η οποία θεματοποιείται με τρόπο άκρως σχετικό με όσα θίξαμε παραπάνω. Πρόκειται για την κατανόηση, η οποία «αφορά στον ανθρώπινο χώρο, και πηγάζει από το γεγονός ότι η ανθρώπινη ιστορία και η ανθρώπινη ζωή είναι δημιουργία νοημάτων και σημασιών. (…) Θέλουμε να μάθουμε πόσων χρονών ήταν ο Θεμιστοκλής όταν πέθανε; Όχι. Θέλουμε να μάθουμε ποιες ήταν οι σημασίες, τα νοήματα πάνω στα οποία στηρίχθηκε η αθηναϊκή δημοκρατία».[8] Ας σημειωθεί παρεμπιπτόντως –αν και σε άλλο πλαίσιο θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα ολόκληρου βιβλίου– ότι η τρίτη στάση της σκέψης είναι κατά τη γνώμη του Καστοριάδη η διαύγαση, η οποία αφορά τη «δημιουργία φιλοσοφικών σημασιών που μας επιτρέπουν να σκεφτούμε το ον και τα όντα στη σύνδεσή τους και στη σχέση τους με την εμπειρία μας».[9]
Οι αναφορές στις σχετικές πραγματεύσεις του Dilthey και του Weber είναι σαφείς. Βλέπουμε κι εδώ την έμφαση στο γεγονός ότι ο κοινωνικός κόσμος είναι κόσμος νοήματος και γι’ αυτό θα πρέπει να προσεγγίζεται με έναν τρόπο σκέψης που ανταποκρίνεται σε αυτό το χαρακτηριστικό: την κατανόηση. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι σε ένα κείμενό του για τον Weber, ο Καστοριάδης σημειώνει: «Τι μπορεί να κατανοήσει κανείς; Νόημα.»[10]
Χρειάζεται, όμως, προσοχή. Όπως εντοπίζουμε τις συνάφειες, έτσι πρέπει να ανιχνεύουμε και τις διαφορές. Θα παρατηρήσουμε, λοιπόν, ότι, σε αντίθεση με τον Weber, ο οποίος όπως είδαμε αναφερόταν στο νόημα που αποδίδει στην πράξη του το άτομο, ο Καστοριάδης αναφέρεται πρωτίστως σε νοήματα κοινωνικά. Στο παράδειγμα που δίνει για την αθηναϊκή δημοκρατία, ενδιαφέρεται να συλλάβει όχι το νόημα των επιμέρους δρώντων, αλλά το μάγμα των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών, το θεσμίζον κοινωνικό φαντασιακό, τις συλλογικές παραστάσεις που θέσμισαν τη δημοκρατία. Κι αυτό γιατί, κατά τη γνώμη του, ακόμη και τα ατομικά νοήματα δεν έρχονται στα επιμέρους υποκείμενα ουρανοκατέβατα. Αντιθέτως, τα άτομα γεννιούνται μέσα σε έναν κοινωνικό κόσμο πάντοτε ήδη γεμάτο από νοήματα, αξίες και ιδέες και συγκροτούνται ως υποκείμενα της εκάστοτε κοινωνίας ακριβώς αναλαμβάνοντας αυτά τα κοινωνικά νοήματα, όπως ενσαρκώνονται μέσα στη γλώσσα της, στους θεσμούς της, στα έθιμά της.
Επιπρόσθετα, ο φιλόσοφος κάνει λόγο για δημιουργία νοημάτων. Βρίσκουμε εδώ τη σημαντική καστοριαδική έννοια της ex nihilo δημιουργίας, την οποία πραγματευτήκαμε συνοπτικά αλλού. Στο παρόν πλαίσιο, θα πρέπει να τονιστεί ότι για τον Καστοριάδη κάθε κοινωνία δημιουργεί για τον εαυτό της ένα σύμπαν σημασιών που ντύνουν με νόημα τη ζωή και τα πράγματα και ορίζουν τι σε αυτή την κοινωνία αξίζει και τι όχι, τι θεωρείται λογικό και τι όχι, και, βαθύτερα, τι υπάρχει και τι όχι. Πρόκειται για σημασίες αυθαίρετες, αφύσικες, τρελές, προερχόμενες από το φαντασιακό της κοινωνίας, από τις παραστάσεις του συλλογικού ανωνύμου. Αυτό σημαίνει Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
~
Συνεπώς, ενώ στον Weber η κατανόηση αφορά κυρίως το νόημα με βάση το οποίο ένα ατομικό υποκείμενο προσανατολίζεται στο πράττειν του, στον Καστοριάδη βρίσκουμε την πολύ ριζικότερη φαντασιακή δημιουργία κοινωνικών νοημάτων, που θεσμίζουν, κάνουν δηλαδή τους θεσμούς να είναι και μάλιστα να είναι αυτό που κάθε φορά είναι.[11]
Κοινό σημείο παραμένει η σύλληψη της κοινωνίας και της ιστορίας ως πεδίων μέσα στα οποία αναπτύσσεται το νόημα, το στοιχείο που διακρίνει τον άνθρωπο από τη φύση.
Παραπομπές
[1] Jens Zimmerman, Hermeneutics. A very short introduction, Oxford University Press, 2015, σ. 30.
[2] Hans Henrik Bruun, Science, Values and Politics in Max Weber’s Methodology, Routledge, 2016, σ. 114.
[3] Max Weber, Οικονομία και Κοινωνία 1. Κοινωνιολογικές έννοιες, (μτφρ. Θ. Γκιούρας), Σαββάλας, 2005, σ. 4.
[4] Στο ίδιο.
[5] Ό.π., σ. 27.
[6] Philippe Raynaud, Max Weber et les dilemmes de la raison modern, PUF, 1996, σ. 100.
[7] Βλ. επ’ αυτού το κείμενο του γράφοντος «Max Weber και Κορνήλιος Καστοριάδης. Συνθήκες δυνατότητας μιας συγκριτικής ανάγνωσης των δύο στοχαστών» στο πρώτο έντυπο τεύχος του Kaboom και ιδιαίτερα στη σ. 122.
[8] Κορνήλιος Καστοριάδης, Φιλοσοφία και Επιστήμη. Ένας διάλογος με τον Γεώργιο Λ. Ευαγγελόπουλο, Ευρασία, 2010, σ. 41-42.
[9] Ό.π., σ. 45.
[10] Κορνήλιος Καστοριάδης, «Άτομο, κοινωνία, ορθολογικότητα, ιστορία», στον τόμο Ο θρυμματισμένος κόσμος, ύψιλον, 1992, σ. 50.
[11] Για το –σημαντικό– γεγονός ότι υπάρχουν όρια στη δημιουργική θεσμίζουσα δραστηριότητα του φαντασιακού, βλ. εδώ.
Η κεντρική εικόνα του άρθρου είναι ο πίνακας του Paul Klee Feuer bei Vollmond [πυρκαγιά στην πανσέληνο], 1933, Museum Folkwang, Essen.