Από τότε που ήρθε στο Λονδίνο δεν μεθούσε.
Τα καλύτερα μεθύσια, του άρεσε να λέει, δεν γίνονται από καταναγκασμό. Γίνονται γιατί έρχονται με εκείνη την διονυσιακή παλίρροια που έχουν κάτι αυγουστιάτικα αττικά βράδια στον Προφήτη Ηλία που μπορείς αν το θες να πιάσεις την άκρη από το Σούνιο όπως φαίνεται φωτισμένο απέναντι από την αγαπημένη του καβάτζα για θέα, πίσω απ’το Βεάκειο, και να το δέσεις -αν πολύ το γουστάρεις- κόμπο μέχρι το Πέραμα.
Εκείνο το βράδυ ήπιε. Καμιά γύρα δεν πήγε χαμένη, καμιά πίντα μπύρας, καμιά πρόκληση και κανένα γέμισμα από το μπουκάλι. Αυτή την φορά όμως δεν ήπιε για να περάσει καλά. Δεν ήπιε καν για να μεθύσει και να ξεχάσει. Δεν ήπιε για να αφήσει τον εαυτό του να ηρεμήσει και να κοιμηθεί γιατί φοβόταν τα όνειρα που έβλεπε πια- ήπιε γιατί είχε κακό σκοπό.
Ήρθε η ώρα να κάνει μια δύσκολή κουβέντα που χρωστούσε κανέναν μήνα να κάνει και ήρθε η ώρα της.
Χρώσταγε δυο λογάκια με τον εαυτό του.
Ετοίμαζε βλέπεις ταξίδι και ήθελε να πει ένα γεια χαρά μέχρι να ξημερώσει τον παγωμένο, τον ασθενικό και ειλικρινή και ζόρικο ήλιο που χαίρονται οι Σάξονες στις ατέλειωτες βροχές του Δεκέμβρη και τα χιόνια του Φλεβάρη.
Θα τα λέγανε σήμερα περίπου ως τα χαράματα. Μετά ο καθένας θα έβλεπε τον άλλο να μπλέκεται και να ξεμπλέκεται, να δένει και να λύνει και να δένεται ξανά μέχρι την άλλη φορά που θα χρειαζόταν ο ένας τον άλλο.
Έφυγε από το Σόχο κι άρχισε να το πηγαίνει τρεκλίζοντας. Σήκωσε τον γιακά του παλτού του για να πιάσει λίγο Μπόγκαρτ και έβγαλε καινούριο πακέτο. Το κάπνισμα το είχε αρχίσει προ Χριστού, σε μια άλλη ζωή που ήταν πρωτοετής στην σχολή και θα πέθαινε ευχαρίστως για ένα κόκκινο λάβαρο.
Έτσι, άρχισε η αποψινή συνεδρία.
Θυμήθηκε ένα παλιό κτίριο του μεσοπολέμου που έκανε μάθημα και είχε ερωτευτεί παλιά, και μάθαινε να τσακώνεται για τον Μπακούνιν, μετά για τον Μαρξ, μετά για τον Λένιν και μετά για τον Πουλαντζά μπροστά από τρία τραπεζάκια- ένα μπλε, ένα πράσινο κι ένα κόκκινο της ορθοδοξίας. Και το κόκκινο αυτό του θύμισε ότι «κι αν δεν είμαστε κόκκινοι, κόκκινο είναι το χρώμα μας» που του γραψε μια βραδιά στο αδιάφορο κι έτσι, κι αλλιώς, κι αλλιώτικα και πασαλιμανιώτικα και του έστριψε το μυαλό. Ο καθένας με την γκλάβα του, υποθέτω.
Και πήγαινε να σκίσει το πλαστικό από την χρυσή κασετίνα με τα Καρέλια/ και το έσκισε/ και έβγαλε και το χαρτάκι το μπλε του φόρου καπνού εσωτερικού από πάνω προς τα κάτω/ το έκανε μικρό σκουπιδάκι/ και το πέταξε χάμω.
Και πήγε να πάρει ένα τσιγάρο και νόμισε ότι είδε τα υπέροχα δάχτυλά που τον γρατζουνούσαν να περνάνε πάνω από την κασετίνα αργά και κάπως δήθεν στην προσπάθεια να πιάσουν το απόλυτο στυλ, να περνάνε και να χαιδεύουν τα τσιγάρα μέχρι κάποιο από αυτά να πιαστεί και να βγει για θυσία στους αρχέγονους θεούς της φωτιάς, που έγραφε κι ο άλλος στον Τρυποκάρυδο.
Σοκ ένα. Και καλό. Μαζί με τον αναπτήρα που έπνεε τα λοίσθια κράτησε νοερή σημείωση πρώτον να το ελαττώσει και δεύτερον να πάρει αύριο δυο-τρεις αναπτήρες ακόμη μην και ξεμείνει.
Είχε βάλει μουσική και άκουγε. Τζέημς Μπράουν, φανκ και σόουλ και γκρούβι πολύ, τα μπιτάκια από τις ηλεκτρικές του σπάγανε λίγο τα αρχίδια ώρες ώρες.Αλλά βλέπεις ήθελε να είναι ζωηρός μέχρι να φτάσει και, προκειμένου να ακούει το καυλωμένο γρέζι του Τζέημς για παρέα, τα ανέχοταν κι έλεγε κι ένα τραγούδι (όχι με τόσο γρέζι…).
Συνοδεία "Papa’s got a brand new bag" το λοιπόν έφτασε στην Λέιστερ Σκουέαρ και κόζαρε λίγο τις γκόμενες που περπατούσαν στην λονδρέζικη δρομιάρικη μπίχλα με το μετέωρο βήμα του ξερατού. Η παρακμή του έφτιαξε σχετικά την διάθεση και έμεινε λίγο ακουμπησμένος στο χαμηλό στηθαίο.
Δύο πράγματα του άρεσαν εδώ τόσο όσο το να βλέπει ξεκάθαρες μπροστά του τις έννοιες σαν σε καρτ ποστάλ όπως τώρα: τα σοκάκια με τούβλα και τα γκρίζα πεζοδρόμια με λίγη βροχή, λίγη λάσπη και μαύρες τσίχλες κολλημένες εσαεί.
Μετά βαρέθηκε και βιάστηκε και μπήκε στο τελευταίο βαγόνι. Βγήκε στην Γέφυρα του Λονδίνου.
Δεν είχε πολύ κόσμο τώρα και την ώρα που την περνούσε ήταν μόνος του αλλά τίγκα στα φώτα. Χρειαζόταν για να σκεφτεί να δει νερό. Ο Τάμεσης δεν ήταν το νερό που είχε μάθει να κοιτάζει και να ρωτάει για απαντήσεις, ήταν το νερό που είχε πιο εύκαιρο απόψε που η νύχτα ήταν κακιά.
Στον Πειραιά γούσταρε να είναι γιατί δυο νερά είχε μάθει να αγαπάει τόσο και κοιτάζαν και τα δύο την Μάρε Νόστρουμ και σφίζανε σοφία: το λιμανάκι στο Κερατσίνι κάτω από το φουγάρο της ΔΕΗ που αράζανε τα ψαροκάικα με τους Αιγύπτιους τα βράδια και χάζευε τις φωτιές που ανάβανε απέξω να ζεσταθούν και το Πασαλιμάνι, από Ζέα μεριά, που πέρασε την τελευταία φορά και είπε ότι δεν θα ξαναπάει να μην θυμάται.
Απόψε δεν το έπαιζε ιστορία και καμπόσος κι άνετος ως του άρεσε και το πρόβαρε τακτικά, φόραγε άλλωστε παλτό και κασκόλ αλλά γυμνός ένιωθε κατά βάση – κι έδωσε μια μπουνιά αψυχολόγητη για το γαμώ το κέρατό μου πάνω στην γέφυρα και ξεράθηκε στον πόνο - και το κρύο του γάμησε κι άλλο τα χέρια που κάνανε υγρούς κόκκινους κόμπους και σιγουρεύτηκε ότι το χρώμα του από μέσα ήτανε κόκκινο ακόμη κι άρα όλα καλά, ώρα και για άλλο τσιγάρο.
Κοίταζε και ξανακοίταζε και άνοιξε το στόμα του. Κατέβασε μια ρουφηξιά, το ένιωσε στον πάτο , το ξεφύσηξε από τα ρουθούνια και, ως συνήθως συμβαίνει στα πρώτα γυρίσματα, το αναπάντεχο έσκασε ως μοιραίο κι από κάτω πέρασε μια μαούνα με σκουπίδια. "Να θες να στήσεις ένα γαμημένο σενάριο στο φαντασιακό σου και να μην σε αφήνει το γαμωπόταμο", σκέφτηκε και γέλασε.
Πάνω στην ώρα είδε και τον εαυτό του. Καθόταν πάνω στα σύρματα της γέφυρας, ήταν αρκετά ψηλά και μάλλον επικίνδυνα για κάθε εαυτό αλλά ήξερε ότι ο συγκεκριμένος μαλάκας δεν χαμπάριαζε και δεν γλιστρούσε εύκολα. Έκατσε οκλαδόν στο πλάι της μιας άρθρωσης που έκανε σαν μικρό μπαλκονάκι, την άραξε, έβγαλε το μικρό φλασκί του, κατέβασε και μια τζούρα Λαγκαβούλιν. Και πάντως αν δεν άρχισε έτσι, άρχισε κάπως σαν-
«Aυτές οι τέλειες οι ατέλειές της».
Φύσηξε λίγο καπνό. Ο εαυτός του στα ψηλά μάλλον δεν τον πρόσεχε, περπατούσε τώρα κατα μήκος του σύρματος που κρατούσε την γέφυρα και ισορροπούσε.
«Συνέχισε, μην σκαντζάρεις!», του φώναξε.
Στην άκρη του Τάμεση πέντε-έξι πάπιες έριχναν τον ύπνο του δικαίου και ένα ζευγάρι έπαιρνε φωτογραφίες το Σίτυ με το Θησαυροφυλάκιο. Άναψε το επόμενο τσιγάρο με την ετοιμοθάνατη κάφτρα από το προηγούμενο.
Ήπιε μια γουλιά. Μετά έφτυσε κάτω και θυμήθηκε πάλι αυτή, πάλι μια ηλίθια λεπτομέρεια που δεν έπρεπε να θυμάται, να του λέει ότι μικρή έφτυνε με τον αδερφό της από το μπαλκόνι της στον δρόμο και γέλασε. Αυτή την φορά ήταν λίγο πιο πικρό το γέλιο, σαν κάγχασμα βγήκε και σαν δάκρυ που πάγωσε γρήγορα με τα μποφόρ. Ο άλλος κατάλαβε ότι ήρθε η ώρα να σταματήσει να μαλακίζεται στα ψηλά και κατέβηκε δίπλα του με ένα σάλτο- φορούσε κάτι γυαλιά κοκκάλινα, ένα παλιό μαύρο ημίπαλτο και κάτι φθαρμένες καφέ μπότες γεμάτες γδαρσίματα.
«Φέρε τσιγάρο».
Το έφερε λίγο να ακουμπήσει στο φως μιας από τις λάμπες και εκεί άναψε κατευθείαν.
«Δεν ξέρω τί μου άρεσε περισσότερο πάνω της ξέρεις. Νόμιζα ότι είναι τα μάτια της στην αρχή. Τα μάτια της είναι...»
«Ξέρω, ναι. Τα μάτια της είναι, άφησε το έτσι. Ξέρω.» Σώπασαν για λίγο και οι δύο. Η ώρα ήταν τέσσερις τα χαράματα. Κυριακής. Ξεφύσηξε κάπνό που ήταν αόρατος, με την άκρη να καίγεται και στάχτη να μην γίνεται.
«Ξέρεις και κάτι άλλο; Έχω διαβάσει πολλά κι έχω κάνει το μερτικό μου από ταξίδια. Αν θες πολλά έχουν δει τα μάτια μου κι ωστόσο το χαμόγελό της ήταν πάντα τόσο αχαρτογράφητο. Και μυστήριο. Ήταν –είναι υποθέτω ακόμα- όμορφο και αυθάδικο, σκανταλιάρικο. Μια στις τόσες ήταν όμως τόσο θλιμμένα καλόβολο και ευγενικό και προστατευτικό, ένα χαμόγελο που όμοιο του δεν... Είναι μπροστά σου πάντα, ό,τι πας να σκεφτείς το νιώθει από διαίσθηση και αυτή το ξέρει και γελάει με αυτό, και γελάει και μαζί σου που όλο...»
«Ξενυχτάς, και καινούρια στέκια ψάχνεις για να πας, και αν είναι να συνεχίσεις τα κλισέ και την δισκογραφία όλων των μελαγχολικών σου αστών θα ξημερώσουμε και θα πρέπει να φύγω, οπότε αν μπορείς ξεκόλλα».
Άντε γαμήσου... σκέφτηκε. Την άραζα και μόνος μου αν ήθελα να μου το τρίβεις στα μούτρα. Κι ωστόσο η επόμενη γουλιά όμως του ξανάνοιξε το στόμα.
«Περίπου δεν είχα επιλογή. Δεν ξέρεις πώς είναι να-»
«Πώς είναι τί; Φέρε τσιγάρο».
«Τσιγγάρο... με δύο γ.», χαμογέλασε πικρόχολα και του έτεινε την κασετίνα. «Αυτή η γεύση από κεράσι...»
Στον βαρύ αέρα ακούστηκαν οι πρώτες νότες από το “As time goes by”. Παραισθήσεις ή η καλύτερη αυθυποβολή του κόσμου. Δεν είπε τίποτα στον εαυτό του, προτίμησε να το βουλώσει- για κάποιον που ακόμη κι οι μουσικές φαντασιώσεις του είναι κλισέ, το βρήκε επιβεβλημένο. Σαφώς.
Σιωπή. Μόνο ο αέρας γύρω από το κουβούκλιο που τους προστάτευε καθισμένους με τα πόδια απλωμένα, και η κάφτρα του τσιγάρου. Την έσπασε μια παρέα από μεθυσμένους που περνούσε και γκάριζαν όλοι φάλτσα.
Ο άλλος ρούφηξε άλλη μια φορά το τσιγάρο, ελευθέρωσε τον καπνό και είπε (...κάτι σαν) «Εκτιμώ ότι δεν άρχισες τις προιστορίες περί "Βιβλίου συμβάντων & αναφορών" - Διαχρονικού - φαλιμέντου Μούντο. Το εκτιμώ αλήθεια. Και δεν με νοιάζει πολύ που αναλώνεσαι πάλι στα ίδια. Συνέχισε μα θυμήσου- η νύχτα τελειώνει».
Το σκοτάδι άρχισε να σπάει. Ο συνομιλητής του ήταν ακόμη ευδιάκριτος και μαυροντυμένος αλλά άρχιζε να γίνεται διάφανος με κάποιο τρόπο, να σπάει κι αυτός με έναν τρόπο περίεργο σαν καπνός ή σαν αιθάλη. Η αυγή ήταν κοντά. Ο ουρανός γινόταν μπλε και στο κάτω του κόκκινος. Μίλησε και η φωνή του ήταν βραχνή.
«Άκουσε», είπε. «Δεν έχει σημασία τί νομίζεις και τί πιστεύεις. Σημασία έχουν οι πράξεις. Όσον αφορά τις καλές προθέσεις ο δρόμος για την κόλαση βρίθει. Τα υπολόγισες λάθος, έπεσες έξω. Ξέρω ότι θέλεις να μου πεις κι άλλα – τα ξέρω όλα. Τώρα σκάσε. Θα φύγω. Θα ζει στο ανυπότακτο κομματάκι στο κέντρο της καρδιάς. Από συντεταγμένες άλλο τίποτα. Εκείνο το βράδυ που ξύπνησες στον ύπνο σου για να την βρεις και να την ξαναγκαλιάσεις- τότε μπήκε και δεν φεύγει. Μάθε το και ζήσε με αυτό. Θα τα ξαναπούμε κάποια στιγμή, μέχρι τότε... See you later, alligator, κι ο Μπήλι Χάλευ με τους κομήτες του».
Την στιγμή εκείνη ένα καράβι πέρασε κάτω από την γέφυρα και με την κόρνα του τρόμαξε τους κοιμισμένους γλάρους. Γύρισε να το δει- η πρώτη ακτίνα του ήλιου του χαμογέλασε... όπως γελούσε κάποτε αυτή. Ήταν μια νέα μέρα. Είχε ξημερώσει κάποια Κυριακή μιας ημερομηνίας που κι αν είχε νόημα, δεν είχε πια εδώ. Ή κι οπουδήποτε αλλού, για να λέμε την αλήθεια.
Στην γέφυρα είχε απομείνει μόνος του πια, μόνη παρέα ένα άδειο πακέτο τσιγάρων. Άδειο;...
Κ ι έτσι εκείνο το ξημέρωμα στην γέφυρα, με το χέρι ακόμα ματωμένο από την μπουνιά στον τοίχο, πέταξε το πακέτο στο ποτάμι από κάτω. Μετά άνοιξε λίγο το πουκάμισό του στο ύψος του στήθους και ψαχτά το άνοιξε και τράβηξε την καρδιά του έξω.
Δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο, σκέφτηκε. Για κάτι που μπορούσε να προξενήσει τόση ζημιά, περίμενε κάτι πιο εντυπωσιακό. Την τύλιξε όπως-όπως στο κασκόλ που φορούσε και έφυγε. Έκοψε όμως ένα κομμάτι και το πέταξε στον αέρα. Το μισό το έφαγαν οι γλάροι, το άλλο μισό όμως θα βρήκε λογικά τον δρόμο του για την Βόρεια Θάλασσα κι αν όχι για εκεί, για κάποια όχθη του Τάμεση ανάλογα με την άμπωτη και την παλίρροια και την φάση του φεγγαριού και κάτι τέτοια σκηνικά, θα έκοβε τις βόλτες της στην Μάγχη ή θα άραζε για κανένα μήνα στα χαλίκια κάτω από τα κάγκελα του πεζοδρομίου.
Στον δρόμο του για το αεροδρόμιο έκοψε άλλο ένα κομμάτι από την καρδιά. Αυτή την φορά το ταχυδρόμησε στο Παρίσι. Ένας παλιός φίλος του από τα χρόνια της χολέρας που πάλευε με τις σάρκες του κάπου εκεί θα την παραλάμβανε και θα έβρισκε και το απλό γράμμα που του ζητούσε να την ρίξει στον Σηκουάνα.
«Επειδή πάντα θα έχουμε το Παρίσι», του έγραφε. «Και δεν έχω πού αλλού να την πάω». Θα καταλάβαινε ο φίλος του. Είχε ταΐσει κι αυτός την δική του καιρό τώρα σε κάτι κλοσάρ κωλόγατα στους κάδους με τα σκουπίδια στην πίσω αυλή και θα τον εξυπηρετούσε χωρίς πολλά. Θα καταλάβαινε.
Με τα πολλά προσγειώθηκε στα Σπάτα και μετά στον Πειραιά του- τον δικό του Πειραιά. Μια στάση έκανε πίσω από τον Ηλεκτρικό στο λιμάνι, μπήκε σε ένα μαγαζί με ναυτικά είδη, πλήρωσε με κάτι τελευταία ευρώ που είχαν ξεμείνει από την τελευταία φορά και βγήκε με μια μαύρη τσάντα.
Ένα μικρό κομμάτι είχε μείνει πια από την καρδιά. Το περίεργο ήταν ότι αντί να σαπίσει τελείως, είχε γίνει ξανά κόκκινο και έχυνε αίμα στο κασκόλ σαν να μην ήταν εδώ και ώρες ένα κομμάτι κρέας εκτός ψύξης. Έφτασε στο Πασαλιμάνι. Πήγαιναν τώρα πολλές ώρες χωρίς κάτι να τον κρατάει ζωντανό (και είχε αρχίσει να κουράζεται...) αλλά το είχε πάρει απόφαση.
Βοηθούσαν τα ελληνικά τσιγάρα αλλά όσο για μουσική δεν άντεχε άλλο τον Τζέημς Μπράουν και το καυλωμένο το γρέζι του, και δεν είχε και επιλογή γιατί τα ακουστικά είχαν μπλεχτεί στο κασκόλ και μούσκεψαν και χάλασαν κι αυτά. Οπότε άρχισε να ψελλίζει κάτι ρεμπέτικα, πενήντα γιατί έτσι άκαρδος και παγωμένος που είχε μείνει ήταν ακόμη πιο εύκολο να κυλιστεί στα κλισέ του και πενήντα γιατί αυτά του φάνηκαν πρέποντα για την κηδεία μιας καρδιάς που ήθελε να την λέει ρεμπέτικη. "Για το μίζερο τελευταίο κομματάκι της, έστω".
Έφτασε στην άκρη της Ζέας. Το είχε διαβάσει ότι όσο έλειπε ένα κότερο είχε πέσει στον μικρό φάρο και τον γκρέμισε αλλά τώρα που ήταν εκεί ένιωσε ότι χωρίς το φως, του έλειπε κάτι για να κάνει σκηνικό αλά γαλλικό σινεμά και μποέμικο μπαράκι. Έστησε ένα τσιγάρο όρθιο και το άναψε, έκανε λίγη δουλειά ή έτσι του φάνηκε. Έλυσε το κασκόλ και έβγαλε ό,τι είχε μείνει μέσα.
Ένιωσε ότι ήθελε να πει κάτι για το καλό αλλά το μόνο που του ήρθε ήταν μια κουβέντα του Βαμβακάρη, «Μ ’αρέσουν οι καρδιές σαν την δικιά μου», ψιθύρισε και μετά φώναξε ("Μ'ΑΡΕΣΟΥΝ ΟΙ ΚΑΡΔΙΕΣ ΣΑΝ ΤΗΝ ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ") και μετά πέταξε το υπόλειμμα όσο πιο μακριά μπορούσε. Μια βόλτα στον Σαρωνικό την είχε κερδίσει με το παραπάνω.
Κάθισε σε έναν κάβο, άνοιξε την τσάντα που είχε αγοράσει πίσω από τον Ηλεκτρικό και έβγαλε μια χάλκινη προπέλα. Την πλήρωσε λίγο παραπάνω αλλά τι διάολο...
Ο έμπορος ήταν μάγκας και ήξερε την δουλειά του. Άνοιξε λίγο το πουκάμισο πάλι και την έβαλε όπου βρήκε κενό. Έκλεισε τα κουμπιά κι ένιωσε καλύτερα κατευθείαν. Ανάσανε χωρίς άγχος μετά από μήνες. Πήγε προς τα πίσω. Πλύθηκε λίγο με ένα εμφιαλωμένο από το περίπτερο και ξεκίνησε για ένα ουίσκι στο πρώτο μπαράκι που θα έβρισκε και δεν θα είχε πάει ποτέ πριν για να την βαφτίσει.
Ο έμπορος ήταν μάγκας και ήξερε την δουλειά του... «Αξεπέραστη μακροβιότητα», του είπε. «Τουλάχιστον 10-15 χρόνια θα αντέξει. Και πέρασα πάνω και ρητίνη, θα διαβρωθεί ακόμη πιο αργά. Από κόστος συντήρησης τα συνηθισμένα και πολύ αποδοτική. Αν δεν σου κάνει, έλα να μου την τρίψεις στην μούρη.»
-Και τον πάγο; Σπάει τον πάγο;
-Ε όχι ρε μάστορα, δεν θα τα καταφέρει με τον πάγο. Ποιον πάγο, είναι πολύ μικρή για αυτή την δουλειά, πώς σου ήρθε;