Επικαιρότητα

Η νέα ζωή στην πόλη: πώς βιώνουν οι Ταλιμπάν τη ζωή στην Καμπούλ

από kaboomzine

του Sabawoon Samim

μετάφραση-πρόλογος: Στέφανος Μπατσής

Η κατάληψη της Καμπούλ τον Αύγουστο του 2022 κατέκλυσε τις οθόνες μας με εικόνες μαχητών Ταλιμπάν ως άλλο déjà-vu της πρόσφατης ιστορίας, το τέρας πετάγεται κάτω από το κρεβάτι ξανά και ξανά και ξανά. Η απεικόνιση των Ταλιμπάν από τα δυτικά μίντια είναι εκείνη του γκροτέσκου, του αλλόκοτου, του γελοιογραφικού είναι επίσης εκείνη του αγνού κακού, του μοχθηρού, του αποκρουστικού. Οι Ταλιμπάν ποζάρουν περιχαρείς με τα φαρδιά τους παντελόνια και τα παλιοκαιρισμένα τους όπλα και ραβδίζουν γυναίκες σε δημόσια θέα (εδώ ίσως να παίζουν και πλάνα αρχείου) ή διασκεδάζουν να κάνουν συγκρουόμενα με τα υποπολυβόλα ανά χείρας και να σηκώνουν βάρη σε γυμναστήρια που εγκαταλείφθηκαν κακήν κακώς από τους παλιούς τους επισκέπτες. Με τρόπους αναμενόμενα δυτικούς, οι Ταλιμπάν απανθρωποποιούνται και παραμένουν θεμελιωδώς ξένοι και εχθρικοί. Για να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις, δεν προτείνουμε επ’ ουδενί να ανοίξουμε παρτίδες με τους Ταλιμπάν –είναι περίεργοι καιροί για νέες φιλίες–, αλλά να στρέψουμε το βλέμμα στην εξωτικοποιημένη τους χώρα και στο ίδιο το κίνημά τους που κι εκείνο, μεταξύ άλλων, καθόρισε τη φυσιογνωμία της ευρύτερης περιοχής, της σχέσης Ισλάμ και πολιτικής οργάνωσης, του μοντέρνου πολέμου, και που η κατακλυσμιαία αναπαραγωγή και οι προσλήψεις της εξάσκησαν το βλέμμα μας στο πώς να αναγνωρίζει το σύγχρονο κακό, τη βαθύτερη απειλή.

Το κείμενο που μεταφράζουμε δεν προσφέρει κάποια μεγάλη ανάλυση για το κίνημα ή το Αφγανιστάν – ο σχολιασμός που περιέχει είναι υποτυπώδης και κινείται στα όρια του αυτονόητου. Φωτίζει, εντούτοις, πτυχές της σημερινής ζωής των Ταλιμπάν εκείνων που κλήθηκαν να στελεχώσουν τον κρατικό μηχανισμό ύστερα από την παλινόρθωση του Εμιράτου. Μέσα από συνεντεύξεις με πρώην μαχητές, αντιλαμβανόμαστε την εν τω γίγνεσθαι συγκρότηση και διοικητική οργάνωση του Αφγανιστάν. Παρατηρούμε το πώς προβληματοποιείται η ζωή σε μια μεγαλούπολη όπως η Καμπούλ και αντικρίζουμε τη νοσταλγία και τη δυσκολία μετάβασης σε κάτι λιγότερο περιπετειώδες και περισσότερο ελεγχόμενο, που καταλείπει η επί μακρόν αφοσίωση στη ζωή του αντάρτικου. Ερχόμαστε σε επαφή με το αναπάντεχο όταν τα λεγόμενα των Ταλιμπάν προσκρούουν στις σχηματισμένες μας θέσεις, αλλά και διασκεδάζουμε με τις δυσκολίες της καθημερινότητάς τους, μιας και το γκροτέσκο και γελοίο στοιχείο δεν μπορεί –και ίσως δεν πρέπει κιόλας– να εξοριστεί παντελώς.

Το ενδιαφέρον για το Αφγανιστάν και τους δρώντες σε αυτό περνάει φυσικά μέσα από τη σχηματοποίησή του ως «νεκροταφείου αυτοκρατοριών», την πιλοτική και ατελή αμερικανική ανοικοδόμησή του, την εγγενή σχέση του με το βαθύ παρελθόν μιας κοντινής μας περιοχής αλλά και με τα προσεχώς που απαιτούν γνώση, κριτική και ξερίζωμα των παλιών, δύσχρηστων προκαταλήψεων. Όμως, για εμάς, οφείλει να τέμνεται και με την αγωνία της συμβίωσης, του από κοινού που επιθυμούμε να κατακτήσουμε με τους χιλιάδες αφγανούς συμπολίτες μας,[1] των οποίων οι κοινότητες χτίζονται, μεγαλώνουν και παλεύουν να ευημερήσουν. Ορισμένοι μπορεί να διέφυγαν του κινδύνου των Ταλιμπάν, άλλοι παλιότεροι να ήταν ακόμη και συμπαθούντες προς τους σκοπούς και τη δράση του κινήματος, ενώ πολλοί εγκατέλειψαν ένα κράτος ρημαδιό που δεν προοιωνιζόταν τίποτα το ευχάριστο – σε κάθε περίπτωση, έχουν δίκιο. Ακούγεται κομματάκι φιλελεύθερο το κάλεσμα σε γνώση και κατανόηση, αλλά κάλλιστα μπορεί και πρέπει να εγγράφεται στην καθημερινότητα όσων, ατομικά ή συλλογικά, αφενός διατηρούν το αντιρατσιστικό φρόνημα ψηλά κι αφετέρου πασχίζουν να καταλάβουν πώς μπορούμε να πάμε κάποια βήματα παρακάτω, υπερπηδώντας ψηλούς φραγμούς και αποφεύγοντας ολισθηρά σημεία της διαδρομής – και το κάνουν πρώτα και κύρια μετρώντας ύψη και αναλύοντας κινδύνους.

Το κείμενο αποτελείται από μια μικρή εισαγωγή των συντακτών του Afghanistan Analysts Network, ενώ το κυρίως σώμα από πέντε συνεντεύξεις Ταλιμπάν που άλλοτε ανήκαν στις τάξεις του αντάρτικου και σήμερα εργάζονται στη δημόσια διοίκηση του νέου καθεστώτος, στην Καμπούλ, καθώς κι από ένα επιλογικό σχόλιο του συγγραφέα. Εθνογραφικής κατεύθυνσης, θίγει ζητήματα όπως η αστικοποίηση, η ένταση κέντρου-περιφέρειας, η δυναμική του συντηρητισμού και του εκσυγχρονισμού, η σχέση ιδεολογίας και βιωμένης πραγματικότητας – ζητήματα που μας έχουν απασχολήσει και στο παρελθόν.

~*~

Ένας μεγάλος αριθμός μαχητών Ταλιμπάν μετακινήθηκε σε αστικές περιοχές του Αφγανιστάν ύστερα από την κατάληψη της εξουσίας από πλευράς τους, με πολλούς εξ αυτών να βιώνουν τη ζωή στην πόλη για πρώτη φορά. Αυτοί οι μαχητές, αρκετοί εκ των οποίων κατάγονται από χωριά, είχαν ζήσει ταπεινές ζωές, απολύτως επικεντρωμένες στον πόλεμο. Η κατάστασή τους μεταβλήθηκε άρδην μετά τη νίκη των Ταλιμπάν. Ο Sabawoon Samim έκανε συνεντεύξεις με πέντε μέλη των Ταλιμπάν που ήρθαν για να ζήσουν στην Καμπούλ, μια πόλη που αντιμετώπιζαν ως την καρδιά της «ξένης κατοχής» με την «κυβέρνηση μαριονέτα» της κι έναν πληθυσμό εκφυλισμένο από τους τρόπους της Δύσης. Πώς βρήκαν την πραγματική Καμπούλ και τους ανθρώπους της και πώς βλέπουν το ότι πρέπει να βγάζουν για πρώτη φορά τα προς το ζην, να δουλεύουν ώρες γραφείου και να ζουν σε μια πόλη γεμάτη κίνηση κι εκατομμύρια άλλους κατοίκους.

Στον απόηχο της κατάληψης της εξουσίας στο Αφγανιστάν τον Αύγουστο του 2021, ένας μεγάλος αριθμός πεζικάριων Ταλιμπάν εξόρμησε στην πρωτεύουσα της χώρας, την Καμπούλ. Για πολλούς, γεννημένους σε οικογένειες της υπαίθρου και με τις ενήλικες ζωές τους να έχουν αφιερωθεί εν πολλοίς στο πεδίο της μάχης, ήταν η πρώτη τους φορά στην πρωτεύουσα. Δεν είχαν καν γεννηθεί ή ήταν ακόμη παιδιά όταν το πρώτο Εμιράτο των Ταλιμπάν κατέρρευσε. Ακόμη κι οι μεγαλύτεροι, που είχαν βιώσει τη ζωή σε μια μεγαλούπολη σαν την Καμπούλ, θα ανακάλυπταν ότι η αφγανική πρωτεύουσα του 2021 ήταν πολύ διαφορετική από την τελευταία φορά που οι Ταλιμπάν κυριαρχούσαν εκεί – τα ερείπια του εμφυλίου πολέμου είχαν ανοικοδομηθεί από καιρό, η ίδια η πόλη είχε μεγαλώσει σημαντικά και ο πληθυσμός πολλαπλασιάστηκε. Ορισμένοι από τους νεοφερμένους εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην πόλη και θέλαμε να διαπιστώσουμε πώς βίωσαν αυτή την απότομη αλλαγή και ποιες ήταν οι σκέψεις τους για την Καμπούλ – και τους παλιούς της κατοίκους.

Για τον σκοπό αυτό, ο συγγραφέας διεξήγαγε λεπτομερείς συζητήσεις με πέντε μέλη του κινήματος σχετικά με τη νέα –μετά την κατάληψη της εξουσίας– ζωή τους. Οι ηλικίες τους κυμαίνονται από τα 24 έως τα 34 και είχαν περάσει 6 με 11 χρόνια στους Ταλιμπάν, σε διαφορετικές βαθμίδες: ένας διοικητής Ταλιμπάν, ένας ελεύθερος σκοπευτής, ένας υποδιοικητής και δύο μαχητές. Κατάγονταν, αντίστοιχα, από τις επαρχίες Πακτίκα, Πακτιά, Βαρντάκ, Λογκάρ και Κανταχάρ.

Όλοι οι συνεντευξιαζόμενοι είχαν περάσει τα χρόνια της διαμόρφωσής τους στους Ταλιμπάν, κατά κανόνα ήδη από την εφηβεία τους. Ύστερα από την πτώση της Ισλαμικής Δημοκρατίας, εξασφάλισαν δουλειές στη νέα κυβέρνηση. Δύο διορίστηκαν σε ρόλους δημοσίου υπαλλήλου, ενώ οι άλλοι τρεις στον τομέα της ασφάλειας, ένας στο Υπουργείο Εσωτερικών και οι άλλοι δύο στις ένοπλες δυνάμεις. Όλοι τους ζουν σήμερα στην Καμπούλ χωρίς τις οικογένειές τους κι επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους κατά τη διάρκεια των διακοπών. Οι τέσσερις από τις πέντε συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν τον Οκτώβριο του 2022 και η τελευταία τον Νοέμβριο, όλες πρόσωπο με πρόσωπο στην Καμπούλ. Οι συνεντεύξεις έτυχαν ελαφράς επιμέλειας χάριν σαφήνειας και ροής.

Οι συνεντευξιαζόμενοι αναφέρονται στη «φάτχα». Είναι η αραβική λέξη για την κατάκτηση ή τη νίκη και χρησιμοποιείται όταν νέοι τόποι «ανοίγονται» για τους μουσουλμάνους νικητές, ή τόποι «επανακτώνται» από μη Μουσουλμάνους. Αναφέρονται επίσης στον πόλεμο ως τζιχάντ και στους εαυτούς τους ως μουτζαχεντίν. Λένε ότι πάνε σε «τασκίλς» – συγκεκριμένες περιόδους του χρόνου όπου βρίσκονται μακριά από τα σπίτια τους πολεμώντας.

Στην ιεραρχία των Ταλιμπάν, οι μαχητές είναι οργανωμένοι σε «ομάδες», σχηματισμούς λίγων δεκάδων αντρών κάτω από τις διαταγές ενός υποδιοικητή, γνωστού ως «σαρ» (επικεφαλής της ομάδας). Κάμποσες ομάδες μαζί συγκροτούσαν ένα «ντιλγκάι», που βρισκόταν υπό την ηγεσία ενός ανώτερου διοικητή, γνωστού ως «ντιλγκάι μεσρ». Ο τελευταίος σχετιζόταν άμεσα με τη Στρατιωτική Επιτροπή του Εμιράτου.

Μέσα στο κείμενο, οι συνεντευξιαζόμενοι αναφέρουν τους παλιούς τους διοικητές σαν «Μαλάι Σαχίμπ», ως ένδειξη σεβασμού, συνδυάζοντας τον όρο που χρησιμοποιείται για τους ανώτατους θρησκευτικούς λόγιους με τη λεξη που αντιστοιχεί στο «κύριος».

Ομάρ Μανσούρ, 32, περιοχή Γιάγιακελ της επαρχίας Πακτίκα, παντρεμένος και πατέρας πέντε παιδιών, επικεφαλής ομάδας

Γεννήθηκα στο βόρειο Γουαζιριστάν, αλλά πέρασα την παιδική μου ηλικία στη Γιάγιακελ. Ξεκίνησα την εκπαίδευσή μου στο τζαμί του χωριού κι έπειτα μετακινήθηκα σε έναν μικρό μεντρεσέ,[2] χτισμένο στα χρόνια του πρώτου εμιράτου σε γειτονική περιοχή. Την εποχή της αμερικανικής εισβολής, ήμουν μονάχα 11 χρονών. Εξαιτίας της εισβολής και των αδιάκριτων βομβαρδισμών και νυχτερινών επιδρομών που ακολούθησαν, ήμουν αποφασισμένος ότι η τζιχάντ εναντίων των ξένων[3] ήταν υποχρέωσή μου.[4] Είχα προλάβει να σπουδάσω μέχρι τη 12η τάξη[5] του μεντρεσέ, όταν εγκατέλειψα το υπόλοιπο των σπουδών μου, και για τα επόμενα περίπου 14 χρόνια, πήγαινα σε τασκίλ.

Η τζιχάντ ήταν ήδη σε πλήρη εξέλιξη στην περιοχή μας εκείνη την περίοδο. Έκανα τα τρία πρώτα τασκίλ μου στη Γιάγιακελ κι ύστερα μετεγκαταστάθηκα στην επαρχία Κουνάρ. Το υπόλοιπο της τζιχάντ μου έλαβε χώρα σε διάφορες επαρχίες, συμπεριλαμβανομένων των Λαγκμάν, Νανγκαράρ, Πακτιά, Πάκτικα και Γκαζνί. Αρχικά έγινα υποδιοικητής της ομάδας μας στο ντιλγκάι του Μαλάι Σαχίμπ κι έπειτα διοικητής της.

Ευλογημένος να είναι ο Αλλάχ, μετά τη φάτχα ο Μαλάι Σαχίμπ με σύστησε στον Υπουργό [το όνομά του δεν αναγράφεται] και του ζήτησε να με διορίσει κάπου. Τοποθετήθηκα σε θέση τρίτης βαθμίδας, σαν προϊστάμενος γραφείου.[6]

Δεν έφερα την οικογένειά μου στην Καμπούλ. Τα ενοίκια είναι πολύ ακριβά για εμάς, τη στιγμή που το εισόδημά μας δεν ξεπερνά τα 15.000 αφγάνι [περίπου 180 αμερικανικά δολάρια]. Επαρκούσαν πλήρως για τη Γιάγιακελ αλλά όχι για την Καμπούλ. Αμέσως μόλις, με τη θέληση του Θεού, αποκτήσω έναν καλό μισθό, θα φέρω την οικογένειά μου εδώ.

Ήταν η πρώτη μου φορά στην Καμπούλ. Είχαμε ακούσει στο ραδιόφωνο κι από ανθρώπους που είχαν ταξιδέψει εκεί ότι ήταν πολύ όμορφα κατασκευασμένη από τους Αμερικανούς και τον [Χαμίντ] Καρζάι.[7] Αλλά ακόμη κι έτσι, καταλαβαίνεις, δεν είναι όσο όμορφη θα έπρεπε. Οι Αμερικανοί έφεραν ανείπωτα χρηματικά ποσά, αλλά αντί να τα ξοδέψουν για μια υψηλού επιπέδου οικοδόμηση της πόλης,[8] τα περισσότερα κατέληξαν στις τσέπες του [στρατάρχη Κάσεμ] Φαχίμ [του εκλιπόντος αντιπροέδρου και στρατιωτικού ηγέτη της συμμαχίας Σούρα-ε-Νιζάρ/ΝΑΤΟ[9]], του Καρζάι και των ομοίων τους. Όμως, θεωρώ, είναι η πιο θαυμαστή πόλη στο Αφγανιστάν. Σε αντίθεση με την Καμπούλ, η Πακτίκα μας μοιάζει πολύ απογοητευτική. Είναι σαν η κυβέρνηση του Καρζάι να διέθεσε όλα τα χρήματα στην Καμπούλ.

Αυτό που δεν μ’ αρέσει στην Καμπούλ είναι αυξανόμενες καθυστερήσεις εξαιτίας της κίνησης. Την περασμένη χρονιά η κατάσταση ήταν ανεκτή, αλλά τους τελευταίους μήνες γίνεται ολοένα και πιο μποτιλιαρισμένη. Οι άνθρωποι παραπονιούνται πως οι Ταλιμπάν έφεραν φτώχια, αλλά βλέποντας όλη αυτή την κίνηση και τους μεγάλους αριθμούς ανθρώπων στα παζάρια και τα εστιατόρια, αναρωτιέμαι για το πού βρίσκεται η φτώχια.

Ακόμη ένα πράγμα που δεν μου αρέσει, όχι μόνο στην Καμπούλ αλλά ευρύτερα στη ζωή μετά τη φάτχα, είναι οι νέοι περιορισμοί. Στην ομάδα είχαμε μεγάλο βαθμό ελευθερίας ως προς το πού να πάμε, πού να μείνουμε και αν θα συμμετέχουμε στον πόλεμο.

Ωστόσο, αυτές τις μέρες υποχρεούσαι να πηγαίνεις στο γραφείο πριν τις 8 π.μ. και να μένεις εκεί μέχρι τις 4 μ.μ. Αν δεν πας θεωρείσαι απών, και το μεροκάματο κόβεται από τον μισθό σου. Έχουμε συνηθίσει πλέον, αλλά ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο τους πρώτους δύο ή τρεις μήνες.

Το άλλο πρόβλημα με την Καμπούλ είναι ότι σήμερα οι σύντροφοί μου είναι διασκορπισμένοι σε όλο το Αφγανιστάν. Εκείνοι που βρίσκονται στην Καμπούλ, όπως εγώ, εργάζονται απ’ τις 8 μέχρι τις 4. Οπότε, για το μεγαλύτερο μέρος της εβδομάδας δεν βρίσκουμε χρόνο να συναντηθούμε. Μόνο τις Παρασκευές, εάν δεν γυρίσω σπίτι, πηγαίνουμε όλοι μαζί στην Κάργκα,[10] την Παγκμάν[11] ή το πάρκο Ζαζάι. Μου αρέσει πραγματικά η Παγκμάν και το να πηγαίνω εκεί με φίλους με κάνει πολύ χαρούμενο. Δεν υπάρχει τέτοιο μέρος σε ολόκληρη την επαρχία της Πακτίκα.

Αυτό που μου αρέσει περισσότερο στην Καμπούλ είναι η σχετική καθαριότητά της και το πώς έχουν εκσυγχρονιστεί και βελτιωθεί οι υποδομές, τα κτήρια, οι δρόμοι, η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, η σύνδεση στο διαδίκτυο, και τόσα ακόμη πράγματα. Μπορείς να βρεις ταξί ακόμη και τα μεσάνυχτα, τα νοσοκομεία βρίσκονται στο κατώφλι σου, και τα σχολεία, τα εκπαιδευτικά κέντρα όπως και οι μεντρεσέδες είναι όλα εύκολα προσβάσιμα σε κάθε γωνιά της πόλης. Το άλλο θετικό χαρακτηριστικό της Καμπούλ είναι η εθνοτική της ποικιλομορφία. Μπορείς να συναντήσεις έναν Ουζμπέκο, έναν Παστούν κι έναν Τατζίκο να ζουν στο ίδιο κτήριο και να πηγαίνουν στο ίδιο τζαμί.[12]

Κάποιοι χρωματίζουν με πολύ μελανά χρώματα την Καμπούλ. Αυτό που βίωσα όμως τα τελευταία χρόνια εδώ, είναι πως κανείς μπορεί να πετύχει και τον καλύτερο και τον χειρότερο Μουσουλμάνο. Σε αντίθεση με τα χωριά όπου πολλοί πηγαίνουν στο τζαμί για να εντυπωσιάσουν τους άλλους, οι άνθρωποι στην Καμπούλ τα επισκέπτονται μόνο για χάρη του Αλλάχ. Ενώ στα χωριά οι άνθρωποι πασχίζουν να θεωρηθούν γενναιόδωροι, εδώ κάνουν φιλανθρωπίες για χάρη του Αλλάχ – οι άνθρωποι γνωρίζονται ελάχιστα οπότε δεν έχουν την ανάγκη του εντυπωσιασμού.

Παρομοίως, υπάρχουν άφθονοι κακοί και μοχθηροί άνθρωποι. Είναι ηθικά διεφθαρμένοι, Μουσουλμάνοι μόνο κατ’ όνομα, αμαρτωλοί. Δεν μπορώ να αποφασίσω εάν υπάρχουν περισσότεροι καλοί ή κακοί άνθρωποι εδώ, εφόσον υπάρχουν και οι δύο κατηγορίες, και είναι στο χέρι σου με ποιον θα αλληλεπιδράσεις. Η ζωή στη Καμπούλ μπορεί να έχει αμφίπλευρες συνέπειες∙ μπορεί να διαφθείρει έναν πολύ ηθικό μουτζαχεντίν ή να μετατρέψει έναν πολύ κακό μουτζαχεντίν σ’ έναν ηθικό άνθρωπο. Όλα εξαρτώνται απ’ τον τρόπο που κοινωνικοποιείσαι.

Χουζάιφα, 24, από την περιοχή Ζουρμάτ της επαρχίας Πάκτια, παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών, ελεύθερος σκοπευτής

Μεγάλωσα στη Ζουρμάτ. Ήμουν γύρω στα 13 όταν ο πατέρας μου με ενέγραψε σε έναν κοντινό μεντρεσέ. Τον εγκατέλειψα χωρίς να έχω τελειώσει την εκπαίδευσή μου μετά από πέντε χρόνια, διότι ένας φίλος με έπεισε να τον ακολουθήσω στους Ταλιμπάν. Η οικογένειά μου έβαλε τα δυνατά της, αρχικά για να με πείσει να φύγω από το Εμιράτο, και στη συνέχεια ώστε ο διοικητής μου να με διώξει από τις τάξεις του. Έλεγαν ότι αν επέστρεφα στο σπίτι, θα με αρραβώνιαζαν με κάποια. Όμως όταν κάποιος έχει περάσει χρόνο στην ομάδα, το να αφήσει εκείνο το φιλικό και αξιαγάπητο περιβάλλον είναι δύσκολο. Υπήρχε αγάπη, ειλικρίνεια και, πάνω απ’ όλα, η δίψα ενός μαρτυρικού θανάτου. Οι εγκόσμιες επιδιώξεις δεν αποτελούσαν ούτε καν παρανυχίδα της ζωής εκείνη την εποχή. Ό,τι κάναμε ήταν να θυσιαζόμαστε στο μονοπάτι της τζιχάντ όσο πιο δυναμικά μπορούσαμε.

Ήμουν ελεύθερος σκοπευτής[13] και πέρασα τα περισσότερα χρόνια μου στην Πακτιά, πηγαίνοντας μόνο περιστασιακά στις επαρχίες Κχοστ και Πακτίκα. Τον καιρό της τζιχάντ, η ζωή ήταν πολύ απλή. Όλο κι όλο αυτό με το οποίο είχαμε να ασχοληθούμε ήταν η οργάνωση επιθέσεων[14] απέναντι στον εχθρό και ύστερα των υποχωρήσεών μας. Ο λαός δεν περίμενε πολλά από εμάς και η ευθύνη μας έναντί του ήταν μικρή, ενώ σήμερα εάν κάποιος πεινάει μας θεωρεί κατευθείαν υπεύθυνους.

Μετά τη φάτχα μετακομίσαμε στην Καμπούλ και ο ντιλγκάι μεσχρ μας διορίστηκε επικεφαλής μιας τοπικής αστυνομικής διεύθυνσης κα-ι κατόπιν επικεφαλής μιας διεύθυνσης του Υπουργείου Εσωτερικών. Σε εμένα, μαζί με λίγους ακόμη φίλους, δόθηκαν επίσημες θέσεις[15] στην τοπική αστυνομία τη μέρα που φτάσαμε στην πόλη, ενώ άλλοι στάλθηκαν στο Υπουργείο.

Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα την Καμπούλ. Δεν έχω επισκεφτεί όλες τις επαρχίες, αλλά οι άνθρωποι λένε πως η Καμπούλ είναι η ομορφότερη πόλη στο Αφγανιστάν. Όταν μπήκα στους Ταλιμπάν είχα την εντύπωση πως η Καμπούλ θα ήταν γεμάτη κακούς ανθρώπους, αλλά για να είμαι ειλικρινής, τα τελευταία δύο χρόνια, αφότου γνωρίσαμε ορισμένους από τους ανθρώπους που ζουν εδώ, συνειδητοποίησα ότι έσφαλα. Φυσικά έχει άφθονες αρνητικές πλευρές, όπως τους υποστηρικτές της κατοχής, τις γυναίκες που δεν είναι ντυμένες όπως πρέπει, τους νεαρούς που φλερτάρουν με κορίτσια και κουρεύονται με τρόπους που ίσως ούτε άνθρωποι στην Αμερική να μην υιοθετούσαν, αλλά αυτά είναι προβλήματα που υπάρχουν σήμερα και στις περιοχές της υπαίθρου.

Όταν φτάσαμε στην Καμπούλ, μείναμε έκθαμβοι από την πολυπλοκότητα, την έκταση, το μέγεθος της. Δεν ξέραμε πού να πάμε. Το καθετί μας ήταν ξένο, και φυσικά ήμασταν ξένοι για τους ντόπιους – στον βαθμό να φοβούνται να μας μιλήσουν δυνατά. Όταν φτάσαμε στο αστυνομικό τμήμα[16] μας και είδαμε το συγκρότημα, τον οπλισμό και τα μέτρα ασφαλείας, μας φάνηκε απίστευτο το ότι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους χωρίς να ρίξουν ούτε μία σφαίρα. Σοκαριστήκαμε από τη δειλία του [προηγούμενου] στρατού και της αστυνομίας. Εάν έστω κι ένας μικρός αριθμός τους είχε αποπειραθεί να μας αντιπαλέψει, θα μας έπαιρνε χρόνια να τα καταφέρουμε στην Καμπούλ, δεδομένης της πολυπλοκότητας και των όπλων που διέθεταν. Δοξασμένος να είναι ο Αλλάχ, [η νίκη] ήρθε εξαιτίας της βοήθειάς Του και μόνο.

Ένα πράγμα που δεν συμπαθώ στην Καμπούλ είναι ότι άνθρωποι απ’ όλες τις 34 επαρχίες του Αφγανιστάν μετακινήθηκαν προς τα εδώ, και μεταξύ αυτών ένας μεγάλος αριθμός εγκληματιών απ’ όλο το Αφγανιστάν ήρθε και μετέτρεψε την πόλη σε κόμβο παράνομων δραστηριοτήτων. Δυσκολευόμαστε πολύ να περιορίσουμε το έγκλημα, ειδικά τις ληστείες.

Αλλά και τη βαναυσότητα που δείχνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, ιδιαιτέρως απέναντι στις γυναίκες – δεκάδες γυναίκες προσεγγίζουν καθημερινά την τοπική αστυνομία και καταγράφουν τα παράπονά τους. Είναι θύματα, υποκείμενες σε διάφορες μορφές αγριότητας. Ο επικεφαλής του αστυνομικού τμήματος και όλοι οι άλλοι μουτζαχεντίν δίνουν μεγάλη έμφαση στην επίλυση των προβλημάτων τους. Τις πρώτες μέρες που μας προσέγγιζαν γυναίκες, πολλοί μουτζαχεντίν, κι εγώ μαζί, τους κρύβονταν καθώς δεν είχαμε ποτέ σε όλη μας τη ζωή μιλήσει σε άγνωστες γυναίκες. Τις μέρες που ακολούθησαν, ο επικεφαλής του τμήματος μας εξήγησε πως η σαρία μας επιτρέπει να τους μιλάμε επειδή τώρα εμείς είμαστε οι αρχές και οι μόνοι άνθρωποι που μπορούν να επιλύσουν τα προβλήματά τους.

Προτιμώ τη ζωή στην Καμπούλ. Έχει τις καλές και τις κακές της πλευρές στην πραγματικότητα, αλλά παντού βρίσκεις καλά και άσχημα χαρακτηριστικά μαζί, όχι μόνο στην Καμπούλ. Εδώ είναι πολύ θετικό που έχεις εύκολη πρόσβαση σε όλες τις υποδομές. Ακόμη πιο σημαντικό, οι δουλειές μας είναι τώρα εδώ και είναι απαραίτητο να φέρουμε και τις οικογένειές μας.

Αυτό που δεν μ’ αρέσει στην πόλη είναι πως μοιάζει με κλειστή κοινωνία. Οι άνθρωποι μένουν ο ένας πάνω στον άλλον, αλλά δεν επικοινωνούν. Αυτό είναι εν μέρει κακό αφού οι άνθρωποι δεν συνεργάζονται, αλλά έχει και τη θετική του πλευρά: σε αντίθεση με το χωριό, κανείς δεν σε ενοχλεί για το τι κάνεις, τι φοράς, ποιος έρχεται στο σπίτι σου και ποιος φεύγει απ’ αυτό. Οι άνθρωποι δεν παρεμβαίνουν στη ζωή σου και δεν σε σχολιάζουν πίσω από την πλάτη σου.

Υπάρχει κάτι ακόμη που δεν μου αρέσει κι είναι το πόσο περιορισμένες είναι τώρα οι ζωές μας, σε αντίθεση με το πώς ζούσαμε παλιότερα. Οι Ταλιμπάν ήταν ελεύθεροι από περιορισμούς, αλλά σήμερα καθόμαστε σε ένα μέρος, πίσω από ένα γραφείο κι έναν υπολογιστή για 24 ώρες τη μέρα, εφτά μέρες την εβδομάδα. Η ζωή έγινε πολύ κουραστική∙ κάνεις τα ίδια πράγματα κάθε μέρα. Και το να είσαι μακριά από την οικογένεια μονάχα διπλασιάζει το πρόβλημα.

Έπιασα φιλίες με τρεις τύπους που είναι από την επαρχία μας, αλλά ζουν εδώ [στην Καμπούλ] για πάνω από 15 χρόνια. Μερικές φορές πηγαίνουμε στην Κάργκα, τον Μπαγκ-ε Γουας [ο ζωολογικός κήπος της Καμπούλ], το Σουρόμπι[17] και το Τάπα-γε Γουαζίρ Ακμπάρ Χαν.[18] Για να είμαι ειλικρινής, κάθε φορά που βγαίνω μαζί τους με πιέζουν να παίξουμε και να ακούσουμε μουσική στο αμάξι. Αρχικά αντιστεκόμουν, αλλά τώρα παραδίνομαι με τον μοναδικό όρο να την κλείνουμε όταν περνάμε από σημεία ελέγχου και μπλόκα γιατί σε πολλούς άλλους Ταλιμπάν δεν αρέσει, και είναι άσχημο για έναν Τάλιμπ να τον δουν να ακούει μουσική έτσι.

Μολονότι οι καινούριοι μου φίλοι είναι από καλές οικογένειες κι είναι καλοί τύποι, υπάρχουν πολλοί κακοί νεολαιίστικοι κύκλοι στην Καμπούλ που καπνίζουν, κάνουν ναρκωτικά και γενικώς άσχημα πράγματα, οπότε και είναι δύσκολο για εμάς να γίνουμε φίλοι μαζί τους. Η φύση και οι αξίες μας διαφέρουν, και γι’ αυτό οι περισσότεροι από τους φίλους μας δεν κάνουν πολλές γνωριμίες στην Καμπούλ επειδή δεν ταιριάζουμε μαζί τους. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένοι Ταλιμπάν έχουν γίνει τώρα φίλοι με τέτοιους νέους και έχουν την τάση να κάνουν πολλά άσχημα πράγματα, όπως το να πηγαίνουν σε ναργιλεδάδικα [qilun khana].

Καμράν, 27, από την περιοχή Σαΐνταμπάντ της επαρχίας Βαρντάκ, παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών, υποδιοικητής ομάδας

Αποφοίτησα από ένα κυβερνητικό σχολείο στη Σαΐνταμπάντ κι έπειτα παράτησα τις υπόλοιπες σπουδές μου για χάρη της τζιχάντ στην ηλικία των 19. Αυτή ήταν η όγδοη χρονιά μου στο Εμιράτο. Τον περισσότερο καιρό, τα περισσότερα εδάφη που έλεγχε η ομάδα μας βρίσκονταν σε διάφορες περιοχές της επαρχίας Βαρντάκ. Συμμετείχα σε πολλές μάχες. Η Σαΐνταμπάντ υπήρξε τόπος όπου οι Αμερικανοί άφησαν δεκάδες νεκρούς πίσω τους. Η ένταση των μαχών της Σαΐνταμπάντ είναι πασίγνωστη σε όλο το Αφγανιστάν.

Τα τελευταία τρία χρόνια ήμουν υποδιοικητής της ομάδας μας, υπεύθυνος για τις περισσότερες από τις καθημερινές δραστηριότητες που έπρεπε να διεκπεραιώσουμε, μιας και ο επικεφαλής απασχολούνταν με μη στρατιωτικά καθήκοντα.

Κατά τη διάρκεια της τζιχάντ ο φόβος των ντρόουνς μας ακολουθούσε σαν σκιά, κι η περιοχή που δρούσαμε ήταν αρχικά πολύ περιορισμένη γεωγραφικά. Όταν διασχίζαμε τον δρόμο για την πόλη Γκαζνί, συχνά κάναμε επιθέσεις στους Αμερικανούς με RPG,[19] DShK[20] και αυτοσχέδια εκρηκτικά,[21] προξενώντας τους δεκάδες απώλειες. Τότε μας καταδίωκαν για αντίποινα. Τα ντρόουνς τους βομβάρδιζαν συχνά τις θέσεις μας. Όπου πηγαίναμε, πήγαινε μαζί μας κι ο φόβος των ντρόουνς. Μολονότι η κατάσταση μεταβλήθηκε τα τελευταία δύο ή τρία χρόνια [της μάχης] –οι Αμερικανοί και ο κυβερνητικός στρατός[22] εξαφανίστηκαν εντελώς από το προσκήνιο– ο κίνδυνος των ντρόουνς επηρέαζε ακόμη το κίνημά μας. Στην πραγματικότητα, εξαιρουμένων των βομβαρδισμών τους, ποτέ δεν θεωρήσαμε τους Αμερικανούς και τις μαριονέτες τους ανώτερούς μας, [σίγουρα όχι] σε μάχες στήθος με στήθος.

Οι συνθήκες τώρα έχουν αλλάξει εντελώς, Δόξα στον Αλλάχ. Μπορούμε να πάμε όπου θέλουμε. Υπάρχει ελευθερία σε ολόκληρη τη χώρα.

Είχα βρεθεί δύο φορές στην Καμπούλ πριν τη φάτχα, την πρώτη για να επισκεφτώ έναν γιατρό στο Μπαχαριστάν [μια γειτονιά στην PD2 της Καμπούλ].[23] Και τις δύο φορές ήμουν με τον φόβο της σύλληψης. Εκείνη την περίοδο η Καμπούλ ήταν υπό κατοχή, και η αστυνομία παρενοχλούσε τους άντρες που είχαν μούσι. Σε μία από τις επισκέψεις μου πήγαινα στην περιοχή Καμπάνι στο Κοτ-ε-Σανγκί, και το λεωφορείο μας διέσχιζε ένα σημείο ελέγχου κοντά στο παζάρι του Καμπάνι. Όταν με είδαν, σταμάτησαν αμέσως το λεωφορείο και άρχισαν να μου απευθύνουν ερωτήσεις. Θα με συλλάμβαναν αλλά τους εξαπάτησα, Δόξα στον Αλλάχ. Από εκείνη τη μέρα άρχισα να μισώ την Καμπούλ. Όμως, καταλαβαίνεις, είμαι σήμερα εδώ στην Καμπούλ, αλλά δεν είναι η ίδια Καμπούλ που επισκέφτηκα στο παρελθόν. Τώρα είναι απελευθερωμένη και ανήκει σε εμάς, όχι στους Αμερικανούς.

Διορίστηκα σε μια θέση στο Υπουργείο Εσωτερικών. Είμαι σχετικά ευτυχής με τη δουλειά μου, αλλά συχνά μου λείπουν οι μέρες της τζιχάντ. Εκείνον τον καιρό, κάθε λεπτό της ζωής μας μετρούσε σαν κάτι το λατρευτικό.

Μετά τη φάτχα, πολλοί απ’ τους φίλους μας εγκατέλειψαν τον σκοπό της τζιχάντ. Πολλοί άλλοι πρόδωσαν το αίμα των μαρτύρων που έγινε θεμέλιο για να χτιστεί αυτή η κυβέρνηση.[24] Αυτές τις μέρες, οι άνθρωποι είναι πλήρως απασχολημένοι με το να αποκτούν όλο και περισσότερο χρήμα και δόξα σε αυτή την εγκόσμια ζωή. Προηγουμένως, ό,τι κάναμε ήταν για χάρη του Αλλάχ, τώρα όμως συμβαίνει το αντίθετο. Πρώτη προτεραιότητα πολλών είναι να γεμίσουν τις τσέπες τους και να γίνουν διάσημοι.

Αν με ρωτάς γιατί δεν είμαι χαρούμενος μετά τη φάτχα, είναι επειδή ξεχάσαμε αυτοστιγμεί το παρελθόν μας. Τότε, είχαμε μονάχα μια μοτοσυκλέτα, ένα γουόκι-τόκι[25] κι ένα τζαμί ή έναν μεντρεσέ. Τώρα όταν κάποιος επιλέγεται για μια κυβερνητική δουλειά, το πρώτο που ρωτάει είναι αν η θέση περιλαμβάνει και αυτοκίνητο ή όχι.[26] Συνηθίζαμε να ζούμε ανάμεσα στον λαό. Σήμερα πολλοί από εμάς έχουμε φυλακίσει τους εαυτούς μας στα γραφεία και τα παλάτια μας, εγκαταλείποντας εκείνη την απλή ζωή.

Δεν έχω πολλές επαφές με τους ντόπιους της Καμπούλ, δεδομένου ότι εδώ το υπουργείο είναι γεμάτο με τους συντρόφους μου τους Ταλιμπάν. Τέλος πάντων, μερικές φορές περνάω χρόνο με τους εργαζόμενους του προηγούμενου καθεστώτος που έρχονται ακόμη στις δουλειές τους. Εξωτερικά φαίνονται να είναι πολύ καλοί άνθρωποι και καθαροί απέναντι στο Εμιράτο, αλλά μπορώ να σου πω το εξής, στην πραγματικότητα μας μισούν. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί, αλλά συνειδητοποίησα μερικούς πιθανούς λόγους την περασμένη χρονιά. Πρώτον, αυτοί οι εργαζόμενο «έκαναν δουλειές» στο υπουργείο, βγάζοντας παράνομα πλούτη μέσα από διεφθαρμένες μεθόδους. Δεύτερον, οι Αμερικανοί επένδυσαν χοντρά πάνω τους, κι έγιναν τόσο εκδυτικισμένοι ώστε τώρα μισούν την αληθινή μας αφγανική κουλτούρα και το Ισλάμ. Όταν ήρθε το Εμιράτο, οι παρανομίες και η διαφθορά τους εξαφανίστηκαν εντελώς κι έχουν τους μισθούς τους και μόνο. Δεν μπορούν πλέον να βγάζουν εκατομμύρια αφγάνι. Οπότε, εσύ να μου πεις, γιατί δεν θα έπρεπε να μας μισούν;

Ανησυχώ πολύ έντονα για τους μουτζαχεντίν μας. Η αληθινή δοκιμασία και πρόκληση δεν ήταν στη τζιχάντ. Τώρα είναι μεγαλύτερη. Τότε ήταν απλά, αλλά σήμερα τα πράγματα έχουν γίνει πολύ πιο περίπλοκα. Δοκιμαζόμαστε από αυτοκίνητα, θέσεις εργασίας, πλούτη και γυναίκες. Πολλοί από τους μουτζαχεντίν μας, Θεός φυλάξοι, έπεσαν μέσα σε αυτές τις φαινομενικά γλυκές αλλά στην πραγματικότητα πικρές παγίδες. Ξέχασαν τους παλιούς συντρόφους τους στους ώμους των οποίων στερέωσαν τη νίκη και αντ’ αυτού αναζητούν επαίνους και αποδοχή από τους κόλακες. Ο παλιός, ο αληθινός μουτζαχέντ δεν γνωρίζει την έννοια της κολακείας. Οπότε παραγκωνίζεται, και τη θέση του καταλαμβάνουν άνθρωποι οι οποίοι μέχρι πέρυσι ήταν εναντίον μας με χίλιους δυο τρόπους.

Δεν σκέφτομαι να μείνω στην Καμπούλ [μόνιμα μαζί με την οικογένειά μου]. Φυσικά είναι όμορφη εξωτερικά, αλλά της λείπει η γαλήνη. Στο χωριό οι άνθρωποι είναι μαζί και στο καλό και στο άσχημο, στη ζωή και στον θάνατο.[27] Έχεις μια κοινότητα. Κάθεσαι με τους ανθρώπους, συζητάς για τα προβλήματα και συνεργάζεσαι μαζί τους. Στην Καμπούλ συμβαίνει το αντίθετο. Οι άνθρωποι δεν έχουν χρόνο ούτε για να σου δώσουν οδηγίες στον δρόμο, πόσο μάλλον να σε βοηθήσουν, λόγου χάρη, με μια γαμήλια τελετή. Οι άνθρωποι βιάζονται και τρέχουν πίσω από αυτή την εγκόσμια ζωή. Αισθάνονται λες και αν δεν πάνε μια μέρα στη δουλειά, θα πεθάνουν της φτώχιας. Εγώ τουλάχιστον ανήκω στο χωριό και μετά βίας μπορώ να φανταστώ πώς θα επιβίωνα μακριά του.

Αμπντούλ Νάφι, 25, από την περιοχή Μπαρακί Μπαράκ της επαρχίας Λογκάρ, παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών, μαχητής

Μεγάλωσα στο Μπαρακί Μπαράκ. Φοίτησα στο σχολείο μέχρι την έκτη κι έπειτα συνέχισα την εκπαίδευσή μου σε έναν μεντρεσέ μέχρι τη δωδέκατη τάξη, μπαίνοντας στις τάξεις των Ταλιμπάν από εκείνο το σημείο – σχεδόν εφτά χρόνια τώρα.

Εκείνη την εποχή κάναμε τζιχάντ, ήταν ένα ιερό μονοπάτι και μας έδινε πραγματική ικανοποίηση. Κατά τη διάρκεια της τζιχάντ, δεν θα μπορούσες να βρεις τη διαφορά μεταξύ ενός διοικητή κι ενός πεζικάριου όπως εγώ. Καθόμασταν μαζί, μιλούσαμε χωρίς εμπόδια, κι όλοι ήταν πατριωτικοί προς εμάς. Πολεμούσαμε δίπλα-δίπλα με τους ανωτέρους μας, και θρηνούσαμε όλοι μαζί τους μάρτυρές μας. Ήταν ένα θυσιαστικό περιβάλλον. Μαχόμασταν σ’ αυτόν τον πόλεμο με υψηλό ηθικό και αποφασιστικότητα.

Εντούτοις, όλα αυτά άλλαξαν μετά τη φάτχα. Είμαι ο ίδιος μουτζαχέντ, αλλά τώρα παλεύω να συναντήσω έναν διευθυντή, πολλώ δε μάλλον έναν αναπληρωτή υπουργό ή έναν υπουργό. Αυτό δεν ισχύει για όλους, αλλά πολλοί από τους ηγέτες γύρισαν την πλάτη στους συντρόφους των παλιών, βασανισμένων καιρών.

Τη δεύτερη εβδομάδα της φάτχα, πήρα τον δρόμο για την Καμπούλ. Δεν είχα ξαναπάει ποτέ. Μου φάνηκε σαν μια πολύ μεγάλη πόλη κι ανησυχούσα για το πώς βρίσκουμε τον δρόμο μας. Τώρα, μπορεί να ξέρω τους δρόμους της Καμπούλ καλύτερα κι από πολλούς ντόπιους. Πηγαίνω στην πατρίδα μου μια φορά τον μήνα, μερικές φορές και δύο. Στο χωριό, μοιάζω σαν χατζής[28] αφού όταν ένας χατζής επιστρέφει από το προσκύνημα το δέρμα του μοιάζει απαλό και το πρόσωπό του χλωμό κι εγώ, παρομοίως, επιστρέφω από τον πιο ευχάριστο καιρό και το καθαρότερο περιβάλλον της Καμπούλ.

Τις πρώτες μέρες [μας στην Καμπούλ], ο ντιλγκάι μεσρ μας τοποθετήθηκε σε μια θέση-κλειδί στο Υπουργείο του [δεν αποκαλύπτεται το όνομα]. Είπε σε μένα και δύο άλλους συντρόφους να γίνουμε οι φρουροί του. Οι υπόλοιποι του ντιλγκάι μας ήταν σκορπισμένοι στην Καμπούλ και το Λογκάρ. Ο Μαλάι σαχίμπ είναι ένας πολύ ευγενικός άνθρωπος και δεν έχει εγκαταλείψει τους παλιούς του φίλους. Για τους πρώτους πέντε μήνες ήμουν μαζί του χωρίς να έχω επίσημη θέση. Πλήρωνε μέρος των εξόδων μου από τον μισθό του. Ύστερα, μου είπε ότι με διόρισε σε μια θέση στο υπουργείο και τοποθέτησε επίσημα τους άλλους δύο φίλους σαν φρουρούς. Είπε ότι θα μάθαινα εύκολα τη δουλειά. Έτσι, πήρα μια θέση 4ου βαθμού σαν εκτελεστικός διευθυντής, και στο μεσοδιάστημα συνέχιζα ως φρουρός του. Μένω μαζί του στο σπίτι του. Είναι μια μεγάλη βίλα που [ένας ανώτατος ηγέτης, το όνομα δεν αναγράφεται] του παραχώρησε. Πάντα μου λέει να φέρω την οικογένειά μου και να ζήσουμε σε έναν από τους ορόφους. Αλλά διστάζω εξαιτίας του κόστους.

Όταν άρχισα τη δουλειά μου, δεν είχα ιδέα πώς να χειριστώ αυτά τα καθήκοντα. Ο Μαλάι σαχίμπ μού είπε να κάνω μαθήματα υπολογιστών και αγγλικών. Σχεδόν τέσσερις μήνες πριν, άρχισα και τα δύο μαθήματα κοντά στο υπουργείο μας. Έμαθα πολλά προγράμματα στον υπολογιστή εκείνη την περίοδο. Κι όχι μόνο αυτό, γρήγορα έμαθα τα καθήκοντα της εργασίας μου. Όλο το προσωπικό, μαζί κι ο Μαλάι σαχίμπ, είναι χαρούμενοι με τη δουλειά μου. Οι άνθρωποι κατηγορούν το Εμιράτο για όλους τους επαγγελματίες που εγκατέλειψαν τη χώρα, αλλά όταν βλέπω τους εργαζόμενους στο υπουργείο μας, δεν βλέπω ούτε επαγγελματίες ούτε εκπαιδευμένους. Όλοι τους διορίστηκαν μέσα από διασυνδέσεις[29] και δεν ήξεραν σχεδόν τίποτα για το πώς να διευθύνουν και να κάνουν τις δουλειές τους. Μπορεί να μην με πιστεύεις, αλλά τώρα κάνω καλύτερα τη δουλειά από πολλούς απ’ αυτούς. Μπορεί να μην πιστεύεις ό,τι λέω για την εκμάθηση διάφορων πλευρών της δουλειάς μου και για την άριστη γνώση των δρόμων της Καμπούλ, αλλά άφησέ με να σου πω ένα πράγμα για τους Ταλιμπάν: είμαστε πολύ ευφυείς και έξυπνοι, και μαθαίνουμε γρήγορα.

Κάποιες φορές μου λείπει η ζωή της τζιχάντ για όλα της τα καλά. Παρομοίως, στις αρχές λαχταρούσα το χωριό αλλά πλέον έχω συνηθίσει στις νέες συνθήκες.

Στο υπουργείο μας δεν έχω πολλή δουλειά να κάνω. Γι’ αυτόν τον λόγο περνάω τον περισσότερο χρόνο μου στο Twitter. Έχω γρήγορη σύνδεση wi-fi στο ίντερνετ. Πολλοί μουτζαχεντίν, μαζί κι εγώ, είναι εθισμένοι στο ίντερνετ, ειδικά στο Twitter.

Εκείνες τις πρώτες μέρες, όταν κάποιες φορές πηγαίναμε από το υπουργείο στο παζάρι Μακρογιάν, υπήρχαν πολλές γυναίκες με ακατάλληλη ενδυμασία. Περιμέναμε ότι θα φορούσαν χιτζάμπ,[30] αλλά ύστερα από τις πρώτες-πρώτες μέρες που οι γυναίκες φοβόντουσαν πολύ τους μουτζαχεντίν, στην πραγματικότητα η ένδυσή τους κατέστη λιγότερο πρέπουσα.

Τώρα έχουν αποκτήσει τέτοια αυτοπεποίθηση που φτάνουν να μας αγνοούν εντελώς. Κάμποσοι από τους φίλους μας λένε ότι, εκτός από το κομμάτι του ερχομού μας και της αντικατάστασης της αστυνομίας και των αξιωματούχων του παλιού καθεστώτος, λίγα έχουν αλλάξει από την εποχή της Δημοκρατίας στην Καμπούλ. Τις πρώτες μέρες, εγώ και πολλοί από τους συντρόφους μου μετά βίας τολμούσαμε να πάμε στο παζάρι εξαιτίας τους [των γυναικών]. Ελπίζαμε ότι η κατάσταση θα βελτιωνόταν σύντομα, αλλά αυτό δεν συνέβη. Ακόμη χειρότερα, έχω και μια γυναίκα συμμαθήτρια στα μαθήματα υπολογιστών. Καθόμαστε στην ίδια αίθουσα. Παρόλο που απεχθάνομαι τις γυναίκες που δεν φοράνε τα σωστά ρούχα, εντούτοις δεν μπορώ παρατήσω το παζάρι ή τα μαθήματά μου εξαιτίας τους. Εάν αυτές είναι ξεδιάντροπες, ας μας επιτραπεί να είμαστε κι εμείς. Αυτό είναι το μόνο πράγμα που δεν φαντάστηκα ποτέ ότι ένας Τάλιμπ θα αντιμετώπιζε στη ζωή του.

Τις πρώτες μέρες, όλοι μας φοβόντουσαν και είχαμε την ευκαιρία να αλλάξουμε πολλά πράγματα, όμως πιστεύω ότι τον περασμένο χρόνο οι άνθρωποι μας παρατηρούσαν, έπιαναν επαφές μαζί μας, και πλέον δεν μας φοβούνται καθόλου διότι αντιλαμβάνονται ότι οι Ταλιμπάν δεν είναι ούτε Παντζάμπι[31] ούτε κάποιο άλλο είδος αλλόκοτου ανθρώπινου πλάσματος.

Αυτό που απεχθάνομαι στην Καμπούλ είναι η κίνησή της κι αυτό που φοβάμαι οι κλέφτες της. Δεν είχαμε ξαναδεί τόση πολλή συμφόρηση, και σε σύγκριση με τους ντόπιους οδηγούς εμείς μετά βίας μπορούμε να φτάσουμε στον προορισμό μας μέσα απ’ αυτούς τους δρόμους. Δεν καταλαβαίνω πώς ζουν οι άνθρωποι σε ένα τέτοιο μπάχαλο. Το άλλο είναι οι κλέφτες της Καμπούλ. Μολονότι οι Ταλιμπάν στάθηκαν αρκετά καλότυχοι ώστε να πιάσουν [πολλούς], αντί να μειώνονται οι αριθμοί τους αυξάνονται μέρα με τη μέρα. Έχω συνέχεια πάνω μου το πιστόλι μου, αφότου δύο σύντροφοί μας έπεσαν θύμα ληστείας.

Αμπντούλ Σαλάμ, 26, περιοχή Νταντ της επαρχίας Κανταχάρ, παντρεμένος και πατέρας τριών παιδιών, αγρότης

Μπήκα στους Ταλιμπάν όταν ήμουν 20. Εκείνον τον καιρό βοηθούσα το πατέρα μου με τις γεωργικές ασχολίες και πήγα στους Ταλιμπάν μόνο αφότου ο μεγάλος μου αδερφός έγινε μάρτυρας. Δεν φοίτησα ούτε σε μεντρεσέ ούτε στο σχολείο.

Όλα μου τα τασκίλς ήταν στις περιοχές Νταντ, Μεΐβάντ και Σαχ Βαλι-κότ [στην επαρχία Κανταχάρ]. Η εποχή της τζιχάντ ήταν πολύ καλή για εμάς. Εγώ ο ίδιος, για παράδειγμα, δεν χρειαζόταν να συνεισφέρω στα προς το ζην της οικογένειας μιας και τα άλλα μου αδέρφια το φρόντιζαν. Το έκαναν επειδή καταλάβαιναν ότι η τζιχάντ ήταν επιβεβλημένη.

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά εκείνη την εποχή οι άνθρωποι έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να μας βοηθήσουν, να μας στεγάσουν και να μας αγοράσουν ρούχα, παπούτσια και βενζίνη για τις μοτοσυκλέτες μας.

Όμως, τα πάντα άλλαξαν από τότε. Δεν είναι ότι η οικογένεια θα σου ζητήσει ευθέως να φέρνεις στο σπίτι όλον τον μισθό σου ώστε να μπορούν να ταΐσουν τα παιδιά καθώς δεν υπάρχει πλέον τζιχάντ, οπότε πρέπει να το πάρεις επ’ ώμου, αλλά το αισθάνεσαι από τη συμπεριφορά τους πως αυτό ακριβώς είναι που εννοούν. Επιπλέον, όταν κάποιες φορές θέλω να έρθω από την πατρίδα στην Καμπούλ, για παράδειγμα, και δεν έχω όχημα, πηγαίνω στον κοντινότερο δρόμο οπότε κάποιος περαστικός να με μαζέψει και να με πάρει μαζί του στην Κανταχάρ. Όμως, όταν μια φορά ένας ηλικιωμένος άντρας σταμάτησε με το παλιό του Corolla, θεώρησα ότι το έκανε για να με πάρει μαζί του, αλλά δεν το έκανε. Τουναντίον, μου είπε περιπαικτικά ότι τώρα ολόκληρη η κυβέρνηση είναι στα χέρια σου, οπότε δεν αξίζεις πλέον βοήθεια, προσθέτοντας ότι πλέον είναι η σειρά σου να ανταποδώσεις όλη τη βοήθεια που σου δώσαμε.

Οι άνθρωποι μας κατηγορούν για ό,τι κι αν συμβαίνει στο Αφγανιστάν. Ακόμη και το πιο επουσιώδες μας λάθος βρίσκει χώρο στα μίντια, που προβάλλουν ότι οι Ταλιμπάν κάνουν αυτό κι εκείνο. Είναι σαν οι κάμερες ολόκληρου κόσμου να μας παρακολουθούν.

Ήρθα από την Κανταχάρ σχεδόν δύο μήνες μετά τη φάτχα. Στους φίλους που έφτασαν πριν από εμένα είχε δοθεί ο έλεγχος μιας αστυνομικής διεύθυνσης. Έτσι, μου παραχωρήθηκε και μένα μια δουλειά εκεί. Τώρα, μαζί με ακόμη μερικούς μουτζαχεντίν, επανδρώνω σημεία ελέγχου στους δρόμους.

Γύρω στον δεύτερο μήνα μου, μπούχτισα με αυτή τη ζωή και σκόπευα να φύγω από το Εμιράτο και να ανοίξω μια μικρή επιχείρηση. Οι φίλοι μου με απομάκρυναν απ’ αυτό λέγοντας: εάν όλοι μας φύγουμε, ποιος θα στελεχώσει την κυβέρνηση και τι θα συμβεί στο Εμιράτο; Η ζωή σ’ έναν τόπο που δεν καταλαβαίνεις τη γλώσσα και δεν ταιριάζεις με το περιβάλλον του δεν είναι εύκολο πράγμα, ειδικά για έναν μουτζαχέντ. Δόξα στον Αλλάχ, έχει περάσει ένας χρόνος τώρα απ’ όταν ήρθα στην Καμπούλ. Πηγαίνω στην Κανταχάρ μονάχα κάθε τέσσερις ή πέντε μήνες. Αντίθετα με άλλους, οι άνθρωποι από τη Λόι Κανταχάρ [ευρύτερη Κανταχάρ] είναι απρόθυμοι στο να βρίσκονται μακριά από την οικογένεια.

Δεν είχα επισκεφτεί την Καμπούλ στο παρελθόν. Πίστευα ότι θα είναι μια πόλη γεμάτη μοχθηρία. Στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο κακή όσο υπέθετα. Δεν ξέρω αν όλο αυτό το κακό εξολοθρεύτηκε από τους μουτζαχεντίν ή αν είχα λάθος εντύπωση εξαρχής.

Είναι πολύ δύσκολη για εμάς η ζωή στην Καμπούλ. Όταν κάποτε πηγαίνουμε στο σπίτι του Χατζή μουλά σαχίμπ [αναφέρεται σε έναν ανώτερο διοικητή], πρόκειται για ένα πολύ μικρό μέρος με φουσκωμένο ενοίκιο. Αντίθετα με τα σπίτια στην Κανταχάρ, οι άνθρωποι έχουν μόνο τρία δωμάτια σε μικροσκοπικά διαμερίσματα. Δεν υπάρχει ξεχωριστός ξενώνας.

Παρόλο που τώρα μπορούμε να πάμε παντού άφοβα, ο πόλεμος έχει τελειώσει, και ένα ισλαμικό σύστημα έχει εγκαθιδρυθεί, είναι ακόμη δύσκολο να μην λησμονείς τις μέρες της τζιχάντ. Τότε δεν ήμασταν υπό αυστηρή επίβλεψη, δεν ήμασταν με χαλινάρι αφού το Εμιράτο μας χρειαζόταν, και συνεπώς μας πρόσφεραν περισσότερη ελευθερία. Σήμερα, αντιθέτως, δεν μας χρειάζονται τόσο πολύ πια. Κι εκτός αυτού, μας πληρώνουν με χρήματα. Έχουμε ένα γνωμικό στην περιοχή μας ότι τα λεφτά είναι σαν τις χειροπέδες. Αυτές τις μέρες, αν παραπονιόμαστε ή δεν πάμε στη δουλειά ή παρακούμε στους κανόνες, κόβουν τον μισθό μας. Σε αντίθεση με την τζιχάντ, ακριβώς σήμερα που οι μάχες έχουν περάσει προ πολλού και ο κίνδυνος είναι μηδενικός, το Εμιράτο θα μπορούσε να βρει αναρίθμητους ανθρώπους να έρθουν να εργαστούν για λογαριασμό του με αντάλλαγμα έναν μισθό.

Περνώ τον περισσότερο χρόνο μου με συντρόφους μου Ταλιμπάν. Τις Παρασκευές πηγαίνουμε για πικνίκ[32] στην Κάργκα, την Παγκμάν ή σε άλλα μέρη. Από το Σάββατο μέχρι την Πέμπτη είμαστε απασχολημένοι στα σημεία ελέγχου μέρα-νύχτα, αλλά προσπαθώ να βρω μια δουλειά στην Κανταχάρ.

Τι μας λένε οι εμπειρίες των συνεντευξιαζόμενων σχετικά με τη νέα τους ζωή;

Στο τέλος του πολέμου, οι πιο σοβαροί κίνδυνοι στους οποίους οι συνεντευξιαζόμενοί μας είχαν εκτεθεί, από βομβαρδισμούς μέχρι νυχτερινές επιδρομές, εξαφανίστηκαν. Ήταν η πλευρά που νίκησε κι έτσι αυτοί οι Ταλιμπάν της υπαίθρου ανταμείφθηκαν με κυβερνητικές θέσεις εργασίας και σημαντικά προνόμια. Κι όμως η νίκη τούς έφερε πιο κοντά και σε πολλές δυσκολίες. Η ζωή της πόλης είναι απολύτως διαφορετική απ’ ό,τι είχαν συνηθίσει, παρουσιάζοντας αναπάντεχα προβλήματα αλλά επίσης και αναπάντεχες χαρές. Τρεις από τους ερωτηθέντες μας είπαν ότι σκόπευαν να φέρουν τις οικογένειές τους και να ζήσουν μόνιμα στην Καμπούλ, ενώ δύο ανέφεραν ότι θα τις αφήσουν στο χωριό και ότι στην πράξη ελπίζουν να καταφέρουν να φύγουν και οι ίδιοι από την Καμπούλ κάποτε.

Γενικεύοντας, όλοι οι συνομιλητές μας προτιμούσαν την εποχή που ήταν μαχητές σε αυτό που θεωρούσαν ως τζιχάντ. Τότε οι ζωές τους ήταν απλές. Είχαν ελάχιστες ευθύνες και περιπλοκές. Όσα αντιμετώπιζαν συνδέονταν με τον πόλεμο και το πεδίο της μάχης, και η συμπεριφορά τους ήταν οριοθετημένη από τις αυστηρές νόρμες του μεντρεσέ. Οι συνεντευξιαζόμενοί μας κατανοούσαν την τζιχάντ ως θρησκευτικό καθήκον και το να ζουν μια τέτοια ζωή ή να πεθαίνουν καθ’ αυτόν τον τρόπο θεωρούνταν σαν μορφή λατρείας και τιμή.

Η ενσωμάτωση στην επίσημη ιεραρχία της κυβερνητικής διοίκησης έχει μετατραπεί σε σοβαρό πονοκέφαλο για τους ερωτηθέντες μας. Οι παλιές δομές με τις οποίες ήταν εξοικειωμένοι κι ένιωθαν άνετα, εξαφανίστηκαν με την κατάληψη της εξουσίας και οι δυναμικές των ζωών τους μεταβλήθηκαν εντελώς. Οι συνεντευξιαζόμενοι σχολίασαν τους ηγέτες και διοικητές τους που συνήθιζαν να ζουν ανάμεσά τους, και τώρα έχουν κλειστεί στους εαυτούς τους σε απομακρυσμένα γραφεία. Επίσης, αισθάνονται ότι ο βαθμός ειλικρίνειας που ο ένας μαχητής έδειχνε στον άλλον έχει ξεθωριάσει. Απώλεσαν πολλές από τις ελευθερίες που απολάμβαναν εν μέσω της εξέγερσης. Η μετατόπιση στη δουλειά εντός κυβερνητικών δομών τους έχει αναγκάσει να ακολουθούν πιστά επίσημους κανόνες και νόμους που ποτέ πριν δεν είχαν συναντήσει. Το να «χτυπάνε κάρτα» τις ώρες γραφείου τούς φαίνεται ανιαρό και σχεδόν αβάσταχτο, μολονότι κάποιοι δήλωσαν πως πλέον είχαν συνηθίσει κάπως τη ρουτίνα.

Τα προβλήματα που έφερε η νίκη στις ζωές τους δεν τελειώνουν εκεί: τώρα πρέπει να κερδίζουν χρήματα για στηρίξουν τους ίδιους και τις οικογένειές τους, κάτι που δεν ήταν απαραίτητο κατά τη διάρκεια της εξέγερσης όταν τα προσωπικά τους έξοδα καλύπτονταν από το κίνημα και ήταν εντελώς απαλλαγμένοι από τις οικογενειακές ανάγκες. Σήμερα, οι Ταλιμπάν οφείλουν να θρέφουν τους ευατούς τους και να συνεισφέρουν στο οικογενειακό ταμείο. Η τζιχάντ, ένα θρησκευτικό καθήκον που τους απάλλασσε από τέτοιες καθημερινές ανησυχίες, έχει τελειώσει: τώρα πρέπει να δουλέψουν για την επιβίωση των οικογενειών τους όπως όλοι. Η ξαφνική αντιστροφή των ρόλων που βίωσαν οι μαχητές Ταλιμπάν, απ’ το να μπορούν να υποδαυλίζουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια ενάντια στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας στο να επωμίζονται την ευθύνη για τα σημερινά, οικονομικά βάσανα της χώρας, προξένησε βαθιά εντύπωση στους ερωτηθέντες. Τρεις εξ αυτών το ανέφεραν στις συνεντεύξεις τους.

Για τους συνομιλητές μας, παρ’ όλα αυτά τα προβλήματα και τις ταλαιπωρίες, η ζωή στην Καμπούλ εν καιρώ ειρήνης έχει και τις ευχάριστες πλευρές της. Ήταν ικανοποιημένοι με τα αξιοθέατα και την ανάπτυξη και τα κοντινά μέρη φυσικής ομορφιάς σαν την Παγκμάν και την Κάργκα. Θεωρούσαν την Καμπούλ απείρως καλύτερη απ’ τις επαρχίες καταγωγής τους όσον αφορά την ανάπτυξη και τις σύγχρονες υποδομές. Σε αντίθεση με τις εικασίες τους, οι περισσότεροι ανακάλυψαν έκπληκτοι ότι στην Καμπούλ ζουν τόσο καλοί όσο και κακοί άνθρωποι όπως στις αγροτικές περιοχές, και τουλάχιστον ένας υπογράμμισε ότι τα κοινωνικά δεινά που υπάρχουν στην Καμπούλ σήμερα, υπάρχουν επίσης στα χωριά του Αφγανιστάν.

Η κοινωνική επιρροή της ζωής σε αστικό πλαίσιο είναι αξιοσημείωτη γι’ αυτούς τους Ταλιμπάν. Οι συνεντευξιαζόμενοι έβλεπαν αρνητικά την Καμπούλ πριν την κατάληψη, αλλά η διαμονή στην πόλη άλλαξε τις αντιλήψεις τους. Η αλληλεπίδραση με γυναίκες διένυσε μεγάλη απόσταση σε σχέση με τι θα περίμενε κανείς δεδομένου του συντηρητισμού του κινήματος των Ταλιμπάν. Ο ερωτηθείς με τη γυναίκα συμμαθήτρια, λόγου χάρη, μίλησε με τον συγγραφέα παρέα με έναν σύντροφό του Τάλιμπ, ο οποίος μετά τη συνέντευξη του είπε αστειευόμενος, «Γιατί δεν του ανέφερες την ιστορία που η συμμαθήτριά σου άνοιξε μια συζήτηση μαζί σου, κι εσύ της μιλούσες πολύ άνετα;». Στους δρόμους της Καμπούλ, είναι συχνό φαινόμενο οι μαχητές Ταλιμπάν να δίνουν συνεντεύξεις και να μιλάνε σε γυναίκες YouTubers, μια ενέργεια που θα απαγορευόταν απολύτως στο παρελθόν του κινήματος (βλ. για παράδειγμα εδώ, εδώ κι εδώ).

Κάποιοι από τους ερωτηθέντες, και άλλοι Ταλιμπάν, έχουν αρχίσει με αργό ρυθμό να αντιμετωπίζουν κριτικά και το δικό τους φέρσιμο και το πώς ντύνονται και συμπεριφέρονται δημόσια. Ένας μαχητής Ταλιμπάν είπε στον συγγραφέα στις αρχές Ιουνίου του 2022 ότι «Δεν ξέρω πότε εμείς [οι Ταλιμπάν] θα μάθουμε να ζούμε σαν φυσιολογικοί άνθρωποι. Το στυλ των περισσοτέρων από μας στην Καμπούλ [μακριά μαλλιά κι ένα είδος φαρδιού, ριχτού πιράν τομπάν] είναι πολύ περίεργο αυτή την εποχή και σ’ αυτή τη συνθήκη. Ο καιρός που αυτό το στυλ έδειχνε σωστό έχουν περάσει προ πολλού και οφείλουμε να προσαρμοστούμε σ’ αυτές τις νέες συνθήκες». Η μείωση του αριθμού των Ταλιμπάν που κραδαίνουν AK-47, M416 και M16 στα παζάρια πιθανώς εκπορεύεται κι αυτή από τέτοιες σκέψεις.

Το Υπουργείο για την Προώθηση της Αρετής και την Αποτροπή της Ανηθικότητας των Ταλιμπάν προσπαθεί σθεναρά να κρατήσει απασχολημένους τους πρώην μαχητές με τη θρησκευτική εκπαίδευση. Αυτό πέτυχε ως έναν βαθμό, αλλά ο μεγάλος όγκος των μαχητών βρίσκεται τώρα μακριά και από το αυστηρό περιβάλλον του μεντρεσέ και από τα αγροτικά προπύργια του κινήματος. Όχι μόνο αυτό, αλλά η δουλειά σε υπουργεία σήμανε το σημαντικά μειωμένο ενδιαφέρον τους για τις θρησκευτικές σπουδές, μ’ έναν αξιοσημείωτο αριθμό να εγγράφεται αντιθέτως σε μαθήματα αγγλικών και υπολογιστών τα οποία θεωρούν απαραίτητα αν σκοπεύουν να πετύχουν στους νέους τους ρόλους.

Αυτό που ίσως έχει αποτρέψει τους Ταλιμπάν απ’ το να αλλάξουν σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό φέρσιμο και δημόσια συμπεριφορά είναι ακριβώς το πόσο ισχυρές παραμένουν οι νόρμες που σφυρηλατήθηκαν στους μεντρεσέδες και την εξέγερση. Το τελευταίο ισχύει εν μέρει λόγω των αυστηρών φιλικών δεσμών που έχτισαν οι Ταλιμπάν. Ακόμη ζουν και αλληλεπιδρούν κυρίως με άλλους Ταλιμπάν κι έτσι υπάρχει άφθονη αμοιβαία ενδυνάμωση των κοινωνικών κανόνων τους.

Οι συντηρητικές αντιλήψεις των ερωτηθέντων που ήρθαν σε επαφή με μη Ταλιμπάν, έχουν μαλακώσει σημαντικά. Η εξωτερική επιρροή και οι επαφές με πραγματικούς ντόπιους της Καμπούλ έχουν ήδη εισβάλλει στο σκεπτικό τους. Εντούτοις, ο συγγραφέας συνάντησε επίσης Ταλιμπάν που παραμένουν αυστηρά εντός των παλιών τους κύκλων και ισχυρίζονται ότι απεχθάνονται την πόλη και επιτιμούν τους κατοίκους της επειδή δεν ζουν σύμφωνα με αυτό που θεωρούν ως αληθινό Ισλάμ. Ακόμη, ανησυχούν για το «πισωγύρισμα» των συντρόφων τους. Ένας λόγιος προειδοποιούσε πρόσφατα το ποίμνιο σ’ ένα τζαμί στην Καμπούλ όπου παρευρέθηκε κι ο συγγραφέας ότι: «Οι μουτζαχεντίν πρέπει να δυναμώσουν ιδεολογικά και πνευματικά», ώστε «να μην πέσουν στις παγίδες αυτού του χειρότερου των καιρών».[33] Ένας άλλος μουλάς, που σχετίζεται με τους Ταλιμπάν, είπε στο ίδιο ποίμνιο, «Η πιθανότητα να πηγαίνουμε στη λάθος κατεύθυνση είναι τώρα μεγαλύτερη από ποτέ, ο Θεός να φυλάξει. Βλέπως πολλούς μουτζαχεντίν να γυρνάνε την πλάτη στους σκοπούς της τζιχάντ και τη σαρία κι αντ’ αυτών να καταγίνονται με εγκόσμιες ασχολίες».

Ενδεχομένως, ορισμένοι Ταλιμπάν να αναρωτιούνται εάν θα πρέπει τα smartphones και το ίντερνετ να απαγορευτούν για τους παλιούς μαχητές τους, δεδομένου ότι, όπως διατυπώνεται σε μια ηχογράφηση ενός κληρικού που κυκλοφόρησε, αποτελούν κάποιες εκ των μεγαλύτερων πηγών «διαφθοράς ανάμεσα στις τάξεις των μουτζαχεντίν». Σχετικά με τον λόγο που μερικοί Ταλιμπάν από την Κανταχάρ προτιμούν να παραμείνουν εκεί απ’ το να βρουν δουλειές στην πρωτεύουσα, σύμφωνα με έναν διοικητή από εκείνη την πόλη που μίλησε στον συγγραφέα τον Δεκέμβριο του 2021, είναι μέσα στις ανησυχίες τους ότι «το ανήθικο περιβάλλον της Καμπούλ είναι πολύ επιβλαβές για την πίστη όλων, ειδικά των μουτζαχεντίν».

Η νίκη των Ταλιμπάν τον Αύγουστο του 2021 έφερε ξαφνικά Αφγανούς που δεν είχαν καθόλου πάρε-δώσε πρόσωπο με πρόσωπο, καθώς η νικήτρια πλευρά καταλάμβανε την εξουσία στις πόλεις. Αστικός ιστός και ύπαιθρος, μαχητές και πολίτες, εκπαίδευση του μεντρεσέ και του κρατικού σχολείου, νικητές κι όσοι τώρα υφίστανται την κυριαρχία τους, γυναίκες στον δημόσιο χώρο με «ακάλυπτα» πρόσωπα και άντρες που οι γυναίκες συγγενείς τους ζουν κρύβοντας τα χαρακτηριστικά τους,[34] όλα τώρα αναμιγνύονται. Ανάμεσα σε κάποιους Ταλιμπάν, η επιθυμία να κρατήσουν το κίνημα μακριά από τις «επιρροές της πόλης» και να επαναφέρουν βίαια ολόκληρη την αστική κοινωνία «πίσω» στο, όπως το βλέπουν, αληθινό Ισλάμ είναι ισχυρή. Την ίδια στιγμή, άλλοι προσεγγίζουν μια πιο εκλεπτυσμένη εικόνα της ζωής στην πόλη και μια πιο πραγματιστική εκτίμηση για τις καλές και τις κακές της πλευρές.


[1] Οι Αφγανοί της ευρωπαϊκής ηπείρου υπολογίζονται μετριοπαθώς σε αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες, με το νούμερο να προσεγγίζει, και ίσως να ξεπερνάει το εκατομμύριο – Σ.τ.Μ.

[2] Μουσουλμανικά ιεροσπουδαστήρια, κεντρικά στη διάδοση της εγγραμματοσύνης και του ισλαμικού δικαίου – Σ.τ.Μ.

[3] Αυτολεξεί «Εβραίους και Χριστιανούς», ένας όρος που αντιγράφηκε από το τον μη αφγανικό ισλαμιστικό λόγο και πλέον χρησιμοποιείται γενικά από τους Ταλιμπάν για την περιγραφή των μη μουσουλμάνων.

[4] Fard στο πρωτότυπο, όρος που για το Ισλάμ σημαίνει την εντολή του Θεού, την υποχρέωση, το καθήκον – Σ.τ.Μ.

[5] Wara dawra στο πρωτότυπο.

[6] Ο προϊστάμενος κι ο αναπληρωτής προϊστάμενος μιας διεύθυνσης και ο προϊστάμενος μιας υποδιεύθυνσης (αμίριατ) θα τοποθετούνταν ως υπάλληλοι 1ης, 2ης και 3ης τάξης σε μια κλίμακα για τους δημοσίους υπαλλήλους από το 1 έως το 8 την οποία το Εμιράτο διατήρησε από τα χρόνια της Δημοκρατίας.

[7] Εκλεγμένος πρόεδρος του Αφγανιστάν την περίοδο 2004-2014 και αρχηγός (χαν) των Ντουρανί Παστούν της επαρχίας Κανταχάρ. Η διοικητική του θητεία συνδέθηκε με την αμερικανική επικυριαρχία και σκάνδαλα διαφθοράς. Ύστερα από την κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν, δήλωσε πως αυτή δεν συνέβη με τη βία κι ότι οι Ταλιμπάν προσκλήθηκαν από τον ίδιο για να προληφθεί το χάος, ενώ τους προέτρεψε να νομιμοποιήσουν την κυριαρχία τους εκλογικά – Σ.τ.Μ.

[8] Η επέκταση της Καμπούλ και άλλων πόλεων μετά το 2001 υπήρξε περισσότερο προϊόν ιδιωτικής και ατομικής επένδυσης παρά της υπεράκτιας οικονομικής βοήθειας.

[9] Αντιπρόεδρος του Αφγανιστάν μέχρι τον θάνατό του, το 2014. Συμμετείχε στην κατάληψη της Καμπούλ από τους Δυτικούς ως στρατιωτικός ηγέτης του ΝΑΤΟ το 2001, ενώ υπήρξε και ο πρώτος Υπουργός Άμυνας του μεταβατικού καθεστώτος μετά την πτώση του Εμιράτου – Σ.τ.Μ.

[10] Φράγμα και ταμιευτήρας κοντά στην Καμπούλ, όπου οι επισκέπτες ψυχαγωγούνται με διάφορες δραστηριότητες – Σ.τ.Μ.

[11] Ορεινή πόλη κοντά στην Καμπούλ, της οποίας οι κήποι αποτελούν πόλο έλξης∙ στην είσοδο της πόλης ο βασιλιάς Αμανουλά Χαν έχτισε μια αψίδα αντίγραφο εκείνης του Παρισιού – Σ.τ.Μ.

[12] Το Αφγανιστάν είναι χώρα με ιδιαιτέρως πλούσια εθνοτική και γλωσσική ποικιλομορφία, με κύριες ομάδες αυτές των Παστούν, των Τατζίκων, των Ουζμπέκων και των Χαζαρά – Σ.τ.Μ.

[13] Lizari στο πρωτότυπο.

[14] Ta’aruz στο πρωτότυπο.

[15] Masuliat στο πρωτότυπο.

[16] Hawza στο πρωτότυπο.

[17] Κέντρο της ομώνυμης περιοχής, εντός των ορίων της επαρχίας της Καμπούλ. Τα χρόνια του πολέμου με τη Σοβιετική Ένωση αποτέλεσε προπύργιο της ισλαμιστικής αντιστασιακής οργάνωσης «Χέμπ-ι Ισλάμι» – Σ.τ.Μ.

[18] Ορόσημο της περιοχής Γουαζίρ Ακμπάρ Χαν, η οποία θεωρείται από τις πιο αναβαθμισμένες της Καμπούλ και στεγάζει διάφορα κυβερνητικά κτήρια – Σ.τ.Μ.

[19] Δημοφιλή αντιαρματικά, κάποτε σοβιετικής και πλέον ρωσικής προέλευσης – Σ.τ.Μ.

[20] Dashakas στο πρωτότυπο∙ βαριού τύπου σοβιετικό πολυβόλο όπλο – Σ.τ.Μ.

[21] Αυτοσχέδια εκρηκτικά που χρησιμοποιούνται συνήθως από αντάρτικους στρατούς στο πλαίσιο ασύμμετρων πολεμικών δραστηριοτήτων. Αποτέλεσαν μία από τις συνηθέστερες επιθετικές μεθόδους των Ταλιμπάν στον πόλεμο εναντίον των νατοϊκών δυνάμεων – Σ.τ.Μ.

[22] Owrdu στο πρωτότυπο.

[23] Δεν αναφέρθηκε στη δεύτερη επίσκεψή του, πιθανώς να ήταν για στρατιωτικούς σκοπούς.

[24] Nizam στο πρωτότυπο.

[25] Mukhabira στο πρωτότυπο∙ τύπος ασυρμάτου.

[26] Στους διευθυντές και τους υποδιευθυντές παραχωρείται κυβερνητικό αυτοκίνητο.

[27] «Οι άνθρωποι είναι δίπλα σου στη ζωή και τον θάνατο», γνωμικό των Παστούν που σημαίνει ότι τα μέλη της κοινότητας στέκονται δίπλα-δίπλα και αλληλοβοηθιούνται στις γιορτές, τις κηδείες, τους γάμους και στις δυσκολίες.

[28] Όρος προερχόμενος από το αραβικό χατζ, που σημαίνει το ταξίδι σε ιερό μέρος, που έχει περάσει και στην ελληνική. Χατζής είναι εκείνος που πραγματοποιεί προσκύνημα στην ιερή πόλη του Ισλάμ, τη Μέκκα (εδώ χρησιμοποιείται μεταφορικά).

[29] Wasita στο πρωτότυπο.

[30] Η «χιτζάμπ» διαθέτει μια ειδική σημασία στο Αφγανιστάν, όπως δείχνει αυτή η έκθεση του Afghanistan Analysts Network: Strangers in Our Own Country: How Afghan women cope with life under the Islamic Emirate:

Σε αντίθεση με άλλες μεριές του μουσουλμανικού κόσμου, όταν οι Αφγανοί αναφέρονται στη «χιτζάμπ», πρόκειται για μια αναφορά σε ρουχισμό που είναι ογκώδης και καλύπτει τόσο το κεφάλι όσο και το σώμα, κι ενδεχόμενως και το πρόσωπο, είτε το τσαντόρ (μπούρκα) που καλύπτει το πρόσωπο, είτε την αμπάγια, με ή χωρίς νικάμπ, είτε σε κάποιες περιοχές ένα ιρανικής τεχνοτροπίας τσαντόρ.  

[31] Κατά τη διάρκεια του πολέμου, εκείνοι που αντιτίθεντο στους Ταλιμπάν, κυβερνητικοί αξιωματούχοι και άλλοι, αποκαλούσαν τους Ταλιμπάν με υποτιμητικές ονομασίες, όπως «Πακιστανοί» και «Παντζάμπι», για να υπονοήσουν ότι ήταν τόσο αντιπατριωτικοί ώστε δεν θα πρέπει να θεωρούνται καν Αφγανοί.

[32] Mila στο πρωτότυπο.

[33] Κυριολεκτικά, το «κακό των αιώνων». Πολλοί μουλάδες στο Αφγανιστάν ισχυρίζονται ότι ο κόσμος έχει φτάσει σχεδόν στο τέλος του και, 15 αιώνες από την Προφητεία του Μωάμεθ που ήταν η χάιρ αλ-κοράν ή ο καλύτερος των καιρών, σήμερα προσεγγίζεται ο χειρότερος με όρους ανηθικότητας, αθεΐας και της κοινωνικής αναταραχής που διευκολύνει την αμαρτία (fitna).

[34] Purdah στο πρωτότυπο.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine