Ο Βασίλης Ραφαηλίδης μοιράστηκε κάποια στιγμή μια ενδιαφέρουσα ιστορία [1] για τον τρόπο που η Χούντα το 1968 δολοφόνησε τον Γιώργο Τσαρουχά, βουλευτή της ΕΔΑ. Η αστυνομία είπε πως τον πρόδωσε η καρδιά του κατά την διάρκεια μιας απλής εξακρίβωσης στοιχείων μα για την κηδεία απαγόρευσε να ανοιχτεί το φέρετρο. Η κόρη του ωστόσο όρμησε ακριβώς την στιγμή της ταφής κι ανοίγοντας το φέρετρο βρήκε το πτώμα του πατέρα της με ένα λιωμένο, δίχως πρόσωπο πια, κεφάλι. Το πτώμα φορούσε ακόμα τις χειροπέδες.
Το Πολυτεχνείο δεν ήταν γιορτή. Αυτό δεν είναι κοινότοπη παρατήρηση, είναι επιτακτική ιστορική υπενθύμιση. Μην μείνει, με κολλημένη άλλη ημερομηνία από πίσω κάθε χρόνο – «Πολυτεχνείο 2000-κάτι»- πτώμα που φοράει χειροπέδες, να πίνει φραπέ από τον Γρηγόρη στα τραπεζάκια μεταξύ τυρού κι αχλαδίου.
«Δεν έχουμε τίποτα δικό μας, παρά μόνο το χρόνο, το χρόνο, που απολαμβάνουν όσοι δεν έχουν πού την κεφαλή κλίνει». Του Μπαλτάσαρ Γκρασιάν, από το Εγχειρίδιο Μαντικής και Τέχνης της Σύνεσης.
Flash – back η επταετία σε συνέχειες ημέρα προς ημέρα, δηλαδή 365x7 = 2555 συνέχειες. [2]
To θέαμα λέει ο Ντεμπόρ [3] δεν είναι σύνολο εικόνων, είναι μια κοινωνική σχέση ατόμων μεσολαβημένη από εικόνες. Mετά κάνει λόγο για το θέαμα ως μια θεώρηση του κόσμου που έχει αντικειμενικοποιηθεί και πριν για το πώς σε μια κοινωνία με σύγχρονες συνθήκες παραγωγής η ζωή εκδηλώνεται σαν συσσώρευση των θεαμάτων αυτών: ό,τι είχε άμεσα βιωθεί, απομακρύνθηκε σε μια αναπαράσταση.
Ανεργία, πείνα, αδιέξοδα, αυτοκτονίες, εξευτελισμοί, αυθαιρεσία και διαδικασίες κατ’επείγοντος. Ξύλο δικαιολογημένο – γιατί η βία πάντα έχει λογική- βήματα πάνω κάτω στην Πατησίων μα τα πανεπιστήμια ακόμα μετράνε τα τελευταία τους κέρματα δίπλα σε οροθετικές που διαπομπεύονται - μυρίζουμε όλοι πλάι στα συρματοπλέγματα μια θάλασσα γεμάτη μετανάστες που δεν αξιώθηκαν ούτε «...το σίδερο στα πόδια, δυο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι». Η εθνική νάρκη βγαίνει από συλημένους τάφους μακεδονίτικους και μυρίζει νεκρική σαπίλα.
Γι’αυτό σου λέω φέτος προπορεύσου σε μια πομπή να θάψεις το σώμα πλην της κεφαλής σε μυστική τελετή και μην πας στην πρεσβεία. Πάρε τον δρόμο για χωματερή στην Φυλή και στα Άνω Λιόσια. Και μετά γύρισε στην γειτονιά σου και χτίσε νέα Πατησίων και νέα Στουρνάρη. Μην το αφήσεις να γίνει μουσείο κι ούτε μαυσωλείο γιατί δεν του πρέπει.
Ώρα για νέα αφήγηση κι ας μεγαλώνει η λίστα με τους εθνικούς μαλάκες.
Αν θες κράτησε μόνο λίγα τραγούδια για την πορεία κι είθε να τιμάνε τα στερνά τα πρώτα.
Κι όσο για την Συννεφούλα, σύντροφοι-συναγωνιστές-εκλεκτοί παριστάμενοι,
«τώρα στα χέρια της κρατάει το ψαλίδι /
κι έτσι είναι περισσότερο ορφανή.»
Θα γυρίσει όμως ρε. Θα γυρίσει.
[1] Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους 1830 – 1974, Βασίλης Ραφαηλίδης
[2] Το μυστήριο, Μαργαρίτα Λυμπεράκη
[3] Η κοινωνία του θεάματος, Γκυ Ντεμπόρ