Τι κοινό μπορεί να έχει ένα αντιραστισικό(;) κοινωνικό πείραμα, το “bullying” στα Γιάννενα και τα ελληνικά “αμερόληπτα” δικαστήρια;
Τις τελευταίες μέρες τα social media και τα ιντερνετικά μέσα ενημέρωσης έχουν εκστασιαστεί με ένα βίντεο που κυκλοφόρησε από την ActionAid [1]: Αρχισυντάκτες, δημοσιογράφοι και ανταποκριτές, απλοί “ανήσυχοι” πολίτες, σχολιαστές και αντιρατσιστικές(;) οργανώσεις, όλοι μαζί σταμάτησαν να ψάχνουν και από ένα σύννεφο για να πέσουν μετά το βασανισμό του φοιτητή στα Γιάννενα, που βαπτίστηκε απλά και λιτά bullying, και όλοι μαζί ανακουφίστηκαν από τις αντιδράσεις των συμμετεχόντων στο πείραμα της παραπάνω MKO.
Το συμπέρασμα λοιπόν, γρήγορα-γρήγορα και αβίαστα βγήκε: “Δεν είναι όλα τόσο σκατά!”, “η ελπίδα δε πέθανε!”, και ένα μεγάλο “ουφ” βγήκε από το στήθος των απανταχού ανήσυχων και πλημμύρισε την ατμόσφαιρα.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ή, λέω μήπως, όλα αυτά είναι μια επιδερμική προσέγγιση, ένας εύκολος τρόπος να κατευναστούν οι συνειδήσεις, οι ενοχές και τα εγκλήματα ενός ολόκληρου τόπου; Είναι τελικά έτσι τα πράγματα ή ψάχνουμε να φωτίσουμε το σκοτεινό, κλειστό κελάρι των ντόπιων κοινωνιών με το φως από μονάχα ένα σπίρτο, χώρις να μπορούμε να δούμε στις γωνίες του, εκεί όπου κρύβει τα μυστικά του;
Από ένα bullying στα Γιάννενα...
Bullying λοιπόν το συμπέρασμα για την ιστορία με τον Β. Γιακούμακη, και μεταφρασμένο κάπως ελεύθερα στα ελληνικά, τραμπουκισμός. Για ακόμα μια φορά, φταίει απρόσωπα η βία, φταίει το “μεμονωμένο περιστατικό” που αμαυρώνει την ένδοξη τιμή και ιστορία της λεβεντογέννας Κρήτης, φταίει η επιπολαιότητα της ηλικίας και οι αγροτικές δουλειές των παιδιών που τα σκληραγώγησαν. Ο ένοχος βρέθηκε, case is closed.
Ε και όμως όχι. Ούτε αυτή τη φορά αρκεί αυτό.
Αν κοιτάξουμε κάποια στιγμή πιο πίσω, αν δοκιμάσουμε να φτάσουμε κάποια στιγμή στις ρίζες του ζητήματος, πιο πέρα από εκεί που σταματάει η φιλελεύθερη ματιά και η καραμέλα της, που εξισώνει την βία ανεξάρτητα από το που εκπορεύεται, που την καταδικάζει χωρίς να την πιάσει στα χέρια της, να την σκεφτεί και να την εξετάσει, ίσως τότε να δούμε ότι το τέρας δεν είναι αυτή.
Το τέρας στην περίπτωσή μας είναι άλλο και έχει και όνομα: Λέγεται πατριαρχία, λέγεται ομοφοβία, λέγεται ρατσισμός που αφορά την ικανότητα, τη σωματική διάπλαση, την αντρίλα, το “πόσες γκόμενες χτύπησες σήμερα”, λέγεται αλητεία και μαγκιά. Λέγεται ματσίλα. Και είναι παντού, σε όλες τις μικρές πατροπαράδοτες, αγαπημένες συνήθειες και πρακτικές της καθαρματογέννας Κρήτης (και όχι μόνο αυτής).
Είναι η περηφάνια που σηκώνει το χέρι να ρίξει την μπαλωθιά. Είναι το αργόσυρτο, βλοσυρό πεντοζάλη και η προτροπή “πάμε κούπες” όταν σε (εγ)καλούν να πιεις την ρακί σου “άσπρο πάτο ή άστο κάτω”. Είναι το μαντήλι με τα κρόσσια και το κουμπούρι στη ζώνη. Είναι τέλος πάντων όλα εκείνα που η αντροπαρέα στην Γαλακτοκομική Σχολή δεν κατάφερε να απεικονίσει στο θύμα της. Είναι ό,τι έκανε τον Β. Γιακουμάκη λιγότερο άντρα για τα κυβικά τους, ό,τι δε χώρεσε από αυτόν στα ήθη και στα έθιμα, στις παραδόσεις, στις νόρμες και στα πρότυπα που τους γαλούχησε ο τόπος τους. Και που τους έκανε εγκληματίες.
Γιατί μιλάμε για μια κουλτούρα του τραμπουκισμού με επιθετικό πρόσημο. Μια κουλτούρα που εκδικείται και παθολογικοποιεί ό,τι δε της μοιάζει, που αναπαράγει εξουσιαστικές σχέσεις και πλέγματα ώστε να εξοντώσει οτιδήποτε μη-κανονικό, ό,τι δεν της κολλάει με τον ετεροσεξισμό, την αρρενωπότητα, την ομοφοβία, την φυλετική καθαρότητα της. Και το κάνει κάθε μέρα. Από τα μικρά μέχρι τα μεγάλα, από τους μικρούς ρατσισμούς μέχρι τα πογκρόμ και τους βασανισμούς της.
Το bullying λοιπόν, χωρίς να το συνοδεύει καμιά επεξήγηση, δεν αρκεί ώστε να μιλήσουμε για το περιστατικό. Αντίθετα είναι η οργανική προέκταση του σχολίου που διάβασα πάμπολλες φορές, το “στην Αμερική γίνονται και χειρότερα, μπουκάρουν μαθητές με καλάσνικοφ στα σχολεία”. Είναι ένας τρόπος να αποτινάξουμε από πάνω μας αυτό που μας βαραίνει, χωρίς να σκεφτούμε μήπως δεν είναι τελικά στραβός ο γιαλός αλλά εμείς αρμενίζουμε στραβά. Χωρίς να αναστοχαστούμε καν τα δικά μας λάθη, αυτά που ξεκινάνε από το δημοτικό, αυτά που περιγράφει ίσως το πιο αποτυχημένο αναρχικό σύνθημα: “Φασίστες είστε αυτοί που βάζαμε τέρμα όταν ήμασταν μικροί”. Τον αδύναμο βάζαμε, τον “άχρηστο”, το μίασμα, όχι τους φασίστες.
Να κλείσω αυτή την ενότητα με το εξής παράδειγμα: Ακόμα και τα νεοναζί καθίκια της Χ.Α. καταδίκασαν το bullying. Μιας λοιπόν που οι λέξεις και η επιλογή τους έχουν την σημασία τους, μήπως ο συγκεκριμένος όρος, είναι κάτι σαν ξέπλυμα του τί έγινε σε αυτή την υπόθεση, μήπως ξεθωριάζει το ζοφερό μαύρο σε ένα απαλό, ευχάριστο γκρι;
...σε ένα ενθαρρυντικό κοινωνικό πείραμα...
“H αρνητική υπερένταση είναι η συμπυκνωμένη κριτική δραστηριότητα που εντάσσεται σε μια συνέχεια και παράγει μια λίγο-πολύ διαρκή οργασμική ρήξη με το αποτέλεσμα του θεάματος. Μέσα στην αρνητική υπερένταση παράγεται ένα είδος “αλυσιδωτής απόφραξης” των ιδεολογικών μπλοκαρισμάτων. [...] Το θετικό είναι η αδράνεια του αρνητικού. Το θέαμα, ταρακουνημένο από το αρνητικό, αντιδρά αναζητώντας ένα νέο σημείο ισορροπίας, ενσωματώνοντας το αρνητικό σαν στιγμή του θετικού”.
- Κεν Ναμπ, “Εισαγωγή σε μια φαινομενολογία της υποκειμενικής όψης της κριτικής-πρακτικής δραστηριότητας” [2]
Έκλεισα πιο πάνω με ένα παράδειγμα για να ξεκινήσω εδώ με άλλο ένα. Η θειά μου η φασίστω, που έχει ψηφίσει Χ.Α., μου έστειλε στο mail μου το βίντεο της ActionAid συνοδευόμενο από το σχόλιο “είδες τι λαός είμαστε οι έλληνες”; Κάπου εδώ, υπάρχουν δυο τρόποι να ερμηνεύσεις τι έγινε στο βίντεο, ο θετικός και ο αρνητικός. Θα διαλέξω τον αρνητικό, γιατί αρνούμαι τον θετικό.
Στο πείραμα λοιπόν διακρίνονται τριών ειδών αντιδράσεις: Αυτοί που αντέδρασαν, οι αδιάφοροι και οι μόλις δυο που συμφώνησαν και επικρότησαν τον υποτιθέμενο θύτη. Τι μας λένε λοιπόν οι παραγωγοί; Ότι δεν υπάρχει, σε ένα μεγάλο βαθμό, ρατσισμός στην Ελλάδα.
Κάπου εδώ συναντάμε ένα δεύτερο ξέπλυμα σε τόσα χρόνια μίσους, Μανωλάδων, κακοποίησης και στιγματισμού που δένει χρονικά με το παραπάνω “bullying”. Λες και δε θα μπορούσε κάποιος ρατσιστής, που θέλει να φύγουν οι “άπλυτοι ξένοι”, στο context της φιλανθρωπίας και της χριστιανικής του καλοσύνης να υπερασπιστεί στο συγκεκριμένο, καθόλου αντιπροσωπευτικό και τραβηγμένο από τα μαλλιά περιστατικό, τον μετανάστη που ολημερίς και ολονυχτίς βρίζει και σιχαίνεται. Λες και δε θα μπορούσε να ναι η θεία μου. Λες και δεν υπάρχουν ετοιμοπόλεμοι βασανιστές. Λες και όλοι αυτοί οι σιωπηλοί του πειράματος, που είναι και οι περισσότεροι, δεν μπορεί να είναι σκληροί ρατσιστές, είναι απλά νοικοκυραίοι που πάνε στις δουλειές τους και δεν είχαν χρόνο.
Έτσι σχετικοποιείται ο ρατσισμός και εντάσσεται σε ένα ιδεολογικό πλαίσιο που τον αθωώνει και τον μικραίνει, τον κάνει ανεκτό και βολικό. “Κάτι κάναμε καλά σε αυτό τον τόπο” και “ορίστε η αρχαία ελληνική φιλοξενία”. Αρκεί οι μετανάστες να μην παντρευτούν τις κόρες μας, να συνεχίσουν να μας καθαρίζουν τα τζάμια και να χτίζουν τα σπίτια μας για τρεις και εξήντα. Αρκεί να τους δούμε εργαλειακά, να τους πιούμε το αίμα και φυσικά αυτοί να μην αντιδράσουν. Ακριβώς όπως και στο βίντεο. Ο μετανάστης έχει σκυμμένο κεφάλι και δείχνει ανίκανος να υπερασπιστεί τον εαυτό του, να σηκώσει το χέρι του. Περιμένει τον πονόψυχο ντόπιο να τον σώσει από τα χέρια του κακού, που εδώ είναι ο 1 στους 10.
Η εξαγωγή ενός αντιρατσιστικού συμπεράσματος μέσα από αυτό το βίντεο είναι τόσο ανώδυνη και αθωωτική όσο και ο όρος bullying. Και αυτό γιατί και στις δύο περιπτώσεις ακολουθείται η ίδια αναλυτική διαδικασία, ο ίδιος δρόμος για να εξηγήσουμε το ρατσιστικό αυτό μίσος. Είναι ο δρόμος όπου πάει αποκλειστικά από το γενικό στο ειδικό, ενταγμένος σε ένα σχήμα-δίπολο “καλού” ή “κακού”, βίαιου ή μη-βίαιου, άντε και κάποιες φορές από μια άλλη σκοπιά, “εργάτη” και μη, με ένα ταξικό πρόσημο.
Η προσέγγιση αυτή δεν εκκινεί ποτέ από τις άκρες αυτού του συμπλέγματος των επιμέρους καταπιεστικών κυριαρχιών, εκεί που αυτές είναι ορατές όσο πουθενά και δείχνουν τα δόντια τους. Έτσι οδηγούμαστε σε μια ερμηνεία ορθολογική, που δεν συνυπολογίζει την έννοια του έθνους, της ελληνικής ιστορίας, των βιωμάτων και των σιωπών των απανταχού θυμάτων της. Μια ερμηνεία που δεν συνυπολογίζει τον τρόπο που η πατρίδα, σαν μια συνθήκη γύρω από ένα μαζικό ανήκειν, συμπυκνώνει μια ταυτότητα με πολλά ξεχωριστά σημεία και προνόμια κάτω από την σκεπή της και απεχθάνεται τις ετερότητές της. Μια ερμηνεία που ξεχνάει τα εγκλήματα της ελληνικής ιστορίας και τον τρόπο που αυτή επιστρέφει διαρκώς φαντασματικά, σαν απεικόνιση όλων των φόβων της, και οπλίζει ξανά και ξανά τους θύτες. Και κάπως έτσι ποτέ δε θα δούμε εικόνες αντίστοιχες με αυτές του ίδιου πειράματος στον Καναδά [3]. Άσε που αυτά είναι βίαια και bullying.
...και σε μερικά αθώα χαστούκια, σε μερικές προφυλακίσεις...
Με αυτά λοιπόν φτάνουμε στα ελληνικά κρατικά δικαστήρια και την δικαιοσύνη να μιλήσουμε για ξέπλυμα και με τον νόμο.
Προσωπικά, μου αρέσει να σκέφτομαι το κράτος όχι αποκλειστικά σαν ένα μηχανισμό καταπίεσης, αλλά και σαν μια απεικόνιση του λαού που εκπροσωπεί, που δεν είναι αθώος για την ιστορία και τους θεσμούς του. Το κράτος ως θεσμός εν γένει καταπιέζει και πνίγει, αλλά δεν είναι απλά ένας εξωτερικός μηχανισμός, για αυτό προσαρμόζεται ανάλογα και με το κοινό του. Για αυτό και από κράτος σε κράτος παρατηρούνται τόσες διαφορές. Ο κάθε λαός, με την συμφωνία ότι το κράτος είναι ο μπαμπούλας του, έχει στην τελική πάνω σε αυτές τις διαφορές που αναφέρω παραπάνω και αυτό που λίγο-πολύ του αξίζει. Ίσως δε, αν μπορούμε να βρούμε ένα σημείο που εντοπίζονται οι περισσότερες από αυτές τις διαφορές, αυτό να είναι η σύγκριση του δικαιϊκού συστήματος από κράτος σε κράτος.
Κόντρα στο επίθετο “Ψωροκώσταινα” λοιπόν, που περιγράφει το ελληνικό κράτος ως θύμα ξένων δυνάμεων κρύβοντας την πραγματικότητα και τα θέλω του, μόνο τον τελευταίο μήνα έχουμε: την αθώωση του Κασιδιάρη για τα δημόσια χαστούκια που έριξε, την αποφυλάκιση πάνω στο 12μήνο ακριβώς του Ν. Μιχαλολιάκου καθώς και των 6 βασανιστών μέχρι θανάτου του έγκλειστου Ιλίε Καρέλι. Αλήθεια πόσο έμεινε προφυλακιστέος ο Τ. Θεοφίλου;
Ένα ρεπορτάζ από το Βήμα το 2006 ίσως είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό για το πως σκέφτονται οι τοπικές κοινωνίες. Αφορά ένα περιστατικό βιασμού στην Αμάρυνθο, όπου οι τέσσερις βιαστές αθωώθηκαν γιατί υπήρχε “η θέληση της παθούσης” [4]. Μετά από αυτό δε χρειάζονται άλλα λόγια:
«Τους έθιγε συνέχεια τον ανδρισμό τους. Τι θέλατε να κάνουν τα παιδιά;» λέει ένας νεαρός από τη στενή παρέα των τεσσάρων. «Τι σημαίνει τους έθιγε τον ανδρισμό τους;» ρωτώ (δημοσιογράφος Δ. Κρουστάλλη). «Να, τους έλεγε ότι δεν ξέρουν τίποτα από σεξ, τους προκαλούσε» [...] «Αν σταματήσετε εσείς οι δημοσιογράφοι, τα παιδιά θα γυρίσουν στο σχολείο τους. Κι αν έγινε βιασμός, δεν πειράζει. Μικρά είναι, θα ξεχάσουν» λέει ένας 65χρονος έμπορος στον παραλιακό δρόμο του χωριού.
«Τι περιμένατε να κάνει η κόρη με το ποιον της μητέρας! Από ό,τι γονείς βγεις τέτοιος θα γίνεις!» δηλώνει κατηγορηματικά μια κοπέλα και όλοι γύρω - αγόρια και κορίτσια - συμφωνούν και υπερθεματίζουν. «Άκουσα ότι η μάνα δούλευε σε μπαρ στην Ερέτρια. Και εγώ τώρα το έμαθα...» μου ψιθυρίζει εμπιστευτικά ένας γεροδεμένος νεαρός με ύφος Πουαρό. «Ο πατέρας της στη Βουλγαρία είναι τζογαδόρος, πίνει, και τον κυνηγάει η μισή Ιντερπόλ. «Για τα αγόρια και τους γονείς τους δεν ισχύει το ίδιο;» επιμένω. «Ααα... Εσείς δεν καταλαβαίνετε τίποτα! Τα αγόρια είναι πολύ καλά παιδιά, φοβερά άτομα, από τις καλύτερες οικογένειες. Καμία σύγκριση. Βρεθήκανε μπλεγμένοι χωρίς να το καταλάβουν» συμπληρώνει ένας ακόμη μάρτυρας υπεράσπισης.
...όλα είναι ωραία, όλα είναι ανθηρά!
Ούτε ένα αυτί δεν ίδρωσε λοιπόν. Και γιατί να ιδρώσει εξάλλου όταν όλα βαίνουν ομαλώς, όταν ό,τι υποστηρίζει και σε ότι αντιτίθεται μια μικρή μειοψηφία είναι υπερβολές και υστερίες. Στο κάτω-κάτω τα εγκλήματα αυτά δεν είναι πρωτόγνωρα, οι άμυνες για την αντιμετώπιση τους έχουν οξυνθεί και οι ρόλοι σε αυτό το θέατρο του παραλόγου έχουν μοιραστεί. Και τελικά, βρισκόμαστε να περιμένουμε κρυφά το πότε θα ξαναπέσει η νύχτα στο Παλέρμο, να βγουν οι δολοφόνοι, να συνεννοηθούν μεταξύ τους και να διαλέξουν το επόμενο θύμα τους.
[2] Από το 3.00 και μετά: https://www.youtube.com/watch?v=p9rFprD_Qf4
[3] Εκδόσεις “Ελεύθερος Τύπος”.
[4] Περισσότερα εδώ.