Καθώς οι κυβερνώντες πάσχιζαν να οικοδομήσουν την γκραμσιανή ηγεμονία ανάποδα, αφού ήταν «αισιόδοξοι λόγω γνώσης, αλλά απαισιόδοξοι λόγω βούλησης» (Gramsci, 1931), συνάντησαν το αλτουσεριανό απόφθεγμα πως «το μέλλον διαρκεί πολύ».(Althusser, 1983)
Για να καλύψουν τη χρονική απόσταση στράφηκαν στις επισημάνσεις του σμιτιανού ντεσιζιονισμού κατά την κονδύλεια παράδοση, για την «απόφαση του κυρίαρχου» (Schmitt, 1927) και έτσι αποφάσισαν να υπογράψουν τη συμφωνία, εγκαταλείποντας τα αδιέξοδα του δημοκρατικού ανθρωπισμού.
Μεταξύ τους επικαλέστηκαν τα διδάγματα του φουκωικού νιτσεϊσμού, που τονίζει ότι «η εξουσία βρίσκεται παντού», σιγοψιθυρίζοντας «παλεύουμε όχι για να "ξυπνήσουμε τη συνείδηση", αλλά για να υπονομεύσουμε την εξουσία, να καταλάβουμε την εξουσία». (Foucault, 1972)
Έτσι, βρήκαν κοινούς τόπους με τους οπαδούς του δόκτορος Σόιμπλε, που, σαν συνεχιστής του κοζεβιανού εγελιανισμού δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει πως «στο τελικό κράτος δεν μπορούν να υπάρχουν πλέον "ανθρώπινα όντα" με την έννοια που αντιλαμβανόμαστε σήμερα το ιστορικό ανθρώπινο ον. Τα "υγιή" αυτόματα είναι "ικανοποιημένα" (με αθλητισμό, τέχνη, ερωτισμό κλπ), ενώ τα "νοσούντα" εγκλείονται». (Kojeve, 1950)
Μία προσπάθεια ντεριντιανής αποδόμησης ξεκίνησε με γνώμονα την παραδοχή πως «αυτό που προσπαθώ να κάνω μέσα από την εξουδετέρωση της επικοινωνίας, των θέσεων και της σταθερότητας του περιεχομένου, μέσα από μια μικροδομή σημασιοδότησης είναι να προκαλέσω, όχι μόνο στον αναγνώστη, αλλά και σε μένα τον ίδιο, έναν νέο τρόμο...» (Derrida, 1995)
Στο τέλος της Ιστορίας, αναστήθηκε ο Χάϊντεγκερ.