Επικαιρότητα

Για τις ποινές στους δημοσιογράφους

Αντιτίθεμαι πλήρως στην ιδιωτική ιδιοκτησία των ΜΜΕ και στις πολιτικές απόψεις των δημοσιογράφων που τιμωρήθηκαν από το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ και, ταυτόχρονα, αντιτίθεμαι πλήρως στην τιμώρησή τους. Ακόμη κι αν αφήσουμε κατά μέρος το ζήτημα σχετικά με το ποιος φορέας επιβάλλει τις ποινές, οι τιμωρίες μού φαίνονται εξαιρετικά προβληματικές.

Εδώ θα πρέπει εξ αρχής να γίνει μια διάκριση. Το να παραμορφώνει κανείς τις ειδήσεις με τεχνητά μέσα (πχ μοντάζ), θα πρέπει πράγματι να ελέγχεται με κάποιον τρόπο. Το ίδιο και το να παρουσιάζει κανείς συνειδητά ως ειδήσεις, ως γεγονότα πράγματα που γνωρίζει ότι είναι ψευδή. Αυτές οι δύο περιπτώσεις θεωρώ ότι θα πρέπει να κρίνονται από κάποια αρμόδια αρχή, γιατί ο δημοσιογράφος εν προκειμένω βρίσκεται σε άνιση θέση σε σχέση με τον δέκτη (είναι λογικό ο δέκτης της είδησης να μη σκεφτεί ότι το βίντεο που του παρουσιάζουν είναι επεξεργασμένο ή ότι η είδηση που του προβάλλουν είναι αναληθής). Με αυτή την έννοια, για τα μονταρισμένα πλάνα από τα ΑΤΜ της Αυστραλίας είναι ορθό να επιβληθούν κυρώσεις.

Μέχρι εκεί, όμως. Από εκεί και πέρα, από τη στιγμή που εισερχόμαστε στο πεδίο του λόγου, των απόψεων, των εκτιμήσεων, των πολιτικών και ηθικών κρίσεων, τότε κάθε πειθαρχικός έλεγχος πρέπει να παύει. Ο δημόσιος λόγος, ακόμη κι όταν πρόκειται περί των χειρότερων ανοησιών, αντιμετωπίζεται με δημόσιο λόγο και δημόσια κριτική, όχι με απαγορεύσεις. Μιλάει ο δημοσιογράφος, μιλάει και ο δέκτης, σκέφτεται ο δημοσιογράφος, σκέφτεται και αυτός που τον παρακολουθεί, επιχειρηματολογεί ο δημοσιογράφος, καλά ή κακά, επιχειρηματολογεί από μέσα του ή με την παρέα του ή με τη συλλογικότητά του και ο ακροατής/τηλεθεατής.

Πρέπει επιτέλους να σπάσει αυτή η θεώρηση των δημοσίων προσώπων και των "ανθρώπων του πνεύματος" ως ειδικών διαμορφωτών της γνώμης των μαζών. Αν παθαίνουν κάτι τέτοιο οι "μάζες" (σίγουρα, αν θέλουμε να μιλήσουμε περιγραφικά, αυτό ισχύει σε έναν βαθμό), τότε το πρόβλημα είναι δικό τους. Είναι ευθύνη του δέκτη να ασκεί την κριτική του ικανότητα σε όσα φτάνουν σε αυτόν. Δεν είναι άβουλο ον. Όσοι δεν το δέχονται αυτό, ας προβληματιστούν μήπως υποστηρίζουν υπόρρητα ότι ο "λαός" είναι μια παθητική, ανίκανη να σκεφτεί μάζα, που χρειάζεται την προστασία των σοφών- κι άλλα τέτοια ωραία λενινιστικά.

Επιπρόσθετα, όσοι χάρηκαν με τις ποινές στους δημοσιογράφους, ας αναλογιστούν πού τοποθετείται το όριο σε αυτές τις περιπτώσεις. Από πού πηγάζει αυτή η μεταφυσική βεβαιότητα περί της ορθότητας της άποψής τους; Κι αν αύριο κάτι άλλο θεωρηθεί σωστό; Αν εγώ, για να δώσω ένα παράδειγμα που πάει κόντρα σε πολλούς, που θεωρώ λανθασμένο να τρώμε τα ζώα, βρεθώ αύριο σε μια θέση εξουσίας, θα είναι σωστό να καταστείλω τις αντίθετες απόψεις; Ποιος ορίζει τι επιτρέπεται να ειπωθεί και τι όχι; Ας το επαναλάβουμε: η μόνη λύση σε αυτό το ζήτημα είναι η άσκηση της κριτικής σκέψης και του κριτικού λόγου στον δημόσιο χώρο. Και, αν η άλλη άποψη είναι καταφανώς λανθασμένη, παράλογη, ανιστόρητη, χαζή, τότε τόσο το καλύτερο: μπορεί να καταρριφθεί πανεύκολα.

Πραγματικά πιστεύω ότι ο καθένας μπορεί, με λίγη μόνο εξάσκηση, να καταρρίψει τα επιχειρήματα κάποιου που υποστηρίζει ότι δεν έγινε Ολοκαύτωμα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ή ότι ο ρατσισμός είναι κάτι καλό. Επομένως, τι κερδίζουμε με την ποινικοποίηση αυτών των απόψεων; Τίποτα. Ίσα ίσα, ανοίγουμε μια επικίνδυνη πόρτα, όπως είδαμε με την υπόθεση Ρίχτερ. Στο βάθος, μία είναι μόνη βέβαιη άμυνα απέναντι στις αντιδραστικές απόψεις: η εμπεριστατωμένη κριτική τους. Αν σήμερα κανείς δεν βγαίνει να υποστηρίξει δημόσια τη δουλεία, δεν είναι επειδή το απογορεύει κάποιος νόμος, αλλά επειδή γνωρίζει ότι θα γελοιοποιηθεί.

Υπό αυτό το πρίσμα, πιο προβληματική απ' όλες αναδεικνύεται η επίπληξη της Μαρίας Σαράφογλου (υποθέτουμε ότι οφείλεται στη φράση της "όλες οι κοινωνικές ομάδες είναι με το Ναι", κατά τον διάλογο με τον ηθοποιό Κλέωνα Γρηγοριάδη). Και μόνο η σκέψη ότι μια τέτοια δήλωση θα έπρεπε να τιμωρηθεί είναι εξωφρενική. Αλλά και το όλο περιστατικό είναι εξωφρενικό- αναφέρομαι φυσικά στην ηρωοποίηση του εν λόγω ηθοποιού, ο οποίος στην πραγματικότητα εξέφρασε μια άποψη εξαιρετικά αφελή: ότι το άλλο μέρος της διαπραγμάτευσης θα άλλαζε στάση αν το Όχι δεν ακουγόταν μόνο από τα χείλη του πρωθυπουργού, αλλά από έναν ολόκληρο λαό. Ιδέα πραγματικά αστεία, για όποιον τουλάχιστον διαθέτει το περίφημο μάτι για τα πράγματα [Augenmass], που ο Weber θεωρούσε βασικό στοιχείο για την πολιτική πράξη. Απ' ό,τι φαίνεται, όμως, η μαζοποίηση, που οφείλεται ακριβώς στο ότι δεν ασκούμε την κριτική μας ικανότητα, δεν απειλεί μόνο τους συντηρητικούς, αλλά και τους "ριζοσπάστες".

Είναι, νομίζω, θλιβερό που τα παραπάνω δεν αποτελούν κοινό τόπο για τους ανθρώπους που επιθυμούν, όπως ο γράφων, την επανάσταση, τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αντ' αυτού αφήνονται να γίνουν αποκλειστικό κτήμα ανθρώπων του κεντρώου χώρου, οι οποίοι τα προσαρμόζουν φυσικά στις δικές τους πολιτικές σκοπιμότητες, τονίζοντας πόσο τέλεια τάχα είναι τα "φιλελεύθερα κοινοβουλευτικά καθεστώτα", οι "δημοκρατίες δυτικού τύπου" κλπ. (βλέπε πχ εδώ και, σε ένα πιο αφαιρετικό αλλά όχι άσχετο επίπεδο εδώ και εδώ).

Αυτές τις μέρες μού ήρθε στο μυαλό μια φράση. Νομίζω πως ανήκει στον Τοκβίλ, αλλά δεν κατάφερα να τη βρω. Εν πάση περιπτώσει, ο Τοκβίλ, αν είναι πράγματι αυτός, υποστήριζε ότι η ελευθερία του τύπου είναι ένα πολύ κακό πράγμα· το μόνο χειρότερο από αυτή είναι η απαγόρευση της ελευθερίας του τύπου. Παρόλο που δεν συμφωνώ πλήρως με την άποψή του, κυρίως στο πρώτο σκέλος της, τη βρίσκω εξαιρετικά βαθιά και νομίζω πως αξίζει να συλλογιστούμε πάνω σε αυτή.

[η φωτογραφία στην αρχή του κειμένου είναι από την 5η season του The Wire και απεικονίζει τον Gus, ηρωικό αρχισυντάκτη εφημερίδας] 

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Κτενάς