Επικαιρότητα

Hγέτες και ηγετίσκοι

Παρατηρώντας την έλλειψη αξιόλογου πολιτικού προσωπικού της εποχής μας, τόσο εντός Ελλάδας όσο και πανευρωπαϊκά, αναρωτιέται κανείς πόσο διαφορετικές θα ήταν οι ζωές μας εάν είχαμε πολιτικούς μεγαλύτερου διαμετρήματος. Αν ανατρέξει κανείς στην πρόσφατη ιστορία μας, τις εποχές πολέμων, πείνας, αντιξοοτήτων, δικτατοριών και μεγεθών δυστυχίας που δεν μπορεί καν να διανοηθεί όποιος είναι σήμερα κάτω από 70 διαπιστώνει πως εκείνες οι εποχές γέννησαν πολιτικούς που παρόλο το κλίμα της εποχής ήταν σε θέση να κάνουν πραγματικές συγκρούσεις για εκείνο που θεωρούσαν ωφέλιμο για το λαό τους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Όντας υπέρμαχος της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, πήγε κόντρα στο ρεύμα της εποχής που ήταν υπέρ της αυτονομίας, γεγονός που παραλίγο να τον οδηγήσει στο δικαστήριο. Κατά το μικρό διάστημα όπου υφίστατο η Κρητική Πολιτεία (1898 – 1913) αρχικά τέθηκε ως Ήπατος Αρμοστής ο τότε πρίγκηπας Γεώργιος, για να τον ανατρέψει ο Βενιζέλος ως επικεφαλής της επανάστασης του Θερίσσου, το 1905. Πριν ομως τον ανατρέψει και έχοντας υπηρετήσει ως σύμβουλος δικαιοσύνης, καθώς ήταν αναγνωρισμένος δικηγόρος, κατάφερε να εκσυγχρονίσει το δικαστικό και αστυνομικό σύστημα της Κρητικής πολιτείας. Η πορεία αυτή διακόπηκε βιαίως όταν ο αυταρχικός και συγκεντρωτικός τρόπος άσκησης εξουσίας του Πρίγκηπα Γεωργίου οδήγησε σε ατιμωτική απόλυση του Βενιζέλου, το 1901.

Οι ενέργειες αυτές οδήγησαν το κόμμα του σε εκλογική ήττα το 1903, αφού κατάφερε να εκλέξει μόνο έναν χαμηλό αριθμό βουλευτών, ωστόσο η μοντέρνα και μεγάλης αποδοχής φυσιογνωμία του τον έφερε αρχηγό της ενωμένης αντιπολίτευσης λίγους μήνες αργότερα, θέση από την οποία διακήρυξε την ένωση με την Ελλάδα. Οι μεγάλες δυνάμεις δεν αναγνώρισαν την ένωση ωστόσο εκείνη έγινε γεγονός 8 χρόνια αργότερα, με τον Βενιζέλο πρωθυπουργό της Ελλάδας πια μετά απο κλήση του εκ μέρους του κινήματος των Νεότουρκων, για την προώθηση μεταρρυθμίσεων στην υγεία, την παιδεία, την κοινωνική ασφάλιση, τα αγροτικά ζητήματα, τη φορολογία και άλλα.

Αφού λοιπόν από ηγέτης της Κρητικής επανάστασης βρέθηκε πρωθυπουργός του βασιλείου της ενωμένης Ελλάδας έφερε σαρωτικές μεταρρυθμίσεις πολυεπίπεδου εκσυγχρονισμού της χώρας και την οδήγησε σε δύο νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους, βρέθηκε εν μέσω του ‘Α Παγκοσμίου Πολέμου να είναι ηγέτης μιας χώρας σε διχασμό εξαιτίας της υπέρμετρης ανάμιξης του βασιλια στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική ττης χώρας. Εν τέλει μετά από αλλεπάλληλες έκτακτες κυβερνήσεις και μετά από νέες εκλογές το 1915 η χώρα κυρήσσει και επίσημα πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις κίνηση η οποία είχε σοβαρές επιπτώσεις για την χώρα και για τον ίδιο προσωπικά. Η μέν χώρα κατάφερνει την διεύρυνση με την ένταξη μεγάλου μέρους της Βόρειας Ελλάδας, ο δε Βενιζέλος υπέστη τη πρώτη απόπειρα δολοφονίας του στο Παρίσι.

Στις εκλογές του 1920, κομβικές για την εξέλιξη των Ελληνικών ζητημάτων το κόμμα του κερδίζει τις εκλογές ωστόσο λόγω του εκλογικού νόμου δεν καταλαμβάνει την εξουσία και ο Βενιζέλος δεν καταφέρνει να εκλεγεί ούτε βουλευτής. Ενώ έχει αποσυρθεί στο Παρίσι, μετά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922 δέχεται να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη διάσκεψη της Λωζάνης το 1923 η οποία κατέληξε στην υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης το 1923, με την οποία αναγνωριζόταν μεν το νέο εδαφικό καθεστώς της Τουρκίας, επετεύχθη ωστόσο μια ανταλλαγή πληθυσμών οφέλιμη για την Ελλάδα. Για να το πούμε πιο απλά, αποδέχθηκε την ήττα της πολιτικής τού που χάραξε ο ίδιος και για την αποτυχία της οποίας ευθυνόταν ο βασικός του αντίπαλος, προκειμένου να καταφέρει να πάρει το μέγιστο δυνατό όφελος.

Το 1923 επανεκλέγεται βουλευτής και τον επόμενο χρόνο σχημάτισε βραχύβια κυνέρνηση που στόχο είχε να συμβιβάσει το κόμμα του με την ιδέα της συνέχισης της Βασιλικής Δημοκρατίας, θέση που δέχθηκε ισχυρή εσωτερική πολεμική. Ένα μήνα μετά αποχωρεί εκ νέου για το Παρίσι παρά το γεγονός πως οι οπαδοί του ζητούσαν επίμονα την επιστροφή τού στην ηγεσία των Φιλελευθέρων. Εκείνη την εποχή γράφει μια από τις καλύτερες μεταφράσεις που έχουν κυκλοφορήσει για το Θουκιδίδη μέχρι και τις μέρες μας. Επέστρεψε στην Ελλάδα όπου το 1928 το κόμμα του διασπάται τελικά και στις εκλογές της ίδιας χρονιάς, κερδίζει 228 από τις 250 έδρες της Βουλής όπου κρίθηκε να αντιμετωπίσει την παγκόσμια κρίση του 1929, τις έντονες αναταραχές στα Βαλκάνια, καθώς και τις σχέσεις της χώρας με την Τουρκία. Η εξωτερική πολιτική του κατέληξε στη συμφωνία της Άγκυρας, όπου συμβιβάζονται τα αιτήμτατα των δύο πλευρών με ισομερή τρόπο.

Το 1933 και ενώ ανατράπηκε η κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη και έγινε ξανά πρωθυπουργός, για τελευταία φορά ενώ την ίδια χρονιά έγινε η δεύτερη απόπειρα δολοφονίας του. Εν τέλει ξαναέφυγε για το Παρίσι όπου πέθανε το 1936.

Συμπεραίνουμε λοιπόν πως εκείνος ο πολιτικός που έζησε την ανατροπή του, τη αυτοεξορία του, δύο απόπειρες δολοφονίας, κατάφερε να στρέψει τον Ελληνικό λαό υπέρ του, να οδηγήσει τη χώρα του σε 3 νικηφόρους πολέμους, αμφισβητήθηκε από τους αντιπάλους του και στη συνέχεια διόρθωσε κάποια από τα λάθη τους και κυβέρνησε μια Ελλάδα βαθιά διχασμένη, δεν έκανε ούτε βήμα πίσω στις επιλογές του. Όταν μάλιστα ερωτήθηκε σχετικά απάντησε πως “Το χούι εξέρχεται του πολιτικού, έξι μήνες μετά το θάνατό του.”

Συγκρίνοντας τέτοια μεγέθη με σημερινούς εκπροσώπους του λαού αντιλαμβάνεται κανείς τη διαμετρικά αντίθετη φυγομαχία πασπαλισμένη με μικρότητες και στενόμυαλες στρατηγικές που οδηγούν σε έλλειμμα πραγματικής ηγεσίας. Πάρτε για παράδειγμα τον Αντώνη Σαμαρά. Ένας άεργος γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, πολιτικό παιδί της γραφικότερης παλαιοδεξιάς της συντηρητικής παράταξης βρέθηκε βουλευτής σε ηλικία 27 χρονών, μην έχοντας διοικήσει στο παρελθόν ούτε ψιλικατζίδικο. Ως υπουργός Εξωτερικών, προκάλεσε ένα πρωτοφανές για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα εθνικιστικό ντελίριο που μεταξύ άλλων δημιούργησε των πρώτη ύλη για την πολιτική γένεση της Χρυσής Αυγής το 1994.

Η πολιτική που υπερασπίστηκε απέτυχε οικτρά με αποτέλεσμα να μην αποτελεί ζήτημα στις μέρες μας στις διεθνείς εξελίξεις. Δεν πτοήθηκε όμως, οδηγώντας σε μη είσοδο της ΠΟΛΑΝ στη βουλή στις εκλογές του 1996, γεγονός που τον οδήγησε για 8 χρόνια στο σπίτι του. Σαν να μην του αρκούσε μια αποτυχημένη πολιτική καριέρα, εξελέγη ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 2004, ενώ σε ολόκληρη την εκλογική πενταετία δεν έτυχε να φτάσει στα αυτιά μας κάποια μεγάλη επιτυχία του. Το 2009 και ενώ είχε πια εκλεγεί πρόεδρος της ΝΔ επέλεξε μια έξαλλη αντιμνημονιακή ρητορική που συναγωνιζόταν την εξωκοινοβουλευτική αριστερά, όταν είχε απομωνοθεί απότ ο Ευρωπαϊκό κόμμα γι’ αυτή του την επιλογή και στην Ελλάδα γελούσαν και οι πέτρες. Η απότομη στροφή παραμονές των εκλογών του 2012 ζάλισε και τους μεγαλύτερους υποστηρικτές του οδηγώντας στη δημιουργία του κόμματος των ασυνάρτητων Ελλήνων.

Τώρα μοιάζει να περνάει μια φάση άρνησης, να μην καταλαβαίνει πως με τις συνεχείς μικρότητές του σπαταλάει το ελάχιστο πολιτικό κεφάλαιο που του απέμεινε, πως η μόνη προσφορά του στη παράταξή του είναι η διαρκής συρρίκνωση.

Τα πρώτα σημάδια φάνηκαν όταν εξελέγη πρωθυπουργός, όταν δεν είχε καν τηλεφωνική επικοινωνία με τον αρχηγό της τότε αντιπολίτευσης. Τέτοια άρνηση συνεννόησης, που ασφαλώς δηλώνει φόβο και ανασφάλεια, δεν είχε δείξει μεταπολιτευτικά κανένας πρωθυπουργός ή αρχηγός κόμματος. Ακόμα και την περίοδο του ειδικού δικαστηρίου του ’89, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν σε συχνή επικοινωνία με τον Μητσοτάκη, προφανώς όχι επειδή έτρεφαν αισθήματα συμπάθειας, αλλά αντιλαμβανόμενοι πως έπρεπε να εκπέμπουν κλίμα εσωτερικής ηρεμίας.

Επιπλέον ο κάθε πρωθυπουργός, ειδικά όταν είναι πολύ παλιότερος από τον αντίπαλό του, οφείλει να τον προετοιμάζει και, εμμέσως να τον ενισχύει. Ο Σαμαράς, μην αντέχοντας τον τίτλο του “πρώην” και προσκολλημένος στην εμμονή της επιστροφής στη πρωθυπουργία, δημιουργεί στον αντίπαλό του ένα κλίμα αστάθειας, μέσω του σεναρίου της Αριστερής παρένθεσης. Ενώ δημοσίως εμφανίζεται συνεναιτικός, με τη στάση της μη παραίτησης καλλιεργεί στο κοινό του το αίσθημα προσμονής. Του κλείνει δηλαδή το μάτι λέγοντας “μην ανησυχείτε θα επανέλθω σύντομα”. Οπότε ποιός ο λόγος να παραιτηθεί;

Σε μια κρίσιμη στιγμή για τη χώρα η Ν.Δ. είναι μια συνεχώς συρρικνούμενη δύναμη, που προσφέρεται μόνο για ασκήσεις αυταρέσκειας, με μια κοινωνική βάση που κατά ένα μεγάλο βαθμό στηρίζει τον επίσημο αντίπαλό της. Ο Σαμαράς θα μείνει στο υποσυνείδητό μας με μια διπλή ιδιότητα. Θα είναι ο πρωθυπουργός προσπάθησε να κρατήσει τη χώρα στην Ευρώπη και να μην του σκάσει στα χέρια, κάνοντας ταυτόχρονα λυσσαλέα προσπάθεια να διατηρήσει ανέπαφες τις δομές που δημιουργούν τις προυποθέσεις για να σκάσει η χώρα στα χέρια του επόμενου. Ο πρωθυπουργός που έκανε ελάχιστες μεταρρυθμίσεις στο κράτος, που αναδιάρθρωσε επί τα χείρω την αγορά εργασίας χωρίς να συγκρουστεί με τα καρτέλ, που έκλεισε την ΕΡΤ και προσέλαβε τους φίλους του στη ΝΕΡΙΤ και πολλά άλλα. Η δεύτερη, πολύ χειρότερη ιδιότητα, είναι πως επί των ημερών του, συνέβαλε στη δημιουργία ενός κλίματος διχασμού χωρίς προηγούμενο για μια σύγχρονη Ευρωπαϊκή κοινωνία. Πρώτη φορά ακούσαμε πρωθυπουργό να μιλάει για “ανακατάληψη των πόλεων”, να δικάζονται άνθρωποι για προσβολή θρησκευτικών συμβόλων, πρώτη φορά ακούσαμε υπουργούς να μιλάνε για “καλούς Έλληνες” υπονοώντας πως όλοι οι υπόλοιποι είμαστε κακοί.

Συνεπώς όταν ένας ηγέτης αναλαμβάνει τη χώρα σε μια δύσκολη στιγμή, χρειάζεται να καταλαβαίνει ποιές είναι οι προτεραιότητες και κυρίως να κυβερνάει με το βλέμμα στην επόμενη μέρα, ακόμα και αν αυτή δεν τον περιλαμβάνει και του κοστίζει μέρος της υστεροφημίας του. Οι σύγκριση των δύο πολιτικών είναι ενδεικτική και το αποτέλεσμα είναι η διαφορά του ηγέτη από τον ηγετίσκο.

 

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Άρης Πετρουλάκης