Συνήθως οι επιτελέσεις του πένθους στα κοινωνικά δίκτυα μου προκαλούν μια έντονη καούρα ψηλά στα στομάχι. Άλλοτε πρόκειται για ένα ήπιο αίσθημα δυσφορίας κι άλλοτε οι σουβλιές τρυπάνε το θώρακα, ξύνουν τον τράχηλο κι αγγίζουν τη γνάθο∙ και τότε ούτε το πιο ισχυρό αντιόξινο δεν καταφέρνει να μετριάσει τον επίπονο αντίκτυπο των ακατάσχετων RIP, των οδυρόμενων emoticon και των κλισέ συνδυασμών καλλιτεχνικής φωτογραφίας και αποστάγματος σοφίας των αποθανόντων (σταρ). Δεν κρίνω όσους ενδίδουν στον πειρασμό κι αθέλητα γίνονται μικροί τύραννοι του άνω πεπτικού μου συστήματος. Δεν τους θεωρώ υποκριτές, δεν συντάσσομαι με τις –σχεδόν πάντοτε– ελιτίστικες κι ηθικολογικές αποδοκιμασίες του φαινομένου∙ εδώ που τα λέμε δεν έχω να προτείνω κάτι καλύτερο, και συν τοις άλλοις το βρέχω άμα λάχει κι εγώ το ποδαράκι μου. Ίσως να φταίει η ζωή, που μου στέρησε από νωρίς την παρουσία αγαπημένων ανθρώπων∙ πιθανότατα και η τάση μου να αποστρέφομαι την υπερέκθεση σκέψεων και την υπερανάλωση συναισθημάτων στα διαδικτυακά μέσα που υποδέχονται αυτές τις εκδηλώσεις όπως το σφαγείο υποδέχεται τα ζώα. Τίποτα από τα παραπάνω δεν βρίσκει όμως εφαρμογή στον κάπως αναμενόμενο μα συνάμα εντελώς απίστευτο και αχώνευτο θάνατο του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, του αληθινού ανθρώπου της εποχής του.
Οι λέξεις, που κάποτε αραδιάστηκαν βιαστικά για να στεφανώσουν τις ολοκαίνουριες αγιογραφίες μας, τώρα είναι πολύ λίγες και πολύ άχρωμες, η πλημμύρα από στατικές και κινούμενες εικόνες δεν φτάνει ούτε για ζήτω, τα ποιήματα και τα τραγούδια κεντράρουν στην καρδιά και συγκινούν, αλλά τελειώνουν γρήγορα∙ χρειαζόμαστε κι άλλες λέξεις, κι άλλες εικόνες, ακόμη πιο πολλά τραγούδια, μεγαλύτερη προσπάθεια για να περιγραφεί, να καταγραφεί, να ερμηνευτεί και να βιωθεί όπως της αξίζει η αλήθεια του μυθικού Μαραντόνα.
Στον κόσμο του ποδοσφαίρου, ο Μαραντόνα δεν ήταν απλώς ο σπουδαιότερος όλων, ένας παίχτης άξιος θαυμασμού, ένας ιδανικός πρεσβευτής του σπορ σε κάθε γωνιά του πλανήτη – όπως είναι σήμερα της μόδας να λέμε. Πολύ περισσότερο, στο αξύριστο αλλά παιδικό πρόσωπό του ενσαρκώνονται όλα εκείνα που κάνουν το ποδόσφαιρο το πιο όμορφο παιχνίδι, το πιο συναισθηματικό, το πιο παράφορο και καλλιτεχνικό άθλημα. Ο Μαραντόνα συμπύκνωνε σαρωτικά και αναπάντεχα στοιχεία που προϋπήρχαν κι είχαν εκφραστεί ξανά, όμως ποτέ με τέτοια ακρίβεια και τόση πυκνότητα, ποτέ στην τέλεια χρονική στιγμή. Ο Τζορτζ Μπεστ, που «γινόταν ο ίδιος πάθος, εικόνα και βροχή» εμπνέοντας τον Μάνο Χατζιδάκι, παραήταν Βρετανός και παρτάκιας, ο Κρόιφ, ο φιλελεύθερος επαναστάτης που άλλαξε το ποδόσφαιρο σε κάθε επίπεδο κι έγινε καθρέφτης του ψυχισμού της εποχής στις τέσσερις γραμμές, παραήταν Ολλανδός και στοχαστικός. Χρειάστηκε το μυστήριο του πηγαίου και αστείρευτου ταλέντου, τα καλοδεχούμενα κουλουβάχατα της τύχης, χίλια δυο τερτίπια της ιστορίας και μια βαρυτική προσωπικότητα ώστε ένα καλοκαίρι στο Μεξικό να κοπεί η ανάσα του πλανήτη κι έκτοτε να κόβεται ξανά και ξανά σε replay. Περίπου τρία χρόνια μετά και «life is life»∙ ο Μαραντόνα χορεύει και ξεσηκώνει, κανένας δεν μπορεί να κοιτάξει αλλού, κανένας δεν μπορεί να αδιαφορήσει, τα βλέμματα κολλάνε πάνω του με την προσήλωση γάτας που παραμονεύει κορδόνι. Κάνει τη φαντασία να μοιάζει το πιο αποτελεσματικό όπλο. Είναι το σουλούπι, είναι η προσωπικότητα, είναι η ζωή, είναι το ποδόσφαιρο.
Ο Μαραντόνα γίνεται θεός του ποδοσφαίρου, θεός της Νάπολι, θεός των μικρών παιδιών. Γοητεύει γιατί ασκεί την τέχνη του αναπάντεχου τόσο στο χορτάρι όσο και έξω απ’ αυτό. Δεν είναι Ρομπέν των φτωχών, αλλά υποστηρίζει τους αδύναμους με τον γενναιόδωρο τρόπο μιας Λατινικής Αμερικής που κρατά με αξιοπρέπεια και αλληλεγγύη το κεφάλι πάνω από τα σκατά και δεν λησμονεί τη λαϊκότητά της. Ο Γκαλεάνο έχει δίκιο: «Κανένας καταξιωμένος ποδοσφαιριστής δεν είχε μιλήσει ανοιχτά κατά των αφεντικών του εμπορικού ποδοσφαίρου. Το έκανε ο πιο διάσημος και δημοφιλής όλων των εποχών, υπερασπιζόμενος τους λιγότερο διάσημους και λιγότερο δημοφιλείς παίκτες». Ο Μαραντόνα τρέφει τη Νάπολη με το υλικό των ονείρων∙ είναι εκεί για να οδηγήσει τους χιλιάδες «ξυπόλητους» και «βρωμιάρηδες» στον υπεροπτικό Βορρά. Ο Μαραντόνα τρέφεται από την αδιαπραγμάτευτη λατρεία, τον άνευ όρων προσηλυτισμό των πιστών του, και ανταποδίδει∙ τσαλαβουτάει στις λάσπες ενός ρημαγμένου επαρχιακού γηπέδου, για να συγκεντρωθούν χρήματα για έναν σκοπό της κοινότητας. Λίγο πριν το τέλος, λίγο πριν αποχαιρετίσει τη Νάπολι, κάνει το αδιανόητο∙ διασπά την εθνική συναίνεση που στο ποδόσφαιρο βρίσκει μία από τις κορυφώσεις της, κάνει θρύψαλα το Risorgimento και τη βίαιη ομογενοποίηση της Ιταλίας, ζητά το ανήκουστο και το κερδίζει: «Για 364 μέρες το χρόνο, θεωρείστε ξένοι στην ίδια σας τη χώρα, σας δίνουν σφαλιάρες και σήμερα σας ζητούν να κάνετε το σωστό υποστηρίζοντας την εθνική σας ομάδα. Αντιθέτως, εγώ είμαι Ναπολιτάνος 365 μέρες το χρόνο».
Μαραντόνα σημαίνει επίθεση στα μπετονένια θεμέλια της γενικευμένης ανίας. Υπερβατικός, αντιφατικός, αξιαγάπητος, εξωστρεφής, τολμηρός, καμιά φορά λίγο μαλάκας, πάντα συναρπαστικός∙ θεός! Βρίζει τους Αμερικανούς σε βαθμό αηδίας, κάνει παρέα με τον Φιντέλ και μετά τον κάνει και τατουάζ, τα βάζει με το Βατικανό, κατεβαίνει σε πορείες ενάντια στον πόλεμο του Ιράκ. Είναι πιστός στον Θεό, πιστός στον λαό, πιστός στο ποδόσφαιρο και στην οικογένειά του. Δεν καναλιζάρεται, δεν φιλτράρεται, δεν ελέγχεται και γι’ αυτό η σύνδεση του Μαραντόνα με τα πιο κατατρεγμένα κομμάτια της Νάπολης, της Αργεντινής, του πλανήτη είναι βαθιά και βιώνεται έντονα, στα άκρα. Ζωντανός βλέπει την ίδρυση της Εκκλησίας του Μαραντόνα, μιας θρησκείας αφιερωμένης στη λατρεία του∙ νεκρός χάνει το άνευ προηγουμένου πλανητικό, λαϊκό προσκύνημα που καταλήγει σε μπάχαλα στο Μπουένος Άιρες – ο θεός πέθανε, κάτω η εξουσία. Μερικές φορές μου είναι δύσκολο να τα συλλάβω όλα αυτά. Μοιάζουν σαν σινεμά ή σαν ένα κολάζ από φάρσες της ιστορίας∙ κι όμως πρόκειται για την αλλόκοτη, πυκνή σε σημεία και γεγονότα ιστορία ενός ανθρώπου, μιας εποχής.
«Νόμιζα πως είσαι αθάνατος»: ο τίτλος εμπερικλείει μια αντινομία. Ο Μαραντόνα, η προσωποποίηση της ομορφιάς της ζωής σε βάρος όλων των άλλων μεγεθών, είναι πολύ ζωντανός και πολύ ανθρώπινος για να 'ναι αθάνατος. Όμως, από την άλλη, κανείς δεν μας είχε προειδοποιήσει, κανείς δεν μας είχε ταρακουνήσει αρκετά, για να συνειδητοποιήσουμε ότι μπορεί να έρθει το τέλος του θεού. Για μένα, ο Μαραντόνα ήταν, είναι και θα είναι το γέλιο και το κλάμα του, οι απλοί άνθρωποι απέναντι σε όσα τους συντρίβουν, το κίνημα της ζωής που τα βάζει με τις στρατιές του θανάτου. Ας του αφιερώσουμε κι ας θυμόμαστε πάντα τους σοφούς στην απλότητά τους στίχους εκείνου του παλιού, παραδοσιακού, ιταλικού τραγουδιού: «E la vita non è la morte, e la morte non è la vita, la canzone l'è già finite». (Η ζωή δεν είναι ο θάνατος, ο θάνατος δεν είναι η ζωή, το τραγούδι έχει ήδη τελειώσει).