Η Γαλλία στις 7/01/2015 δέχτηκε μία επίθεση που σόκαρε την υφήλιο. Το Παρίσι στις 7/01/2015 δέχτηκε μια επίθεση που σόκαρε την υφήλιο. Η εφημερίδα Charlie Hebdo στις 7/01/2015 δέχτηκε μια επίθεση που σόκαρε την υφήλιο. Μία επίθεση, τρία μέτωπα. Η δολοφονική ενέργεια η οποία έγινε υπό τον μανδύα της ανταποδοτικής βεντέτας των ισλαμιστών του ISIS, ήγειρε μαζί της και ένα κύμα αντιδράσεων και εκδηλώσεων αλληλεγγύης στις οικογένειες των θυμάτων πρώτα και στην Γαλλία κατ επέκταση. Συνολικά 17 άτομα έχασαν την ζωή τους, εξ αυτών 11 δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι, 2 αστυνομικοί και 4 πολίτες κατά τη διάρκεια της μετέπειτα ομηρίας. Στον απόηχο αυτής της συντονισμένης δολοφονίας χιλιάδες άνθρωποι απ' όλο τον δυτικό κόσμο ξεχύθηκαν στους δρόμους και μαζί με αυτούς συμπορεύτηκαν οι ηγέτες πολλών χωρών, δυτικών και ανατολικών. Παράλληλα, τα μέσα ενημέρωσης σε όλες τις άκρες του κόσμου καταδίκασαν την απάνθρωπη αυτή επίθεση τονίζοντας το πρωτοφανές στοιχείο αυτής.
Ας βάλουμε όμως τα πράγματα σε μία σειρά. Η πράξη αυτή ήταν αποτρόπαιη, ανταποδοτική και πολύνεκρη -πρωτοφανή ωστόσο θα ήταν ανακριβές και επικίνδυνα επιλεκτικό να τη χαρακτηρίσουμε. Πολυμέτωπη, ναι, όμως αυτός ο χαρακτηρισμός δεν αναφέρεται στις ομηρίες που έλαβαν χώρα μετά την επίθεση, αλλά στο γεγονός πως η πράξη αυτή έπληξε συγχρόνως την Γαλλία, το Παρίσι και τέλος την δημοσιογραφία ως θεσμό. Μία τρομοκρατική ενέργεια η οποία κατευθύνεται οργανωμένα κατά ενός μέσου ελεύθερου τύπου είναι μαζί και δήλωση για το μέλλον. Συνιστά προειδοποίηση για τους δημοσιογράφους παγκοσμίως, για όλους εκείνους που μιλούν χωρίς υποβολέα και που γράφουν χωρίς φόβο. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να πούμε με συγκρατημένη βεβαιότητα πως τέτοιου είδους τρομοκρατικές και εκφοβιστικές ενέργειες δρουν ορισμένες φορές και προς όφελος των κυβερνητικών μηχανισμών. Μπορεί να φαίνεται ακραία ως παρατήρηση ωστόσο η αλήθεια είναι πως η αποσιώπηση δημοσιογράφων ανά τον κόσμο είναι μια πρακτική που με την εξέλιξη των χρόνων δεν βιώνει την δραματική μείωση που θα περίμενε κανείς.
Αυτή η πρακτική δεν περιλαμβάνει δολοφονίες κατά πλειοψηφία, φυλακίσεις και απαγωγές είναι οι προτιμώμενοι τρόποι επίλυσης των διαφορών της εκάστοτε κυβέρνησης. Ένα από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα φίμωσης της δημοσιογραφικής ελευθερίας βρίσκεται μέσα στη γειτονιά μας. Η Τουρκία δικαιωματικά βρίσκεται πολύ ψηλά στην κλίμακα "συντονισμένης αποσιώπησης" των δημοσιογράφων που τείνουν να διαφωνούν με την πολιτική του Ταγίπ Ερντογάν, έχοντας ως μέσο ρεκόρ ετησίων επιθέσεων κατά δημοσιογράφων τις 117. Ειδικότερα, μετά τις διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί η τούρκικη κυβέρνηση δείχνει να έχει ξεκινήσει ένα "πογκρόμ" κατά των δημοσιογράφων στο βαθμό να φυλακίζει όποιον δείχνει - για εκείνη - στοιχεία ανυποταγής.
Το υψηλότερο ποσοστό επιθέσεων ωστόσο το κατέχει τον τελευταίο χρόνο η Ουκρανία, έχοντας ως ετήσιο μέσο όρο απαγωγών, συλλήψεων και ξυλοδαρμών τις 215 επιθέσεις κατά δημοσιογράφων, 6 εκ των οποίων δολοφονήθηκαν το έτος2013. Η ΜΚΟ "Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα" στην ετήσια έκθεσή της τοποθετεί τη Λιβύη και την Αίγυπτο πολύ ψηλά στη λίστα, ενώ η Συρία και η Παλαιστίνη ως ευρισκόμενες σε εμπόλεμη κατάσταση έχουν τον υψηλότερο αριθμό θυμάτων στο χώρο της δημοσιογραφίας με περισσότερους από 70 ανταποκριτές νεκρούς στη Συρία κατά τη διάρκεια του μέχρι σήμερα τετραετούς πολέμου και 17 δημοσιογράφους νεκρούς στη Παλαιστίνη αντιστοίχως μόνο για το έτος 2014. Η Βενεζουέλα και η Κίνα είναι επίσης πολύ ψηλά στη κατάταξη μετρώντας 134 και 84 επιθέσεις αντίστοιχα μόνο για το έτος 2013.
Εν έτει 2014, μετρούνται συνολικά 61 εκ προθέσεως δολοφονίες δημοσιογράφων, με πρώτη τη Συρία(17 δολοφονίες) και επόμενη την Ουκρανία και το Ιράκ(5). Στη συνέχεια της αιματηρής κατάταξης ηχηρή είναι η θέση της Σομαλίας και του Ισραήλ - συμπεριλαμβάνοντας και τη λωρίδα της Γάζας - (4), εν συνεχεία η Βραζιλία και το Αφγανιστάν η οποίες ακολουθούνται ενδεικτικώς από: Πακιστάν, Παραγουάη, Ινδία, Μεξικό, Λιβύη, Μπούρμα. Για το ίδιο έτος έρευνα του CPJ (Committee to Protect Journalists) σχετική με της παράνομες φυλακίσεις φτάνει στο νούμερο των 221 ανά τον κόσμο, με πιο ηχηρές συμμετοχές την Κίνα(44), το Ιράν(30) και την Αιθιοπία(17).
Αβίαστα επομένως μπορεί κανείς να καταλήξει στο συμπέρασμα πως η φίμωση με οποιοδήποτε μέσο, είναι μια πρακτική που ανθίζει τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, στον εκκωφαντικό απόηχο όλης αυτής της ιστορίας εγώ κρίνω απαραίτητο να πάμε λίγα χρόνια πίσω στις μνήμες μας. Συγκεκριμένα, στο 1999 όταν ο Κρατικός Ραδιοτηλεοπτικό σταθμός (RTS) της Σερβίας στο Βελιγράδι, βομβαρδίστηκε από το ΝΑΤΟ υπό την αιτιολογία ότι παρείχε στήριξη στην πολεμική προπαγάνδα κατά του Κοσσόβου. 16 εργαζόμενοι και δημοσιογράφοι σκοτώθηκαν από την επίθεση η οποία αργότερα χαρακτηρίστηκε από τη Διεθνή Αμνηστία ως Έγκλημα Πολέμου. Πέρα, από την ανυπαρξία παραδοχής από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ οποιασδήποτε εγκληματικής ευθύνης, ενδιαφέρον συνιστά το γεγονός ότι η ενέργεια αυτή τείνει να εξαλειφθεί εξ ολοκλήρου από τα κατάστιχα απρόκλητων επιθέσεων. Απρόκλητη, γιατί η βεντέτα που κρατούσαν η ΗΠΑ με τον Μιλόσεβιτς κατά τη διάρκεια του πολέμου της Σερβίας με το Κόσσοβο, δεν στοιχειοθετεί αιτιολογικό για τον βομβαρδισμό του Ραδιοτηλεοπτικού Σταθμού και την δολοφονία 16 αμάχων πολιτών.
Είναι επομένως πρωτοφανής η επίθεση που έγινε στα γραφεία της εφημερίδας Charlie Hebdo; Όχι, θα ήταν κάτι παραπάνω από ιστορική ανακρίβεια να στηρίξουμε κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, θα μετρούσαμε την αξία της ανθρώπινης απώλειας βάσει της εθνικότητάς της. Όπως είδαμε, οι επιθέσεις κατά της δημοσιογραφίας δε διαχωρίζουν χώρες και εθνικότητες, θύτες και θύματα. Αφαιρώντας τον μανδύα της τρομοκρατίας, η επίθεση ήταν μια ακόμη προειδοποίηση ανά τον κόσμο πως η ελευθερία έκφρασης έρχεται με τίμημα ανθρώπινες ζωές.